Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Γ ,Δ ΚΑΙ Ε ΕΝΟΤΗΤΑ (ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ - ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Γ΄ ενότητα: «Πολλοὶ εἶχον κατηγορήσει τὴν μητέρα μου…Δὲν παρῆλθε πολὺς καιρὸς καὶ ἀπηρχόμην εἰς τὰ ξένα» (138-143 )
Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ομοδιηγητικός αφηγητής, εσωτερική εστίαση.
Στην ενότητα αυτή η εστίαση είναι διευρυμένη εσωτερική (τείνει προς τη μηδενική), όταν ο αφηγητής αναφέρεται σε γεγονότα στα οποία δεν ήταν παρών, όπως τη σύγκρουση μητέρας –γιων για τη δεύτερη υιοθεσία (141- 2). Στην περίπτωση αυτή ο αφηγητής παρουσιάζει σκηνές που δεν έζησε ο ίδιος, για να μην υπάρχουν κενά στην αφήγηση. Πρόκειται για μεταγενέστερη γνώση του αφηγητή που αποκτήθηκε από έμμεσες μαρτυρίες.
1. Η αντίδραση της μητέρας μετά το θάνατο της Αννιώς. (138) Έντονες και παράφορες εκδηλώσεις («σπαραξικαρδίους της θρήνους»), ψυχική κατάρρευση, παθητικότητα, παντελής αδιαφορία για τα παιδιά της. Αφύπνιση της μητέρας λόγω της οικονομικής καταστροφής της οικογένειας. Το νέο πρόσωπο της μητέρας: δραστηριοποιείται, εργάζεται σκληρά για να θρέψει τα παιδιά της («Ἐπὶ πολὺ χρόνον μᾶς διέτρεφε διὰ τοῦ ἱδρῶτος τοῦ προσώπου της»). Οργάνωση της οικογένειας.
2. Οι υιοθεσίες (139-142)
Πρώτη υιοθεσία (ο αφηγητής είναι αυτόπτης μάρτυρας): καθορισμένο τελετουργικό, θρησκευτικό και λαϊκό δρώμενο. Πρόσωπα και συναισθήματα των προσώπων. Η προσήλωση της μητέρας στο υιοθετημένο κορίτσι. Ο χαρακτήρας της υιοθετημένης κόρης.
Συμπύκνωση/σύνοψη του χρόνου, σ. 141: Πρὶν δὲ κατορθώσω νὰ ἐπιστρέψω, τὸ ξένον κοράσιον ηὐξήθη, ἀνετράφη, ἐπροικίσθη καὶ ὑπανδρεύθη, ὡς ἐὰν ἦτον ἀληθῶς μέλος της οἰκογενείας μας. Δεύτερη υιοθεσία (ο αφηγητής δεν είναι παρών): η δυσφορία αδελφών του αφηγητή και η αντίδρασή τους, η οποία προοικονομεί την επάνοδο του Γιωργή από την ξενιτιά.
3. Η σκηνή στο ποτάμι (αναδρομική αφήγηση) Αφορμή για την αναδρομή: η υπόσχεση του Γιωργή. Προεξαγγέλεται με τη φράση «Καὶ τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην τὴν εἶχον δώσει ἀληθῶς, ἀλλὰ πολὺ προτύτερα» (142). Εισάγεται με τη φράση «Ἦτο καθ’ ἣν ἐποχὴν…» και κλείνει κυκλικά με την αναφορά της υπόσχεσης.
Λειτουργία αναδρομικής αφήγησης:
 Η μητέρα εξιλεώνεται στα μάτια του αναγνώστη
 Ο αφηγητής λυτρώνεται από την αγωνία αν η μητέρα τον αγαπά. Η πράξη αυτοθυσίας της μητέρας αίρει τις αμφιβολίες του Γιωργή για την αγάπη της μάνας του, τις οποίες δημιούργησε η προσευχή του παρελθόντος.
 Η σχέση μητέρας -γιου αποκαθίσταται μερικώς.
 Αποκαλύπτονται νέες πλευρές του χαρακτήρα της μητέρας
 Παρουσιάζει τις δύσκολες συνθήκες εργασίας της μητέρας
 Αναδεικνύει την παρατηρητικότητα του αφηγητή και τη γνώση του για τη φύση
 Καταδεικνύει την αφηγηματική και περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα
4. Αναδρομικές αφηγήσεις
 Πολλοὶ εἶχον κατηγορήσει τὴν μητέρα μου, ὄτι ἐνῷ αἱ ξέναι γυναίκες ἐθρήνουν μεγαλοφώνως ἐπὶ τοῦ νεκροὺ τοῦ πατρός μου, ἐκείνη μόνη ἔχυνεν ἄφθονα, πλὴν σιγηλὰ δάκρυα. (138)
 Ἡ χρηματικὴ μας περιουσία κατηναλώθη εἰς ἰατροὺς καὶ ἰατρικὰ. …ἐξηντλήθησαν καὶ αἱ προμήθειαι τῶν ζωοτροφιῶν μας καὶ ἡμεῖς δὲν εἴχομεν πλέον πόθεν νὰ ζήσωμεν. (138-9)
 Ἦτο καθ’ ἣν ἐποχὴν… Ἄμ’ θρέψε δὰ πρῶτα τὸν ἑαυτό σου καὶ ὕστερα βλέπουμε. (142-3)
Δ΄ ενότητα: «Ἡ μήτηρ βεβαίως οὐδ’ ἐσημείωσε … ἀλλ’ ἰσχυροῦ τινος φόβου» (143-147)

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ομοδιηγητικός αφηγητής, εσωτερική εστίαση.
1. Η αναχώρηση του Γιωργή και η υπόσχεση.
2. Εικόνες που αισθητοποιούν τις πικρίες της μητέρας για τον ξενιτεμένο γιο και τα συναισθήματά της: (144)
 Ἐπὶ πολλὰ ἔτη παρεμόνευεν εἰς τοὺς δρόμους, ἐρωτῶσα τοὺς διαβάτας μὴ μὲ εἶδον πουθενὰ.
 Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τὸ εἰκονοστάσιόν μας, καὶ προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρὸς τὸν Θεόν, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃ νὰ ἐπανέλθω εἰς τὴν πίστιν τῶν πατέρων μου.
 Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τοὺς δρόμους… ὅπως τὰ εὕρω ἐγὼ εἰς τὰ ξένα ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἄλλων.

Συναισθήματα μητέρας: έκπληξη, αγωνία, ανησυχία, φόβος μήπως οι φήμες για την τύχη του παιδιού της είναι αλήθεια, απόγνωση καθώς προσπαθεί να μάθει νέα του. Τα συναισθήματα αυτά αποδεικνύουν την αγάπη της μητέρας και την προσπάθειά της να υπερασπιστεί την υπόληψή του. Έτσι η σύγκρουση των δύο προσώπων θα είναι εντονότερη, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η μητέρα στην αποκάλυψη του αμαρτήματός της.
Ο χρόνος απουσίας του Γιωργή στα ξένα αναφέρεται με λίγα λόγια (σύνοψη χρόνου).

3. Η επιστροφή του Γιωργή, τα συναισθήματά του για την υιοθετημένη αδελφή- Το πρότυπο της ιδανικής γυναίκας. (145) Απογοήτευση και αντιπάθεια λόγω της εξωτερικής εμφάνισης, του χαρακτήρα και του πνευματικού επιπέδου του κοριτσιού. Η στάση του Γιωργή λειτουργεί ως προς την οικονομία του έργου, καθώς ωθεί τη μητέρα στην εξομολόγηση του αμαρτήματος.

Το πρότυπο της ιδανικής γυναίκας (επιβράδυνση):
«μίαν ἀδελφήν, τῆς ὁποίας ἡ φαιδρὰ μορφὴ κ’ αἱ συμπαθητικαὶ φροντῖδες νὰ ἐξορίσουν ἀπὸ τῆς καρδίας μου τὴν ἐκ τῆς μονώσεως μελαγχολίαν, καὶ νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τῆς μνήμης μου τὰς κακοπαθείας ὅσας ὑπέστην ἐν τῇ ξένῃ»,
«τὴν ἐφανταζόμην ὡραίαν καὶ συμπαθητικήν, ἀνεπτυγμένην καὶ ἔξυπνον, μὲ γράμματα, μὲ χειροτεχνήματα, μὲ ὅλας ἐν γένει τὰς ἀρετὰς ὅσας εἶχον αἱ κόραι τῶν χωρῶν, ὅπου ἔζων μέχρι τότε»,
«Ἕνα εὔμορφο κορίτσι, ἕνα ἔξυπνο, ποὺ νὰ στολίσῃ μίαν ἡμέρα τὸ σπίτι μας». (145)

4. Τα συναισθήματα της μητέρας στο διάλογο με τον Γιωργή (145-7)
Έκπληξη, πόνος, θλίψη, απελπισία, νιώθει προδομένη, επιχειρηματολογεί στοχεύοντας στη συναισθηματική διέγερση του Γιωργή, λυγίζει ψυχικά και αποκαλύπτει το φοβερό μυστικό της.

5. Αισθήματα ενοχής του αφηγητή προς τη μητέρα
 Καὶ δὲν ἐφανταζόμην, ὁποίαι φοβεραὶ περιπέτειαι μὲ περιέμενον καὶ πόσας πικρίας ἔμελλον ἀκόμη νὰ ποτίσω τὴν μητέρα μου διὰ τῆς ξενιτείας ἐκείνης, δι’ ἧς ἤλπιζον νὰ τὴν ἀνακουφίσω. (144)
 Ἐπὶ πολλὰ ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ’ οὐδὲ μίαν ἐπιστολὴν κατώρθωσα νὰ τῇ στείλω. (144)  Ἐπερίμενε προκλητικῶς τὴν ἀπάντησίν μου. Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἐτόλμησα νὰ προφέρω λέξιν. (146)  Καὶ λαβῶν ἐφίλησα τὴν παγερᾶν αὐτῆς χεῖρα πρὸς ἐξιλέωσιν. (147)

6. Αναδρομική αφήγηση
 «Ἡ μήτηρ βεβαίως οὐδ’ ἐσημείωσε κἂν τὴν ὑπόσχεσιν ἐκείνην. …ἐνόμιζα τὸν ἐαυτόν μου ὑποχρεωμένον πρὸς ἐκπλήρωσίν της» (143). Εντείνει το δραματικό στοιχείο, καθώς ο αφηγητής θα αρνηθεί να εκπληρώσει την υπόσχεσή του κατά τη δεύτερη υιοθεσία.

7. Πρόδρομη αφήγηση
 Καὶ δὲν ἐφανταζόμην, ὁποίαι φοβεραὶ περιπέτειαι μὲ περιέμενον καὶ πόσας πικρίας ἔμελλον ἀκόμη νὰ ποτίσω τὴν μητέρα μου διὰ τῆς ξενιτείας ἐκείνης, δι’ ἧς ἤλπιζον νὰ τὴν ἀνακουφίσω. (σ.144). Προϊδεάζει για τις δυσκολίες που επρόκειτο να περάσει ο αφηγητής στην ξενιτιά και τη δυστυχία που θα βίωνε η μητέρα.

Ε΄ ενότητα: «Ἡ μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν … καὶ ἐγὼ ἐσιώπησα» (147- 153)

Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ομοδιηγητικός αφηγητής, εσωτερική εστίαση.


4. 1. Η εγκιβωτισμένη αφήγηση της μητέρας (αναδρομική αφήγηση, επιβράδυνση, 147-151) Αποτελεί το συγκλονιστικότερο και δραματικότερο τμήμα του κειμένου, αποκαλύπτεται το μυστικό, λύνεται η απορία του τίτλου, ερμηνεύεται η ως τότε ανεξήγητη προσκόλληση της μητέρας στα κορίτσια, αιτιολογούνται οι υιοθεσίες.

Λειτουργία θαυμαστικών (σελ. 149): δυσάρεστη έκπληξη από το θάνατο του βρέφους, αδυναμία να πιστέψουν το γεγονός, απελπισία, πανικός και απόγνωση. Δίνεται έμφαση στο απρόσμενο και το αβούλητο (απενοχοποίηση μάνας). Αίτιο του ακούσιου φόνου η κούραση:
«-Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
-Ναὶ, Μιχαλιό. Κουράσθηκα»,
«Αὔριο ξεκουράζουμαι πάλι»,
«Μὰ ἤμουν πολὺ κουρασμένη καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κρατηθῶ» (148-9)

Χαρακτήρας του πατέρα: αγαπάει τη γυναίκα του, της φέρεται με τρυφερότητα, δεν την προσβάλλει, θέλει να την προστατέψει από την κατακραυγή του κόσμου, μόνο σε μια στιγμή του ξέφυγε προσβλητικός λόγος εξαιτίας της έντονης συναισθηματικής φόρτισης. Ως άνθρωπος είναι κοινωνικός, γλεντζές, ευαίσθητος.
2. Η μητέρα δίνει τη δική της άποψη για τα συναισθήματα του Γιωργή προς την Αννιώ
«Καὶ εἴχαμε πιὰ τὴν Ἀννιὼ ‘σὰν τὰ μάτια μας. Καὶ ἐζούλευες ἐσύ, καὶ ἔγεινες τοῦ θανατᾶ ἀπὸ τή ζούλια σου» (150)
Ο αφηγητής ως παιδί λόγω της μεροληπτικής στάσης της μητέρας του βίωνε βαθιά εσωτερική σύγκρουση: αγάπη για την άρρωστη αδερφή και ζήλεια προς αυτήν, καθώς έβλεπε την αδυναμία της μητέρας προς το κορίτσι. Από την άλλη με την προσευχή της μητέρας βιώνει την απόρριψη και ασυνείδητα ρίχνει μέρος της ευθύνης στην αδερφή του. Τα συναισθήματα αυτά είναι προσβλητικά για τον ίδιο και δεν θέλει να δεχτεί ούτε ότι η μητέρα τον παραμελεί ούτε ότι ζηλεύει την αγαπημένη του αδερφή. Έτσι αποκρύπτει τα αρνητικά συναισθήματα και ωραιοποιεί τις σχέσεις στην οικογένεια. Στην ενότητα αυτή ο λόγος της μητέρας φωτίζει την πραγματικότητα και αποκαθιστά την αλήθεια.

3. Εκφραστικά μέσα που αισθητοποιούν την ενοχή της μητέρας για το αμάρτημά της.
 Ἡ μήτηρ μου ἐκρέμασε τὴν κεφαλήν, ὡς κατάδικος, ὅστις ἴσταται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ του μὲ τὴν συναίσθησιν τρομεροῦ τινὸς ἐγκλήματος.(147)
 ἂν τὸ μάθαινεν ὁ κόσμος, ἔπρεπε νὰ σχίσω τὴ γῆ νὰ ἔμβω μέσα ἀπὸ τὸ κακό μου.(149)
 Τρία χρόνια ἐπέρασαν, χωρὶς νὰ φάγω ψωμὶ νὰ πάγῃ στὴν καρδιά μου. (150)
 Σὰν ἐγεννήθηκες ἐσὺ ἐκατάκατσεν ἡ καρδιά μου, μα δὲν ἡμέρεψε… Σὰν ἐγεννήθηκε τὸ παιδὶ καὶ βγῆκεν ἀληθινὰ κορίτσι, τότε πιὰ ἦρθεν ἡ καρδιὰ στὸν τόπο της. (150)

4. Ο Γιωργής ερμηνεύει την ως τότε ακατανόητη συμπεριφορά της μητέρας του. Αναλύει την ψυχολογία του ενοχικού ατόμου (ψυχογραφία).

5. Προσπάθειες του Γιωργή να ανακουφίσει τη μητέρα του με επιχειρήματα
6. Η εξομολόγηση στον πατριάρχη.
7. Το τέλος του διηγήματος. Λιτό, απότομο, κλείνει με τα δάκρυα της μητέρας και τη σιωπή του αφηγητή. Η μητέρα είναι ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού της, δεν μπορεί να συγχωρήσει το αμάρτημά της και να λυτρωθεί από την ενοχή. Από την άλλη ο αφηγητής κατανοεί ότι για τη μητέρα δε θα υπάρξει ποτέ εξιλέωση για το αμάρτημα. Παρά τις προσπάθειες να βοηθήσει τη μητέρα του και να της προσφέρει την κάθαρση, τελικά αποδέχεται πως η μητέρα του θα συνεχίσει μέχρι το τέλος της ζωής της να υποφέρει και να μετανιώνει για το σφάλμα της. Το τέλος απαντά στο αίνιγμα του τίτλου. Έτσι η δομή λειτουργεί κυκλικά.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Ο Γ. Βιζυηνός αντλεί το αφηγηματικό του υλικό από:
1. Προσωπικές μνήμες: επεισόδιο με κουρέα, προσευχή μάνας
2. Οικογενειακές μνήμες: ασθένεια και θάνατος αδελφής, θάνατος πατέρα
3. Λαϊκές παραδόσεις: τυπικό υιοθεσίας
4. Βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του: γλέντι γάμου
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
α) ως προς την αφήγηση:
Πρωτοπρόσωπη αφήγηση
 Εσωτερική εστίαση
 Δραματοποιημένος αφηγητής
 Το κτητικό «μου» στον τίτλο
 Αμεσότητα αφήγησης
β) ως προς το περιεχόμενο:
 Το ομώνυμο συγγραφέα-αφηγητή
 Ο αριθμός και τα ονόματα των μελών της οικογένειας
 Το στοιχείο της θρησκευτικότητας
 Οικογενειακές μνήμες και προσωπικά βιώματα (π.χ. γνωριμία με τον Πατριάρχη, ταξίδια στην πόλη, υιοθεσίες κοριτσιών κ.τ.λ.)
Η καταφυγή στο αυτοβιογραφικό υλικό μπορεί να οφείλεται:
 στην υπερβολική ευαισθησία του Βιζυηνού
 στην προσπάθειά του να διατηρήσει ζωντανά στοιχεία του παρελθόντος
 στην ευχαρίστησή του να μιλά για τη ζωή του
 στην επιθυμία να δώσει πραγματολογική διάσταση στην αφήγησή του.
Παρά τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του κειμένου σκοπός του Βιζυηνού δεν είναι να γράψει την αυτοβιογραφία του, αλλά μέσω του βιωματικού υλικού να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και να δώσει την εικόνα του ανθρώπινου δράματος. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Στεργιόπουλος «Σκοπός του δεν είναι να αυτοβιογραφηθεί και να αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίκτυπο πάνω σε όλους».
ΑΦΗΓΗΣΗ – ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Η αφήγηση είναι αναδρομική με τη μορφή ανάμνησης και εξομολόγησης. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, καινοτομία για την πεζογραφία της εποχής. Την ιστορία αφηγείται ένα πρόσωπο του διηγήματος, δηλ. ο αφηγητής είναι παρών μέσα στην αφήγηση: ομοδιηγητικός-αυτοδιηγητικός (κατά τον Genette), δραματοποιημένος (κατά τον Booth). Σε κάποιες σκηνές είναι πρωταγωνιστής. Η εστίαση είναι εσωτερική, δηλ. ο αφηγητής αποκαλύπτει μόνο όσα γνωρίζει ό ίδιος. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να συμμερίζεται τους φόβους και τις απορίες της παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα γεγονότα στα σημεία όπου ο αφηγητής σχολιάζει γεγονότα και συμπεριφορές από τη θέση της ώριμης ηλικίας. Η χρήση αυτής της αφηγηματικής τεχνικής από το Βιζυηνό εξυπηρετεί διττό στόχο: α) Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αμεσότητα το δράμα του μικρού Γιωργή β) εξασφαλίζεται η άγνοια του αναγνώστη σχετικά με τη φύση του αμαρτήματος και παρατείνεται η αγωνία του, καθώς ο ώριμος αφηγητής είναι αυτός που γνωρίζει και τελικά θα αποκαλύψει το αμάρτημα που καθόριζε τις ενέργειες της μητέρας.
Η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και την παιδική συνείδηση
α) «Οἱ διαβασμένοι, κατὰ τοὺς λαοὺς…πλήρη ὑπερφυσικὼν δυνάμεων» (127)
β) ειρωνικά σχόλια για τον ψευτογιατρό (127)
γ) «Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις»
(131) δ) κατά την επίκληση της ψυχής του νεκρού πατέρα «Δέν ἠσθανόμην ὁ ἀνόητος ὅτι τοιουτοτρόπως ἐκορύφωνα τὴν ἀπελπισίαν της!... δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω τὴν καρδίαν της» (136) και η φράση «τὸ ὁποῖον ἔμελλε τῷ ὄντι νὰ τῇ ἰατρεύσει» (137)
ε) όταν σώθηκε από τον πνιγμό «Δὲν ἤξευρον ἀκόμη ὅτι δεκαετὲς παιδίον ὄχι τὴν μητέρα, ἀλλ’ οὐδὲ τὸν ἐαυτόν του δὲν δύναται νὰ θρέψῃ» (144)
στ) μετά την αποκάλυψη του μυστικού της μητέρας «Τώρα μοῦ ἠνοίγησαν οἱ ὀφθαλμοί… μονομανίας ἀποτελέσματα» (152)

Οι δύο οπτικές γωνίες της αφήγησης/ δυαδική αφηγηματική δομή
Η ιστορία της οικογένειας παρουσιάζεται από την οπτική γωνία του αφηγητή και την οπτική γωνία της μητέρας. Στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος παρακολουθούμε την ιστορία από την οπτική γωνία του Γιωργή, ενώ το τελευταίο τμήμα παρουσιάζεται από την οπτική γωνία της μητέρας. Οι δύο αφηγητές έχουν διαφορετική χρονική αφετηρία. Ο Γιωργής ξεκινά από την ασθένεια της αδελφής του και φτάνει στην εξομολόγηση της μητέρας και η μητέρα αρχίζει την ιστορία της λίγα χρόνια πριν από τη γέννηση του Γιωργή και καταλήγει στο ίδιο σημείο, παρακάμπτοντας όσα ήδη ειπώθηκαν. Έτσι ο Γιωργής και η μητέρα είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες. Η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί τι είχε συμβεί και ποια ήταν τα κίνητρα της συμπεριφοράς της μητέρας του. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης. Παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί ως ώριμος άνδρας. Η οπτική γωνία της μητέρας δε μεταβάλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Παραμένει καθηλωμένη στο τραγικό συμβάν του ακούσιου φόνου του βρέφους και η επιθυμία της να επανορθώσει εκτοπίζει κάθε επιθυμία να το κατανοήσει
Η ποιητική της πλάνης
Οι ήρωες του Βιζυηνού εμφανίζονται να έχουν διαφορετική έως και αντίθετη συνείδηση της πραγματικότητας. Η τεχνική αυτή έχει προσδιοριστεί και ως τεχνική της διπλής ή πλαστής πραγματικότητας: οι αδελφοί (ένας εκ των οποίων είναι και ο αφηγητής) διαμορφώνουν τη στάση τους απέναντι στα πρόσωπα και τα γεγονότα βασιζόμενοι σε λανθασμένα δεδομένα ή παρασυρόμενοι από την άγνοιά τους για κάποιο σημαντικό επεισόδιο. Η εικόνα λοιπόν που διαμορφώνουν για την πραγματικότητα, τόσο οι ίδιοι όσο και ο αναγνώστης (που βασίζεται στην οπτική γωνία του αφηγητή) είναι πλαστή. Στο τέλος του διηγήματος όμως αποκαλύπτεται ένα μυστικό, ένα στοιχείο, την ύπαρξη του οποίου οι ήρωες και ο αφηγητής δεν αντιλαμβάνονταν, και πλέον ανασυνθέτουν μια δεύτερη εικόνα της πραγματικότητας βασιζόμενοι στα νέα στοιχεία Σύμφωνα με τον Δ. Τζιόβα στα περισσότερα διηγήματα η αφήγηση είναι σαφώς μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να είναι συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες της παιδικής συνείδησης. Τούτο είναι εμφανές στο «Αμάρτημα της μητρός μου», όπου ο αφηγητής είναι ο ώριμος Γιώργης, ενώ αυτός που εστιάζει είναι το παιδί- Γιώργης και έτσι το αίνιγμα παρατείνεται μέχρι τέλους ενισχυμένο από τους υπαινιγμούς της μητέρας. Φράσεις όπως: «Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμε επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις», αποβλέπουν στο να υπογραμμίσουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα γεγονότα. Έτσι ο αναγνώστης υποχρεώνεται να ακολουθήσει την παιδική συνείδηση στην αναζήτηση της λύσης του μυστηριώδους αμαρτήματος. Όταν επομένως ο αφηγητής λέει «τώρα μού ηνοίγησαν οι οφθαλμοί, και εκατάλαβα πολλάς πράξεις της μητρός μου», τούτο ισχύει και για τον αναγνώστη. Ο Βιζυηνός δε θα μπορούσε να διατηρήσει την ένταση και το ενδιαφέρον για το μυστήριο της ιστορίας του δίχως να υιοθετήσει την παιδική προοπτική και έτσι βλέπουμε ότι οι επιταγές της πλοκής επιβάλλουν και κάποια συγκεκριμένη μορφή εστίασης. [...]

ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ Το διήγημα, ήδη στην πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το νόημα:
το πρώτο ζεύγος, ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός
• το δεύτερο, το κορίτσι και τα αγόρια
• το τρίτο, ο νεκρός (πατέρας, που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)
• το τέταρτο, το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες
• το πέμπτο, η γνώση και οι απορίες. Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος. (Μ. Χρυσανθόπουλος)

ΡΥΘΜΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

α. Η χρονική σειρά των γεγονότων
1. Αναδρομικές αφηγήσεις και ρόλος τους :
-Αποφορτίζουν δραματικά την ατμόσφαιρα (π.χ. το μοιρολόι του τσιγγάνου).
-Αναδεικνύουν τις αιτιώδεις σχέσεις των γεγονότων, φωτίζοντας τα κίνητρα της συμπεριφοράς. (π.χ. εξηγείται η υπόσχεση του Γιώργη και επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά ο ενοχοποιημένος του ψυχισμός.)
-Ανατρέπουν τις χρονικές σχέσεις των γεγονότων προς όφελος των αιτιωδών σχέσεων.
-Υποστηρίζουν τον αινιγματικό χαρακτήρα του έργου.
- Καθιστούν ενδιαφέρουσα και δυναμική την πλοκή.

2. Πρόδρομη αφήγηση (σ.144)
- Τονίζει τη δυστυχία και την αγωνία που θα νιώσει η μάνα λόγω της ξενιτιάς του παιδιού της.

β. Η χρονική διάρκεια των γεγονότων
1. Συμπύκνωση (σύνοψη) χρόνου: ζωή πρώτου υιοθετημένου κοριτσιού
2. Έλλειψη: κατά την απουσία του Γιώργη στα ξένα
3. Επιβράδυνση: π.χ. στις αναδρομικές αφηγήσεις

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
1. Αφήγηση
2. Περιγραφή. Οι περιγραφές αποτελούν οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώνουν κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πράγματα. Δεν αποτελούν ειδυλλιακή αναπαράσταση του περιβάλλοντος, αλλά βρίσκονται σε αντίθεση ή ανταπόκριση με ανθρώπινες ψυχικές καταστάσεις.
3. Διάλογος
4. Σχόλια
5. Ελεύθερος πλάγιος λόγος: η φωνή του αφηγητή αναμειγνύεται με τη φωνή της μητέρας και τα λόγια και οι σκέψεις της αποδίδονται χωρίς εισαγωγικά: «Ἐγὼ ἔμελλον ἤ μᾶλλον ἤθελον νὰ ξενιτευθῶ καὶ οὔτω καθεξῆς. Ἀλλὰ πρὸ τούτου ἔπρεπε νὰ μάθωμεν ὅλοι τὰ γράμματα μας, ἔπρεπε νὰ ξεσχολήσωμεν. Διότι, ἔλεγεν ἡ μήτηρ μας, ἄνθρωπος ἀγράμματος, ξῦλον ἀπελέκητον.»

ΓΛΩΣΣΑ

Ο Βιζυηνός στα αφηγηματικά μέρη του διηγήματος ακολουθεί την παράδοση της εποχής του και χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα («δύσνους») με τη διαφορά όμως ότι η γλωσσική έκφραση του συγγραφέα είναι αρκετά απλούστερη από αυτή των προγενέστερων πεζογράφων. Ο Βιζυηνός δεν κάνει την παράτολμη κίνηση να γράψει όλο του το διήγημα στη δημοτική, αλλά φροντίζει ώστε η καθαρεύουσά του να είναι όσο πιο εύληπτη και κατανοητή γίνεται. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ακόμη και στα πλαίσια της αφήγησης ο Βιζυηνός εντάσσει λέξεις της δημοτικής: «Οἱ “διαβασμένοι”, κατὰ τοὺς λαοὺς, εἶνε παντογνῶσται», «Συνήθως ἐφύλαττεν ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιόν της τοὺς καρπούς, οὕς αἱ γειτόνισσαι τῇ ἔφερον ὡς “ἀρρωστικόν”».

Στα διαλογικά μέρη κυριαρχεί η δημοτική γλώσσα: «- Εἶμαι γέρος, μωρή, ἔλεγε πρὸς τὴν ἀνυπόμονον μητέρα, εἶμαι γέρος, καὶ ἂν δὲν τὸ τσούξω κομμάτι, δὲν βλέπουν καλὰ τὰ μάτια μου». Ωστόσο παρατηρείται το φαινόμενο τα λόγια των απλών ανθρώπων να ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον»: «γαμβρός» Ο συγγραφέας αποδίδει με εξαιρετική ακρίβεια τη γλωσσική διατύπωση και τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε ο λαός με χρήση τοπικών ιδιωματισμών που ενισχύουν τη σχέση του συγγραφέα με τη Θρακιώτικη γη: «Μὴ φοβείσαι, παιδάκι μου, μὲ εἶπε μυστηριωδῶς, εἶναι τὰ φορέματα τοῦ πατρός σου», «απόκοψα».
Στο κείμενο εντοπίζονται αρκετοί ιδιωτισμοί (λαϊκές εκφράσεις με μεταφορική σημασία): «Τόσο κακὴ καὶ ἀνεπιδέξια ποῦ εἶναι –“τὴν 'πῆρα στὸ λαιμό μου”, ἐτελείωσε», «την ήθελε πια να μη στάξη και την βρέξη»
Ο συνδυασμός πάντως της ήπιας καθαρεύουσας του Βιζυηνού με τη δημοτική, συμβάλλει στη δημιουργία ενός οικείου ύφους που κερδίζει τον αναγνώστη και καθιστά το έργο προσιτό.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

α) Δραματικός τρόπος παρουσίασης των προσώπων: οι χαρακτήρες παρουσιάζονται με τη δραματική μέθοδο, δηλ. μέσα από τη συμπεριφορά τους, μέσα από όσα λένε και από όσα κάνουν τα ίδια τα πρόσωπα. Σε ελάχιστα μόνο σημεία παρεμβαίνει ο αφηγητής και δίνει κάποιους σποραδικούς χαρακτηρισμούς ή σχόλια.

β) Αληθοφάνεια χαρακτήρων: Οι αντιδράσεις των προσώπων του διηγήματος είναι όλες ανθρώπινες και δικαιολογημένες, λογικές και συνηθισμένες.

ΕΠΙΡΡΟΕΣ
1. . Ηθογραφία-Λαογραφία: επίδραση της γενέθλιας θρακικής υπαίθρου- θρακικό ιδίωμα στους διάλογους, πιστή περιγραφή ηθών, εθίμων, αντιλήψεων.
2. Λόγιο-φαναριώτικο στοιχείο: Λόγια γλώσσα, έντονη θρησκευτικότητα
3. Ευρωπαϊκή παιδεία: Αληθοφάνεια χαρακτήρων-φιλοσοφικές προεκτάσεις
4. Επιστήμη της Ψυχολογίας: Ψυχογράφηση χαρακτήρων, δραματικές εσωτερικές συγκρούσεις, το παιχνίδι της «ενοχής» και της «λύτρωσης».

ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων: σχέση αφηγητή-μητέρας, σχέση μητέρας με τα αρσενικά παιδιά της, σχέση μητέρας με τα θηλυκά παιδιά της.
• Έντονο το αυτοβιογραφικό και το βιωματικό στοιχείο.
• Η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο των κειμενικών προσώπων, η διείσδυση στο ψυχικό βάθος, οι αληθινές σχέσεις των προσώπων.
• Η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας.
• Κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος, χωρίς ακρότητες και υπερβολές.
• Η αποκάλυψη και η κάθαρση του τέλους.
ΘΕΑΤΡΙΚΟΤΗΤΑ
α) Χρήση της σκηνικής μεθόδου για την παρουσίαση της δράσης
β) Χρήση του διάλογου
γ) Εναλλαγή προσώπων, σκηνών και επεισοδίων
δ) Εναλλαγή χώρων σαν τα σκηνικά του θεάτρου
ε) Ύπαρξη δομικών ενοτήτων με σχετική αυτοτέλεια, όπως οι πράξεις σε θεατρικό έργο.
στ) Συμμετοχή πολλών προσώπων (πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές, βουβά πρόσωπα).


ΑΡΕΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ
1. Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο
2. Μυθιστορηματική πλαστικότητα χαρακτήρων
3. Δραματικές συγκρούσεις
4. Δομή και άρτια τεχνική
5. Ενδιαφέρουσα διαπλοκή χρόνου της ιστορίας και χρόνου της αφήγησης
6. Έξοχη πλοκή: «ποιητική της πλάνης», «πρόωρες ενδείξεις», νύξεις για το αίνιγμα του τίτλου
7. Διείσδυση στα μύχια της ψυχής των ηρώων
8. Θαυμαστές για το μέτρο τους κορυφώσεις
9. Λεπτή συγκίνηση και ανθρωπιά =>ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας διήγησης

Χαρακτηρισμός διηγήματος:
1. ρεαλιστικό : πιστή απόδοση της πραγματικότητας, αληθοφάνεια χαρακτήρων και καταστάσεων, πειστικότητα
2. ηθογραφικό : οι ήρωες είναι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου, παρουσιάζεται η ζωή τους μέσα από τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα (λαογραφικός θησαυρός από τη Βιζύη της Θράκης του 19ου αιώνα), επίσης οι συνήθειες, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία τους.
3. ψυχογραφικό: ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων, επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο των προσώπων, απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας χωρίς ακρότητες και υπερβολές, η κάθαρση του τέλους
4. μοιάζει με μικρό μυθιστόρημα: ξεπερνά το μονοκεντρισμό του ενός επεισοδίου, ο χρόνος έχει διάρκεια από την παιδική ως την ώριμη ηλικία του αφηγητή, πολλά επεισόδια, πολλά πρόσωπα
5. θυμίζει οικογενειακό απομνημόνευμα
6. έχει στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος: αινιγματική αφήγηση, έκπληξη, αγωνία, ενδείξεις, λύση του αινίγματος στο τέλος
7. δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφικού κειμένου


Για την ηθογραφία του Βιζυηνού
Η ηθογραφία «μας δίνει συνήθως μια φωτογραφική, μια επίπεδη όψη του κόσμου, από τον οποίο λείπει η τρίτη διάσταση, το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Αυτή τη διάσταση στην πεζογραφία της εποχής του και γενικά στη νεοελληνική πεζογραφία την έφερε πρώτος με το έργο του ο Γ. Βιζυηνός» (Κ. Μητσάκης) Ο Βιζυηνός διαφέρει από τους ηθογράφους της εποχής του, καθώς δίνει βάθος στην επίπεδη ηθογραφία, προσθέτοντας την τρίτη διάσταση, αυτή της ψυχογραφίας των χαρακτήρων του, «Ο Βιζυηνός είναι δημιουργός αληθινών ανθρώπων. Οι χαρακτήρες του είναι αληθινοί, γιατί δεν είναι απλά γραφικά ενεργούμενα μέσα σε ένα ειδυλλιακό ντεκόρ· είναι ανθρώπινες υπάρξεις που ωριμάζουν, δικαιώνονται και αγιάζουν μέσα στο σωματικό και ψυχικό πόνο» (Κ. Μητσάκης). «Ο Βιζυηνός μπορεί να κλείνει μέσα στο έργο του ένα πλήθος από λαογραφικά στοιχεία, αλλά βρίσκεται πολύ μακριά από τους απλοϊκούς «ηθογράφους» της γενιάς του, που καταγράφουν τις εμπειρίες και τις μνήμες τους, χωρίς πάντα να ξέρουν γιατί. Συγγραφέας – διανοούμενος αυτός δεν ανήκει στη χορεία των δημοσιογράφων που συντάσσουν επίκαιρα ηθογραφικά αφηγήματα (…)…« δεν είναι ο αφελής παραμυθάς που ανασκαλεύει τα μεταλλεύματα της μνήμης του, ανυποψίαστος για την αξία τους· είναι ο λόγιος που παρακολούθησε από κοντά στο εξωτερικό την πορεία του θετικισμού ή του νατουραλισμού, την εξέλιξη της πειραματικής ψυχολογίας, της φιλοσοφίας και της αισθητικής, τις θεωρητικές συζητήσεις για το φολκλόρ (…)» (Π. Μουλλάς)

Ηθογραφία – Λαογραφία
Η ηθογραφία αποτελεί το πλαίσιο όπου ο συγγραφέας τοποθετεί την ιστορία του. Έτσι παρουσιάζονται οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι ιστορίες τους, οι σχέσεις τους.
Τα λαογραφικά στοιχεία αποτελούν πληροφορίες που αφορούν στα ήθη, τα έθιμα, τις αντιλήψεις των απλών ανθρώπων. Έτσι, στα ηθογραφικά διηγήματα εντάσσονται λαογραφικά στοιχεία.

Λαογραφικά στοιχεία :
Σελ.126 "Ἀφ'ὅτου... κατά μέρος": στοιχεία για τη θέση της γυναίκας.
Σελ.127-8 "Πᾶσα νόσος... μεταμορφωμένος": λαϊκές αντιλήψεις για το "εξωτικόν".
Σελ.129 "Πότε ἐπήγαινε ... το ἀνάστημα" : αντιλήψεις για την αντιμετώπιση και τη θεραπεία ασθενειών.
Σελ.129 "Ἔπρεπε λοιπόν ... κατησχυμένον": λαϊκές αντιλήψεις περί δαιμονίων, σατανικού πάθους, μαγικού αριθμού 40 κλπ.
Σελ.132 " Κατά τήν λειτουργίαν ... τοῦ Ἐχθρού κ.τ.λ": θρησκευτικά στην εκκλησία, ο αριθμός σαράντα.
Σελ.134 " Ἦτο τό ... αὐτοσχεδίως": στοιχεία σχετικά με τα μοιρολόγια. Σελ.135 στοιχεία για τρόπο ένδυσης (καλύπτρα, σαλβάρι), λαϊκή αρχιτεκτονική (αυλόπορτα, ανώγι), σκεύη (γανωμένα χάλκινα σκεύη), φιλοξενία.
Σελ.136-7 "Μετά τινας στιγμάς ... νά πίω" : αντιλήψεις για τη ζωή, το θάνατο, την ψυχή.
Σελ.139 " Ἤδη αὐτή ... παρ' ὑμῖν" : θρησκευτικά και λαϊκά δρώμενα σχετικά με τις υιοθεσίες Σελ.141 "ἐγώ μέν ἐπλανώμην ..ἐν τῇ ξένῃ.": μετανάστευση
Σελ. 141, 142, 144: προίκα.
Σελ.145 "…θα ἤμην πρόθυμος… εἰς τούς γάμους της.": λαϊκές γιορτές, προίκα, γάμος, θέση γυναίκας.
Σελ.147- 148 " Ὅ μακαρίτης ... μαζί": ο αριθμός σαράντα, λαϊκά δρώμενα του γάμου, θέση γυναίκας.
Σελ.150 " Ὃταν ἐπῆγεν ... σχωροχάρτι": αντιλήψεις για τη συγχώρεση, συμβολικοί αριθμοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου