Λυσίας «Υπέρ Μαντιθέου» § 9-13 [κείμενο, μετάφραση, ασκήσεις σχολικού]
[9] Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν· δοκεῖ δέ μοι, ὦ βουλή, ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσι περὶ αὐτῶν μόνων τῶν κατηγορημένων προσήκειν ἀπολογεῖσθαι, ἐν δὲ ταῖς δοκιμασίαις δίκαιον εἶναι παντὸς τοῦ βίου λόγον διδόναι. δέομαι οὖν ὑμῶν μετ᾽ εὐνοίας ἀκροάσασθαί μου. ποιήσομαι δὲ τὴν ἀπολογίαν ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων.
Γι’ αυτή, λοιπόν, την κατηγορία δε γνωρίζω γιατί πρέπει να πω περισσότερα. Μου φαίνεται, άλλωστε, κύριοι βουλευτές, ότι ενώ στους άλλους δικαστικούς αγώνες αρμόζει να απολογείται κανείς μόνο για τις ίδιες τις κατηγορίες, στις δοκιμασίες όμως είναι δίκαιο να λογοδοτεί για όλη του τη ζωή. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να με ακούσετε με εύνοια. Και θα απολογηθώ όσο μπορώ πιο σύντομα.
[10] Ἐγὼ γὰρ πρῶτον μέν, οὐσίας μοι οὐ πολλῆς καταλειφθείσης διὰ τὰς συμφορὰς καὶ τὰς τοῦ πατρὸς καὶ τὰς τῆς πόλεως, δύο μὲν ἀδελφὰς ἐξέδωκα ἐπιδοὺς τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ, πρὸς τὸν ἀδελφὸν δ᾽ οὕτως ἐνειμάμην ὥστ᾽ ἐκεῖνον πλέον ὁμολογεῖν ἔχειν ἐμοῦ τῶν πατρῴων, καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἅπαντας οὕτως βεβίωκα ὥστε μηδεπώποτέ μοι μηδὲ πρὸς ἕνα μηδὲν ἔγκλημα γενέσθαι.
Εγώ, λοιπόν, κατ’ αρχάς, αν και δε μου κληροδοτήθηκε μεγάλη περιουσία εξαιτίας των συμφορών και του πατέρα μου και της πόλης, πάντρεψα δύο αδελφές, δίνοντας στην καθεμιά ως προίκα τριάντα μνες, και μοιράστηκα με τον αδελφό μου με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραδέχεται εκείνος ότι έχει περισσότερα από μένα από την πατρική περιουσία, και σε σχέση με όλους τους άλλους έχω ζήσει έτσι, ώστε να μη δώσω καμιά αφορμή για παράπονο ποτέ μέχρι τώρα ούτε σε έναν.
[11] καὶ τὰ μὲν ἴδια οὕτως διῴκηκα· περὶ δὲ τῶν κοινῶν μοι μέγιστον ἡγοῦμαι τεκμήριον εἶναι τῆς ἐμῆς ἐπιεικείας, ὅτι τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι, πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ μοι διαφόρους ὄντας, καὶ πλεῖστα τούτους περὶ ἐμοῦ λογοποιοῦντας καὶψευδομένους. καίτοι δῆλον ὅτι, εἰ τῶν αὐτῶν ἐπεθυμοῦμεν, οὐκ ἂν τοιαύτην γνώμην εἶχον περὶ ἐμοῦ.
Και τις ιδιωτικές μου, λοιπόν, υποθέσεις έτσι έχω διευθετήσει. Σχετικά, όμως, με το δημόσιο βίο νομίζω ότι είναι για μένα πολύ μεγάλη απόδειξη της δικής μου τιμιότητας ότι, όσοι από τους νεότερους τυχαίνει να χάνουν τον καιρό τους στα ζάρια ή στα ποτά ή σε τέτοιες ακολασίες, θα δείτε όλους αυτούς να είναι αντίπαλοί μου και να διαδίδουν πάρα πολλές ψευδείς φήμες για μένα και να λένε ψέματα. Και όμως είναι φανερό ότι, αν επιθυμούσαμε τα ίδια, δε θα είχαν για μένα τέτοια γνώμη.
[12] ἔτι δ᾽, ὦ βουλή, οὐδεὶς ἂν ἀποδεῖξαι περὶ ἐμοῦ δύναιτο οὔτε δίκην αἰσχρὰν οὔτε γραφὴν οὔτε εἰσαγγελίαν γεγενημένην· καίτοι ἑτέρους ὁρᾶτε πολλάκις εἰς τοιούτους ἀγῶνας καθεστηκότας. πρὸς τοίνυν τὰς στρατείας καὶ τοὺς κινδύνους τοὺς πρὸς τοὺς πολεμίους σκέψασθε οἷον ἐμαυτὸν παρέχω τῇ πόλει.
Και ακόμα, κύριοι βουλευτές, κανείς δε θα μπορούσε να αποδείξει ότι έχει γίνει σε βάρος μου ούτε αισχρή ιδιωτική δίκη ούτε έγγραφη καταγγελία για δημόσιο αδίκημα ούτε μήνυση για δημόσιο αδίκημα. Και όμως, βλέπετε ότι άλλοι έχουν μπλεχτεί πολλές φορές σε τέτοιους δικαστικούς αγώνες. Σχετικά, λοιπόν, με τις εκστρατείες και τους κινδύνους απέναντι στους εχθρούς εξετάστε πώς συμπεριφέρομαι στην πόλη.
[13] πρῶτον μὲν γάρ, ὅτε τὴν συμμαχίαν ἐποιήσασθε πρὸς [τοὺς] Βοιωτοὺς καὶ εἰς Ἁλίαρτον ἔδει βοηθεῖν, ὑπὸ Ὀρθοβούλου κατειλεγμένος ἱππεύειν ἐπειδὴ πάντας ἑώρων τοῖς μὲν ἱππεύουσιν ἀσφάλειαν εἶναι δεῖν νομίζοντας, τοῖς δ᾽ ὁπλίταις κίνδυνον ἡγουμένους, ἑτέρων ἀναβάντων ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀδοκιμάστων παρὰ τὸν νόμον ἐγὼπροσελθὼν ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου, ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι τοῦ πλήθους μέλλοντος κινδυνεύειν ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα στρατεύεσθαι. Καί μοι ἀνάβηθι, Ὀρθόβουλε.
Πρώτα δηλαδή, όταν συνάψατε συμμαχία με τους Βοιωτούς και έπρεπε να τους βοηθήσετε στην Αλίαρτο, αν και είχα γραφτεί στον κατάλογο από τον Ορθόβουλο να υπηρετήσω στους ιππείς, επειδή έβλεπα ότι για τους ιππείς όλοι νόμιζαν ότι έπρεπε να υπάρχει ασφάλεια, ενώ για τους οπλίτες θεωρούσαν (ότι θα μπορούσε να υπάρξει) κίνδυνος, μολονότι άλλοι κατατάχθηκαν στο ιππικό χωρίς να υποβληθούν σε δοκιμασία κατά παράβαση του νόμου, εγώ, αφού παρουσιάστηκα στον Ορθόβουλο, του είπα να με διαγράψει από τον κατάλογο, επειδή νόμιζα ότι είναι αισχρό να εκστρατεύω, αφού προετοιμάσω για τον εαυτό μου ασφάλεια, ενώ ο λαός επρόκειτο να διατρέχει κινδύνους. Και για χάρη μου ανέβα στο βήμα, Ορθόβουλε.
Ασκήσεις
1. Σε τι διαφέρει μια τυπική δίκη από τη δοκιμασία;
Στις τυπικές δίκες που αφορούν κάποιο αδίκημα ο κατηγορούμενος οφείλει να αποδείξει την αθωότητά του απαντώντας στις συγκεκριμένες κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί εις βάρος του. Ζητούμενο, επομένως, για τον απολογούμενο είναι να παρουσιάσει ή να προσκομίσει μόνο τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να τον απαλλάξουν απ’ τη διατυπωθείσα κατηγορία, χωρίς να χρειάζεται να δώσει στοιχεία για το σύνολο του βίου του, ούτε να αποδείξει έμπρακτα πως κάθε πτυχή, δημόσια και ιδιωτική, της ζωής του διέπεται από ήθος και αρετή. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της δοκιμασίας, ο δοκιμαζόμενος όφειλε να παρουσιάσει συνολικά τη ζωή του και να δώσει πλήθος στοιχείων που κάλυπταν κάθε πτυχή αυτής.
Ειδικότερα, η διαδικασία της δοκιμασίας είχε την εξής μορφή: Στην αρχή υποβάλλονταν ορισμένες καθιερωμένες ερωτήσεις, που στόχο είχαν να εξακριβωθεί η καταγωγή του δοκιμαζομένου και να διαπιστωθεί αν ήταν Αθηναίος πολίτης (συγκεκριμένα αφορούσαν τα ονόματα του πατέρα, της μητέρας, των δύο παππούδων, καθώς και τους δήμους από τους οποίους κατάγονταν). Στη συνέχεια, έπρεπε να διαπιστωθεί αν σεβόταν τους γονείς του και απέδιδε τις πρέπουσες τιμές στους τάφους τους· επίσης, αν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πλήρωνε τακτικά τους φόρους και λάτρευε τους θεούς της πόλης. Οι δηλώσεις του εξεταζομένου σχετικά με τα ερωτήματα αυτά έπρεπε να επιβεβαιώνονται από μάρτυρες. Τέλος, όποιος ήθελε μπορούσε να απευθύνει κατά του εξεταζομένου κατηγορία, την οποία μπορούσε εκείνος να αντικρούσει με επιχειρήματα. Μετά απ' αυτό η Βουλή ή οι δικαστές αποφάσιζαν για την αποδοχή ή την απόρριψή του. Η δοκιμασία δεν ήταν πάντοτε μια συνοπτική και τυπική διαδικασία, αλλά μπορούσε να είναι περισσότερο λεπτομερής και χρονοβόρα, γιατί μπορούσε να περιλάβει ένα ευρύτερο και εξονυχιστικότερο έλεγχο της προσωπικότητας του δοκιμαζομένου, με σκοπό να διαπιστωθεί αν ήταν άξιος του λειτουργήματος στο οποίο είχε αναδειχθεί.
2. Τι υπόσχεται ο Μαντίθεος στους Βουλευτές και ποια η αιτία και ο σκοπός της υπόσχεσης;
[Ο Μαντίθεος με την πρόθεσή του να μην κουράσει τους βουλευτές επιδιώκει την εύνοιά τους.]
«ποιήσομαι δὲ τὴν ἀπολογίαν ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων»
Ο Μαντίθεος υπόσχεται στους Βουλευτές πως θα προσπαθήσει να είναι όσο γίνεται πιο σύντομος στην απολογία του, θέλοντας έτσι να κερδίσει την εύνοιά τους, αφού δείχνει αφενός πως σέβεται το χρόνο τους, και αφετέρου πως αντιλαμβάνεται ότι οι μακρηγορίες είναι κουραστικές για τους ακροατές ενός λόγου.
Η αιτία αυτής της υπόσχεσης προκύπτει απ’ το γεγονός πως ενώ έχει ήδη απαντήσει πλήρως στις κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί εις βάρος του, έχει καλύψει μικρό μόνο μέρος της ομιλίας του. Όσα απομένουν είναι περισσότερα απ’ όσα έχουν ήδη ειπωθεί, αλλά εξίσου σημαντικά καθώς τώρα πρόκειται να παρουσιάσει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την προσωπικότητά του, και άρα πιστοποιούν πως είναι κατάλληλος και άξιος για το βουλευτικό αξίωμα.
Προκειμένου, λοιπόν, να διατηρήσει την προσοχή τους σε όσα έχει ακόμη να τους πει, δίνει την υπόσχεση πως θα είναι σύντομος, δημιουργώντας έτσι θετικό κλίμα στους Βουλευτές, και παράλληλα την αίσθηση πως με την ίδια αμεσότητα και λιτότητα που απέρριψε το κατηγορητήριο, θα ολοκληρώσει και το υπόλοιπο της ομιλίας του.
3. Το ήθος του Μαντιθέου αναδεικνύεται μέσα από αντιθέσεις. Να τις επισημάνετε.
Οι αντιθέσεις που αναδεικνύουν το ήθος του Μαντιθέου είναι οι ακόλουθες:
- Ο Μαντίθεος, παρόλο που δεν κληρονόμησε σημαντική περιουσία, εντούτοις φάνηκε απόλυτα συνεπής στις οικογενειακές του υποχρεώσεις παντρεύοντας και προικίζοντας τις δύο αδερφές του με σχετικά καλή προίκα (30 μνες στην καθεμία). Ενώ, παράλληλα, κατά το μοίρασμα της πατρικής κληρονομιάς έδωσε μεγαλύτερο μερίδιο στον μικρότερο αδερφό του. Ο Μαντίθεος, βέβαια, αν και πρωτότοκος δεν δικαιούταν μεγαλύτερο ποσοστό της κληρονομιάς από τον αδερφό του, ωστόσο η πρόθεσή του να παραχωρήσει σ’ εκείνον περισσότερα είναι σαφής ένδειξη της αφιλοκέρδειας του.
- Η δημόσια ζωή του Μαντιθέου τον φέρνει σε πλήρη αντίθεση με τους νέους ανθρώπους της ηλικίας του, οι οποίοι προτιμούν να περνούν τον καιρό τους παίζοντας ζάρια, πίνοντας και παρεκκλίνοντας σε ακολασίες. Έτσι, χωρίς ο ίδιος να προκαλεί, έρχεται αντιμέτωπος με διάφορες ψευδείς κατηγορίες και συκοφαντίες απ’ τους συνομηλίκους του, οι οποίοι φθονούν την δική του ηθική ακεραιότητα.
- Παρά το γεγονός πως πολλοί συμπολίτες του έχουν βρεθεί υπόλογοι σε διάφορες δίκες, ο ίδιος δεν έχει εμπλακεί σε καμία ιδιωτική δίκη, ούτε έχει γίνει εις βάρος του κάποια έγγραφη κατηγορία ή κάποια μήνυση.
- Ακόμη και στις πιο κρίσιμες κι επικίνδυνες στιγμές ο Μαντίθεος διαφοροποιείται σε σχέση με τους άλλους πολίτες που ενδιαφέρονται περισσότερο για τον εαυτό τους παρά για την πατρίδα τους. Έτσι, όταν επρόκειτο να συμμετάσχει στην κοινή μάχη Αθηναίων και Βοιωτών ενάντια στους Σπαρτιάτες, παρόλο που είχε νόμιμα συμπεριληφθεί στους ιππείς -οι οποίοι θα είχαν μεγαλύτερη ασφάλεια στο πεδίο της μάχης-, ο ίδιος ζήτησε και τελικά συμμετείχε στο πεζικό, θέτοντας τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο. Σε αντίθεση, επομένως, μ’ εκείνους που διεκδικούσαν ακόμη και με άνομους τρόπους μια θέση στο ιππικό, ο Μαντίθεος επέδειξε θάρρος και σεβασμό προς τους λιγότερο ευνοημένους συμπολίτες του επιλέγοντας συνειδητά να συμμετάσχει στην τάξη των οπλιτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου