Συνηρημένα ρήματα (κλίση, θεωρία, ασκήσεις)
ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ
ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ -αω
Στα
συνηρημένα ρήματα της αʹ τάξης (-άω) στον
ενεστώτα και τον παρατατικό γίνονται
οι ακόλουθες συναιρέσεις:
ᾰ
+ ε, η → ᾱ
ᾰ + ει, ῃ → ᾳ ᾰ + ο, ω, ου → ω ᾰ + οι → ῳ |
Ενεργητική
Φωνή τιμάω,-ῶ
|
||||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
τιμῶ τιμᾷς τιμᾷ τιμῶμεν τιμᾶτε τιμῶσιν |
τιμῶ τιμᾷς τιμᾷ τιμῶμεν τιμᾶτε τιμῶσιν |
τιμῷμι/-ῴην τιμῷς/-ῴης τιμῷ/-ῴη τιμῷμεν τιμῷτε τιμῷεν |
τίμα τιμάτω τιμᾶτε τιμώντων/τιμάτωσαν |
τιμᾶν | τιμῶν τιμῶσα τιμῶν |
Παρατατικός
|
ἐτίμων ἐτίμας ἐτίμα ἐτιμῶμεν ἐτιμᾶτε ἐτίμων |
|||||
Μέλλοντας
|
τιμήσω | |||||
Αόριστος
|
ἐτίμησα | |||||
Παρακείμενος
|
τετίμηκα | |||||
Υπερσυντέλικος
|
ἐτετιμήκειν |
Μέση
Φωνή τιμάομαι,-ῶμαι
|
||||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
τιμῶμαι τιμᾷ τιμᾶται τιμώμεθα τιμᾶσθε τιμῶνται |
τιμῶμαι τιμᾷ τιμᾶται τιμώμεθα τιμᾶσθε τιμῶνται |
τιμῴμην τιμῷο τιμῷτο τιμῴμεθα τιμῷσθε τιμῷντο |
τιμῶ τιμάσθω τιμᾶσθε τιμάσθων/τιμάσθωσαν |
τιμᾶσθαι | τιμώμενος τιμωμένη τιμώμενον |
Παρατατικός
|
ἐτιμώμην ἐτιμῶ ἐτιμᾶτο ἐτιμώμεθα ἐτιμᾶσθε ἐτιμῶντο |
|||||
Μέλλοντας
|
τιμήσoμαι | |||||
Αόριστος
|
ἐτιμησάμην | |||||
Παρακείμενος
|
τετίμημαι | |||||
Υπερσυντέλικος
|
ἐτετιμήμην |
Ο
σχηματισμός και η κλίση των άλλων
χρόνων.
Τα συνηρημένα ρήματα σχηματίζουν τους υπόλοιπους χρόνους (δηλαδή εκτός του ενεστώτα και του παρατατικού) και κλίνονται κανονικά όπως τα βαρύτονα φωνηεντόληκτα ρήματα της Α΄ συζυγίας. Δηλαδή,
Τα συνηρημένα ρήματα σχηματίζουν τους υπόλοιπους χρόνους (δηλαδή εκτός του ενεστώτα και του παρατατικού) και κλίνονται κανονικά όπως τα βαρύτονα φωνηεντόληκτα ρήματα της Α΄ συζυγίας. Δηλαδή,
· ρηματικό
θέμα + φαινομενικές καταλήξεις (για τους
μελλοντικούς χρόνους)
· αύξηση
συλλαβική ή χρονική + ρηματικό θέμα +
φαινομενικές καταλήξεις (για τους
συντελικούς χρόνους)
· αναδιπλασιασμός
ή χρονική αύξηση + ρηματικό θέμα +
φαινομενικές καταλήξεις (για τους
συντελικούς χρόνους).
Σε αυτούς τους χρόνους, ο βραχύχρονος χαρακτήρας του θέματος εκτείνεται μπροστά από το σύμφωνο των καταλήξεων.
Συγκεκριμένα:
1. Τα
συνηρημένα σε –άω τρέπουν
το -ᾰ- σε –η-:
π.χ. ρ. τιμῶ (θ.τιμᾰ-) → τιμήσω, ἐτίμησα, τετίμηκα, ἐτετιμήκειν
και τιμῶμαι → τιμήσομαι, τιμηθήσομαι, ἐτιμησάμην, ἐτιμήθην, τετίμημαι, ἐτετιμήμην.
π.χ. ρ. τιμῶ (θ.τιμᾰ-) → τιμήσω, ἐτίμησα, τετίμηκα, ἐτετιμήκειν
και τιμῶμαι → τιμήσομαι, τιμηθήσομαι, ἐτιμησάμην, ἐτιμήθην, τετίμημαι, ἐτετιμήμην.
2. Σε
αντίθεση με τον γενικό αυτό κανόνα, τα
συνηρημένα ρήματα σε -άω τα οποία πριν
τον χαρακτήρα -ᾰ- έχουνε,
ι ή ρ εκτείνουν
τον χαρακτήρα -ᾰ- σε -ᾱ- (και
όχι σε -η-).
Τέτοια ρήματα είναι τα εξής:
αἰτιά-ομαι, αἰτιῶμαι (= κατηγορώ)
ἐά-ω, ἐῶ (= αφήνω)
θηρά-ω, θηρῶ (= κυνηγώ)
ἰά-ομαι, ἰῶμαι (= γιατρεύω)
ἀνιά-ω, ἀνιῶ (= λύπω, δυσαρεστώ)
π.χ. ρ. ἐῶ → ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἰάκειν
και ἐῶμαι → ἐάσομαι, εἰάθην, εἴαμαι ,εἰάμην και ρηματικό επίθετο ἐατέος
ρ. ἀνιῶ → ἀνιάσω, ἠνίασα, ἠνίακα
και ἀνιῶμαι → ἀνιάσομαι, ἠνίαθην, ἠνίαμαι, ἠνιάμην
ρ. θηρῶ → θηράσω, ἐθήρασα, τεθήρακα.
και θηρῶμαι → θηράσομαι, θηραθήσομαι, ἐθηρασάμην, ἐθηράθην και ρηματικό επίθετοθηρατός, θηρατέος.
Τέτοια ρήματα είναι τα εξής:
αἰτιά-ομαι, αἰτιῶμαι (= κατηγορώ)
ἐά-ω, ἐῶ (= αφήνω)
θηρά-ω, θηρῶ (= κυνηγώ)
ἰά-ομαι, ἰῶμαι (= γιατρεύω)
ἀνιά-ω, ἀνιῶ (= λύπω, δυσαρεστώ)
π.χ. ρ. ἐῶ → ἐάσω, εἴασα, εἴακα, εἰάκειν
και ἐῶμαι → ἐάσομαι, εἰάθην, εἴαμαι ,εἰάμην και ρηματικό επίθετο ἐατέος
ρ. ἀνιῶ → ἀνιάσω, ἠνίασα, ἠνίακα
και ἀνιῶμαι → ἀνιάσομαι, ἠνίαθην, ἠνίαμαι, ἠνιάμην
ρ. θηρῶ → θηράσω, ἐθήρασα, τεθήρακα.
και θηρῶμαι → θηράσομαι, θηραθήσομαι, ἐθηρασάμην, ἐθηράθην και ρηματικό επίθετοθηρατός, θηρατέος.
Τα
ρήματα: αἰτιῶμαι και ἰῶμαι σχηματίζουν
ανάλογα τους υπόλοιπους χρόνους.
Εξαιρούνται: |
i. Τα
ρήματα γελῶ, σπῶ (=
τραβώ, σπάζω) και χαλῶ (=
χαλαρώνω) διατηρούν σε όλους τους
χρόνους το βραχύχρονο χαρακτήρα -ᾰ- και
έχουν σ μπροστά
από τις καταλήξεις που αρχίζουν από θ,
μ, τ:
π.χ. γελῶμαι → (γελασθήσομαι), ἐγελάσθην, (γεγέλασμαι) και ρηματικό επίθετο: (κατα-γέλαστος) σπῶμαι → σπασθήσομαι, ἐσπάσθην, ἔσπασμαι, ἐσπάσμην και ρηματικό επίθετο: (ἀνά-σπαστος).
ii. Το
ρήμα δρῶ (=
ενεργώ) έχει σε όλους τους χρόνους
μακρόχρονο χαρακτήρα -ᾱ-:
δράσω, ἔδρασα, δέδρακα και δέδραμαι,
ἐδεδράμην και παίρνει -σ- μπροστά
από τις καταλήξεις που αρχίζουν
από θ και τ:
π.χ. δρῶμαι → ἐδράσθην και ρηματικό επίθετο: δραστέον.
iii. Το
ρήμα ἀκροῶμαι (=ἀκούω,
υπακούω) εκτείνει το -ᾰ- σε -ᾱ-,
αν και πριν από το ᾰ δεν
υπάρχει ε,
ι, ρ:
π.χ. ἀκροῶμαι → ἀκροάσομαι, ἠκροασάμην, ἠκροάθην, ἠκρόαμαι. |
ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ
ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ -εω
Στα
συνηρημένα ρήματα της βʹ τάξης (-έω) στον
ενεστώτα και τον παρατατικό γίνονται
οι ακόλουθες συναιρέσεις:
ε
+ ε → ει
ε + ο → ου ε + μακρό φωνήεν / δίφθογγος → το ίδιο μακρό φωνήεν / η ίδια δίφθογγος: ε + ω → ω, ε + η →η, ε + ῃ → ῃ, ε + ου → ου, ε + οι → οι |
Ενεργητική
Φωνή ποιέω,-ῶ
|
||||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
ποιῶ ποιεῖς ποιεῖ ποιοῦμεν ποιεῖτε ποιοῦσιν |
ποιῶ ποιῇς ποιῇ ποιῶμεν ποιῆτε ποιῶσιν |
ποιοῖμι/-οιην ποιοῖς/-οίης ποιοῖ/-οίη ποιοῖμεν ποιοῖτε ποιοῖεν |
ποίει ποιείτω ποιεῖτε ποιούντων/ποιείτωσαν |
ποιεῖν | ποιῶν ποιοῦσα ποιοῦν |
Παρατατικός
|
ἐποίουν ἐποίεις ἐποίει ἐποιοῦμεν ἐποιεῖτε ἐποίουν |
|||||
Μέλλοντας
|
ποιήσω | |||||
Αόριστος
|
ἐποίησα | |||||
Παρακείμενος
|
πεποίηκα | |||||
Υπερσυντέλικος
|
ἐπεποιήκειν |
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
ποιοῦμαι ποιῇ (-εῖ) ποιεῖται ποιούμεθα ποιεῖσθε ποιοῦνται |
ποιῶμαι ποιῇ ποιῆται ποιώμεθα ποιῆσθε ποιῶνται |
ποιοίμην ποιοῖο ποιοῖτο ποιοίμεθα ποιοῖσθε ποιοῖντο |
ποιοῦ ποιείσθω ποιεῖσθε ποιείσθων/ποιείσθωσαν |
ποιεῖσθαι | ποιούμενος ποιουμένη ποιούμενον |
Παρατατικός
|
ἐποιούμην ἐποιοῦ ἐποιεῖτο ἐποιούμεθα ἐποιεῖσθε ἐποιοῦντο |
|||||
Μέλλοντας
|
ποιήσομαι | |||||
Αόριστος
|
ἐποιησάμην | |||||
Παρακείμενος
|
πεποίημαι | |||||
Υπερσυντέλικος
|
ἐπεποιήμην |
Παρατηρήσεις:
1. Τα
συνηρημένα ρήματα σε -έω
με μονοσύλλαβο θέμα (πλέω, πνέω, ῥέω,
δέομαι) συναιρούνται μόνο όπου μετά τον
χαρακτήρα -ε- ακολουθεί άλλο -ε- ή
-ει-:
π.χ. το ρήμα πνέω συναιρείται ως εξής: πνεῖς, πνεῖ, πνεῖτε.Εξαιρούνται:
α) το βʹ ενικό της οριστικής ενεστώτα του ρήματος δέομαι που παραμένει ασυναίρετο: δέει/ δέῃ.
β) το ρήμα δέω – δῶ (= δένω), το οποίο συναιρείται σε όλους τους τύπους: δῶ, δεῖς, δεῖ, δοῦμεν, δεῖτε, δοῦσι (ν).
π.χ. το ρήμα πνέω συναιρείται ως εξής: πνεῖς, πνεῖ, πνεῖτε.Εξαιρούνται:
α) το βʹ ενικό της οριστικής ενεστώτα του ρήματος δέομαι που παραμένει ασυναίρετο: δέει/ δέῃ.
β) το ρήμα δέω – δῶ (= δένω), το οποίο συναιρείται σε όλους τους τύπους: δῶ, δεῖς, δεῖ, δοῦμεν, δεῖτε, δοῦσι (ν).
2. Τα
ρήματα σε -έω
με μονοσύλλαβο θέμα, όταν είναι σύνθετα,
ανεβάζουν τον τόνο μόνο στο βʹ ενικό
πρόσωπο της προστακτικής ενεστώτα
ενεργητικής φωνής.
π.χ. πλεῖ → ἔκπλει, αλλά πλεῖτε → ἐκπλεῖτε.
π.χ. πλεῖ → ἔκπλει, αλλά πλεῖτε → ἐκπλεῖτε.
Ο σχηματισμός και η κλίση των άλλων χρόνων
Τα συνηρημένα ρήματα σε –έω για τον σχηματισμό των υπόλοιπων χρόνων (δηλαδή εκτός του ενεστώτα και του παρατατικού) εκτείνουν κανονικά τον βραχύχρονο χαρακτήρα του θέματος (σε μακρόχρονο) μπροστά από το σύμφωνο των καταλήξεων. Τρέπουν συγκεκριμένα τον χαρακτήρα -ε- σε -η-:
π.χ. ρ. ἀγνοῶ (θ. ἀγνοε-) → ἀγνοήσω, ἠγνόησα, ἠγνόηκα.
Παρατηρήσεις:
1. Τα
ρήματα αἰνέω
-ῶ (=
επαινώ), αἱρέω
-ῶ (=
συλλαμβάνω, κυριεύω), δέω
-ῶ (=
δένω) διατηρούν είτε
σε όλους είτε σε ορισμένους τύπους τον
βραχύχρονο χαρακτήρα -ε-, ενώ σε άλλους
τον εκτείνουν σε -η- και δεν παίρνουν -σ- μπροστά
από θ,
μ, τ:αἰνῶ →
αἰνέσω,
αἰνέσομαι,
ᾔνεσα,
ᾔνεκα,αἰνοῦμαι →
-, αἰνεθήσομαι,
ᾐνέθην,
ᾔνημαι,
ᾐνήμην
και ρηματικό επίθετο: αἰνετός,
αἰνετέοςαἱρῶ →
αἱρήσω,
εἷλον, ᾕρηκα,
ᾑρήκειναἱροῦμαι →
αἱρήσομαι,
αἱρεθήσομαι,
εἱλόμην, ᾑρέθην,
ᾕρημαι, ᾑρήμην και ρηματικό επίθετο:
αἱρετός,
αἱρετέοςδῶ →
δήσω,
ἔδησα,
αλλά ρηματικό επίθετο: δετός,
δετέος.
2. Το
ρήμα καλέω
-ῶ:
α. σχηματίζει μέλλοντα συνηρημένο καλῶ και καλοῦμαι (από το καλέσω και καλέσομαι),
β. διατηρεί τον χαρακτήρα -ε- στον αόριστο: ἐκάλεσα και έκαλεσάμην,
γ. σχηματίζει παθητικό μέλλοντα και παθητικό αόριστο α΄, παρακείμενο, υπερσυντέλικο και ρηματικό επίθετο με μετάθεση και έκταση του –α- σε –η- (θ. καλε- → θ. κλη-): κληθήσομαι, ἐκλήθην, κέκλημαι, ἐκεκλήμην
και ρηματικό επίθετο κλητός, κλητέος .
α. σχηματίζει μέλλοντα συνηρημένο καλῶ και καλοῦμαι (από το καλέσω και καλέσομαι),
β. διατηρεί τον χαρακτήρα -ε- στον αόριστο: ἐκάλεσα και έκαλεσάμην,
γ. σχηματίζει παθητικό μέλλοντα και παθητικό αόριστο α΄, παρακείμενο, υπερσυντέλικο και ρηματικό επίθετο με μετάθεση και έκταση του –α- σε –η- (θ. καλε- → θ. κλη-): κληθήσομαι, ἐκλήθην, κέκλημαι, ἐκεκλήμην
και ρηματικό επίθετο κλητός, κλητέος .
3. Μεταξύ
άλλων, τα ρήματα αἰδέομαι
–οῦμαι (=
σέβομαι, ντρέπομαι), ἀρκέω
–ῶ, τελέω –ῶ, πλέω καιπνέω διατηρούν
παντού τον βραχύχρονο χαρακτήρα -ε- και
έχουν ή παίρνουν σ μπροστά
από θ,
μ, τ:
π.χ. αἰδοῦμαι → αἰδέσομαι, (αἰδεσθήσομαι), ᾐδεσάμην, ᾐδέσθην, ᾔδεσμαι, και ρηματικό επίθετο: αἰδεστός, αἰδεστέοςτελοῦμαι → -, τελεσθήσομαι, ἐτελεσάμην, ἐτελέσθην, τετέλεσμαι, ἐτετελέσμην και ρηματικό επίθετο: ἀ-τέλεστος, ἐπι-τελεστέοςπλέω → πλευσοῦμαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, (και πλευσθήσομαι, ἐπλεύσθην) και ρηματικό επίθετο: πλευστός , πλευστέον.
π.χ. αἰδοῦμαι → αἰδέσομαι, (αἰδεσθήσομαι), ᾐδεσάμην, ᾐδέσθην, ᾔδεσμαι, και ρηματικό επίθετο: αἰδεστός, αἰδεστέοςτελοῦμαι → -, τελεσθήσομαι, ἐτελεσάμην, ἐτελέσθην, τετέλεσμαι, ἐτετελέσμην και ρηματικό επίθετο: ἀ-τέλεστος, ἐπι-τελεστέοςπλέω → πλευσοῦμαι, ἔπλευσα, πέπλευκα, (και πλευσθήσομαι, ἐπλεύσθην) και ρηματικό επίθετο: πλευστός , πλευστέον.
ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ
ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ –οω
Στα
συνηρημένα ρήματα της γʹ τάξης (-όω) στον
ενεστώτα και τον παρατατικό γίνονται
οι ακόλουθες συναιρέσεις:
ο
+ ε, ο, ου → ου
ο + η, ω → ω ο + ει, οι, ῃ → οι |
Ενεργητική
Φωνή δουλόω,-ῶ
|
||||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
δουλῶ δουλοῖς δουλοῖ δουλοῦμεν δουλοῦτε δουλοῦσιν |
δουλῶ δουλοῖς δουλοῖ δουλῶμεν δουλῶτε δουλῶσιν |
δουλοῖμι/-οίην δουλοῖς/-οίης δουλοῖ/-οίη δουλοῖμεν δουλοῖτε δουλοῖεν |
δούλου δουλούτω δουλοῦτε δουλούντων/δουλούτωσαν |
δουλοῦν | δουλῶν δουλοῦσα δουλοῦν |
Παρατατικός
|
ἐδούλουν ἐδούλους ἐδούλου ἐδουλοῦμεν ἐδουλοῦτε ἐδούλουν |
|||||
Μέλλοντας
|
δουλώσω | |||||
Αόριστος
|
ἐδούλωσα | |||||
Παρακείμενος
|
δεδούλωκα | |||||
Υπερσυντέλικος
|
ἐδεδουλώκειν |
Μέση
Φωνή δουλόομαι,-οῦμαι
|
||||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
δουλοῦμαι δουλοῖ δουλοῦται δουλούμεθα δουλοῦσθε δουλοῦνται |
δουλῶμαι δουλοῖ δουλῶται δουλώμεθα δουλῶσθε δουλῶνται |
δουλοίμην δουλοῖο δουλοῖτο δουλοίμεθα δουλοῖσθε δουλοῖντο |
δουλοῦ δουλούσθω δουλοῦσθε δουλούσθων |
δουλοῦσθαι | δουλούμενος δουλουμένη δουλούμενον |
Παρατατικός
|
ἐδουλούμην ἐδουλοῦ ἐδουλοῦτο ἐδουλούμεθα ἐδουλοῦσθε ἐδουλοῦντο |
|||||
Μέλλοντας
|
δουλώσομαι | |||||
Αόριστος
|
ἐδουλωσάμην | |||||
Παρακείμενος
|
δεδούλωμαι | |||||
Υπερσυντέλικος
|
ἐδεδουλώμην |
Παρατήρηση:
1. Το
ρήμα ῥιγῶ (=
με πιάνει ρίγος, κρυώνω) έχει
χαρακτήρα -ω- (θ:
ῥιγω-) και μετά τη συναίρεση έχει ωκαι ῳ όπου
τα ρήματα σε –οω έχουν ου και οι αντίστοιχα.
Το ρήμα λοιπόν στην οριστική ενεστώτα
έχει ως εξής: ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ,
ῥιγῶμεν, ῥιγῶτε, ῥιγῶσι(ν) .
Το ρήμα δεν σχηματίζει προστακτική, ενώ δόκιμος είναι μόνο ο ενεστώτας.
Το ρήμα δεν σχηματίζει προστακτική, ενώ δόκιμος είναι μόνο ο ενεστώτας.
Δηλαδή:
Ενεργητική
Φωνή
|
||||||
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
Μετοχή
|
|
Ενεστώτας
|
ῥιγῶ ῥιγῷς ῥιγῷ ῥιγῶμεν ῥιγῶτε ῥιγῶσι(ν) |
ῥιγῶ ῥιγῷς ῥιγῷ ῥιγῶμεν ῥιγῶτε ῥιγῶσι(ν) |
ῥιγώην ῥιγώης ῥιγώη ῥιγῷμεν ῥιγῷτε ῥιγῷεν |
--------------------
|
ῥιγῶν | ῥιγῶν ῥιγῶσα ῥιγῶν |
Παρατατικός
|
ἐρρίγων ἐρρίγως ἐρρίγω ἑρριγῶμεν ἐρριγῶτε ἐρρίγων |
|||||
Ο σχηματισμός και η κλίση των άλλων χρόνων.
Τα συνηρημένα ρήματα σε –όω στους υπόλοιπους χρόνους (δηλαδή εκτός του ενεστώτα και του παρατατικού)εκτείνουν κανονικά τον βραχύχρονο χαρακτήρα του θέματος -ο- σε -ω- μπροστά από το σύμφωνο των καταλήξεων. Κλίνονται σε αυτούς όπως και τα ασυναίρετα ρήματα, με την προσθήκη των φαινομενικών καταλήξεων στο ρηματικό θέμα και την αύξηση ή τον αναδιπλασιασμό, ανάλογα με τον χρόνο:
π.χ.
ὀρθόω
–ῶ → ὀρθώσω, ὤρθωσα, ὤρθωκα
ὀρθοῦμαι → ὀρθώσομαι, ὠρθώθην, ὤρθωμαι
ζημιῶ → ζημιώσω, ἐζημίωσα, ἐζημίωκα, ἐζημιώκειν
ζημιοῦμαι → ζημιώσομαι, ζημιωθήσομαι, ἐζημιώθην, ἐζημίωμαι, ἐζημιώμην.
ὀρθοῦμαι → ὀρθώσομαι, ὠρθώθην, ὤρθωμαι
ζημιῶ → ζημιώσω, ἐζημίωσα, ἐζημίωκα, ἐζημιώκειν
ζημιοῦμαι → ζημιώσομαι, ζημιωθήσομαι, ἐζημιώθην, ἐζημίωμαι, ἐζημιώμην.
Παρατήρηση:
Το ρήμα χόω -ῶ (= σκεπάζω με χώμα) εκτείνει τον χαρακτήρα του θέματος -ο- σε -ω- και παίρνει -σ- μπροστά από θ, μ, τ και το ρήμα ἀρόω -ῶ (= οργώνω) διατηρεί παντού τον βραχύχρονο χαρακτήρα -ο-
Το ρήμα χόω -ῶ (= σκεπάζω με χώμα) εκτείνει τον χαρακτήρα του θέματος -ο- σε -ω- και παίρνει -σ- μπροστά από θ, μ, τ και το ρήμα ἀρόω -ῶ (= οργώνω) διατηρεί παντού τον βραχύχρονο χαρακτήρα -ο-
Συνηρημένα
σε -ήω
Τὰ
ῥήματα ζῶ, πεινῶ, διψῶ καὶ
χρῶμαι(=μεταχειρίζομαι) ἔχουν
χαρακτῆρα η καὶ ὄχι α ( ζή-ω,
πεινή-ω, διψή-ω, χρή-ομαι).
Κλίνονται
γενικὰ στὸν ἐνεστῶτα καὶ τὸν παρατατικὸ
κατὰ τὰ ῥήματα σὲ -άω, ἔχουν
ὅμως η(ἤ ῃ), ὅπου τὰ ῥήματα σὲ
-άω ἔχουν ᾶ (ἤ ᾳ):
Τὸ
ῥῆμα ζῶ:
ὁριστ.
καὶ ὕποτ. ἐνεστ. (ζή-ω) ζῶ, ζῇς, ζῇ,
ζῶμεν, ζῆτε, ζῶσι(ν).
ὁριστ.
παρατ. (ἔ-ζη-ον) ἔζων, ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν,
ἐζῆτε, ἔζων.
εὐκτ.
ἐνεστ. (ζη-οίην) ζῴην, ζῴης, ζῴη, ζῷμεν,
ζῷτε, ζῷεν.
προστ.
ἐνεστ. μόνο β’ ἐν. (ζῆ-ε) ζῆ καὶ γ’ ἐν.
(ζη-έτω) ζήτω.
ἀπρμφ.
ἐνεστ. (ζῆ-εν) ζῆν, μτχ. ἐνεστ. (ζή-ων)
ζῶν, ζῶσα, ζῶν.
Τό
ῥῆμα πεινῶ καὶ διψῶ:
ὁριστ.
καὶ ὕποτ. ἐνεστ. (πεινή-ω) πεινῶ, πεινῇς,
πεινῇ κτλ.
ὁριστ.
παρατ. (ἐ-πείνη-ον) ἐπείνων, ἐπείνης,
ἐπείνη κτλ.
εὐκτ.
ἐνεστ. (πεινη-οίην) πεινῴην, πεινῴης,
πεινῴη κτλ.
προστ.
ἐνεστ. (πείνη-ε) πείνη, πεινήτω, πεινῆτε,
πεινώντων κτλ.
ἀπρμφ.
ἐνεστ. (πεινῆ-εν) πεινῆν. μτχ. ἐνεστ.
(πεινή-ων) πεινῶν, -ῶσα, -ῶν.
Ἔτσι
καὶ (διψή-ω) διψῶ, διψῇς, διψῇ κτλ.
Τὸ
ῥῆμα χρῶμαι:
ὁριστ.
ἐνεστ. (χρή-μαι) χρῶμαι, χρῇ, χρῆται,
χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται.
παρατ.
(ἐ-χρη-όμην) ἐχρώμην, ἐχρῶ, ἐχρῆτο,
ἐχρώμεθα, ἐχρῆσθε, ἐχρώντο.
ὑποτ.
ἐνεστ. (χρή-ωμαι) χρῶμαι, χρῇ, χρῆται
κτλ.
εὐκτ.
ἐνεστ. (χρη-οίμην) χρῴμην, χρῷο, χρῷτο,
χρῴμεθα, χρῷσθε, χρῷντο.
προστ.
ἐνεστ. (χρή-ου) χρῶ, χρήσθω, χρῆσθε,
χρήσθων ἤ χρήσθωσαν.
ἀπρμφ.
ἐνεστ. (χρή-εσθαι) χρῆσθαι, μτχ.
(χρη-όμενος) χρώμενος κτλ.
|
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
Μέλλοντας
(μέσος με ενεργητική σημασία) |
Οριστική |
πλέω πλεῖς πλεῖ πλέομεν πλεῖτε πλέουσι(ν) |
ἔπλεον ἔπλεις ἔπλει ἐπλέομεν ἐπλεῖτε ἔπλεον |
πλεύσομαι
ἤ πλευσοῦμαι πλεύσῃ (-ει) ἤ πλευσῇ (-εῖ) πλεύσεται ἤ πλευσεῖται πλευσόμεθα ἤ πλευσούμεθα πλεύσεσθε ἤ πλευσεῖσθε πλεύσονται ἤ πλευσοῦνται |
Υποτακτική |
πλέω πλέῃς πλέῃ πλέωμεν πλέητε πλέωσι(ν) |
|
|
Ευκτική |
πλέοιμι πλέοις πλέοι πλέοιμεν πλέοιτε πλέοιεν |
|
πλευσοίμην πλεύσοιο ἤ πλευσοῖο πλεύσοιτο ἤ πλευσοῖτο πλευσοίμεθα πλεύσοισθε ἤ πλευσοῖσθε πλεύσοιντο ἤ πλευσοῖντο |
Προστακτική |
- πλεῖ πλείτω - πλεῖτε πλεόντων |
|
|
Απαρέμφατο |
πλεῖν |
|
πλεύσεσθαι
ἤ πλευσεῖσθαι |
Μετοχή |
πλέων πλέουσα πλέον |
|
πλευσόμενος
ἤ πλευσούμενος πλευσομένη ἤ πλευσουμένη πλευσόμενον ἤ πλευσούμενον |
|
Αόριστος |
Παρακείμενος |
Υπερσυντέλικος |
|
Οριστική |
ἔπλευσα ἔπλευσας ἔπλευσε(ν) ἐπλεύσαμεν ἐπλεύσατε ἔπλευσαν |
πέπλευκα πέπλευκας πέπλευκε(ν) πεπλεύκαμεν πεπλεύκατε πεπλεύκασι(ν) |
ἐπεπλεύκειν ἐπεπλεύκεις ἐπεπλεύκει ἐπεπλεύκεμεν ἐπεπλεύκετε ἐεπλεύκεσαν |
|
Υποτακτική |
πλεύσω πλεύσῃς πλεύσῃ πλεύσωμεν πλεύσητε πλεύσωσι(ν) |
πεπλευκὼς
ὦ πεπλευκὼς ᾖς πεπλευκὼς ᾖ πεπλευκότες ὦμεν πεπλευκότες ἦτε πεπλευκότες ὦσι(ν) |
|
|
Ευκτική |
πλεύσαιμι πλεύσαις πλεύσαι πλεύσαιμεν πλεύσαιτε πλεύσαιεν |
πεπλευκὼς
εἴην πεπλευκὼς εἴης πεπλευκὼς εἴη πεπλευκότες εἶμεν πεπλευκότες εἶτε πεπλευκότες εἴησαν ἤ εἶεν |
|
|
Προστακτική |
- πλεῦσον πλευσάτω - πλεύσατε πλευσάντων ἤ πλευσάτωσαν |
- πεπλευκὼς ἴσθι πεπλευκὼς ἔστω - πεπλευκότες ἔστε πεπλευκότες ἔστων |
|
|
Απαρέμφατο |
πλεῦσαι |
πεπλευκέναι |
|
|
Μετοχή |
πλεύσας πλεύσασα πλεῦσαν |
|
|
|
Μέση
καὶ παθητικὴ φωνή (εὔχρηστες
μόνο σὲ ὁρισμένους χρόνους καὶ
τύπους): πλέομαι.
|
Παρακείμενος |
Παθητικός
μέλλοντας |
Παθητικός
αόριστος |
Οριστική |
πέπλευσμαι πέπλευσαι πέπλευσται πεπλεύσμεθα πέπλευσθε πεπλευσμένοι εἰσί(ν) |
πλευσθήσομαι πλευσθήσῃ πλευσθήσεται πλευσθησόμεθα πλευσθήσεσθε πλευσθήσονται |
ἐπλεύσθην ἐπλεύσθης ἐπλεύσθη ἐπλεύσθημεν ἐπλεύσθητε ἐπλεύσθησαν |
Μετοχή |
πεπλευσμένος πεπλευσμένη πεπλευσμένον |
|
|
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΩΝ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΝ
ΡΗΜΑΤΩΝ
Σε
- άω,
-ῶ : ἀγαπῶ
,αἰτιῶμαι, ἀπαντῶ ,δρῶ ,ἐῶ, ἐρωτῶ,
ἡττῶμαι, νικῶ, ὁρῶ ,προσδοκῶ, σιωπῶ
,τελευτῶ ,τιμῶ, τολμῶ, φοιτῶ, διψῶ,*
ζῶ,* πεινῶ,* χρῶμαι*
Σε
- έω, -ῶ
: ἀγανακτῶ ,ἀγνοῶ, ἀδικῶ ,αἱρῶ, αἰτῶ
,ἀκολουθῶ, ἀμελῶ, ἀπειλῶ, ἀπολογοῦμαι,
ἀπορῶ ,ἀρκῶ, ἀρνοῦμαι,, ἀσεβῶ ἀσκῶ
ἀτυχῶ ἀφικνοῦμαι ,βοηθῶ, δοκῶ ,ἐγχειρῶ,
ἐνθυμοῦμαι ἐπιθυμῶ, ἐπιμελοῦμαι,
εὐτυχῶ, ζητῶ ,ἡγοῦμαι ,καλῶ ,κατηγορῶ,
κινῶ ,κρατῶ, μαρτυρῶ ,μιμοῦμαι νομοθετῶ
,νοῶ, οἰκῶ, ὁμιλῶ ,ὁμολογῶ, ποθῶ,
ποιῶ, πολεμῶ ,πολιορκῶ, πονῶ ,σκοπῶ
,συμμαχῶ τελῶ ,τηρῶ, τιμωρῶ, ὑμνῶ
,ὑπηρετῶ ,φοβοῦμαι, ὠφελῶ
Σε
- όω, ῶ :
ἀλλοιῶ, ἀναλῶ, ἀξιῶ ,βεβαιῶ ,βιῶ
,δηλῶ, δῃῶ ,δικαιῶ, δουλῶ ,ἐλαττῶ
,ἐλευθερῶ, ἐναντιοῦμαι, ἐπανορθῶ,
ἐρημῶ, ζηλῶ, ζημιῶ, καρποῦμαι ,περαιῶ
,πληρω
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Να
συμπληρώσετε τον πίνακα με τους
ζητούμενους τύπους.
Οριστική | Υποτακτική | Ευκτική | Προστακτική | Παρατατικός | |
ρ. πνέω (γ΄ ενικό) | |||||
ρ. ἐκπλέω (β΄ ενικό) | |||||
ρ. συρρέω (β΄ πληθυντικό) | |||||
ρ. δέομαι (β΄ ενικό) | |||||
ρ. διαπνέω (α΄ πληθυντικό) | |||||
ρ. ῥέω (γ΄ πληθυντικό) |
2. Να γραφούν οι τύποι στο ίδιο πρόσωπο του άλλου αριθμού στον χρόνο που βρίσκονται: πνεῖ ,ῥέητε, πλεῖς ,δέησθε , πνεῖς , ἐπνεῖτε , ἔρρεις , ἐδέου , πλεῖτε , ἐδεῖτο
4.
Να συμπληρώσετε τις ακόλουθες προτάσεις
με τους κατάλληλους για κάθε άσκηση
ρηματικούς τύπους των ρημάτων στις
παρενθέσεις.
-
Ἐπεὶ ἀδύνατον ἦν ………… ἐκ τοῦ λιμένος, ἐδόκει αὐτοῖς κατακαῦσαι τὰ πλοῖα καὶ ………… ἀνὰ τὴν χώραν (διεκπλέω: ενεστώτας, ἐκθέω: ενεστώτας).
-
Ἡδὺ ἦν αὐτῷ ………… ἐν τῇ θαλάττῃ (νέω: ενεστώτας).
-
Μετὰ δὲ ταῦτα Χαβρίας ………… ἐς Κύπρον (ἐκπλέω: παρατατικός).
-
Οἱ στρατιῶται ἐβόων ἀλλήλοις μὴ ………… δρόμῳ ἀλλ’ ἐν τάξει ἕπεσθαι (θέω: ενεστώτας).
-
Πολλοὶ τοῦτο ἔτι ………… μαθεῖν (δέομαι: παρατατικός).
-
Ἡράκλειτος λέγει ὅτι πάντα ………… καὶ οὐδὲν μένει τὸ αὐτὸ (ῥέω: ενεστώτας).
-
Ὑμεῖς ………… νῦν πολλῶν χρημάτων (δέομαι: ενεστώτας).
5.
Να επιλέξετε τον κατάλληλο τύπο από τα
ζεύγη των λέξεων στις παρενθέσεις και
να συμπληρώσετε τα κενά των προτάσεων.
-
Ἀγαμέμνων ὅτε εἰς τὴν Ἀσίαν ……… ……… ……… Τροίαν (ἐκπλεῖ - ἐξέπλει, ἔθυσεν - θύσας, εἷλε - εἷλον).
-
Οἱ Λακεδαιμόνιοι …… …… ἐπικουρῆσαι (ἐδέοντο - ἐδοῦντο, τῶν Ἀθηναίων - τοὺς Ἀθηναίους).
-
Ὁρῶ …… πρὸς Ἀθηναίους …… καὶ …… …… …… …… (ὑμῶν - ὑμᾶς, ἥκοντας - ἥκοντες, δεόμενοι - δεομένους, αὐτοῖς - αὐτῶν, ἔσωσαν - σῶσαι, τοῖς Λακεδαιμονίοις - τοὺς Λακεδαιμονίους).
-
Οὗτοι …… τοὺς σφῆκας …… θηρᾶν (ἐκθέοντες - ἐκθέοντας, πειράσονται - πειράσεσθαι).
6.
Να μεταφέρετε τους τύπους των συνηρημένων
ρημάτων που σας δίδονται στους αντίστοιχους
του ενεστώτα και του παρατατικού.
Ενεστώτας |
Παρατατικός |
|
1.
ἐρωτήσει |
||
2.
τελευτήσοιεν |
||
3.
ἥττησθε |
||
4.
ἐπείνησας |
||
5.
ἀξιώσουσι |
||
6.
ἐζητηκὼς ἴσθι |
||
7.
κτησώμεθα |
||
8.
νίκησον |
||
9.
διψήσειε |
||
10.
ἠτυχήκεμεν |
||
11.
ἀποπειράσονται |
||
12.
ἐπιχειρήσω |
||
13.
ἀνταιτήσοις |
||
14.
ἀπωθησάτω |
||
15.
παρεκαλεσάμην |
||
16.
διορθώσητε |
||
17.
κατώρθωται |
||
18.
ἐπιζημιώσουσι |
||
19.
ἀναπληρώσεσθε |
||
20.
ἀντιδράσῃς |
7. Να συμπληρώσετε τα κενά με τα ρήματα της παρένθεσης στον τύπο που σας ζητείται:
α) Ἀθηναῖοι ᾠκοδόμησαν μακρὰ τείχη Μεγαρεῦσι (= για τους Μεγαρείς) καὶ ......... αὐτοὶ (= οι ίδιοι) (φρουρέω, -ῶ παρατ.).
β) Ὁ πατὴρ αὐτοῦ ......... στρατεύεσθαι μετὰ τῶν πολεμίων. (ἀξιόω, -ῶ παρατ.).
γ) Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ πρόσθεν ......... τήνδε τὴν πόλιν, νῦν δ’οὐκ ἂν εἴητε τοιαῦτοι (ζηλόω, -ῶ ΕΥΚΤΙΚΗ ευκτική).
δ) Ἐψηφίσαντο δὲ Ἀθηναῖοι ......... καὶ ἐξήκοντα ναῦς (πληρόω, -ῶ απαρ.)
ε) Ὑμῖν μὲν πολὺ κάλλιον ἂν γίγνοιτο, εἰ ......... μήτε ὐβρισθῆναι τοὺς ἔτι ......... Λακεδαιμονίων. (ἐάω, -ῶ ευκτική) (ζῶ, μτχ).
8. Να αντιστοιχίσετε τους τύπους των συνηρημένων ρημάτων της Α΄ στήλης με τη γραμματική αναγνώρισή τους στη Β΄ στήλη.
Στήλη
A |
Στήλη
B |
κατασπᾶν |
γ΄εν.
οριστ. ενεστ. ε.φ. |
εὐφήμει |
απαρ.
ενεστ. μ. φ. |
δεῖν |
γ΄εν.
οριστ. ενεστ. ε. φ. |
ἐᾷ |
β΄εν.
προστ. ενεστ. ε. φ. |
ἐξομοιοῦται |
απαρ.
ενεστ. ε. φ. |
ἐπιμελεῖσθαι |
γ΄εν.
οριστ. ενεστ. μ.φ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου