1-3
Πραγματολογικά σχόλια
Βουλή : Πρόκειται για τη βουλή των πεντακοσίων, ενώπιον της οποίας εξετάζονταν όσοι εκλέγονταν βουλευτές με κλήρωση. Στην κλήρωση λάμβαναν μέρος όσοι πολίτες είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους. Τα πεντακόσια μέλη της βουλής (πενήντα για κάθε μέλη) είχαν νομοθετική, δικαστική και διοικητική εξουσία. Το κύριο έργο τους ήταν να προπαρασκευάζουν κάθε υπόθεση που επρόκειτο να συζητηθεί στην εκκλησία του δήμου. Επιπλέον, συνεργάζονταν με τους ανώτερους άρχοντες σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, επόπτευαν τα δημόσια οικονομικά και φρόντιζαν για το στόλο. Ενώπιον της βουλής των πεντακοσίων εκδικάστηκε και η υπόθεση του Μαντιθέου, για να αποφασίσουν οι βουλευτές αν ήταν άξιος για το βουλευτικό αξίωμα.
Οι κατήγοροι : Κάθε Αθηναίος πολίτης είχε δικαίωμα να κατηγορήσει έναν συμπολίτη του ως ανάξιο για κρατικό λειτουργό την ημέρα της «δοκιμασίας» του. Στην Αθήνα, ήταν συχνό φαινόμενο αθώοι πολίτες να κατηγορούνται άδικα, από επαγγελματίες συκοφάντες, οι οποίοι αποσπούσαν χρηματικά ποσά από συνανθρώπους τους, που τους απειλούσαν με καταγγελίες και δικαστικές περιπέτειες.
Ο έλεγχος του βίου : Οι δοκιμαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να αναφερθούν στο δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο τους, ο οποίος, κατά την αθηναϊκή νομοθεσία, έπρεπε να είναι άριστος.
Η αντιπάθεια προς τον Μαντίθεο : Ίσως μερικοί αντιπαθούσαν το Μαντίθεο, επειδή ήταν ολιγαρχικός, είχε μακριά μαλλιά και ασπαζόταν τον σπαρτιατικό τρόπο ζωής.
Οι τριάκοντα : Πρόκειται για τους τριάκοντα τυράννους, που κατέλυσαν την αθηναϊκή δημοκρατία το 404 π.Χ. μετά την ήττα των Αθηναίων από τους Λακεδιαμονίους. Άσκησαν την εξουσία για οχτώ μήνες αδιαφορώντας για κάθε έννοια δικαίου και ηθικής. Σκότωσαν 1500 ανθρώπους, εξόρισαν χιλιάδες δημοκράτες, και άρπαξαν περιουσίες για ίδιον όφελος. Τελικά νικήθηκαν από τους δημοκρατικούς, που με αρχηγό τους τον Θρασύβουλο απεκατέστησαν την δημοκρατία.
Η κατηγορία : Οι κατήγοροι του Μαντιθέου διατύπωσαν την κατηγορία ότι υπηρέτησε στο ιππικό κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης των τριάκοντα και ότι υποστήριξε το καθεστώς.
ούχ ίππευον... πολιτείας: πρόκειται για το κατηγορητήριο στο οποίο περιέχονται οι τρεις κατηγορίες, τις οποίες θα αντικρούσει παρακάτω· εδώ απλά τις εκθέτει για την ενημέρωση του ακροατηρίου. Οι ιππείς , την εποχή των Τριάκοντα, ήταν το σπουδαιότερο ένοπλο στήριγμα της εξουσίας τους. Με την παλινόρθωση της δημοκρατίας, όσοι είχαν υπηρετήσει στους ιππείς, κάτω από το καθεστώς εκείνο, ήταν ύποπτοι αντιδημοκρατικών ενεργειών.Χαρακτηριστικά, ο Ξενοφώντας λέει πως «όταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός Θίβρων ζήτησε από τους Αθηναίους τριακόσιους ιππείς, για να τους πάρει μαζί του, στην εκστρατεία εναντίον των Περσών στη Μ. Ασία, οι Αθηναίοι του έδωσαν εκείνους που είχαν υπηρετήσει ως ιππείς την εποχή των Τριάκοντα, γιατί ο λαός το θεωρούσε κέρδος του, αν ξενιτευτούν και σκοτωθούν στην εκστρατεία τέτοιοι άνθρωποι».
Αισθητικός σχολιασμός
Το προοίμιο : Οι πρώτες τρεις παράγραφοι του λόγου αποτελούν το προοίμιο, δηλαδή τον πρόλογο του κειμένου.
Γενικά, στο προοίμιο ο ρήτορας :
-επιδιώκει να προκαλέσει την προσοχή των δικαστών (πρόσεξις)
-να δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα για τον εαυτό του (εὔνοια)
-να κατατοπίσει τους δικαστές για την εκδικαζόμενη υπόθεση (εὐμάθεια)
Ο Μαντίθεος, προκειμένου να κεντρίσει την προσοχή των δικαστών και να εξασφαλίσει την εύνοιά τους, αρχίζει το λόγο τους με ένα παράδοξον. Συγκεκριμένα, εμφανίζεται να εκφράζει την «υπό προυποθέσεις» ευγνωμοσύνη του προς τους κατηγόρους του, οι οποίοι του δίνουν την ευκαιρία να μιλήσει για την προσωπικότητα του. Η παράδοξη αυτή του λόγου αναδεικνύει την αυτοπεποίθηση του Μαντιθέου, που είναι διάχυτη σε ολόκληρο τον λόγο. Έμφαση προσδίδει στο περιεχόμενο της παραπάνω δήλωσης το υπερβατό σχήμα [1](πολλήν..χάριν) Η μετοχή βουλομένοις δείχνει την πρόθεση των αντιπάλων, ενώ το αντικείμενο κακῶς εμέ ποιεῖν, δείχνει το αντικείμενο της πρόθεσής τους. Ο Μαντίθεος είναι πεπεισμένος για την μοχθηρότητα και την αποφασιστικότητα των κατηγόρων να τον βλάψουν με κάθε τρόπο (ἐκ παντός τρόπου).
Στην δεύτερη παράγραφο ο Μαντίθεος δηλώνει απερίφραστα την αυτοπεποίθησή του (ἐγώ γαρ οὔτω σφόδρα ἐμαυτῴ πιστεύω). Η εμφατική παρουσία της προσωπικής αντωνυμίας (εγώ), το ποσοτικό επίρρημα σφόδρα, καθώς και η παρήχηση[2] του (ω) που από ακουστική άποψη δημιουργεί έμφαση κατά την εκφώνηση, προκαλεί την συμπάθεια των δικαστών, ενώ μειώνει τους κατηγόρους.
Στην δεύτερη παράγραφο με την συμπερασματική πρόταση (ὤστε ἐλπίζω..) εκφράζει το αποτέλεσμα της μεγάλης αυτοπεποίθησης του κατηγορούμενου. Ο Μαντίθεος ελπίζει ότι με τον λόγο του θα μπορέσει να αναστρέψει τις εις βάρος του κατηγορίες, αποδεικνύοντας το ήθος του. Με τον τρόπο αυτό προϊδεάζει τους ακροατές του για όσα θα πει στη συνέχεια, αυξάνοντας ταυτόχρονα την περιέργεια και την προσδοκία τους για την συνέχεια του λόγου.
Η τρίτη παράγραφος βασίζεται σε δύο αντιθέσεις που αλληλοσυμπλέκονται :
-ἐάν μέν πλέον εἶναι..ἐάν δε φαίνωμαι…
-ἐάν μέν δοκιμάζειν, χείρους εἶναι..
Με τις δύο αυτές αντιθέσεις, ο Μαντίθεος προσπαθεί να αποδείξει :
Με την τελευταία παράγραφο, ο κατηγορούμενος αναφέρεται με συντομία στο κατηγορητήριο το οποίο πρόκειται στην συνέχεια να αντικρούσει.
Ρητορικά ήθη : Ο Μαντίθεος εμφανίζεται αισιόδοξος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και σίγουρος για την αθώωση του. Ο τρόπος που ξεκινά τον λόγο του είναι παράδοξος, ιδιαίτερα δυναμικός, σχεδόν προκλητικός . Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ιδιαίτερες προσδοκίες στους δικαστές.
Από την άλλη, οι αντίπαλοί του χαρακτηρίζονται κακοί και συκοφάντες. Ο Μαντίθεος προσπαθεί να υποτιμήσει την κατηγορία εναντίον του, δείχνοντας την ως μια προσωπική αντιδικία.Διήγησις
Παράγραφοι 4-5
Πραγματολογικά σχόλια
ἡμάς: Ο Μαντίθεος αναφέρεται στον εαυτό του και τον αδερφό του, τον οποίο αναφέρει και στην παράγραφο 10.
Προ τῆς Ἐλλησπόντου συμφορᾶς : Ο Μαντίθεος εννοεί την πανωλεθρία του αθηναϊκού στόλου το 405 π.Χ. στους Αιγός ποταμούς, που εν πολλοίς καθόρισε το τέλος του πολέμου.
Σάτυρος : Ο Σάτυρος ήταν βασιλιάς και φίλος του πατέρα του Μαντίθεου, και φιλοξένησε τον Μαντίθεο και τον αδερφό του για να μάθουν το εμπόριο του σίοτυ.
τῶν τειχῶν καθαιρομένων : Ο Μαντίθεος αναφέρεται στην διάλυση των Μακρών Τειχών από τους Σπαρτιάτες, μετά την παράδοση της Αθήνας.
εἰς τοιοῦτον καιρόν ἀφιγμένους : Ο Μαντίθεος και ο αδερφός του έφτασαν στην Αθήνα σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο. Ήδη είχε αρχίσει ο αγώνας τον δημοκρατικών για την ανατροπή του καθεστώτος, και η ήττα των τριάκοντα ήταν σίγουρη.
τῶν αλλοτρίων κινδύνων : εννοεί τους κινδύνους που διέτρεχαν οι Τριάκοντα για τα αδικήματα που είχαν διαπράξει.
τους συγκαταλύσαντας τον δῆμο
: Εννοεί τον Θηραμένη και τους
οπαδούς του.
Αισθητικός σχολιασμός
Με την παράγραφο 4 ο ρήτορας εισέρχεται μέσω του αφηγηματικού συνδέσμου γαρ, στο κύριο μέρος του λόγου του, που περιλαμβάνει την διήγησιν και την πίστιν.
Το βασικό επιχείρημα του Μαντίθεου στις δύο αυτές παραγράφους είναι ότι δεν βρισκόταν στην Αθήνα κατά την διακυβέρνηση των Τριάκοντα. Το επιχείρημα του αναλύεται ως εξής:
-Ο ίδιος επέστρεψε με τον αδερφό του όταν το τυραννικό καθεστώς είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει.
-Επομένως, θα ήταν παράλογο εκ μέρους του να εμπλακεί στα πολιτικά πράγματα σε μια τόσο ταραγμένη εποχή.
-Άλλωστε, οι τριάκοντα δεν έδιναν αξιώματα σε όσους έλειπαν από την Αθήνα κατά την εγκαθίδρυση του καθεστώτος.
Το επιχείρημα του Μαντίθεου αποτελεί ένα ε ν θ ύ μ η μ α.
Βραχυλογικός συλλογισμός που, με βάση τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται, δίνει ένα πιστικό και ασφαλές συμπέρασμα (= εικός)
Ωστόσο, το επιχείρημα του δεν είναι απόλυτα αξιόπιστο. Την εποχή της επαναστατικής κίνησης των δημοκρατικών, οι Τριάκοντα θα είχαν μεγάλη ανάγκη από στήριξη, οπότε δεν θα δίσταζαν να δεχτούν και βοήθεια από άτομα που δεν είχαν εξ αρχής συνταχθεί με το καθεστώς. Όμως, το επιχείρημα θα ληφθεί υπόψη από τους δικαστές, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα επιχειρήματα του. Η επιχειρηματολογία του Μαντίθεου γίνεται κλιμακωτά : από το πιο ασήμαντο επιχείρημα στην παράγραφο 4, θα περάσει στα πιο σημαντικά στις επόμενες παραγράφους.
Σχήματα λόγου
6-8
Πραγματολογικά σχόλια
ἐκ τοῦ σανιδίου : Το σανίδιον ήταν ξύλινη πινακίδα επικαλυμμένη με γύψο. Σ’ αυτή την πινακίδα έγραφαν τα ονόματα όσων είχαν υπηρετήσει στο ιππικό και την είχαν εκτεθειμένη σε κοινή θέα. Η αναγραφή του ονόματος του Μαντιθέου στο σανίδιον ήταν το βασικό επιχείρημα των κατηγόρων εναντίων του.
ἐπειδή κατήλθετε : Πολλοί δημοκρατικοί έφυγαν από την Αθήνα όταν πήραν την εξουσία οι τριάκοντα, και επέστρεψαν μετά την πτώση της δημοκρατίας.
τους φυλάρχους : Οι φύλαρχοι ήταν δέκα, ένας από κάθε φυλή. Κάθε φύλαρχος ήταν αρχηγός του ιππικού της φυλής του. Όλοι οι φύλαρχοι τελούσαν υπό την αρχηγία των δύο ιππάρχων.
ἵνα τάς καταστάσεις ἀναπράξητε παρ’ αὐτῶν : Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας ( 403 π.Χ.) οι Αθηναίοι έδωσαν εντολή στους φυλάρχους να συνάξουν και να παραδώσουν στις αρμόδιες αρχές κατάλογο όσων υπηρέτησαν ως ιππείς την περίοδο της δικτατορίας. Ο λόγος ήταν ότι εκείνοι οι ιππείς έπρεπε να επιστρέψουν στο κράτος τη λεγόμενη κατάστασιν, δηλαδή το επίδομα που είχαν πάρει για τα έξοδά τους.
τοῖς συνίκοις : Οι σύνδικοι ήταν συνήγοροι του δημοσίου. Αντιπροσώπευαν το κράτος και συνηγορούσαν υπέρ των κρατικών συμφερόντων.
αὐτοῖς ζημιοῦσθαι : Οι φύλαρχοι με δική τους ευθύνη συνέτασσαν τον κατάλογο των ιππέων, για να κληθούν να επιστρέψουν το κρατικό επίδομα. Αν οι φύλαρχοι παρέλειπαν ονόματα, ήταν υποχρεωμένοι να αποκαταστήσιυν οι ίδιοι την οικονομική ζημιά που υφίστατο το κράτος.
τοῖς γράμμασι ἤ τούτοις πιστεύοιτε : Εννοεί τον κατάλογο των ιππέων που είχαν συντάξει οι φύλαρχοι, σε σχέση με το σανίδιο.
ἰππάρχους κεχειροτονημένους : Οι βουλευτές εκλέγονταν με κλήρο, ενώ οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι εκλέγονταν με ανάταση του χεριού. Ο λόγος είναι προφανής : οι δέκα στρατηγοί και οι δύο ίππαρχοι ήταν υπεύθυνοι για την εθνική άμυνα της χώρας για την διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Έπρεπε να διαθέτουν ιδιαίτερα προσόντα και γι’αυτό οι Αθηναίοι τους εξέλεγαν με φανερή ψηφοφορία .
Το επιχείρημα του Μαντιθέου
Ο Μαντίθεος δεν αρνείται την αναγραφή του ονόματός του στον κατάλογο των ιππέων (σανίδιον) . Όμως, ισχυρίζεται ότι ο κατάλογος αυτός δεν ήταν αξιόπιστος καθώς αρκετοί από τους ιππείς δεν αναγράφονταν σε αυτό. Έτσι προτρέπει τους δικαστές να βασιστούν στους επίσημους καταλόγους του κράτους, που περιείχαν όλα τα ονόματα όσων υπηρέτησαν στο ιππικό την εποχή των Τριάκοντα. Θυμίζει στους δικαστές ότι αυτούς τους καταλόγους τους είχαν συντάξει με δική τους ευθύνη οι φύλαρχοι και με εντολή του αθηναϊκού λαού, αμέσως μετά την πτώση των Τριάκοντα, για να επιστρέψουν οι ιππείς το επίδομα που είχαν πάρει από το κράτος για την αντιμετώπιση των εξόδων τους. Το γεγονός ότι αυτοί οι επίσημοι κατάλογοι δεν περιείχαν το όνομά του και το γεγονός ότι δεν πλήρωσε κανένα ποσό , όπως εκείνοι που είχαν χρηματίσει ιππείς, αποδεικνύει, κατά τον Μαντίθεο, ότι ήταν πράγματι αναξιόπιστο το σανίδιον και ολωσδιόλου ανυπόστατη η πληροφορία που βασίστηκε σ’ αυτό.
Το επιχείρημα του Μαντιθέου είναι ένα ε ν θ ύ μ η μ α =λογικός συλλογισμός. Το ενθύμημα αυτό θα διαφωτιστεί από την άτεχνη πίστη της λίστας των φυλάρχων, η οποία δυστυχώς δεν σώζεται.
Στην παράγραφο 8, ο Μαντίθεος αναπτύσσει ένα ακόμα επιχείρημα : Κι αν ακόμα είχε υπηρετήσει ως ιππεας, αυτό δεν θα σήμαινε αυτομάτως την ενοχή του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι και οι δικαστές δε θα είχαν αντίρρηση να επικυρωθεί η εκλογή του βουλευτή, ακόμη κι αν είχε υπηρετήσει στο ιππικό, εφόσον πολλοί ιππείς της δικτατορίας έγιναν βουλευτές και πολλοί επίσης είχαν εκλεγεί στην φανερή ψηφοφορία στο τιμητικότατο αξίωμα του στρατηγού και του ιππάρχου. Ο ρήτορας επιδοκιμάζοντας την εκλογή πολλών ιππέων της δικτατορίας στα προαναφερόμενα αξιώματα επιδιώκει τη συμπάθεια (εύνοια) των δικαστών και μια ανάλογη ευνοϊκή και δίκαιη γι’ αυτόν απόφαση.
Στο τέλος της παραγράφου, ο ρήτορας επιτίθεται στο ήθος του αντιπάλου (ηθοποιία) ώστε να αναδείξει την δική του αθωότητα.
Σχήματα λόγου
Συνοπτικά , η υπερασπιστική γραμμή του Μαντίθεου είναι η εξής:
1. Όταν καταλύθηκε η δημοκρατία, εκείνος και ο αδελφός του διέμεναν κοντά στο φιλέλληνα βασιλιά του Πόντου Σάτυρο, όπου ασχολούνταν με το εμπόριο.
2. Όταν επέστρεψαν, σε μια ταραγμένη και δύσκολη για τους Τριάκοντα εποχή, κατά την οποία αντιμετώπιζαν εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους, ήταν φυσικό να μη θελήσουν να συμμετέχουν σ' αυτούς.
3.Υποστηρίζει επιπλέον ότι, ακόμη κι αν επιθυμούσαν οι ίδιοι να λάβουν μέρος στα πολιτικά πράγματα, δε θα δέχονταν οι Τριάκοντα τη σύμπραξη τους. Κι αυτό γιατί η κατάσταση ήταν τόσο ρευστή και τα πνεύματα τόσο οξυμμένα εκείνο τον καιρό, ώστε δε δίσταζαν οι πιο φανατικοί από αυτούς να καταγγέλλουν και να τιμωρούν τους πιο μετριοπαθείς ακόμη και σε θάνατο. Έτσι δε θα είχαν κανένα λόγο να δεχθούν στους κόλπους τους κάποιους που δεν συμμετείχαν από την αρχή στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο ρήτορας, το επιχείρημα αυτό ανήκει στην κατηγορία των ενθυμημάτων (εικός).
4.Θέλοντας να αναιρέσει το επιχείρημα του κατηγόρου ότι το όνομα του ήταν γραμμένο στον κατάλογο (σανίδιο) με τα ονόματα όσων είχαν υπηρετήσει ως ιππείς επί των Τριάκοντα, επισημαίνει ότι, λόγω και του υλικού από το οποίο ήταν κατασκευασμένος ο κατάλογος (σανίδα αλειμμένη με γύψο στην οποία μπορούσε πολύ εύκολα κανείς να προσθέσει ή να αφαιρέσει όποιο όνομα ήθελε), καθίσταται εκ των πραγμάτων αναξιόπιστος, θυμίζει δε ότι κάποιοι πολίτες που ομολόγησαν ότι υπηρέτησαν ως ιππείς δεν υπάρχουν καταγεγραμμένοι στους καταλόγους, όπου αντίθετα περιέχονται ονόματα πολιτών που ουδέποτε υπηρέτησαν.
5.Συνεχίζει δε επισημαίνοντας ότι το όνομα του δεν περιέχεται στους καταλόγους των φυλάρχων. Οι κατάλογοι αυτοί περιείχαν τα ονόματα όσων ήταν ικανοί να ιππεύουν. Αυτοί έπαιρναν κάποιο επίδομα από την πόλη, το οποίο έπρεπε να επιστρέψουν στην περίπτωση που εκλέγονταν άλλοι στη θέση τους. Μετά την πτώση των Τριάκοντα το σώμα των ιππέων που είχαν συγκροτήσει διαλύθηκε και έτσι έπρεπε να επιστρέψουν το επίδομα που είχαν λάβει στην αρχή της θητείας τους. Οι κατάλογοι με τα ονόματα αυτών των ιππέων υποβάλλονταν στη Βουλή και, αν αποδεικνυόταν ότι είχε παραλειφθεί το όνομα κάποιου ο οποίος επομένως δεν είχε επιστρέψει το επίδομα, ήταν υποχρεωμένοι οι φύλαρχοι να πληρώσουν το οφειλόμενο ποσό. Αυτό και μόνο καθιστούσε τους καταλόγους αυτούς εξαιρετικά αξιόπιστους σε αντίθεση με τον κατάλογο που προσκόμισε ο κατήγορος. Με το επιχείρημα του αυτό ο ρήτορας αχρηστεύει τη μοναδική απόδειξη του κατηγόρου ότι υπήρξε ιππέας και άρα συνεργός των Τριάκοντα και εχθρός της δημοκρατίας. Και αυτό το επιχείρημα είναι ένα ενθύμημα. πολύ ισχυρότερο σαφώς από τοπροηγούμενο.
6.Το τελευταίο επιχείρημα που επιστρατεύει ο ρήτορας είναι συναισθηματικού περισσότερο χαρακτήρα: αν είχε υπηρετήσει ως ιππέας δεν θα το αρνιόταν σαν κάποιο φοβερό έγκλημα, αλλά θα ζητούσε να ελεγχθεί σύμφωνα με το θεσμό της δοκιμασίας, αφού δεν είχε βλάψει κανένα συμπολίτη του. Γνωρίζοντας ότι κάποιοι από τους παριστάμενους βουλευτές είχαν υπηρετήσει ως ιππείς επί των Τριάκοντα, επιδιώκει να κερδίσει την εύνοια τους, αλλά και να τους κάνει να σκεφτούν ότι θα μπορούσαν να βρίσκονται αυτοί στη θέση του. Είναι σαφές ότι το επιχείρημα αυτό είναι και το πιο ισχυρό: ξεκινά με μια υποθετική διατύπωση πολύ ευφυή και γι' αυτό ιδιαίτερα αποτελεσματική. Προσπερνά όμως γρήγορα το ευαίσθητο αυτό θέμα, ίσως και από φόβο μήπως ενοχλήσει τους ακροατές και επικεντρώνεται στο να καταδείξει για ποιο λόγο τον εξόργισε η κατηγορία.
Ρητορικά ήθη
Ήθος Μαντίθεου : Με απλότητα και αυτοπεποίθηση ανατρέπει τις κατηγορίες σε βάρος του. Δεν παρακαλεί τους δικαστές, αφού είναι σίγουρος για την αθώωσή του. Δηλώνει αμέτοχος με πειστήρια, σε όσα του προσάπτουν δεν κολακεύει, αλλά με το υποθετικό επιχείρημα «κι αν ακόμα ίππευα θα το ομολογούσα, γιατί δεν είναι κακό, αν δε θα είχα βλάψει κάποιον από τους πολίτες», υπερασπίζεται τους ιππείς που δεν είχαν βλάψει κανέναν και είχαν λάβει και ύπατα αξιώματα. Ο ίδιος δεν ήταν ιππέας. Τα ρητορικά τεχνάσματα του Λυσία στο λόγο του Μαντιθέου αποδεικνύουν την αθωότητα του και το χρηστό ήθος του: άνθρωπος έντιμος, ειλικρινής ,πατριώτης, πολέμιος της τυραννίας.
Ήθος αντιπάλων : Οι αντίπαλοι εμφανίζονται συκοφάντες, καιροσκόποι, ιδιοτελείς. Με το επίρρημα «περιφανώς» τονίζει το μέγεθος της αναξιοπιστίας τους, γιατί, εφόσον ψεύδονται τόσο φανερά ,δεν βλάπτουν μόνο εκείνον, αλλά υποτιμούν και την βουλή την οποία παραπλανούν εν γνώσει τους.
Ρητορικά πάθη : Ο Μαντίθεος επιδιώκει να εξασφαλίσει την εύνοια και τη συμπάθεια των βουλευτών, όχι τον οίκτο, αναφερόμενος στις συμφορές της οικογένειας και της πατρίδας. Υπεραμύνεται των δικαίων του, αλλά και των δικαίων των άλλων πολιτών, που μπορεί να βρεθούν στην ίδια μοίρα μ' αυτόν σε περίπτωση ψευδούς κατηγορίας. Την κύρια κατηγορία εναντίον του για «ίππεία» την καταρρίπτει, αλλά υπενθυμίζει ότι δεν είναι κακό, αρκεί να μη βλάπτονται συμφέροντα των πολιτών, και αναφέρεται στους στρατηγούς, βουλευτές και ιππάρχους που ίππευαν και δεν στερήθηκαν αξιωμάτων. Δεν παρακαλεί να τον ευνοήσουν, αλλά και δεν επιτρέπει σε συκοφάντες κακής ποιότητας να βλάπτουν κανέναν.
9
Πραγματολογικά σχόλια
περί αὐτῆς τῆς κατηγορίας : Εννοεί την κατηγορίας που αντέκρουσε στις προηγούμενες παραγράφους.
ἐν δε ταῖς δοκιμασίαις : Στις δοκιμασίες για την έγκριση της βουλευτικής θέσης, ο δοκιμαζόμενος βουλευτής έπρεπε να μιλήσει τόσο για τον ιδιωτικό όσο και για τον δημόσιο βίο του, που θα έπρεπε να ήταν άριστοι.
διά τάς συμφοράς και τοῦ πατρός καί τῆς πόλης : Αναφέρεται στις συμφορές του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404), λόγω του οποίου ο πατέρας του Μαντίθεου καταστράφηκε οικονομικά.
δύο μέν ἀδελφάς ἐξέδωκα : Τα αγόρια κληρονομούσαν την πατρική περιουσία και αισθάνονταν την υποχρέωση να προικίσουν τις αδελφές του.
πρός τόν ἀδελφόν ..ἐνειμάμην : Τα αρσενικά τέκνα μοιράζονταν εξίσου την πατρική περιουσία. Έτσι, βλέπουμε ότι ο Μαντίθεος ευνόησε τον αδελφό του, χωρίς να τον υποχρεώνει ο νόμος.
Αισθητικός σχολιασμός
Παράγραφος 9: Αποτελεί την δεύτερη πρόθεσιν. Στην πρώτη περίοδο ο Μαντίθεος συμπεραίνει ότι έχει αντικρούσει ικανοποιητικά την κατηγορία. Από την άλλη, θεωρεί ότι η φύση της κατηγορίας απαιτεί μια σύντομη απολογία για το σύνολο της ζωής του. Η παράκληση (δέομαι…ἀκρόασασθαι) αποτελεί λογική συνέχεια της προηγούμενης παραγράφου, και υποδηλώνει την ηθική υποχρέωση του Μαντίθεου να συνεχίσει την απολογία του. Άλλωστε, ο ίδιος δηλώνει πως η απολογία του θα είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομη. Η βραχυλογία εξυπηρετεί την κομψότητα του λόγου και την οικονομία του χρόνου.
Παράγραφος 10: Από την παράγραφο 10, αρχίζει η διήγησις που διαρθρώνεται ως εξής :
Ως στοιχεία ευνοϊκά για τον κατηγορούμενο κρίνονται τα εξής :
Συμπληρωματικά αισθητικά σχόλια
Υπερβατά : δοκεῖ μοί…προσήκειν, δίκαιον εἶναι..διδόναι, δέομαι…ἀκροάσασθαι, ἐγώ…έδωκα κτλ.
Παρήχηση του ω : αὐτῶν μόνων τῶν κατηγορουμένων
Σχήμα λιτότητας[4] : οὐ πολλῆς
Υπερβολή : προς τούς ἄλλους ἄπαντας
Περιφράσεις : λόγον διδόναι, ποιήσομαι την απολογίαν
11
Πραγματολογικά σχόλια
ώστε μηδεπώποτε... έγκλημα γενέσθαι: ο Μαντίθεος ούτε κατηγορήθηκε από κάποιον ούτε κατηγόρησε κάποιον. Ήταν σημαντικό για την εποχή εκείνη να μην έχει παρουσιαστεί κάποιος στο δικαστήριο ως ενάγων ή εναγόμενος. Η πρώτη παρουσία του Μαντιθέου και μοναδική είναι αυτή της δοκιμασίας, πράγμα που πιστοποιεί το ήθος του.
περί δε των κοινών...της επιεικείας : χαρακτηρίζει τον εαυτό του «επιεική» , κόσμιο. Είναι φυσικό να είναι η δημόσια ζωή του κόσμια, αφού είναι και η ιδιωτική. Τα κοινά είναι οτιδήποτε σχετίζεται με την πολιτική και τις δημόσιες υποθέσεις.
περί κύβους ή πότους...διατριβάς ποιούμενοι :πολλοί Αθηναίοι νέοι σύχναζαν σεσκιραφεία, κυβευτήρια και έπαιζαν ζάρια ή σε καπηλειά όπου έκαναν παρέα με κοινές γυναίκες. Τα ζάρια ήταν παιχνίδι με κύβους, παρόμοιους με τα σημερινά ζάρια. Οι συνήθειες αυτές των Αθηναίων νέων θεωρούνταν κακές και οι τόποι που σύχναζαν, τόποι διαφθοράς. Ο Μαντίθεος διαχωρίζει ως νέος τον εαυτό του από τους άλλους διεφθαρμένους νέους και θεωρεί βασική αιτία της κατηγορίας εναντίον του το ότι δεν τους έμοιαζε. Κυβος ονομαζόταν ο άσσος. Κερδισμένος ήταν όποιος έφερνε τρεις φορές έξι (πρβλ. σημερινές εξάρες) και χαμένος όποιος έφερνε τρεις φορές άσσο.
περί εμου λογοποιουντας καί ψευδόμενους : γνώρισμα των ανέντιμων νέων που σύχναζαν στους τόπους διαφθοράς ήταν να συκοφαντούν τους έντιμους και να διαδίδουν ψευδείς φήμες εις βάρος τους-σκοπός τους ήταν να εξομοιώνουν τους έντιμους με τον εαυτό τους, για να απαλύνουν τις εις βάρος τους κακές εντυπώσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και ο Μαντίθεος ήταν θύμα συκοφαντίας και ψευδολογίας. Αυτό επιχειρεί να αποδείξει.
Εἰ μεν τῶν αὐτὼν ὲπεθυμούμεν... περί ἐμοὺ: εύστοχο ψυχολογικό επιχείρημα. Αν ο Μαντίθεος ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής των συκοφαντών του, δε θα ήταν κατηγορούμενος. Η ανωτερότητα του αποτελεί την κύρια ίσως και μοναδική αιτία της κατηγορίας.
δίκην αἰσχράν : δίκη ιδιωτικής φύσεως: εδώ δίκη για σφετερισμό της περιουσίας του αδελφού του.
Δικανικοί όροι
Δίκη ήταν ο μεταξύ ιδιωτών δικαστικός αγώνας. (άγων ίδιος). Ο κατήγορος(ενάγων), αυτός δηλ. που κινούσε τη δίκη έπρεπε να είναι άνδρας, ελεύθερος, ενήλικος και με πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Γραφή λεγόταν κάθε δίκη που αφορούσε το δημόσιο συμφέρον. Αφορούσε λιποταξίες, προδοσία, κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Όποιος ήθελε από τους Αθηναίους, μπορούσε να καταθέσει «γραφήν», όταν νόμιζε ότι βλάπτονταν τα συμφέροντα του δημοσίου. Η μορφή αυτή καταγγελίας ονομαζόταν έτσι γιατί ήταν η μόνη που, όπως φαίνεται, αρχικά έπρεπε να υποβάλλεται εγγράφως.
Εισαγγελία ήταν η καταγγελία (μήνυση) ιδιώτη στο δήμο για θέματα που αφορούσαν το δημόσιο συμφέρον. Η μήνυση εκδικαζόταν από τη βουλή, η οποία μπορούσε να επιβάλει πρόστιμο 500 δρχ., αν το αδίκημα ήταν σοβαρό. Η υπόθεση εκδικαζόταν στην Εκκλησία του Δήμου ή στην Ηλιαία. Αρχικά η εισαγγελία προοριζόταν για πολύ σοβαρά αδικήματα σχετικά με την ασφάλεια του κράτους (συνωμοσία, προδοσία), αλλά στη συνέχεια η χρήση της γενικεύθηκε και για λιγότερο σοβαρά αδικήματα.
Οὐδείς αν αποδεῖξαι...εἰσαγγελίαν γεγενημένην: ο Μαντίθεος με αυτοπεποίθηση λέει ότι ούτε ένας δε θα βρεθεί να πει ότι είχε πάει στα δικαστήρια για ιδιωτική δίκη, για δημόσιο αδίκημα, εγγράφως ή μη.Την περίοδο αυτή οι δίκες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Ο ένας κατηγορούσε τον άλλο για διάφορα αδικήματα. Εκείνος που συρόταν στα δικαστήρια, δεν έχαιρε καμιάς εκτίμησης· γι’αυτό, ο Μαντίθεος το χρησιμοποιεί ως επιχείρημα, για να ισχυροποιήσει τη θέση του (δεν ήταν φιλόδικος).
Ερμηνευτικός σχολιασμός
Με την πρώτη ημιπερίοδο της παρ. 11, ο Μαντίθεος ανακεφαλαιώνει όσα είπε στην παράγραφο 10 για τον ιδιωτικό του βίο. Το επίρρημα «ουτως» και το ρήμα διώκηκα φέρνουν στο νου τον δικαστών τον εξαίρετο τρόπο με τον οποίο διευθέτησε τις προσωπικές του υποθέσεις. Στην αρχή της αφήγησης του δημόσιου βίου του θεωρεί σκόπιμο να προσκομίσει αποδείξεις της σύνεσης και της μετριοπάθειάς του (της επιείκιας)-> μια έννοια με ιδιαίτερη αξία στην αρχαιοελληνική σκέψη. Ο Μαντίθεος αποδεικνύει την σωφροσύνη του, αναφερόμενος στην ζήλια των φαύλων συνομηλίκων του για τον εγκρατή βίο του.
Συγκεκριμένα, παρουσιάζει
α) τον εαυτό του ως έντιμο, κόσμιο , συνετό και μετρημένο άνθρωπο ,
β) ενώ τους κατηγόρους του ως άσωτους, ακόλαστους, κακοήθεις, κακοπροαίρετους και ζηλόφθονους , ψευδολόγους , ανυπόληπτους , αφού:
Ο Λυσίας παρουσιάζει τον Μαντίθεο έτσι ακριβώς όπως είναι : συντηρητικός, καλός πολίτης, ουδέποτε ασχολήθηκε με ασωτίες.
Προσοχή στις κατηγορηματικές μετοχές! ( ποιουμένοι, όντας, λογοποιουντας, ψευδομένους, γεγενημένην , καθεστηκότας) : Ενισχύουν την πειστικότητα του ρήτορα, ,καθώς δηλώνουν βεβαιότητα και άμεση σχέση με το πραγματικό!
Ήθος αντιπάλων : Ο Μαντίθεος εδώ έμμεσα υπονοεί ότι οι αντίπαλοί του ήταν και αυτοί άσωτοι και ζηλόφθονες, και γι’αυτό κατηγόρησαν τον Μαντίθεο. Οι αντίπαλοι είναι συκοφάντες που προσπαθούν να εξομοιώσουν με τον εαυτό τους όποιον είναι διαφορετικός.
Παράγραφος 12
Στην παράγραφο αυτή, συνεχίζοντας την απολογία του σχετικά με το δημόσιο βίο του,
Σκιαγραφεί εαυτό του ως ηθικό, έντιμο, φιλήσυχο, μετριοπαθή και διαλλακτικό πολίτη, θύμα της κακοήθειας των αργόσχολων, όχι φιλόδικο, αφού :
Στοχεύοντας μ’ αυτό το επιχείρημα στην εύνοια των δικαστών ( : Οι Αθηναίοι ήταν φιλόδικοι και γι αυτό επαινούσαν όποιον δεν πήγαινε στο δικαστήριο ούτε ως κατήγορος ούτε ως κατηγορούμενος)
► Το ηθικό αυτό επιχείρημα κρίνεται πολύ ισχυρό. Χρησιμοποιείται , άλλωστε, και από πολλούς άλλους ρήτορες.
ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΠΑΘΗ :
Ο Μαντίθεος επιδιώκει αφενός να κερδίσει την εκτίμηση και την εύνοια των βουλευτών μέσω της προβολής της δικής του άψογης – κοινωνικά και πολιτικά – συμπεριφοράς, ενώ προκαλεί συναισθήματα αντιπάθειας και αποστροφής προς τους ηθικά ανυπόληπτους αντιπάλους του.
Στην τελευταία περίοδο της § 12 που λειτουργεί μεταβατικά, ο απολογούμενος εισέρχεται σ’ ένα πολύ κρίσιμο τομέα της δημόσιας ζωής του, την πολεμική και στρατιωτική σταδιοδρομία και δράση του χάρη της πατρίδας.
13
Πραγματολογικά σχόλια
Ὄτε την συμμαχίαν ἐποιήσασθε πρός τούς Βοιωτούς : Το 395 π.Χ. οι Αθηναίοι συνήψαν συμμαχία με τους Βοιωτούς, η οποία στρεφόταν εναντίον των Λακεδαιμονίων.
Και εἰς Ἀλίαρτον ἔδει βοηθεὶν : Οι Αθηναίοι το 395 π.Χ. εκστράτευσαν στην Αλίαρτο, πόλη της Βοιωτίας, για να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Βοιωτούς εναντίον των Λακεδαιμονίων. Στη μάχη της Αλιάρτου οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν.
Ἀπό Ὀρθοβούλου κατειλεγμένος ἱππεύειν : Ο Ορθόβουλος ήταν φύλαρχος της Ακαδαμαντίδος φυλής, στην οποία ανήκε και ο Μαντίθεος. Ως φύλαρχος είχε τον κατάλογο των ιππέων της φυλής του, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και ο Μαντίθεος.
Τους δ’οπλίτας κίνδυνο ἡγουμένους : Κατά την εκστρατεία στην Αλίαρτο θα διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο, οι οπλίτες που θα πολεμούσαν ενατίον του ισχυρότατου πεζικού των Λακεδαιμονίων. Αντίθετα, οι ιππείς ήταν εξασφαλισμένοι επειδή οι Λακεδιαμόνιοι δεν διέθεταν ισχυρό ιππικό.
Αισθητικός σχολιασμός
Ο Μαντίθεος στην τελευταία περίοδο της παρ.12 προέτρεψε τους δικαστές να λάβουν υπόψη τους την πολεμική του δράση χάριν της πατρίδας του. Η αφήγηση αυτής της δράσης αρχίζει στην παρ. 13 και ολοκληρώνεται στην πρώτη περίοδο της παρ.18. Παρατηρούμε ότι επιμένει σ’αυτόν τον τομέα της δημόσιας ζωής του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Ξέρει πολύ καλά ο ρήτορας ότι οι συμπολίτες του εκτιμούσαν βαθιά όσους εκπλήρωναν με προθυμία τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.
Ο ρήτορας συνεχίζει την η θ ο π ο ι ί α του πελάτη του, τονίζοντας την αυταπάρνηση και τη γενναιότητά του στην κρίσιμη μάχη στην Αλίαρτο. Ο Μαντίθεος θα αισθανόταν ντροπή και ηθική ταπείνωση να βλέπει τον κύριο όγκο των συμπολιτών του μαχητών να ριψοκινδυνεύουν, και ο ίδιος ως ιππέας να είναι εξασφαλισμένος. Σύμφωνα με την ηθική του φιλοσοφία, τα βάρη των πολεμικών κινδύνων έπρεπε να τα σηκώνουν όλοι εξίσου.
Μάλιστα, για να τονίσει το ήθος του πελάτη του ο ρήτορας εύστοχα χρησιμοοιεί το σχήμα της αντίθεσης (αναβάντων παρά τον νόμον, εγώ προσελθών έφην…) Συγκρινόμενος με τους υπόλοιπους, δειλούς συμπολίτες του που προσπαθούν όπως-όπως να γλυτώσουν από τους κινδύνους της μάχης, υπογραμμίζεται το ήθος και η αίσθηση δικαιοσύνης του Μαντίθεου.
Συμπληρωματικά αισθητικά σχόλια
Þ Υπερβατό : εις Αλίαρτον..βοηθειν, εώρων…νομίζοντας..ηγουμένους αναβάντων..παρά τον νόμων/ αισχρόν είναι…στρατεύεσθαι.κτλ.
Þ Παρήχηση του ω : ετέρων αναβάντων..αδοκίμαστων..εγώ προσελθών…τω Ορθοβούλω…
Þ Έμφαση: την συμμαχίαν εποιήσασθε /πάντας εώρων/ δειν νομίζοντας/ τοις μέν ιππεύουσιν αφάλειαν είναι κτλ.
Ρητορικά πάθη : Ο Λυσίας στοχεύει να κερδίσει την εύνοια των ακροατών. Χειρίζεται τα πάθη με δεξιότητα στη διήγηση πραγματικών γεγονότων που επιδέχονται απόδειξη (εδώ τη μαρτυρία του φυλάρχου Ορθόβουλου. Υπόσχεται ότι θα είναι σύντομος ο λόγος του και είναι λόγος βραχύς χωρίς ισχυρούς τόνους. Κάθε λέξη μετρημένη, χωρίς να εκφράζει κάτι το πικρό ή δεινό ή φοβερό: ελπίζει στην κατανόηση των βουλευτών, γι' αυτό και παρακαλεί να τον ακούσουν με εύνοια, όχι, όμως, με οίκτο
14-17
Πραγματολογικά σχόλια
Εφοδίων ἀποροῦντας: οι Αθηναίοι φρόντιζαν οι ίδιοι για τα εφόδιά τους. Το σχετικό επίδομα ήταν όμως πολύ μικρό κι έτσι οι ευπορότεροι συχνά με έμμεση έκτακτη φορολόγηση κάλυπταν αυτές τις ανάγκες.
οὐ μόνον τοῦ το συνεβούλευον, ἀλλὰ αὐτὸς ἔδωκα τριάκοντα δραχμὰς : με τη διήγηση αυτή ο Μαντίθεος θέλει να τόνισει ότι αντιλαμβάνεται τα προβλήματα των συνδημοτών του και πως συμπάσχει κι εκείνος παρά την οικονομική του αδυναμία («οὐχ ὡς πολλὰ κεκτημένος»). Έτσι, αναδεικνύει ξανά το φιλολαϊκό του πρόσωπο. Βέβαια, τέτοιες πράξεις ήταν συνηθισμένες στους ευπορότερους, αλλά αυτό το αποσιωπά στη διήγηση. Αποδεικνύει ακόμα και τον πατριωτισμό του έναντι του προσωπικού οφέλους. Το ίδιο έπραξε κατά τον ίδιο όταν ζήτησε να πάει σε επικίνδυνες αποστολές χωρίς κλήρωση (« Έκέλευον ἀκληρωτὶ τὴν ἡμετέραν τάξιν πέμπειν »).
καὶ πλείστων έναποθανόντων ὕστερος ἀνεχώρησα : το επιχείρημα αυτό συμπληρώνει τα προηγούμενα για την ανδρεῇα του.
δυστυχησάσης : η μετοχή σαφώς και δε δηλώνει απλά την ήττα. Ορθό θα ήταν το ἡττημένης. Θέλει να μετριάσει την κακή ανάμνηση και να μην εγείρει κακᾷς ενθυμήσεις στο ακροατήριό του. Η Ἀκαμαντίς φυλή στην οποία ανήκε ο Μαντῇθεος, αλλά και οι υπόλοιπες φυλές των Αθηναίων ηττήθηκαν κατά κράτος. Ο ρήτορας χρησιμοποιεί τη μετοχή δυστυχησάσης στην προσπάθειά του να παρουσιάσει την ήττα αυτή ἐπί τὸ ἠπιώτερον.
εἴ τινες ὑμῶν ὀργίζονται…ἀποδιδράσκουσιν : πρόκειται για μια δικαιολογημένη οργή που ισχύει ακόμα και σήμερα. Με την έμμεση καταγγελία αυτή ο Μαντίθεος θέλει να αποδείξει ότι εκείνος που θέλει να ασχοληθεί με την πολιτική, σε αντίθεση με άλλους που λιποτακτούσαν, και γενναίος αποδείχτηκε στη μάχη και φιλάνθρωπος και φιλολαϊκός.
Αισθητικός σχολιασμός
Στην παράγραφο 14, ο Μαντίθεος με το συμπερασματικό «τοινυν» καταλήγει στον ρόλο που είχε στην μάχη στην Αλίαρτο. Έντονη είναι και σ’αυτή τη παράγραφο η σκιαγράφηση του ήθους του Μαντίθεου, που προβάλλεται ως πρότυπο ενεργού πολίτη, που παίρνει πρωτοβουλίες για το καλό της πόλης και των συμπολιτών του.
Στην παράγραφο 15, συνεχίζεται η πολεμική ανδραγαθία του. Συγκεκριμένα, μας μιλά για μια άλλη εκστρατεία, αυτή τη φορά στην Κόρινθο, όπου και εκεί επέδειξε θάρρος και γενναιότητα. Η συμπεριφορά του Μαντίθεου δίνεται αντιθετικά με εκείνη των συμπολιτών του, που προσπάθησαν να απαλλαγούν απ’ τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Μάλιστα, με την φράση «ύστερος απεχώρησα» τονίζεται ακόμα περισσότερο η αυταπάρνηση του Μαντίθεου, που ξεπέρασε σε ανδρεία ακόμα και τον αρχηγό των Αθηναίων Ορθόβουλο.
Στην παράγραφο 16, ο Μαντίθεος συνεχίζει την αφήγησή του. Με την φράση «μετά ταυτα» που τίθεται εδώ πλεοναστικά (αφού υπάρχει ήδη το ύστερον), μας δηλώνει τον χρόνο των γεγονότων, ενώ το «ου πολλοις» (σχήμα λιτότητας) θέλει να τονίσει το μικρό χρονικό διάστημα ανάμεσα στα γεγονότα που συνέβησαν στην Νεμέα και όσα αφηγείται εδώ. Έτσι, στην παράγραφο 16, βλέπουμε μια νέα γενναία πρωτοβουλία του Μαντίθεου, η οποία τοποθετείται στο τέλος της παραγράφου ώστε να δοθεί έμφαση και να τραβήξει την προσοχή των ακροατών.
Στην παράγραφο 17, ο Μαντίθεος συμπερασματικά, τονίζει την σημασία των στρατιωτικών του ανδραγαθημάτων για το καλό της πόλης.
18-19
Πραγματολογικά σχόλια
Τῶν τοίνυν ἄλλων στρατείων: Πρόκειται για στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν συμβεί μετά το 394 π. Χ.
φρουρῶν : Το ουσιαστικό φρούριο σημαίνει την περιφρούρηση των φρουρίων της Αττικής και άλλων οχυρών τοποθεσιών.
εἴ τις κομᾷ : Ο Μαντίθεος είχε μακριά μαλλιά και αδιαφορούσε για την εξωτερική του εμφάνιση, στοιχείο που προκαλούσε υποψίες για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο Μαντίθεος προσπαθεί εδώ να προλάβει μια δυσμενή αντιμετώπιση από τους δικαστές εξαιτίας της εξωτερικής του εμφάνισης. Άλλωστε, ο ίδιος ήξερε πως ορισμένοι φανατικοί δημοκρατικοί μισούσαν τον σπαρτιατικό τύπο ένδυσης και κόμμωσης που ακολουθούσε.
Ερμηνευτικός σχολιασμός
Οι παράγραφοι 18-19 αποτελούν το πρώτο μέρος της «λύσεως». Συγκεκριμένα η «λύσις» αποτελείται από δύο μέρη :
Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 18 αποτελεί τον επίλογο του προηγούμενου τμήματος (παρ. 13-17) όπου ο Μαντίθεος μίλησε για τις στρατιωτικές του επιτυχίες. Η υποδειγματική στάση του Μαντίθεου ως στρατιώτη φαίνεται από :
Είναι εύλογο ο ρήτορας να θέλει να καταστήσει πιο έντεχνο το τελευταίο σημείο/επιχείρημα του λόγου, που άλλωστε θα μείνει «ζωηρότερο»στους βουλευτές.
Οι δύο επόμενες περίοδοι εισάγουν το θέμα «Πώς πρέπει να αξιολογήσουν οι βουλευτές τους αγωνιζόμενους και γιατί;»
Η αιτιολόγηση βασίζεται στους δύο ρηματικούς τύπους βλάπτει/ ὠφελεῖσθε : Η πράξη αξιολογείται θετικά όχι μόνο από την ωφέλειά της, αλλά και από την έκταση του αποτελέσματός της. Αυτός που με τις πράξεις του, διακινδυνεύει τη ζωή του για να σώσει την πατρίδα του ωφελεί στο μέγιστο βαθμό την πόλη του, καθώς νοιάζεται για το σύνολο του λαού. Αξιοσημείωτη είναι από την πλευρά του Λυσία η χρήση του β’ πληθυντικού στον ρηματικό τύπο ὠφελεῖσθε , καθώς είναι κατά κάποιο τρόπο δεσμευτική για τους δικαστές.
Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 19 είναι κατά κάποιο τρόπο ο επίλογος της προηγούμενης παραγράφου, καθώς δίνει το μέτρο αξιολόγησης του Μαντίθεου, ενώ η δεύτερη περίοδος το τεκμηριώνει. Αυτό που κάνει τον ρήτορα να μιλά για σωστό μέτρο αξιολόγησης του δοκιμαζομένου, είναι κατά πάσα πιθανότητα ο λογικός φόβος ότι οι δικαστές θα ήταν αρνητικοί απέναντί του, εξαιτίας της εξωτερικής του εμφάνισης.
Ιδιαίτερη νοηματική σημασία έχει η χρήση της περίφρασης «οὐκ ἄξιον ἐστίν», που υποδηλώνει μια αξιολογική υπεροχή των βουλευτών, σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή άλλωστε γίνεται ακόμα πιο αισθητή με την αντίθεση συναισθήματος (φιλεῖν) και λογικής (σκοπεῖν).
Ρητορικά σχήματα
Αντιθέσεις : μετά των πρώτων…/μετά των τελευταίων, φιλειν/μισειν,
Έμφαση : ουδεμίας απελείφθην πώποτε/ πάντες υμεις.
Χιαστό : των άλλων στρατειών και πώποτε φρουρών ουδεμιάς άπελείφθην,
αλλά πάντα τον χρόνον διατετέλεκα μετά των πρώτων διατετέλεκα μετά των πρώτων μέν τάς εξόδους ποιούμενος
περίφραση : τάς εξόδους ποιουμενος ( αντί εκστράτευον )
20-21
Πραγματολογικά σχόλια
ἐπιχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ: Το δικαίωμα λόγου στην εκκλησία του δήμου το είχαν όσοι είχαν υπερβεί το εικοστό έτος της ηλικίας τους. Οι νέοι όμως απέφευγαν να αγορεύουν στην συνέλευση του λαού, γιατί υπήρχε η άποψη ότι λόγω της απειρίας τους δεν θα έπρεπε να αναλάβουν ρόλο συμβούλου για τα κοινά.
ὑπέρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων δημηγορήσαι : Ο Μαντίθεος έχει ήδη αναφερθεί στις συμφορές του πατέρα του. Φαίνεται ότι απειλήθηκε με δήμευση η πατρική του παρουσία και γι’αυτό ο Μαντίθεος αναγκάστηκε να την υπερασπιστεί.
Αισθητικός σχολιασμός
Οι δύο αυτές παράγραφοι (20-21) αποτελούν τον επίλογο του λόγου του Μαντίθεου. Σε αυτό το σημείο ο ρήτορας θέτει δύο ζητήματα :
Α)τον σκοπό της πρώτης δημηγορίας του
Β)το κίνητρο της ενασχόλησης του με τα κοινά
Ο Μαντίθεος είναι ειλικρινής και ευγενής απέναντι στους δικαστές. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στους προγόνους, προκειμένου να δικαιολογήσει την φιλόδοξη στάση του. Η αναφορά στους προγόνους και – κατά συνέπεια- στο ένδοξο παρελθόν της πόλης δεν μπορεί να μην γεμίσει περηφάνια τους ακροατές και έτσι να δημιουργήσει μια ευνοϊκή ατμόσφαιρα για τον Μαντίθεο. Την εύνοια των βουλευτών προσπαθεί να κερδίσει και με την αναφορά του στους ίδιους : αυτό που κυρίως κέντρισε την φιλοδοξία του ήταν η άποψη της πολιτείας ότι όσοι ασχολούνται με τα κοινά κρίνονται ως άξιοι πολίτες. Πρόκειται για ένα εγκώμιο στους βουλευτές, οι οποίοι, ως εκφραστές του πνεύματος της πολιτείας, υπηρέτες και προστάτες του κοινού συμφέροντος, και με την ανάλογη στάση τους, παρακινούν τον πολίτη να ασχοληθεί με τα ζητήματα της πόλης. Το εγκώμιο ισχυροποιείται με την ρητορική ερώτηση «Τις οὑκ ἄν ἐπαρθείη λέγειν καί πράττειν ὑπέρ τῆς πόλεως;» η οποία προκύπτει εύλογα από τα προηγούμενα και σνυιστά έντονη κατάφαση.
Η απολογία κλίνει με μια δεύτερη ρητορική ερώτηση : «ἔτι δέ τί ἄν τούτοις ἄχθοισθε;» που συνιστά έντονη άρνηση και ουσιαστικά υποδεικνύει στους δικαστές πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν πολίτες με πολιτικές φιλοδοξίες.
Η περίεργη συσσώρευση δύο ρητορικών ερωτήσεων στο τέλος του λόγου αποσκοπεί στον ψυχολογικό επηρεασμό των βουλευτών.
Με τον επίλογο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, επιδιώκονται δύο κυρίως σκοποί :
Τα δύο αυτά στοιχεία εκλείπουν από τον λόγο του Μαντίθεου, και έτσι θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στην ουσία ο λόγος μένει χωρίς επίλογο.
Αυτό κυρίως οφείλεται :
· Στην αυτοπεποίθηση του Μαντίθεου, που θεωρούσε πως δεν χρειάζεται να προβεί σε κάποια επιπλέον παράκληση ή προτροπή.
· Στην άποψη του ρήτορα ότι ο λόγος πρέπει να κλίνει με φυσικότητα.
Πραγματολογικά σχόλια
Βουλή : Πρόκειται για τη βουλή των πεντακοσίων, ενώπιον της οποίας εξετάζονταν όσοι εκλέγονταν βουλευτές με κλήρωση. Στην κλήρωση λάμβαναν μέρος όσοι πολίτες είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους. Τα πεντακόσια μέλη της βουλής (πενήντα για κάθε μέλη) είχαν νομοθετική, δικαστική και διοικητική εξουσία. Το κύριο έργο τους ήταν να προπαρασκευάζουν κάθε υπόθεση που επρόκειτο να συζητηθεί στην εκκλησία του δήμου. Επιπλέον, συνεργάζονταν με τους ανώτερους άρχοντες σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, επόπτευαν τα δημόσια οικονομικά και φρόντιζαν για το στόλο. Ενώπιον της βουλής των πεντακοσίων εκδικάστηκε και η υπόθεση του Μαντιθέου, για να αποφασίσουν οι βουλευτές αν ήταν άξιος για το βουλευτικό αξίωμα.
Οι κατήγοροι : Κάθε Αθηναίος πολίτης είχε δικαίωμα να κατηγορήσει έναν συμπολίτη του ως ανάξιο για κρατικό λειτουργό την ημέρα της «δοκιμασίας» του. Στην Αθήνα, ήταν συχνό φαινόμενο αθώοι πολίτες να κατηγορούνται άδικα, από επαγγελματίες συκοφάντες, οι οποίοι αποσπούσαν χρηματικά ποσά από συνανθρώπους τους, που τους απειλούσαν με καταγγελίες και δικαστικές περιπέτειες.
Ο έλεγχος του βίου : Οι δοκιμαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να αναφερθούν στο δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο τους, ο οποίος, κατά την αθηναϊκή νομοθεσία, έπρεπε να είναι άριστος.
Η αντιπάθεια προς τον Μαντίθεο : Ίσως μερικοί αντιπαθούσαν το Μαντίθεο, επειδή ήταν ολιγαρχικός, είχε μακριά μαλλιά και ασπαζόταν τον σπαρτιατικό τρόπο ζωής.
Οι τριάκοντα : Πρόκειται για τους τριάκοντα τυράννους, που κατέλυσαν την αθηναϊκή δημοκρατία το 404 π.Χ. μετά την ήττα των Αθηναίων από τους Λακεδιαμονίους. Άσκησαν την εξουσία για οχτώ μήνες αδιαφορώντας για κάθε έννοια δικαίου και ηθικής. Σκότωσαν 1500 ανθρώπους, εξόρισαν χιλιάδες δημοκράτες, και άρπαξαν περιουσίες για ίδιον όφελος. Τελικά νικήθηκαν από τους δημοκρατικούς, που με αρχηγό τους τον Θρασύβουλο απεκατέστησαν την δημοκρατία.
Η κατηγορία : Οι κατήγοροι του Μαντιθέου διατύπωσαν την κατηγορία ότι υπηρέτησε στο ιππικό κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης των τριάκοντα και ότι υποστήριξε το καθεστώς.
ούχ ίππευον... πολιτείας: πρόκειται για το κατηγορητήριο στο οποίο περιέχονται οι τρεις κατηγορίες, τις οποίες θα αντικρούσει παρακάτω· εδώ απλά τις εκθέτει για την ενημέρωση του ακροατηρίου. Οι ιππείς , την εποχή των Τριάκοντα, ήταν το σπουδαιότερο ένοπλο στήριγμα της εξουσίας τους. Με την παλινόρθωση της δημοκρατίας, όσοι είχαν υπηρετήσει στους ιππείς, κάτω από το καθεστώς εκείνο, ήταν ύποπτοι αντιδημοκρατικών ενεργειών.Χαρακτηριστικά, ο Ξενοφώντας λέει πως «όταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός Θίβρων ζήτησε από τους Αθηναίους τριακόσιους ιππείς, για να τους πάρει μαζί του, στην εκστρατεία εναντίον των Περσών στη Μ. Ασία, οι Αθηναίοι του έδωσαν εκείνους που είχαν υπηρετήσει ως ιππείς την εποχή των Τριάκοντα, γιατί ο λαός το θεωρούσε κέρδος του, αν ξενιτευτούν και σκοτωθούν στην εκστρατεία τέτοιοι άνθρωποι».
Αισθητικός σχολιασμός
Το προοίμιο : Οι πρώτες τρεις παράγραφοι του λόγου αποτελούν το προοίμιο, δηλαδή τον πρόλογο του κειμένου.
Γενικά, στο προοίμιο ο ρήτορας :
-επιδιώκει να προκαλέσει την προσοχή των δικαστών (πρόσεξις)
-να δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα για τον εαυτό του (εὔνοια)
-να κατατοπίσει τους δικαστές για την εκδικαζόμενη υπόθεση (εὐμάθεια)
Ο Μαντίθεος, προκειμένου να κεντρίσει την προσοχή των δικαστών και να εξασφαλίσει την εύνοιά τους, αρχίζει το λόγο τους με ένα παράδοξον. Συγκεκριμένα, εμφανίζεται να εκφράζει την «υπό προυποθέσεις» ευγνωμοσύνη του προς τους κατηγόρους του, οι οποίοι του δίνουν την ευκαιρία να μιλήσει για την προσωπικότητα του. Η παράδοξη αυτή του λόγου αναδεικνύει την αυτοπεποίθηση του Μαντιθέου, που είναι διάχυτη σε ολόκληρο τον λόγο. Έμφαση προσδίδει στο περιεχόμενο της παραπάνω δήλωσης το υπερβατό σχήμα [1](πολλήν..χάριν) Η μετοχή βουλομένοις δείχνει την πρόθεση των αντιπάλων, ενώ το αντικείμενο κακῶς εμέ ποιεῖν, δείχνει το αντικείμενο της πρόθεσής τους. Ο Μαντίθεος είναι πεπεισμένος για την μοχθηρότητα και την αποφασιστικότητα των κατηγόρων να τον βλάψουν με κάθε τρόπο (ἐκ παντός τρόπου).
Στην δεύτερη παράγραφο ο Μαντίθεος δηλώνει απερίφραστα την αυτοπεποίθησή του (ἐγώ γαρ οὔτω σφόδρα ἐμαυτῴ πιστεύω). Η εμφατική παρουσία της προσωπικής αντωνυμίας (εγώ), το ποσοτικό επίρρημα σφόδρα, καθώς και η παρήχηση[2] του (ω) που από ακουστική άποψη δημιουργεί έμφαση κατά την εκφώνηση, προκαλεί την συμπάθεια των δικαστών, ενώ μειώνει τους κατηγόρους.
Στην δεύτερη παράγραφο με την συμπερασματική πρόταση (ὤστε ἐλπίζω..) εκφράζει το αποτέλεσμα της μεγάλης αυτοπεποίθησης του κατηγορούμενου. Ο Μαντίθεος ελπίζει ότι με τον λόγο του θα μπορέσει να αναστρέψει τις εις βάρος του κατηγορίες, αποδεικνύοντας το ήθος του. Με τον τρόπο αυτό προϊδεάζει τους ακροατές του για όσα θα πει στη συνέχεια, αυξάνοντας ταυτόχρονα την περιέργεια και την προσδοκία τους για την συνέχεια του λόγου.
Η τρίτη παράγραφος βασίζεται σε δύο αντιθέσεις που αλληλοσυμπλέκονται :
-ἐάν μέν πλέον εἶναι..ἐάν δε φαίνωμαι…
-ἐάν μέν δοκιμάζειν, χείρους εἶναι..
Με τις δύο αυτές αντιθέσεις, ο Μαντίθεος προσπαθεί να αποδείξει :
-
Ότι είναι άξιος του βουλευτικού
αξιώματος, όχι μόνο για του δημοκρατικού
του φρονήματος, αλλά –κυρίως- λόγω του
ήθους του και της ιδαγωγής του.
-
Ότι είναι ανώτερος από τους
αντιπάλους του.
Με την τελευταία παράγραφο, ο κατηγορούμενος αναφέρεται με συντομία στο κατηγορητήριο το οποίο πρόκειται στην συνέχεια να αντικρούσει.
Ρητορικά ήθη : Ο Μαντίθεος εμφανίζεται αισιόδοξος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και σίγουρος για την αθώωση του. Ο τρόπος που ξεκινά τον λόγο του είναι παράδοξος, ιδιαίτερα δυναμικός, σχεδόν προκλητικός . Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ιδιαίτερες προσδοκίες στους δικαστές.
Από την άλλη, οι αντίπαλοί του χαρακτηρίζονται κακοί και συκοφάντες. Ο Μαντίθεος προσπαθεί να υποτιμήσει την κατηγορία εναντίον του, δείχνοντας την ως μια προσωπική αντιδικία.Διήγησις
Παράγραφοι 4-5
Πραγματολογικά σχόλια
ἡμάς: Ο Μαντίθεος αναφέρεται στον εαυτό του και τον αδερφό του, τον οποίο αναφέρει και στην παράγραφο 10.
Προ τῆς Ἐλλησπόντου συμφορᾶς : Ο Μαντίθεος εννοεί την πανωλεθρία του αθηναϊκού στόλου το 405 π.Χ. στους Αιγός ποταμούς, που εν πολλοίς καθόρισε το τέλος του πολέμου.
Σάτυρος : Ο Σάτυρος ήταν βασιλιάς και φίλος του πατέρα του Μαντίθεου, και φιλοξένησε τον Μαντίθεο και τον αδερφό του για να μάθουν το εμπόριο του σίοτυ.
τῶν τειχῶν καθαιρομένων : Ο Μαντίθεος αναφέρεται στην διάλυση των Μακρών Τειχών από τους Σπαρτιάτες, μετά την παράδοση της Αθήνας.
εἰς τοιοῦτον καιρόν ἀφιγμένους : Ο Μαντίθεος και ο αδερφός του έφτασαν στην Αθήνα σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο. Ήδη είχε αρχίσει ο αγώνας τον δημοκρατικών για την ανατροπή του καθεστώτος, και η ήττα των τριάκοντα ήταν σίγουρη.
τῶν αλλοτρίων κινδύνων : εννοεί τους κινδύνους που διέτρεχαν οι Τριάκοντα για τα αδικήματα που είχαν διαπράξει.
Θυμόμαστε!!! Διήγησις : Αφήγηση των περιστατικών της υπόθεσης. Πίστις : Στοιχεία υπεράσπισης. Άτεχνες πίστεις : αντικειμενικά πειστήρια, όπως νόμοι, δημόσια έγγραφα, μαρτυρίες κ.α. Έντεχνες πίστεις : -ενθυμήματα -παραδείγματα -γνώμες -ηθοποιία (εξύμνηση ήθους κατηγορούμενου, αμφισβήτηση ήθους κατηγόρων) -παθοποιία (συναισθηματική προσέγγιση κατηγόρων) |
Αισθητικός σχολιασμός
Με την παράγραφο 4 ο ρήτορας εισέρχεται μέσω του αφηγηματικού συνδέσμου γαρ, στο κύριο μέρος του λόγου του, που περιλαμβάνει την διήγησιν και την πίστιν.
Το βασικό επιχείρημα του Μαντίθεου στις δύο αυτές παραγράφους είναι ότι δεν βρισκόταν στην Αθήνα κατά την διακυβέρνηση των Τριάκοντα. Το επιχείρημα του αναλύεται ως εξής:
-Ο ίδιος επέστρεψε με τον αδερφό του όταν το τυραννικό καθεστώς είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει.
-Επομένως, θα ήταν παράλογο εκ μέρους του να εμπλακεί στα πολιτικά πράγματα σε μια τόσο ταραγμένη εποχή.
-Άλλωστε, οι τριάκοντα δεν έδιναν αξιώματα σε όσους έλειπαν από την Αθήνα κατά την εγκαθίδρυση του καθεστώτος.
Το επιχείρημα του Μαντίθεου αποτελεί ένα ε ν θ ύ μ η μ α.
Βραχυλογικός συλλογισμός που, με βάση τα δεδομένα στα οποία στηρίζεται, δίνει ένα πιστικό και ασφαλές συμπέρασμα (= εικός)
Ωστόσο, το επιχείρημα του δεν είναι απόλυτα αξιόπιστο. Την εποχή της επαναστατικής κίνησης των δημοκρατικών, οι Τριάκοντα θα είχαν μεγάλη ανάγκη από στήριξη, οπότε δεν θα δίσταζαν να δεχτούν και βοήθεια από άτομα που δεν είχαν εξ αρχής συνταχθεί με το καθεστώς. Όμως, το επιχείρημα θα ληφθεί υπόψη από τους δικαστές, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα επιχειρήματα του. Η επιχειρηματολογία του Μαντίθεου γίνεται κλιμακωτά : από το πιο ασήμαντο επιχείρημα στην παράγραφο 4, θα περάσει στα πιο σημαντικά στις επόμενες παραγράφους.
Σχήματα λόγου
-
Παρήχηση του (τ) : ως Σάτυρον τον
εν τω Πόντω
διαιτησομένους.
-
Αντίθεση : δεν βρισκόμασταν στην
πόλη όταν γκρεμίστηκαν τα τείχη, αλλά…
-
Βραχυλογία[3] :
τους από Φυλής. (αντί τους επαναστάτες
από Φυλής).
-
Πλεονασμός : πριν..κατελθειν
πρότερον…
-
Υπερβατό : ημάς γάρ ο πατήρ..εξέπεμψε..
6-8
Πραγματολογικά σχόλια
ἐκ τοῦ σανιδίου : Το σανίδιον ήταν ξύλινη πινακίδα επικαλυμμένη με γύψο. Σ’ αυτή την πινακίδα έγραφαν τα ονόματα όσων είχαν υπηρετήσει στο ιππικό και την είχαν εκτεθειμένη σε κοινή θέα. Η αναγραφή του ονόματος του Μαντιθέου στο σανίδιον ήταν το βασικό επιχείρημα των κατηγόρων εναντίων του.
ἐπειδή κατήλθετε : Πολλοί δημοκρατικοί έφυγαν από την Αθήνα όταν πήραν την εξουσία οι τριάκοντα, και επέστρεψαν μετά την πτώση της δημοκρατίας.
τους φυλάρχους : Οι φύλαρχοι ήταν δέκα, ένας από κάθε φυλή. Κάθε φύλαρχος ήταν αρχηγός του ιππικού της φυλής του. Όλοι οι φύλαρχοι τελούσαν υπό την αρχηγία των δύο ιππάρχων.
ἵνα τάς καταστάσεις ἀναπράξητε παρ’ αὐτῶν : Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας ( 403 π.Χ.) οι Αθηναίοι έδωσαν εντολή στους φυλάρχους να συνάξουν και να παραδώσουν στις αρμόδιες αρχές κατάλογο όσων υπηρέτησαν ως ιππείς την περίοδο της δικτατορίας. Ο λόγος ήταν ότι εκείνοι οι ιππείς έπρεπε να επιστρέψουν στο κράτος τη λεγόμενη κατάστασιν, δηλαδή το επίδομα που είχαν πάρει για τα έξοδά τους.
τοῖς συνίκοις : Οι σύνδικοι ήταν συνήγοροι του δημοσίου. Αντιπροσώπευαν το κράτος και συνηγορούσαν υπέρ των κρατικών συμφερόντων.
αὐτοῖς ζημιοῦσθαι : Οι φύλαρχοι με δική τους ευθύνη συνέτασσαν τον κατάλογο των ιππέων, για να κληθούν να επιστρέψουν το κρατικό επίδομα. Αν οι φύλαρχοι παρέλειπαν ονόματα, ήταν υποχρεωμένοι να αποκαταστήσιυν οι ίδιοι την οικονομική ζημιά που υφίστατο το κράτος.
τοῖς γράμμασι ἤ τούτοις πιστεύοιτε : Εννοεί τον κατάλογο των ιππέων που είχαν συντάξει οι φύλαρχοι, σε σχέση με το σανίδιο.
ἰππάρχους κεχειροτονημένους : Οι βουλευτές εκλέγονταν με κλήρο, ενώ οι στρατηγοί και οι ίππαρχοι εκλέγονταν με ανάταση του χεριού. Ο λόγος είναι προφανής : οι δέκα στρατηγοί και οι δύο ίππαρχοι ήταν υπεύθυνοι για την εθνική άμυνα της χώρας για την διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων. Έπρεπε να διαθέτουν ιδιαίτερα προσόντα και γι’αυτό οι Αθηναίοι τους εξέλεγαν με φανερή ψηφοφορία .
Το επιχείρημα του Μαντιθέου
Ο Μαντίθεος δεν αρνείται την αναγραφή του ονόματός του στον κατάλογο των ιππέων (σανίδιον) . Όμως, ισχυρίζεται ότι ο κατάλογος αυτός δεν ήταν αξιόπιστος καθώς αρκετοί από τους ιππείς δεν αναγράφονταν σε αυτό. Έτσι προτρέπει τους δικαστές να βασιστούν στους επίσημους καταλόγους του κράτους, που περιείχαν όλα τα ονόματα όσων υπηρέτησαν στο ιππικό την εποχή των Τριάκοντα. Θυμίζει στους δικαστές ότι αυτούς τους καταλόγους τους είχαν συντάξει με δική τους ευθύνη οι φύλαρχοι και με εντολή του αθηναϊκού λαού, αμέσως μετά την πτώση των Τριάκοντα, για να επιστρέψουν οι ιππείς το επίδομα που είχαν πάρει από το κράτος για την αντιμετώπιση των εξόδων τους. Το γεγονός ότι αυτοί οι επίσημοι κατάλογοι δεν περιείχαν το όνομά του και το γεγονός ότι δεν πλήρωσε κανένα ποσό , όπως εκείνοι που είχαν χρηματίσει ιππείς, αποδεικνύει, κατά τον Μαντίθεο, ότι ήταν πράγματι αναξιόπιστο το σανίδιον και ολωσδιόλου ανυπόστατη η πληροφορία που βασίστηκε σ’ αυτό.
Το επιχείρημα του Μαντιθέου είναι ένα ε ν θ ύ μ η μ α =λογικός συλλογισμός. Το ενθύμημα αυτό θα διαφωτιστεί από την άτεχνη πίστη της λίστας των φυλάρχων, η οποία δυστυχώς δεν σώζεται.
Στην παράγραφο 8, ο Μαντίθεος αναπτύσσει ένα ακόμα επιχείρημα : Κι αν ακόμα είχε υπηρετήσει ως ιππεας, αυτό δεν θα σήμαινε αυτομάτως την ενοχή του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι και οι δικαστές δε θα είχαν αντίρρηση να επικυρωθεί η εκλογή του βουλευτή, ακόμη κι αν είχε υπηρετήσει στο ιππικό, εφόσον πολλοί ιππείς της δικτατορίας έγιναν βουλευτές και πολλοί επίσης είχαν εκλεγεί στην φανερή ψηφοφορία στο τιμητικότατο αξίωμα του στρατηγού και του ιππάρχου. Ο ρήτορας επιδοκιμάζοντας την εκλογή πολλών ιππέων της δικτατορίας στα προαναφερόμενα αξιώματα επιδιώκει τη συμπάθεια (εύνοια) των δικαστών και μια ανάλογη ευνοϊκή και δίκαιη γι’ αυτόν απόφαση.
Στο τέλος της παραγράφου, ο ρήτορας επιτίθεται στο ήθος του αντιπάλου (ηθοποιία) ώστε να αναδείξει την δική του αθωότητα.
Σχήματα λόγου
-
Αντιθέσεις : πολλοί μεν..ουκ
ένεισιν/ένιοι δε..εγγεγραμμένοι/ εκείνοι
τοις γράμμασιν- ή τούτοις/ ράδιον
ην-αναγκαίον ην.
-
Υπερβατό : εν τούτω..ουκ ένεισιν/
εμέ..αποδείξειν/ ράδιον..γνώναι/ αναγκαίον
ην..ζημιούσθαι.. κ.α.
Συνοπτικά , η υπερασπιστική γραμμή του Μαντίθεου είναι η εξής:
1. Όταν καταλύθηκε η δημοκρατία, εκείνος και ο αδελφός του διέμεναν κοντά στο φιλέλληνα βασιλιά του Πόντου Σάτυρο, όπου ασχολούνταν με το εμπόριο.
2. Όταν επέστρεψαν, σε μια ταραγμένη και δύσκολη για τους Τριάκοντα εποχή, κατά την οποία αντιμετώπιζαν εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους, ήταν φυσικό να μη θελήσουν να συμμετέχουν σ' αυτούς.
3.Υποστηρίζει επιπλέον ότι, ακόμη κι αν επιθυμούσαν οι ίδιοι να λάβουν μέρος στα πολιτικά πράγματα, δε θα δέχονταν οι Τριάκοντα τη σύμπραξη τους. Κι αυτό γιατί η κατάσταση ήταν τόσο ρευστή και τα πνεύματα τόσο οξυμμένα εκείνο τον καιρό, ώστε δε δίσταζαν οι πιο φανατικοί από αυτούς να καταγγέλλουν και να τιμωρούν τους πιο μετριοπαθείς ακόμη και σε θάνατο. Έτσι δε θα είχαν κανένα λόγο να δεχθούν στους κόλπους τους κάποιους που δεν συμμετείχαν από την αρχή στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο ρήτορας, το επιχείρημα αυτό ανήκει στην κατηγορία των ενθυμημάτων (εικός).
4.Θέλοντας να αναιρέσει το επιχείρημα του κατηγόρου ότι το όνομα του ήταν γραμμένο στον κατάλογο (σανίδιο) με τα ονόματα όσων είχαν υπηρετήσει ως ιππείς επί των Τριάκοντα, επισημαίνει ότι, λόγω και του υλικού από το οποίο ήταν κατασκευασμένος ο κατάλογος (σανίδα αλειμμένη με γύψο στην οποία μπορούσε πολύ εύκολα κανείς να προσθέσει ή να αφαιρέσει όποιο όνομα ήθελε), καθίσταται εκ των πραγμάτων αναξιόπιστος, θυμίζει δε ότι κάποιοι πολίτες που ομολόγησαν ότι υπηρέτησαν ως ιππείς δεν υπάρχουν καταγεγραμμένοι στους καταλόγους, όπου αντίθετα περιέχονται ονόματα πολιτών που ουδέποτε υπηρέτησαν.
5.Συνεχίζει δε επισημαίνοντας ότι το όνομα του δεν περιέχεται στους καταλόγους των φυλάρχων. Οι κατάλογοι αυτοί περιείχαν τα ονόματα όσων ήταν ικανοί να ιππεύουν. Αυτοί έπαιρναν κάποιο επίδομα από την πόλη, το οποίο έπρεπε να επιστρέψουν στην περίπτωση που εκλέγονταν άλλοι στη θέση τους. Μετά την πτώση των Τριάκοντα το σώμα των ιππέων που είχαν συγκροτήσει διαλύθηκε και έτσι έπρεπε να επιστρέψουν το επίδομα που είχαν λάβει στην αρχή της θητείας τους. Οι κατάλογοι με τα ονόματα αυτών των ιππέων υποβάλλονταν στη Βουλή και, αν αποδεικνυόταν ότι είχε παραλειφθεί το όνομα κάποιου ο οποίος επομένως δεν είχε επιστρέψει το επίδομα, ήταν υποχρεωμένοι οι φύλαρχοι να πληρώσουν το οφειλόμενο ποσό. Αυτό και μόνο καθιστούσε τους καταλόγους αυτούς εξαιρετικά αξιόπιστους σε αντίθεση με τον κατάλογο που προσκόμισε ο κατήγορος. Με το επιχείρημα του αυτό ο ρήτορας αχρηστεύει τη μοναδική απόδειξη του κατηγόρου ότι υπήρξε ιππέας και άρα συνεργός των Τριάκοντα και εχθρός της δημοκρατίας. Και αυτό το επιχείρημα είναι ένα ενθύμημα. πολύ ισχυρότερο σαφώς από τοπροηγούμενο.
6.Το τελευταίο επιχείρημα που επιστρατεύει ο ρήτορας είναι συναισθηματικού περισσότερο χαρακτήρα: αν είχε υπηρετήσει ως ιππέας δεν θα το αρνιόταν σαν κάποιο φοβερό έγκλημα, αλλά θα ζητούσε να ελεγχθεί σύμφωνα με το θεσμό της δοκιμασίας, αφού δεν είχε βλάψει κανένα συμπολίτη του. Γνωρίζοντας ότι κάποιοι από τους παριστάμενους βουλευτές είχαν υπηρετήσει ως ιππείς επί των Τριάκοντα, επιδιώκει να κερδίσει την εύνοια τους, αλλά και να τους κάνει να σκεφτούν ότι θα μπορούσαν να βρίσκονται αυτοί στη θέση του. Είναι σαφές ότι το επιχείρημα αυτό είναι και το πιο ισχυρό: ξεκινά με μια υποθετική διατύπωση πολύ ευφυή και γι' αυτό ιδιαίτερα αποτελεσματική. Προσπερνά όμως γρήγορα το ευαίσθητο αυτό θέμα, ίσως και από φόβο μήπως ενοχλήσει τους ακροατές και επικεντρώνεται στο να καταδείξει για ποιο λόγο τον εξόργισε η κατηγορία.
Ρητορικά ήθη
Ήθος Μαντίθεου : Με απλότητα και αυτοπεποίθηση ανατρέπει τις κατηγορίες σε βάρος του. Δεν παρακαλεί τους δικαστές, αφού είναι σίγουρος για την αθώωσή του. Δηλώνει αμέτοχος με πειστήρια, σε όσα του προσάπτουν δεν κολακεύει, αλλά με το υποθετικό επιχείρημα «κι αν ακόμα ίππευα θα το ομολογούσα, γιατί δεν είναι κακό, αν δε θα είχα βλάψει κάποιον από τους πολίτες», υπερασπίζεται τους ιππείς που δεν είχαν βλάψει κανέναν και είχαν λάβει και ύπατα αξιώματα. Ο ίδιος δεν ήταν ιππέας. Τα ρητορικά τεχνάσματα του Λυσία στο λόγο του Μαντιθέου αποδεικνύουν την αθωότητα του και το χρηστό ήθος του: άνθρωπος έντιμος, ειλικρινής ,πατριώτης, πολέμιος της τυραννίας.
Ήθος αντιπάλων : Οι αντίπαλοι εμφανίζονται συκοφάντες, καιροσκόποι, ιδιοτελείς. Με το επίρρημα «περιφανώς» τονίζει το μέγεθος της αναξιοπιστίας τους, γιατί, εφόσον ψεύδονται τόσο φανερά ,δεν βλάπτουν μόνο εκείνον, αλλά υποτιμούν και την βουλή την οποία παραπλανούν εν γνώσει τους.
Ρητορικά πάθη : Ο Μαντίθεος επιδιώκει να εξασφαλίσει την εύνοια και τη συμπάθεια των βουλευτών, όχι τον οίκτο, αναφερόμενος στις συμφορές της οικογένειας και της πατρίδας. Υπεραμύνεται των δικαίων του, αλλά και των δικαίων των άλλων πολιτών, που μπορεί να βρεθούν στην ίδια μοίρα μ' αυτόν σε περίπτωση ψευδούς κατηγορίας. Την κύρια κατηγορία εναντίον του για «ίππεία» την καταρρίπτει, αλλά υπενθυμίζει ότι δεν είναι κακό, αρκεί να μη βλάπτονται συμφέροντα των πολιτών, και αναφέρεται στους στρατηγούς, βουλευτές και ιππάρχους που ίππευαν και δεν στερήθηκαν αξιωμάτων. Δεν παρακαλεί να τον ευνοήσουν, αλλά και δεν επιτρέπει σε συκοφάντες κακής ποιότητας να βλάπτουν κανέναν.
9
Πραγματολογικά σχόλια
περί αὐτῆς τῆς κατηγορίας : Εννοεί την κατηγορίας που αντέκρουσε στις προηγούμενες παραγράφους.
ἐν δε ταῖς δοκιμασίαις : Στις δοκιμασίες για την έγκριση της βουλευτικής θέσης, ο δοκιμαζόμενος βουλευτής έπρεπε να μιλήσει τόσο για τον ιδιωτικό όσο και για τον δημόσιο βίο του, που θα έπρεπε να ήταν άριστοι.
διά τάς συμφοράς και τοῦ πατρός καί τῆς πόλης : Αναφέρεται στις συμφορές του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404), λόγω του οποίου ο πατέρας του Μαντίθεου καταστράφηκε οικονομικά.
δύο μέν ἀδελφάς ἐξέδωκα : Τα αγόρια κληρονομούσαν την πατρική περιουσία και αισθάνονταν την υποχρέωση να προικίσουν τις αδελφές του.
πρός τόν ἀδελφόν ..ἐνειμάμην : Τα αρσενικά τέκνα μοιράζονταν εξίσου την πατρική περιουσία. Έτσι, βλέπουμε ότι ο Μαντίθεος ευνόησε τον αδελφό του, χωρίς να τον υποχρεώνει ο νόμος.
Αισθητικός σχολιασμός
Παράγραφος 9: Αποτελεί την δεύτερη πρόθεσιν. Στην πρώτη περίοδο ο Μαντίθεος συμπεραίνει ότι έχει αντικρούσει ικανοποιητικά την κατηγορία. Από την άλλη, θεωρεί ότι η φύση της κατηγορίας απαιτεί μια σύντομη απολογία για το σύνολο της ζωής του. Η παράκληση (δέομαι…ἀκρόασασθαι) αποτελεί λογική συνέχεια της προηγούμενης παραγράφου, και υποδηλώνει την ηθική υποχρέωση του Μαντίθεου να συνεχίσει την απολογία του. Άλλωστε, ο ίδιος δηλώνει πως η απολογία του θα είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομη. Η βραχυλογία εξυπηρετεί την κομψότητα του λόγου και την οικονομία του χρόνου.
Παράγραφος 10: Από την παράγραφο 10, αρχίζει η διήγησις που διαρθρώνεται ως εξής :
-
η συμπεριφορά μου στην ιδιωτική
ζωή (παρ. 10)
-
η συμπεριφορά μου στον δημόσιο
βίο (παρ. 11-12)
-
το στρατιωτικό μου μητρώο (παρ.13-18)
-
Ως στοιχεία ευνοϊκά για τον κατηγορούμενο κρίνονται τα εξής :
-
Ενώ αντιμετώπιζε οικονομικές
δυσκολίες, προίκισε τις δύο αδερφές
του, δίνοντας 30 μνες προίκα στην
καθεμία.
-
Στάθηκε μεγαλόψυχος κατά την
μοιρασιά της πατρικής περιουσίας με
τον αδερφό του. Το δεύτερο αυτό στοιχείο
(η μεγαλοψυχία και η οικονομική
αφιλοκέρδεια) είναι το βασικότερο
υπερασπιστικό στοιχείο για τον
δοκιμαζόμενο.
Συμπληρωματικά αισθητικά σχόλια
Υπερβατά : δοκεῖ μοί…προσήκειν, δίκαιον εἶναι..διδόναι, δέομαι…ἀκροάσασθαι, ἐγώ…έδωκα κτλ.
Παρήχηση του ω : αὐτῶν μόνων τῶν κατηγορουμένων
Σχήμα λιτότητας[4] : οὐ πολλῆς
Υπερβολή : προς τούς ἄλλους ἄπαντας
Περιφράσεις : λόγον διδόναι, ποιήσομαι την απολογίαν
11
Πραγματολογικά σχόλια
ώστε μηδεπώποτε... έγκλημα γενέσθαι: ο Μαντίθεος ούτε κατηγορήθηκε από κάποιον ούτε κατηγόρησε κάποιον. Ήταν σημαντικό για την εποχή εκείνη να μην έχει παρουσιαστεί κάποιος στο δικαστήριο ως ενάγων ή εναγόμενος. Η πρώτη παρουσία του Μαντιθέου και μοναδική είναι αυτή της δοκιμασίας, πράγμα που πιστοποιεί το ήθος του.
περί δε των κοινών...της επιεικείας : χαρακτηρίζει τον εαυτό του «επιεική» , κόσμιο. Είναι φυσικό να είναι η δημόσια ζωή του κόσμια, αφού είναι και η ιδιωτική. Τα κοινά είναι οτιδήποτε σχετίζεται με την πολιτική και τις δημόσιες υποθέσεις.
περί κύβους ή πότους...διατριβάς ποιούμενοι :πολλοί Αθηναίοι νέοι σύχναζαν σεσκιραφεία, κυβευτήρια και έπαιζαν ζάρια ή σε καπηλειά όπου έκαναν παρέα με κοινές γυναίκες. Τα ζάρια ήταν παιχνίδι με κύβους, παρόμοιους με τα σημερινά ζάρια. Οι συνήθειες αυτές των Αθηναίων νέων θεωρούνταν κακές και οι τόποι που σύχναζαν, τόποι διαφθοράς. Ο Μαντίθεος διαχωρίζει ως νέος τον εαυτό του από τους άλλους διεφθαρμένους νέους και θεωρεί βασική αιτία της κατηγορίας εναντίον του το ότι δεν τους έμοιαζε. Κυβος ονομαζόταν ο άσσος. Κερδισμένος ήταν όποιος έφερνε τρεις φορές έξι (πρβλ. σημερινές εξάρες) και χαμένος όποιος έφερνε τρεις φορές άσσο.
περί εμου λογοποιουντας καί ψευδόμενους : γνώρισμα των ανέντιμων νέων που σύχναζαν στους τόπους διαφθοράς ήταν να συκοφαντούν τους έντιμους και να διαδίδουν ψευδείς φήμες εις βάρος τους-σκοπός τους ήταν να εξομοιώνουν τους έντιμους με τον εαυτό τους, για να απαλύνουν τις εις βάρος τους κακές εντυπώσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και ο Μαντίθεος ήταν θύμα συκοφαντίας και ψευδολογίας. Αυτό επιχειρεί να αποδείξει.
Εἰ μεν τῶν αὐτὼν ὲπεθυμούμεν... περί ἐμοὺ: εύστοχο ψυχολογικό επιχείρημα. Αν ο Μαντίθεος ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής των συκοφαντών του, δε θα ήταν κατηγορούμενος. Η ανωτερότητα του αποτελεί την κύρια ίσως και μοναδική αιτία της κατηγορίας.
δίκην αἰσχράν : δίκη ιδιωτικής φύσεως: εδώ δίκη για σφετερισμό της περιουσίας του αδελφού του.
Δικανικοί όροι
Δίκη ήταν ο μεταξύ ιδιωτών δικαστικός αγώνας. (άγων ίδιος). Ο κατήγορος(ενάγων), αυτός δηλ. που κινούσε τη δίκη έπρεπε να είναι άνδρας, ελεύθερος, ενήλικος και με πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Γραφή λεγόταν κάθε δίκη που αφορούσε το δημόσιο συμφέρον. Αφορούσε λιποταξίες, προδοσία, κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Όποιος ήθελε από τους Αθηναίους, μπορούσε να καταθέσει «γραφήν», όταν νόμιζε ότι βλάπτονταν τα συμφέροντα του δημοσίου. Η μορφή αυτή καταγγελίας ονομαζόταν έτσι γιατί ήταν η μόνη που, όπως φαίνεται, αρχικά έπρεπε να υποβάλλεται εγγράφως.
Εισαγγελία ήταν η καταγγελία (μήνυση) ιδιώτη στο δήμο για θέματα που αφορούσαν το δημόσιο συμφέρον. Η μήνυση εκδικαζόταν από τη βουλή, η οποία μπορούσε να επιβάλει πρόστιμο 500 δρχ., αν το αδίκημα ήταν σοβαρό. Η υπόθεση εκδικαζόταν στην Εκκλησία του Δήμου ή στην Ηλιαία. Αρχικά η εισαγγελία προοριζόταν για πολύ σοβαρά αδικήματα σχετικά με την ασφάλεια του κράτους (συνωμοσία, προδοσία), αλλά στη συνέχεια η χρήση της γενικεύθηκε και για λιγότερο σοβαρά αδικήματα.
Οὐδείς αν αποδεῖξαι...εἰσαγγελίαν γεγενημένην: ο Μαντίθεος με αυτοπεποίθηση λέει ότι ούτε ένας δε θα βρεθεί να πει ότι είχε πάει στα δικαστήρια για ιδιωτική δίκη, για δημόσιο αδίκημα, εγγράφως ή μη.Την περίοδο αυτή οι δίκες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Ο ένας κατηγορούσε τον άλλο για διάφορα αδικήματα. Εκείνος που συρόταν στα δικαστήρια, δεν έχαιρε καμιάς εκτίμησης· γι’αυτό, ο Μαντίθεος το χρησιμοποιεί ως επιχείρημα, για να ισχυροποιήσει τη θέση του (δεν ήταν φιλόδικος).
Ερμηνευτικός σχολιασμός
Με την πρώτη ημιπερίοδο της παρ. 11, ο Μαντίθεος ανακεφαλαιώνει όσα είπε στην παράγραφο 10 για τον ιδιωτικό του βίο. Το επίρρημα «ουτως» και το ρήμα διώκηκα φέρνουν στο νου τον δικαστών τον εξαίρετο τρόπο με τον οποίο διευθέτησε τις προσωπικές του υποθέσεις. Στην αρχή της αφήγησης του δημόσιου βίου του θεωρεί σκόπιμο να προσκομίσει αποδείξεις της σύνεσης και της μετριοπάθειάς του (της επιείκιας)-> μια έννοια με ιδιαίτερη αξία στην αρχαιοελληνική σκέψη. Ο Μαντίθεος αποδεικνύει την σωφροσύνη του, αναφερόμενος στην ζήλια των φαύλων συνομηλίκων του για τον εγκρατή βίο του.
Συγκεκριμένα, παρουσιάζει
α) τον εαυτό του ως έντιμο, κόσμιο , συνετό και μετρημένο άνθρωπο ,
β) ενώ τους κατηγόρους του ως άσωτους, ακόλαστους, κακοήθεις, κακοπροαίρετους και ζηλόφθονους , ψευδολόγους , ανυπόληπτους , αφού:
-
Ο ίδιος δεν ασχολείται με ακολασίες
-
Ενώ οι κατήγοροί του περνούν μ’
αυτό τον τρόπο τον καιρό τους
-
Και τον συκοφαντούν επειδή ακριβώς
τον φθονούν δια το ήθος και τη διαγωγή
του
-
Άλλωστε ( υποθετικό επιχείρημα) ,
αν είχε κι αυτός τα ίδια ενδιαφέροντα,
δεν θα τον ζήλευαν και δεν θα τον
εχθρεύονταν/ συκοφαντούσαν
Ο Λυσίας παρουσιάζει τον Μαντίθεο έτσι ακριβώς όπως είναι : συντηρητικός, καλός πολίτης, ουδέποτε ασχολήθηκε με ασωτίες.
Προσοχή στις κατηγορηματικές μετοχές! ( ποιουμένοι, όντας, λογοποιουντας, ψευδομένους, γεγενημένην , καθεστηκότας) : Ενισχύουν την πειστικότητα του ρήτορα, ,καθώς δηλώνουν βεβαιότητα και άμεση σχέση με το πραγματικό!
Ήθος αντιπάλων : Ο Μαντίθεος εδώ έμμεσα υπονοεί ότι οι αντίπαλοί του ήταν και αυτοί άσωτοι και ζηλόφθονες, και γι’αυτό κατηγόρησαν τον Μαντίθεο. Οι αντίπαλοι είναι συκοφάντες που προσπαθούν να εξομοιώσουν με τον εαυτό τους όποιον είναι διαφορετικός.
Παράγραφος 12
Στην παράγραφο αυτή, συνεχίζοντας την απολογία του σχετικά με το δημόσιο βίο του,
Σκιαγραφεί εαυτό του ως ηθικό, έντιμο, φιλήσυχο, μετριοπαθή και διαλλακτικό πολίτη, θύμα της κακοήθειας των αργόσχολων, όχι φιλόδικο, αφού :
-
Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει
ότι έχει εμπλακεί σε δίκη δημόσιου ή
ιδιωτικού χαρακτήρα, σε αντίθεση με
πάρα πολλούς συμπολίτες του. (πραγματικό
/ ηθικό )
Στοχεύοντας μ’ αυτό το επιχείρημα στην εύνοια των δικαστών ( : Οι Αθηναίοι ήταν φιλόδικοι και γι αυτό επαινούσαν όποιον δεν πήγαινε στο δικαστήριο ούτε ως κατήγορος ούτε ως κατηγορούμενος)
► Το ηθικό αυτό επιχείρημα κρίνεται πολύ ισχυρό. Χρησιμοποιείται , άλλωστε, και από πολλούς άλλους ρήτορες.
ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΠΑΘΗ :
Ο Μαντίθεος επιδιώκει αφενός να κερδίσει την εκτίμηση και την εύνοια των βουλευτών μέσω της προβολής της δικής του άψογης – κοινωνικά και πολιτικά – συμπεριφοράς, ενώ προκαλεί συναισθήματα αντιπάθειας και αποστροφής προς τους ηθικά ανυπόληπτους αντιπάλους του.
Στην τελευταία περίοδο της § 12 που λειτουργεί μεταβατικά, ο απολογούμενος εισέρχεται σ’ ένα πολύ κρίσιμο τομέα της δημόσιας ζωής του, την πολεμική και στρατιωτική σταδιοδρομία και δράση του χάρη της πατρίδας.
13
Πραγματολογικά σχόλια
Ὄτε την συμμαχίαν ἐποιήσασθε πρός τούς Βοιωτούς : Το 395 π.Χ. οι Αθηναίοι συνήψαν συμμαχία με τους Βοιωτούς, η οποία στρεφόταν εναντίον των Λακεδαιμονίων.
Και εἰς Ἀλίαρτον ἔδει βοηθεὶν : Οι Αθηναίοι το 395 π.Χ. εκστράτευσαν στην Αλίαρτο, πόλη της Βοιωτίας, για να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Βοιωτούς εναντίον των Λακεδαιμονίων. Στη μάχη της Αλιάρτου οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν.
Ἀπό Ὀρθοβούλου κατειλεγμένος ἱππεύειν : Ο Ορθόβουλος ήταν φύλαρχος της Ακαδαμαντίδος φυλής, στην οποία ανήκε και ο Μαντίθεος. Ως φύλαρχος είχε τον κατάλογο των ιππέων της φυλής του, στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και ο Μαντίθεος.
Τους δ’οπλίτας κίνδυνο ἡγουμένους : Κατά την εκστρατεία στην Αλίαρτο θα διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο, οι οπλίτες που θα πολεμούσαν ενατίον του ισχυρότατου πεζικού των Λακεδαιμονίων. Αντίθετα, οι ιππείς ήταν εξασφαλισμένοι επειδή οι Λακεδιαμόνιοι δεν διέθεταν ισχυρό ιππικό.
Αισθητικός σχολιασμός
Ο Μαντίθεος στην τελευταία περίοδο της παρ.12 προέτρεψε τους δικαστές να λάβουν υπόψη τους την πολεμική του δράση χάριν της πατρίδας του. Η αφήγηση αυτής της δράσης αρχίζει στην παρ. 13 και ολοκληρώνεται στην πρώτη περίοδο της παρ.18. Παρατηρούμε ότι επιμένει σ’αυτόν τον τομέα της δημόσιας ζωής του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Ξέρει πολύ καλά ο ρήτορας ότι οι συμπολίτες του εκτιμούσαν βαθιά όσους εκπλήρωναν με προθυμία τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.
Ο ρήτορας συνεχίζει την η θ ο π ο ι ί α του πελάτη του, τονίζοντας την αυταπάρνηση και τη γενναιότητά του στην κρίσιμη μάχη στην Αλίαρτο. Ο Μαντίθεος θα αισθανόταν ντροπή και ηθική ταπείνωση να βλέπει τον κύριο όγκο των συμπολιτών του μαχητών να ριψοκινδυνεύουν, και ο ίδιος ως ιππέας να είναι εξασφαλισμένος. Σύμφωνα με την ηθική του φιλοσοφία, τα βάρη των πολεμικών κινδύνων έπρεπε να τα σηκώνουν όλοι εξίσου.
Μάλιστα, για να τονίσει το ήθος του πελάτη του ο ρήτορας εύστοχα χρησιμοοιεί το σχήμα της αντίθεσης (αναβάντων παρά τον νόμον, εγώ προσελθών έφην…) Συγκρινόμενος με τους υπόλοιπους, δειλούς συμπολίτες του που προσπαθούν όπως-όπως να γλυτώσουν από τους κινδύνους της μάχης, υπογραμμίζεται το ήθος και η αίσθηση δικαιοσύνης του Μαντίθεου.
Συμπληρωματικά αισθητικά σχόλια
Þ Υπερβατό : εις Αλίαρτον..βοηθειν, εώρων…νομίζοντας..ηγουμένους αναβάντων..παρά τον νόμων/ αισχρόν είναι…στρατεύεσθαι.κτλ.
Þ Παρήχηση του ω : ετέρων αναβάντων..αδοκίμαστων..εγώ προσελθών…τω Ορθοβούλω…
Þ Έμφαση: την συμμαχίαν εποιήσασθε /πάντας εώρων/ δειν νομίζοντας/ τοις μέν ιππεύουσιν αφάλειαν είναι κτλ.
Ρητορικά πάθη : Ο Λυσίας στοχεύει να κερδίσει την εύνοια των ακροατών. Χειρίζεται τα πάθη με δεξιότητα στη διήγηση πραγματικών γεγονότων που επιδέχονται απόδειξη (εδώ τη μαρτυρία του φυλάρχου Ορθόβουλου. Υπόσχεται ότι θα είναι σύντομος ο λόγος του και είναι λόγος βραχύς χωρίς ισχυρούς τόνους. Κάθε λέξη μετρημένη, χωρίς να εκφράζει κάτι το πικρό ή δεινό ή φοβερό: ελπίζει στην κατανόηση των βουλευτών, γι' αυτό και παρακαλεί να τον ακούσουν με εύνοια, όχι, όμως, με οίκτο
14-17
Πραγματολογικά σχόλια
Εφοδίων ἀποροῦντας: οι Αθηναίοι φρόντιζαν οι ίδιοι για τα εφόδιά τους. Το σχετικό επίδομα ήταν όμως πολύ μικρό κι έτσι οι ευπορότεροι συχνά με έμμεση έκτακτη φορολόγηση κάλυπταν αυτές τις ανάγκες.
οὐ μόνον τοῦ το συνεβούλευον, ἀλλὰ αὐτὸς ἔδωκα τριάκοντα δραχμὰς : με τη διήγηση αυτή ο Μαντίθεος θέλει να τόνισει ότι αντιλαμβάνεται τα προβλήματα των συνδημοτών του και πως συμπάσχει κι εκείνος παρά την οικονομική του αδυναμία («οὐχ ὡς πολλὰ κεκτημένος»). Έτσι, αναδεικνύει ξανά το φιλολαϊκό του πρόσωπο. Βέβαια, τέτοιες πράξεις ήταν συνηθισμένες στους ευπορότερους, αλλά αυτό το αποσιωπά στη διήγηση. Αποδεικνύει ακόμα και τον πατριωτισμό του έναντι του προσωπικού οφέλους. Το ίδιο έπραξε κατά τον ίδιο όταν ζήτησε να πάει σε επικίνδυνες αποστολές χωρίς κλήρωση (« Έκέλευον ἀκληρωτὶ τὴν ἡμετέραν τάξιν πέμπειν »).
καὶ πλείστων έναποθανόντων ὕστερος ἀνεχώρησα : το επιχείρημα αυτό συμπληρώνει τα προηγούμενα για την ανδρεῇα του.
δυστυχησάσης : η μετοχή σαφώς και δε δηλώνει απλά την ήττα. Ορθό θα ήταν το ἡττημένης. Θέλει να μετριάσει την κακή ανάμνηση και να μην εγείρει κακᾷς ενθυμήσεις στο ακροατήριό του. Η Ἀκαμαντίς φυλή στην οποία ανήκε ο Μαντῇθεος, αλλά και οι υπόλοιπες φυλές των Αθηναίων ηττήθηκαν κατά κράτος. Ο ρήτορας χρησιμοποιεί τη μετοχή δυστυχησάσης στην προσπάθειά του να παρουσιάσει την ήττα αυτή ἐπί τὸ ἠπιώτερον.
εἴ τινες ὑμῶν ὀργίζονται…ἀποδιδράσκουσιν : πρόκειται για μια δικαιολογημένη οργή που ισχύει ακόμα και σήμερα. Με την έμμεση καταγγελία αυτή ο Μαντίθεος θέλει να αποδείξει ότι εκείνος που θέλει να ασχοληθεί με την πολιτική, σε αντίθεση με άλλους που λιποτακτούσαν, και γενναίος αποδείχτηκε στη μάχη και φιλάνθρωπος και φιλολαϊκός.
Αισθητικός σχολιασμός
Στην παράγραφο 14, ο Μαντίθεος με το συμπερασματικό «τοινυν» καταλήγει στον ρόλο που είχε στην μάχη στην Αλίαρτο. Έντονη είναι και σ’αυτή τη παράγραφο η σκιαγράφηση του ήθους του Μαντίθεου, που προβάλλεται ως πρότυπο ενεργού πολίτη, που παίρνει πρωτοβουλίες για το καλό της πόλης και των συμπολιτών του.
Στην παράγραφο 15, συνεχίζεται η πολεμική ανδραγαθία του. Συγκεκριμένα, μας μιλά για μια άλλη εκστρατεία, αυτή τη φορά στην Κόρινθο, όπου και εκεί επέδειξε θάρρος και γενναιότητα. Η συμπεριφορά του Μαντίθεου δίνεται αντιθετικά με εκείνη των συμπολιτών του, που προσπάθησαν να απαλλαγούν απ’ τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Μάλιστα, με την φράση «ύστερος απεχώρησα» τονίζεται ακόμα περισσότερο η αυταπάρνηση του Μαντίθεου, που ξεπέρασε σε ανδρεία ακόμα και τον αρχηγό των Αθηναίων Ορθόβουλο.
Στην παράγραφο 16, ο Μαντίθεος συνεχίζει την αφήγησή του. Με την φράση «μετά ταυτα» που τίθεται εδώ πλεοναστικά (αφού υπάρχει ήδη το ύστερον), μας δηλώνει τον χρόνο των γεγονότων, ενώ το «ου πολλοις» (σχήμα λιτότητας) θέλει να τονίσει το μικρό χρονικό διάστημα ανάμεσα στα γεγονότα που συνέβησαν στην Νεμέα και όσα αφηγείται εδώ. Έτσι, στην παράγραφο 16, βλέπουμε μια νέα γενναία πρωτοβουλία του Μαντίθεου, η οποία τοποθετείται στο τέλος της παραγράφου ώστε να δοθεί έμφαση και να τραβήξει την προσοχή των ακροατών.
Στην παράγραφο 17, ο Μαντίθεος συμπερασματικά, τονίζει την σημασία των στρατιωτικών του ανδραγαθημάτων για το καλό της πόλης.
18-19
Πραγματολογικά σχόλια
Τῶν τοίνυν ἄλλων στρατείων: Πρόκειται για στρατιωτικές επιχειρήσεις που είχαν συμβεί μετά το 394 π. Χ.
φρουρῶν : Το ουσιαστικό φρούριο σημαίνει την περιφρούρηση των φρουρίων της Αττικής και άλλων οχυρών τοποθεσιών.
εἴ τις κομᾷ : Ο Μαντίθεος είχε μακριά μαλλιά και αδιαφορούσε για την εξωτερική του εμφάνιση, στοιχείο που προκαλούσε υποψίες για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο Μαντίθεος προσπαθεί εδώ να προλάβει μια δυσμενή αντιμετώπιση από τους δικαστές εξαιτίας της εξωτερικής του εμφάνισης. Άλλωστε, ο ίδιος ήξερε πως ορισμένοι φανατικοί δημοκρατικοί μισούσαν τον σπαρτιατικό τύπο ένδυσης και κόμμωσης που ακολουθούσε.
Ερμηνευτικός σχολιασμός
Οι παράγραφοι 18-19 αποτελούν το πρώτο μέρος της «λύσεως». Συγκεκριμένα η «λύσις» αποτελείται από δύο μέρη :
-
Τις παραγράφους 18-19, που ανήκουν
στο ευρύτερο μέρος της διήγησης.
-
Τις παραγράφους 20-21 που αποτελούν
τον επίλογο.
Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 18 αποτελεί τον επίλογο του προηγούμενου τμήματος (παρ. 13-17) όπου ο Μαντίθεος μίλησε για τις στρατιωτικές του επιτυχίες. Η υποδειγματική στάση του Μαντίθεου ως στρατιώτη φαίνεται από :
-
Τον βαθμό συμμετοχής του σε
εκστρατείες και φρουρές.
-
Την διάρκεια της συμμετοχής του
(πάντα τόν χρόνο διατετέλεκα)
-
Την ποιότητα της συμμετοχής του
που δηλώνεται με την αντίθεση «μετά
τῶν πρώτων/μετά τῶν τελευταίων».
-
Αξιοσημείωτη τέλος είναι η εμφατική
χρήση του πώποτε.
Είναι εύλογο ο ρήτορας να θέλει να καταστήσει πιο έντεχνο το τελευταίο σημείο/επιχείρημα του λόγου, που άλλωστε θα μείνει «ζωηρότερο»στους βουλευτές.
Οι δύο επόμενες περίοδοι εισάγουν το θέμα «Πώς πρέπει να αξιολογήσουν οι βουλευτές τους αγωνιζόμενους και γιατί;»
Η αιτιολόγηση βασίζεται στους δύο ρηματικούς τύπους βλάπτει/ ὠφελεῖσθε : Η πράξη αξιολογείται θετικά όχι μόνο από την ωφέλειά της, αλλά και από την έκταση του αποτελέσματός της. Αυτός που με τις πράξεις του, διακινδυνεύει τη ζωή του για να σώσει την πατρίδα του ωφελεί στο μέγιστο βαθμό την πόλη του, καθώς νοιάζεται για το σύνολο του λαού. Αξιοσημείωτη είναι από την πλευρά του Λυσία η χρήση του β’ πληθυντικού στον ρηματικό τύπο ὠφελεῖσθε , καθώς είναι κατά κάποιο τρόπο δεσμευτική για τους δικαστές.
Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 19 είναι κατά κάποιο τρόπο ο επίλογος της προηγούμενης παραγράφου, καθώς δίνει το μέτρο αξιολόγησης του Μαντίθεου, ενώ η δεύτερη περίοδος το τεκμηριώνει. Αυτό που κάνει τον ρήτορα να μιλά για σωστό μέτρο αξιολόγησης του δοκιμαζομένου, είναι κατά πάσα πιθανότητα ο λογικός φόβος ότι οι δικαστές θα ήταν αρνητικοί απέναντί του, εξαιτίας της εξωτερικής του εμφάνισης.
Ιδιαίτερη νοηματική σημασία έχει η χρήση της περίφρασης «οὐκ ἄξιον ἐστίν», που υποδηλώνει μια αξιολογική υπεροχή των βουλευτών, σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή άλλωστε γίνεται ακόμα πιο αισθητή με την αντίθεση συναισθήματος (φιλεῖν) και λογικής (σκοπεῖν).
Ρητορικά σχήματα
Αντιθέσεις : μετά των πρώτων…/μετά των τελευταίων, φιλειν/μισειν,
Έμφαση : ουδεμίας απελείφθην πώποτε/ πάντες υμεις.
Χιαστό : των άλλων στρατειών και πώποτε φρουρών ουδεμιάς άπελείφθην,
αλλά πάντα τον χρόνον διατετέλεκα μετά των πρώτων διατετέλεκα μετά των πρώτων μέν τάς εξόδους ποιούμενος
περίφραση : τάς εξόδους ποιουμενος ( αντί εκστράτευον )
20-21
Πραγματολογικά σχόλια
ἐπιχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ: Το δικαίωμα λόγου στην εκκλησία του δήμου το είχαν όσοι είχαν υπερβεί το εικοστό έτος της ηλικίας τους. Οι νέοι όμως απέφευγαν να αγορεύουν στην συνέλευση του λαού, γιατί υπήρχε η άποψη ότι λόγω της απειρίας τους δεν θα έπρεπε να αναλάβουν ρόλο συμβούλου για τα κοινά.
ὑπέρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων δημηγορήσαι : Ο Μαντίθεος έχει ήδη αναφερθεί στις συμφορές του πατέρα του. Φαίνεται ότι απειλήθηκε με δήμευση η πατρική του παρουσία και γι’αυτό ο Μαντίθεος αναγκάστηκε να την υπερασπιστεί.
Αισθητικός σχολιασμός
Οι δύο αυτές παράγραφοι (20-21) αποτελούν τον επίλογο του λόγου του Μαντίθεου. Σε αυτό το σημείο ο ρήτορας θέτει δύο ζητήματα :
Α)τον σκοπό της πρώτης δημηγορίας του
Β)το κίνητρο της ενασχόλησης του με τα κοινά
Ο Μαντίθεος είναι ειλικρινής και ευγενής απέναντι στους δικαστές. Δεν παραλείπει να αναφερθεί στους προγόνους, προκειμένου να δικαιολογήσει την φιλόδοξη στάση του. Η αναφορά στους προγόνους και – κατά συνέπεια- στο ένδοξο παρελθόν της πόλης δεν μπορεί να μην γεμίσει περηφάνια τους ακροατές και έτσι να δημιουργήσει μια ευνοϊκή ατμόσφαιρα για τον Μαντίθεο. Την εύνοια των βουλευτών προσπαθεί να κερδίσει και με την αναφορά του στους ίδιους : αυτό που κυρίως κέντρισε την φιλοδοξία του ήταν η άποψη της πολιτείας ότι όσοι ασχολούνται με τα κοινά κρίνονται ως άξιοι πολίτες. Πρόκειται για ένα εγκώμιο στους βουλευτές, οι οποίοι, ως εκφραστές του πνεύματος της πολιτείας, υπηρέτες και προστάτες του κοινού συμφέροντος, και με την ανάλογη στάση τους, παρακινούν τον πολίτη να ασχοληθεί με τα ζητήματα της πόλης. Το εγκώμιο ισχυροποιείται με την ρητορική ερώτηση «Τις οὑκ ἄν ἐπαρθείη λέγειν καί πράττειν ὑπέρ τῆς πόλεως;» η οποία προκύπτει εύλογα από τα προηγούμενα και σνυιστά έντονη κατάφαση.
Η απολογία κλίνει με μια δεύτερη ρητορική ερώτηση : «ἔτι δέ τί ἄν τούτοις ἄχθοισθε;» που συνιστά έντονη άρνηση και ουσιαστικά υποδεικνύει στους δικαστές πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν πολίτες με πολιτικές φιλοδοξίες.
Η περίεργη συσσώρευση δύο ρητορικών ερωτήσεων στο τέλος του λόγου αποσκοπεί στον ψυχολογικό επηρεασμό των βουλευτών.
Με τον επίλογο, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, επιδιώκονται δύο κυρίως σκοποί :
-
Η ανάμνησις : που επιτυγχάνεται
μέσα από μια σύντομη ανακεφαλαίωση του
λόγου.
-
Η παθοποιία : δηλαδή η διέγερση ή
η μετάγγιση στις ψυχές των ακροατών
συναισθημάτων, που κλίνει με μια προτροπή
ή αποτροπή.
Τα δύο αυτά στοιχεία εκλείπουν από τον λόγο του Μαντίθεου, και έτσι θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι στην ουσία ο λόγος μένει χωρίς επίλογο.
Αυτό κυρίως οφείλεται :
· Στην αυτοπεποίθηση του Μαντίθεου, που θεωρούσε πως δεν χρειάζεται να προβεί σε κάποια επιπλέον παράκληση ή προτροπή.
· Στην άποψη του ρήτορα ότι ο λόγος πρέπει να κλίνει με φυσικότητα.
[1] Υπερβατό
σχήμα : Σχήμα λόγου όπου η κανονική
σειρά των λέξεων ανατρέπεται , και
ανάμεσα σε δύο όρους που κανονικά
συντάσσονται μαζί, παρεμβάλλονται
άλλοι όροι για έμφαση.
[2] Παρήχηση
: Σχήμα λόγου όπου ένας φθόγγος
επαναλαμβάνεται σε αρκετές λέξεις για
έμφαση.
[3] Βραχυλογία
: Σχήμα λόγου κατά το οποίο ένας βασικός
όρος παραλείπεται γιατί εννοείται.
[4] Σχήμα
λιτότητας : Σχήμα κατά το οποίο αντί
για μια έννοια, χρησιμοποιούμε την
αντίθετη της σε άρνηση. (πχ. Καλός ->
ου κακός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου