Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
16-19 |
Μετάφραση |
<16>οἱ
δ” ᾿Αθηναῖοι ἐκ τῆς Σάμου ὁρμώμενοι
τὴν βασιλέως κακῶς ἐποίουν, καὶ ἐπὶ
τὴν Χίον καὶ τὴν ῎Εφεσον ἐπέπλεον,
καὶ παρεσκευάζοντο πρὸς ναυμαχίαν,
καὶ στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι
προσείλοντο Μένανδρον, Τυδέα,
Κηφισόδοτον.
<17>Λύσανδρος
δ” ἐκ τῆς ῾Ρόδου παρὰ τὴν ᾿Ιωνίαν
ἐκπλεῖ πρὸς τὸν ῾Ελλήσποντον πρός
τε τῶν πλοίων τὸν ἔκπλουν καὶ ἐπὶ
τὰς ἀφεστηκυίας αὐτῶν πόλεις.
ἀνήγοντο δὲ καὶ οἱ᾿Αθηναῖοι ἐκ
τῆς Χίου πελάγιοι· ἡ γὰρ ᾿Ασία
πολεμία αὐτοῖς ἦν.
<18>Λύσανδρος
δ” ἐξ ᾿Αβύδου παρέπλει εἰς Λάμψακον
σύμμαχον οὖσαν ᾿Αθηναίων· καὶ οἱ
᾿Αβυδηνοὶ καὶ οἱ ἄλλοι παρῆσαν
πεζῇ. ἡγεῖτο δὲ Θώραξ Λακεδαιμόνιος.
<19>
προσβαλόντες
δὲ τῇ πόλει αἱροῦσι κατὰ κράτος,
καὶ διήρπασαν οἱ στρατιῶται οὖσαν
πλουσίαν καὶ οἴνου καὶ σίτου καὶ
τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων πλήρη· τὰ δὲ
ἐλεύθερα σώματα
πάντα
ἀφῆκε Λύσανδρος.
|
Οι Αθηναίοι έχοντας ως
ορμητήριο τη Σάμο λεηλατούσαν τη
γη του βασιλιά, και έκαναν επιθέσεις
εναντίον της Χίου και της Εφέσου, και
προετοιμάζονταν για ναυμαχία, και ως
στρατηγούς εκτός από τους υπάρχοντες
εξέλεξαν επιπλέον τον Μένανδρο , τον
Τυδέα και τον Κηφισόδοτο.
Ο Λύσανδρος από την άλλη
αποπλέει από τη Ρόδο παράλληλα προς
την Ιωνία με κατεύθυνση τον Ελλήσποντο,
για να εμποδίσει την έξοδο των πλοίων
και εναντίον των πόλεων που είχαν
αποστατήσει από αυτούς. Βγήκαν και οι
Αθηναίοι από τη Χίο προς το ανοιχτό
πέλαγος˙ γιατί η Ασία ήταν εχθρική σ’
αυτούς.
Ο Λύσανδρος από την Άβυδο
πλέει παραλιακά προς τη Λάμψακο που
ήταν σύμμαχος των Αθηναίων˙ Και
στρατιώτες από την Άβυδο και άλλοι
(σύμμαχοι) έφτασαν πεζοί. Αρχηγός τους
ήταν ο Θώρακας ο Λακεδαιμόνιος.
Αφού επιτέθηκαν στην πόλη,
την κυριεύουν με έφοδο και την λεηλάτησαν
οι στρατιώτες αφού ήταν πλούσια και
γεμάτη κρασί και τρόφιμα και όλα τα
αναγκαία. Όμως τους ελεύθερους πολίτες
ο Λύσανδρος τους απελευθέρωσε.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
20-24 |
Μετάφραση |
<20>
οἱ δ” ᾿Αθηναῖοι κατὰ πόδαςπλέοντες
ὡρμίσαντο τῆς Χερρονήσου ἐν ᾿Ελαιοῦντι
ναυσὶν ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατόν. ἐνταῦθα
δὴ ἀριστοποιουμένοις αὐτοῖς
ἀγγέλλεται τὰ περὶ Λάμψακον, καὶ
εὐθὺς ἀνήχθησαν εἰς Σηστόν.
<21>
ἐκεῖθεν δ” εὐθὺς ἐπισιτισάμενοι
ἔπλευσαν εἰς Αἰγὸς ποταμοὺς ἀντίον
τῆς Λαμψάκου· διεῖχε δ” ὁ ῾Ελλήσποντος
ταύτῃ σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα.
ἐνταῦθαδὴ ἐδειπνοποιοῦντο.
<22>
Λύσανδρος δὲ τῇ ἐπιούσῃ νυκτί,
ἐπεὶὄρθρος ἦν, ἐσήμηνεν εἰς τὰς
ναῦς ἀριστοποιησαμένους εἰσβαίνειν,
πάντα δὲ παρασκευασάμενος ὡς εἰς
ναυμαχίανκαὶ τὰ παραβλήματα παραβάλλων,
προεῖπεν ὡς μηδεὶς κινήσοιτο ἐκ τῆς
τάξεως μηδὲ ἀνάξοιτο.
<23> οἱ
δὲ ᾿Αθηναῖοι ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνίσχοντι
ἐπὶ τῷ λιμένι παρετάξαντο ἐν μετώπῳ
ὡς εἰς ναυμαχίαν. ἐπεὶ δὲ οὐκ
ἀντανήγαγε Λύσανδρος, καὶ τῆς ἡμέρας
ὀψὲ ἦν,ἀπέπλευσαν πάλιν εἰς τοὺς
Αἰγὸς ποταμούς.<24> Λύσανδρος δὲ
τὰς ταχίστας τῶννεῶν ἐκέλευσεν
ἕπεσθαι τοῖς ᾿Αθηναίοις, ἐπειδὰν
δὲ ἐκβῶσι, κατιδόντας ὅ τι ποιοῦσιν
ἀποπλεῖν καὶ αὐτῷ ἐξαγγεῖλαι. καὶ
οὐ πρότερον ἐξεβίβασεν ἐκ τῶν νεῶν
πρὶν αὗται ἧκον.
ταῦτα
δ” ἐποίει τέτταρας ἡμέρας· καὶ οἱ
᾿Αθηναῖοι ἐπανήγοντο.
|
Οι Αθηναίοι πλέοντας από
κοντά αγκυροβόλησαν στην Ελαιούντα
της Χερσονήσου με εκατόν ογδόντα
πλοία. Εκεί λοιπόν, την ώρα που γευμάτιζαν
αναγγέλλονται σ΄ αυτούς τα σχετικά
με την Λάμψακο και αμέσως βγήκαν στα
ανοιχτά προς τη Σηστό.
Από εκεί αμέσως αφού
ανεφοδιάστηκαν, έπλευσαν προς τους
Αιγός Ποταμούς απέναντι από τη Λάμψακο˙
Σ΄ αυτό το σημείο ο Ελλήσποντος είχε
πλάτος μέχρι δεκαπέντε στάδια. Εκεί
λοιπόν δειπνούσαν.
Ο Λύσανδρος την επόμενη
νύχτα, ενώ ήταν ακόμη ξημερώματα, έδωσε
σήμα (στους άνδρες) ,αφού προγευματίσουν,
να μπαίνουν στα πλοία, και αφού τα
πάντα τα προετοίμασε σαν να πρόκειται
να ναυμαχήσει, και αφού τοποθέτησε τα
παραπετάσματα, προειδοποίησε (τους
άνδρες) κανείς να μην μετακινηθεί από
την παράταξη ούτε να βγει στα ανοιχτά.
Οι Αθηναίοι από την άλλη,
με την ανατολή του ηλίου παρατάχτηκαν
κατά μέτωπο μπροστά στο λιμάνι για
ναυμαχία. Επειδή όμως δεν βγήκε ο
Λύσανδρος για τους αντιμετωπίσει, και
ήταν προχωρημένη ώρα της ημέρας,
επέστρεψαν στους Αιγός Ποταμούς. Ο
Λύσανδρος όμως, διέταξε τα πιο γρήγορα
από τα καράβια να ακολουθούν τους
Αθηναίους και μόλις αυτοί βγουν στη
στεριά, αφού παρατηρήσουν τι κάνουν
να αναχωρήσουν και να το ανακοινώσουν
σ΄ αυτόν. Και δεν έβγαλε τους άνδρες
από τα πλοία νωρίτερα, παρά μόνο αφού
αυτά (τα πιο γρήγορα καράβια) επέστρεψαν.
Και αυτά τα έκανε για τέσσερις
ημέρες˙ και οι Αθηναίοι ανοίγονταν
πάλι στο πέλαγος για να τον αντιμετωπίσουν.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
25-27 |
Μετάφραση |
<25>
᾿Αλκιβιάδης δὲ κατιδὼν ἐκ τῶν τειχῶν
τοὺς μὲν᾿Αθηναίους ἐν αἰγιαλῷ
ὁρμοῦντας καὶ πρὸς οὐδεμιᾷ πόλει,τὰ
δ” ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας
πεντεκαίδεκα σταδίουςἀπὸ τῶν νεῶν,
τοὺς δὲ πολεμίους ἐν λιμένι καὶ πρὸς
πόλειἔχοντας πάντα, οὐκ ἐν καλῷ ἔφη
αὐτοὺς ὁρμεῖν, ἀλλὰμεθορμίσαι εἰς
Σηστὸν παρῄνει πρός τε λιμένα καὶ
πρὸςπόλιν· οὗ ὄντες ναυμαχήσετε,
ἔφη, ὅταν βούλησθε.
<26>
οἱ δὲ στρατηγοί, μάλιστα δὲ Τυδεὺς
καὶ Μένανδρος, ἀπιέναι αὐτὸν
ἐκέλευσαν· αὐτοὶ γὰρ νῦν στρατηγεῖν,
οὐκ ἐκεῖνον. καὶ ὁ μὲν ᾤχετο.
<27>
Λύσανδρος δ”, ἐπεὶ ἦν ἡμέρα πέμπτη
ἐπιπλέουσι τοῖς ᾿Αθηναίοις, εἶπε
τοῖς παρ” αὐτοῦ ἑπομένοις,ἐπὰν
κατίδωσιν αὐτοὺς ἐκβεβηκότας καὶ
ἐσκεδασμένους κατὰ τὴν Χερρόνησον,
ὅπερ ἐποίουν πολὺ μᾶλλον καθ”
ἑκάστηνἡμέραν, τά τε σιτία πόρρωθεν
ὠνούμενοι καὶ καταφρονοῦντες δὴ
τοῦ Λυσάνδρου, ὅτι οὐκ ἀντανῆγεν,ἀποπλέοντας
τοὔμπαλιν παρ αὐτὸν ἆραι ἀσπίδα
κατὰ μέσον τὸν πλοῦν. Οἱ δὲ ταῦτα
ἐποίησαν ὡς ἐκέλευσε.
|
Ο
Αλκιβιάδης, όταν είδε από τα τείχη ότι
οι Αθηναίοι αγκυροβολούν στην παραλία
και σε καμμία πόλη κοντά, και ότι τα
αναγκαία τά αναζητούν στη Σηστό (που
απέχει) δεκαπέντε στάδια από τα καράβια,
ενώ από την άλλη οι εχθροί (αγκυροβολούν)
σε λιμάνι και κοντά σε πόλη διαθέτοντας
τα πάντα, είπε ότι αυτοί δεν αγκυροβολούν
σε κατάλληλο μέρος, αλλά τους συμβούλευε
να μετακινηθούν σε άλλο αγκυροβόλι
στη Σηστό κοντά σε λιμάνι και σε πόλη˙
αν βρίσκεσθε εκεί, είπε, θα ναυμαχήσετε,
όταν θελήσετε.
Οι
στρατηγοί όμως και κυρίως ο Τυδέας
και ο Μένανδρος, τον διέταξαν να φύγει.
Διότι αυτοί είναι τώρα στρατηγοί και
όχι εκείνος. Και αυτός σηκώθηκε και
έφυγε.
Ο
Λύσανδρος από την άλλη όταν ήταν η
πέμπτη ημέρα αφότου οι Αθηναίοι έπλεαν
εναντίον του, είπε σε αυτούς που
ακολουθούσαν (τους Αθηναίους) κατά
διαταγή του, όταν δουν αυτούς να έχουν
αποβιβασθεί και να έχουν διασκορπιστεί
στη Χερσόνησο, πράγμα το οποίο έκαναν
όλο και περισσότερο κάθε μέρα, επειδή
αγόραζαν τα τρόφιμα από μακριά και
περιφρονούσαν τον Λύσανδρο, διότι δεν
έβγαζε τα πλοία από το λιμάνι για να
τους αντιμετωπίσει, επιστρέφοντας με
πλοία προς αυτόν να σηκώσουν την ασπίδα
στο μέσο της διαδρομής. Αυτοί αυτά τα
έκαναν, όπως τους διέταξε.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά»
2, 28-29 |
Μετάφραση |
Λύσανδρος
δ” εὐθὺςἐσήμηνε τὴν ταχίστην πλεῖν·
συμπαρῄει δὲ καὶ Θώραξτὸ πεζὸν
ἔχων. Κόνων δὲ ἰδὼν τὸν ἐπίπλουν,
ἐσήμηνενεἰς τὰς ναῦς βοηθεῖν κατὰ
κράτος. διεσκεδασμένων δὲ τῶνἀνθρώπων,
αἱ μὲν τῶν νεῶν δίκροτοι ἦσαν, αἱ
δὲ μονόκροτοι,αἱ δὲ παντελῶς κεναί·
ἡ δὲ Κόνωνος καὶ ἄλλαι περὶ αὐτὸνἑπτὰ
πλήρεις ἀνήχθησαν ἁθρόαι καὶ ἡ
Πάραλος, τὰς δ”ἄλλας πάσας Λύσανδρος
ἔλαβε πρὸς τῇ γῇ. τοὺς δὲ πλείστους
ἄνδρας ἐν τῇ γῇ συνέλεξεν· οἱ δὲ
καὶ ἔφυγον εἰς τὰ τειχύδρια.
Κόνων
δὲ ταῖς ἐννέα ναυσὶ φεύγων, ἐπεὶ
ἔγνω τῶν ᾿Αθηναίων τὰ πράγματα
διεφθαρμένα, κατασχὼν ἐπὶ τὴν
᾿Αβαρνίδα τὴν Λαμψάκου ἄκραν ἔλαβεν
αὐτόθεν τὰ μεγάλα τῶν Λυσάνδρου νεῶν
ἱστία, καὶ αὐτὸς μὲν ὀκτὼ ναυσὶν
ἀπέπλευσε παρ” Εὐαγόραν εἰς Κύπρον,
ἡ δὲ Πάραλος εἰς τὰς ᾿Αθήνας
ἀπαγγελοῦσα τὰ γεγονότα.
|
Ο
Λύσανδρος αμέσως έδωσε σήμα (στα πλοία)
να πλεύσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα˙
συμπορευόταν και ο Θώραξ με το πεζικό.
Ο Κόνων όταν είδε την επίθεση, έδωσε
σήμα (στους άνδρες) να τρέξουν αμέσως
στα πλοία. Επειδή οι άνδρες ήταν
διασκορπισμένοι, από τα καράβια άλλα
βρέθηκαν με δυο σειρές κωπηλατών, άλλα
με μία και άλλα εντελώς άδεια˙ όμως
το καράβι του Κόνωνα και άλλα επτά
πλήρως επανδρωμένα (καράβια) που ήταν
κοντά του ανοίχθηκαν στο πέλαγος
όλα μαζί καθώς και η Πάραλος, ενώ όλα
τα υπόλοιπα τα κυρίεψε ο Λύσανδρος
στην ακτή. Τους πιο πολλούς άνδρες
τους έπιασε στη στεριά˙ κάποιοι όμως
κατέφυγαν στα μικρά οχυρά.
Ο
Κόνων, ενώ έφευγε με τα εννιά καράβια,
όταν αντιλήφθηκε ότι οι Αθηναίοι είχαν
καταστραφεί, αφού προσορμίσθηκε στην
Αβαρνίδα, το ακρωτήρι της Λαμψάκου,
πήρε από εκεί τα μεγάλα κατάρτια των
καραβιών του Λυσάνδρου και ο ίδιος με
οκτώ καράβια αναχώρησε για τον Ευαγόρα
στην Κύπρο, ενώ η Πάραλος στην Αθήνα
για να ανακοινώσει τα γεγονότα.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά»
2, 30-32 |
Μετάφραση |
Λύσανδρος
δὲ τάς τε ναῦς καὶ τοὺς αἰχμαλώτους
καὶ τἆλλα πάντα εἰςΛάμψακον ἀπήγαγεν,
ἔλαβε δὲ καὶ τῶν στρατηγῶν ἄλλους
τε καὶ Φιλοκλέα καὶ ᾿Αδείμαντον.ᾗ
δ” ἡμέρᾳ ταῦτα κατειργάσατο, ἔπεμψε
Θεόπομπον τὸν Μιλήσιον λῃστὴν εἰς
Λακεδαίμονα ἀπαγγελοῦντα τὰ γεγονότα,
ὃς ἀφικόμενος τριταῖος ἀπήγγειλε.
μετὰ δὲ
ταῦτα Λύσανδρος ἁθροίσας τοὺς
συμμάχους ἐκέλευσε βουλεύεσθαι περὶ
τῶν αἰχμαλώτων. ἐνταῦθα δὴ κατηγορίαι
ἐγίγνοντο πολλαὶ τῶν ᾿Αθηναίων, ἅ
τε ἤδη παρενενομήκεσαν καὶ ἃ
ἐψηφισμένοι ἦσανποιεῖν, εἰ κρατήσειαν
τῇ ναυμαχίᾳ, τὴν δεξιὰν χεῖρα
ἀποκόπτειν τῶν ζωγρηθέντων πάντων,
καὶ ὅτι λαβόντες δύο τριήρεις,
Κορινθίαν καὶ ᾿Ανδρίαν, τοὺς ἄνδρας
ἐξ αὐτῶν πάντας κατακρημνίσειαν·
Φιλοκλῆς δ” ἦν στρατηγὸς τῶν
᾿Αθηναίων, ὃς τούτους διέφθειρεν.
|
Ο Λύσανδρος και τα καράβια
και τους αιχμαλώτους και όλα τα υπόλοιπα
τα μετέφερε στη Λάμψακο, συνέλαβε,
επίσης από τους στρατηγούς και άλλους
και τον Φιλοκλέα και τον Αδείμαντο.
Την ίδια ημέρα που κατάφερε αυτά,
έστειλε τον Θεόπομπο τον ληστή από τη
Μίλητο στη Λακεδαίμονα, για να αναγγείλει
τα γεγονότα, ο οποίος αφού έφτασε μετά
από τρεις μέρες τα ανακοίνωσε.
Μετά από αυτά ο Λύσανδρος
αφού συγκέντρωσε τους συμμάχους και
έδωσε εντολή να αποφασίσουν για τους
αιχμαλώτους. Εκεί ακούστηκαν πολλές
κατηγορίες εναντίον των Αθηναίων, για
όσα ήδη εγκλήματα πολέμου είχαν
διαπράξει και για όσα είχαν αποφασίσει
να κάνουν, αν επικρατούσαν στη ναυμαχία,
να κόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όλων των
ανδρών που θα συλλαμβάνονταν ζωντανοί,
και ότι αφού πήραν δύο τριήρεις, μία
από την Κόρινθο και μια από την Άνδρο,
όλους τους άνδρες από αυτές τους
πέταξαν στη θάλασσα˙ Ο Φιλοκλής ήταν
ο στρατηγός των Αθηναίων, ο οποίος
σκότωσε αυτούς.
Λέγονταν ακόμα και άλλα
πολλά και αποφάσισαν να σκοτώσουν από
τους αιχμαλώτους όσους ήταν Αθηναίοι
εκτός από τον Αδείμαντο, διότι μόνος
αυτός ήταν αντίθετος στην εκκλησία
του δήμου στο ψήφισμα για το κόψιμο
των χεριών˙ κατηγορήθηκε όμως από
κάποιους ότι πρόδωσε τα καράβια. Ο
Λύσανδρος αφού πρώτα ρώτησε τον
Φιλοκλέα, ο οποίος έριξε στη θάλασσα
τους άνδρες από την Άνδρο και την
Κόρινθο, τι άξιζε να πάθει αφού άρχισε
να παρανομεί στους Έλληνες, τον έσφαξε.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
2, 1-4 |
Μετάφραση |
᾿Επεὶ δὲ τὰ ἐν τῇ Λαμψάκῳ
κατεστήσατο, ἔπλει ἐπὶ τὸ Βυζάντιον
καὶ Καλχηδόνα. οἱ δ” αὐτὸν ὑπεδέχοντο,
τοὺς τῶν ᾿Αθηναίων φρουροὺς
ὑποσπόνδους ἀφέντες. οἱ δὲ προδόντες ᾿Αλκιβιάδῃ τὸ Βυζάντιον τότε μὲν ἔφυγον εἰς τὸν Πόντον, ὕστερον δ” εἰς ᾿Αθήνας καὶ ἐγένοντο ᾿Αθηναῖοι. Λύσανδρος δὲ τούς τε φρουροὺς τῶν ᾿Αθηναίων καὶ εἴ τινά που ἄλλον ἴδοι ᾿Αθηναῖον, ἀπέπεμπεν εἰς τὰς ᾿Αθήνας, διδοὺς ἐκεῖσε μόνον πλέουσιν ἀσφάλειαν, ἄλλοθι δ” οὔ, εἰδὼς ὅτι ὅσῳ ἂν πλείους συλλεγῶσιν εἰς τὸ ἄστυ καὶ τὸν Πειραιᾶ, θᾶττον τῶν ἐπιτηδείων ἔνδειαν ἔσεσθαι. καταλιπὼν δὲ Βυζαντίου καὶ Καλχηδόνος Σθενέλαον ἁρμοστὴν Λάκωνα, αὐτὸς ἀποπλεύσας εἰς Λάμψακον τὰς ναῦς ἐπεσκεύαζεν. ᾿Εν δὲ ταῖς ᾿Αθήναις τῆς Παράλου ἀφικομένης νυκτὸς ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγγέλλων· ὥστ” ἐκείνης τῆς νυκτὸς οὐδεὶς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον τοὺς ἀπολωλότας πενθοῦντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶἑαυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οἷα ἐποίησαν Μηλίους τε Λακεδαιμονίων ἀποίκους ὄντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ,καὶ ῾Ιστιαιέας καὶ Σκιωναίους καὶ Τορωναίους καὶ Αἰγινήτας καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν ῾Ελλήνων.τῇ δ” ὑστεραίᾳ ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἔδοξε τούς τε λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνὸςκαὶ τὰ τείχη εὐτρεπίζειν καὶ φυλακὰς ἐφιστάναι καὶ τἆλλα πάντα ὡς εἰς πολιορκίαν παρασκευάζειν τὴν πόλιν. |
Αφού ρύθμισε την κατάσταση
στη Λάμψακο, έπλεε εναντίον του
Βυζαντίου και της Καλχηδόνας. Αυτοί
τον υποδέχονταν, αφού άφησαν ελεύθερους
τους φρουρούς των Αθηναίων προστατευόμενους
από σπονδές. Εκείνοι όμως που τότε
παρέδωσαν στον Αλκιβιάδη το Βυζάντιο
με προδοσία κατέφυγαν στον Πόντο,
ύστερα στην Αθήνα και έγιναν Αθηναίοι.
Ο Λύσανδρος και τους φρουρούς των
Αθηναίων και αν κάπου έβλεπε κάποιον
άλλον Αθηναίο, τον έστελνε στην Αθήνα
παρέχοντας ασφάλεια μόνο σε εκείνους
που έπλεαν προς τα εκεί, και όχι προς
κάπου αλλού, επειδή γνώριζε ότι όσοι
περισσότεροι θα συγκεντρώνονταν στην
πόλη και στον Πειραιά, πιο γρήγορα θα
προκληθεί έλλειψη των απαραίτητων.
Αφού άφησε τον Σθενέλαον από την
Λακωνία διοικητή στο Βυζάντιο και
στην Καλχηδόνα, ο ίδιος αφού αναχώρησε
προς τη Λάμψακο, επισκεύαζε τα πλοία.
Στην Αθήνα από την άλλη όταν
έφθασε η Πάραλος την νύχτα, διαδιδόταν
η συμφορά και ο θρήνος από τον Πειραιά
μέσα από τα μακρά τείχη έφτασε στην
πόλη καθώς ειδοποιούσε ο ένας τον
άλλον˙
ώστε εκείνη τη νύχτα κανείς
δεν κοιμήθηκε, όχι μόνον επειδή
πενθούσαν τους χαμένους, αλλά πολύ
περισσότερο ακόμη οι ίδιοι τους εαυτούς
τους, επειδή νόμιζαν ότι θα πάθουν όσα
έκαναν και στους Μηλίους που ήταν
άποικοι των Λακεδαιμονίων, αφού τους
νίκησαν στην πολιορκία,και στους
κατοίκους της Ιστιαίας και της Σκιώνης
και της Τορώνης και της Αίγινας και
σε άλλους πολλούς των Ελλήνων. Την
επόμενη συνεκάλεσαν εκκλησία, στην
οποία αποφάσισαν να φράξουν τα λιμάνια
εκτός από ένα και να επισκευάζουν τα
τείχη και να τοποθετούν φρουρές και
όλα τα υπόλοιπα να τα προετοιμάζουν
σαν να βρίσκεται η πόλη σε κατάσταση
πολιορκίας.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
2, 16-19 |
Μετάφραση |
τοιούτων δὲ ὄντων Θηραμένης
εἶπεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι εἰ βούλονται
αὐτὸν πέμψαι παρὰ Λύσανδρον, εἰδὼς
ἥξει Λακεδαιμονίους πότερον
ἐξανδραποδίσασθαι τὴν πόλιν βουλόμενοι
ἀντέχουσι περὶ τῶν τειχῶν ἢ πίστεως
ἕνεκα. πεμφθεὶς δὲ διέτριβε παρὰ
Λυσάνδρῳ τρεῖς μῆνας καὶ πλείω,
ἐπιτηρῶν ὁπότε ᾿Αθηναῖοι ἔμελλον
διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον
ἅπαντα ὅ τι τις λέγοι ὁμολογήσειν.
ἐπεὶ δὲ ἧκε τετάρτῳ μηνί, ἀπήγγειλεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι αὐτὸν Λύσανδρος τέως μὲν κατέχοι, εἶτα κελεύοι εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι· οὐ γὰρ εἶναι κύριος ὧν ἐρωτῷτο ὑπ” αὐτοῦ, ἀλλὰ τοὺς ἐφόρους. μετὰ ταῦτα ᾑρέθη πρεσβευτὴς εἰς Λακεδαίμονα αὐτοκράτωρ δέκατος αὐτός. Λύσανδρος δὲ τοῖς ἐφόροις ἔπεμψεν ἀγγελοῦντα μετ” ἄλλων Λακεδαιμονίων ᾿Αριστοτέλην, φυγάδα ᾿Αθηναῖον ὄντα, ὅτι ἀποκρίναιτο Θηραμένει ἐκείνους κυρίουςεἶναι εἰρήνης καὶ πολέμου. Θηραμένης δὲ καὶ οἱ ἄλλοι πρέσβεις ἐπεὶ ἦσαν ἐν Σελλασίᾳ,ἐρωτώμενοι δὲ ἐπὶ τίνι λόγῳ ἥκοιεν εἶπον ὅτι αὐτοκράτορες περὶ εἰρήνης, μετὰ ταῦτα οἱ ἔφοροι καλεῖν ἐκέλευον αὐτούς. ἐπεὶ δ” ἧκον, ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἀντέλεγον Κορίνθιοι καὶ Θηβαῖοι μάλιστα, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τῶν ῾Ελλήνων, μὴ σπένδεσθαι ᾿Αθη-ναίοις, ἀλλ” ἐξαιρεῖν. |
Και ενώ η κατάσταση ήταν
τέτοια, ο Θηραμένης είπε στην εκκλησία
ότι, αν θέλουν να στείλουν αυτόν στον
Λύσανδρο, θα επιστρέψει γνωρίζοντας
για ποιο από τα δύο οι Λακεδαιμόνιοι
επιμένουν για τα τείχη, επειδή θέλουν
να υποδουλώσουν την πόλη, ή ως εγγύηση.
Αφού τον έστειλαν καθυστερούσε στον
Λύσανδρο τρεις μήνες και περισσότερο,
καιροφυλακτώντας πότε οι Αθηναίοι
εξαιτίας της ελλείψεως των τροφίμων
πρόκειται να δεχθούν όλα όσα θα τους
προτείνει κάποιος.
Και όταν επέστρεψε τον
τέταρτο μήνα, ανακοίνωσε στην εκκλησία
ότι αυτόν τον κρατούσε μέχρι τότε ο
Λύσανδρος, ύστερα τον διέταξε να πάει
στην Σπάρτη˙διότι δεν ήταν αυτός
αρμόδιος για όσα τον ρωτούσε, αλλά οι
έφοροι. Μετά από αυτά εξελέγη πρεσβευτής
στην Σπάρτη με απόλυτη εξουσιοδότηση
μαζί με άλλους εννιά.
Και ο Λύσανδρος έστειλε
στους εφόρους μαζί με άλλους
Λακεδαιμονίους τον Αριστοτέλη που
ήταν εξόριστος Αθηναίος, για να τους
ενημερώσει πως αποκρίθηκε στον Θηραμένη
ότι εκείνοι είχαν εξουσία για πόλεμο
και για ειρήνη. Ο Θηραμένης και οι
άλλοι πρέσβεις, όταν βρίσκονταν στη
Σελλασία, όταν ρωτήθηκαν με ποιες
προτάσεις έχουν έρθει, είπαν ότι (έχουν
έρθει) με πλήρη εξουσιοδότηση για
ειρήνη, και μετά από αυτά οι έφοροι
διέταξαν να τους καλέσουν. Όταν έφτασαν,
συνεκάλεσαν συνέλευση, στην οποία οι
Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι κυρίως αλλά
και πολλοί άλλοι από τους Έλληνες
αντιπρότειναν να μην συνθηκολογήσουν
με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
2, 20-23 |
Μετάφραση |
Λακεδαιμόνιοι
δὲ οὐκ ἔφασαν πόλιν῾Ελληνίδα
ἀνδραποδιεῖν μέγα ἀγαθὸν εἰργασμένην
ἐν τοῖς μεγίστοις κινδύνοις γενομένοις
τῇ ῾Ελλάδι, ἀλλ” ἐποιοῦντοεἰρήνην
ἐφ” ᾧ τά τε μακρὰ τείχη καὶ τὸν
Πειραιᾶ καθελόντας καὶ τὰς ναῦς
πλὴν δώδεκα παραδόντας καὶ τοὺς
φυγάδαςκαθέντας τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν
καὶ φίλον νομίζοντας Λακεδαιμονίοις
ἕπεσθαι καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ
θάλατταν ὅποι ἂν ἡγῶνται.
|
Οι Λακεδαιμόνιοι είπαν ότι
δεν θα εξανδραποδίσουν ελληνική πόλη
που είχε προσφέρει μεγάλο καλό στους
πιο μεγάλους κινδύνους που συνέβησαν
στην Ελλάδα, αλλά έκαναν ειρήνη με τον
όρο, αφού γκρεμίσουν τα μακρά τείχη
και τον Πειραιά και αφού παραδώσουν
όλα τα καράβια εκτός από δώδεκα και
αφού φέρουν πίσω τους εξόριστους,έχοντας
τους ίδιους εχθρούς και φίλους να
ακολουθούν τους Λακεδαιμονίους και
στην ξηρά και στη θάλασσα, οπουδήποτε
τους οδηγούν.
Ο Θηραμένης, λοιπόν και οι
πρέσβεις που ήταν μαζί του έφεραν
αυτούς τους όρους στην Αθήνα. Καθώς
έμπαιναν, πολύς κόσμος τους περικύκλωνε,
επειδή φοβούνταν μήπως ήρθαν άπρακτοι˙
διότι δεν χώραγε άλλη αναβολή εξαιτίας
του μεγάλου αριθμού των πεθαμένων από
την πείνα.Την επόμενη ανακοίνωσαν οι
πρέσβεις τους όρους σύμφωνα με τους
οποίους οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν
ειρήνη˙ μιλούσε εξ ονόματος τους
ο Θηραμένης, λέγοντας ότι πρέπει να
υπακούσουν στους Λακεδαιμονίους και
να γκρεμίσουν τα τείχη. Και αφού μερικοί
διαφώνησαν μαζί του, ενώ πολλοί
περισσότεροι τον επιδοκίμασαν,
αποφασίσθηκε να δεχθούν την ειρήνη.Μετά
από αυτά και ο Λύσανδρος κατέπλεε στον
Πειραιά και οι εξόριστοι επέστρεψαν
και τα τείχη κατεδάφιζαν με πολύ
προθυμία, ενώ αυλήτριδες έπαιζαν τον
αυλό, γιατί νόμιζαν ότι αυτή ήταν η
πρώτη ημέρα της ελευθερίας για την
Ελλάδα.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
3, 50-56 |
Μετάφραση |
`Ως δ”
εἰπὼν ταῦτα ἐπαύσατο, καὶ ἡ βουλὴ
δήλη ἐγένετο εὐμενῶς ἐπιθορυβήσασα,
γνοὺς ὁ Κριτίας ὅτι εἰ ἐπιτρέψοιτῇ
βουλῇ διαψηφίζεσθαι περὶ αὐτοῦ,
ἀναφεύξοιτο, καὶ τοῦτοοὐ βιωτὸν
ἡγησάμενος, προσελθὼν καὶ διαλεχθείς
τι τοῖς τριάκοντα ἐξῆλθε, καὶ
ἐπιστῆναι ἐκέλευσε τοὺς τὰ
ἐγχειρίδιαἔχοντας φανερῶς τῇ βουλῇ
ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις. πάλιν δὲεἰσελθὼν
εἶπεν·
|
Όταν
ο Θηραμένης, αφού είπε αυτά, σταμάτησε
(να μιλάει) και η βουλή φανερά
επιδοκίμασε με φωνές, επειδή ο Κριτίας
κατάλαβε ότι, αν επιτρέψει στη βουλή
να αποφασίσει με ψηφοφορία γι΄ αυτόν,
(ο Θηραμένης) θα γλυτώσει, και επειδή
αυτό το θεώρησε ανυπόφορο, αφού πλησίασε
και συζήτησε κάτι με τους Τριάκοντα,
βγήκε έξω και διέταξε αυτούς που είχαν
τα μαχαίρια να σταθούν φανερά στη
βουλή κοντά στα κιγκλιδώματα.
Όταν
πάλι μπήκε μέσα, είπε: « Εγώ, κύριοι
βουλευτές, νομίζω ότι είναι έργο του
ηγέτη τέτοιου, όπως πρέπει να είναι,
ο οποίος, εφόσον βλέπει τους φίλους
του να εξαπατώνται, να μην το επιτρέπει.
Και εγώ λοιπόν αυτό θα κάνω. Διότι και
αυτοί που στέκονται εδώ λένε ότι δεν
θα επιτρέψουν σε σας, αν αφήσουμε
ελεύθερο άνδρα που φανερά βλάπτει την
ολιγαρχία. Ορίζεται λοιπόν στους
καινούργιους νόμους κανείς από όσους
που ανήκουν στους τρεις χιλιάδες
πολίτες να μην θανατώνεται χωρίς τη
δική σας απόφαση, όσοι όμως δεν είναι
στον κατάλογο, οι Τριάκοντα έχουν
δικαίωμα να τους θανατώνουν. Εγώ
λοιπόν, αυτόν εδώ τον Θηραμένη τον
διαγράφω από τον κατάλογο με την
σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν,
είπε, εμείς θα τον θανατώσουμε.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
3, 52-53 |
Μετάφραση |
ἀκούσας
ταῦτα ὁ Θηραμένης ἀνεπήδησεν ἐπὶ
τὴν ἑστίαν καὶεἶπεν· ᾿Εγὼ δ”, ἔφη,
ὦ ἄνδρες, ἱκετεύω τὰ πάντων ἐν-νομώτατα,
μὴ ἐπὶ Κριτίᾳ εἶναι ἐξαλείφειν
μήτε ἐμὲ μήτε ὑμῶν ὃν ἂν βούληται,
ἀλλ” ὅνπερ νόμον οὗτοι ἔγραψαν
περὶτῶν ἐν τῷ καταλόγῳ, κατὰ τοῦτον
καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ τὴνκρίσιν εἶναι.
καὶ τοῦτο
μέν, ἔφη, μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἀγνοῶ,
ὅτι οὐδέν μοι ἀρκέσει ὅδε ὁ βωμός,
ἀλλὰ βούλομαι καὶ τοῦτοἐπιδεῖξαι,
ὅτι οὗτοι οὐ μόνον εἰσὶ περὶ
ἀνθρώπους ἀδικώτατοι, ἀλλὰ καὶ περὶ
θεοὺς ἀσεβέστατοι.ὑμῶν μέντοι, ἔφη,
ὦ ἄνδρες καλοὶ κἀγαθοί, θαυμάζω, εἰ
μὴ βοηθήσετε ὑμῖν αὐτοῖς, καὶ ταῦτα
γιγνώσκοντες ὅτι οὐδὲν τὸ ἐμὸν
ὄνομα εὐεξαλειπτότερον ἢ τὸ ὑμῶν
ἑκάστου.
ἐκ δὲ τούτου ἐκέλευσε
μὲν ὁ τῶν τριάκοντα κῆρυξ τοὺς
ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην· ἐκεῖνοι
δὲ εἰσελθόντες σὺν τοῖς ὑπηρέταις,
ἡγουμένου αὐτῶν Σατύρου τοῦ θρασυτάτου
τε καὶ ἀναιδεστάτου, εἶπε μὲν ὁ
Κριτίας· Παραδίδομεν ὑμῖν, ἔφη,Θηραμένην
τουτονὶ κατακεκριμένον κατὰ τὸν
νόμον· ὑμεῖς δὲ λαβόντες καὶ
ἀπαγαγόντες οἱ ἕνδεκα οὗ δεῖ τὰ ἐκ
τούτων πράττετε. |
Μόλις
άκουσε αυτά ο Θηραμένης, πήδησε πάνω
στην εστία και είπε: «Εγώ, είπε, άνδρες,
σας ικετεύω σε ότι πιο δίκαιο υπάρχει,
να μην έχει δικαίωμα ο Κριτίας να
διαγράφει ούτε εμένα ούτε όποιον από
εσάς θέλει, αλλά σύμφωνα με τον νόμο
τον οποίο αυτοί έγραψαν σχετικά με
αυτούς που περιλαμβάνονται στον
κατάλογο, και εγώ και εσείς να κρινόμαστε.
Και
αυτό βέβαια, είπε, μα τους θεούς δεν
το αγνοώ, ότι σε τίποτα δεν θα με
βοηθήσει αυτός εδώ ο βωμός, αλλά θέλω
και αυτό να αποδείξω, ότι αυτοί δεν
είναι μόνο προς στους ανθρώπους πάρα
πολύ άδικοι αλλά και προς τους θεούς
πολύ ασεβείς. Απορώ, όμως με σας, άνδρες
καλοί και έντιμοι, αν δεν βοηθήσετε
τον εαυτό σας , αν και γνωρίζετε ότι
το δικό μου όνομα δεν διαγράφεται
καθόλου πιο εύκολα από το όνομα καθενός
από σας».
Μετά
από αυτό ο κήρυκας των Τριάκοντα κάλεσε
τους Έντεκα να συλλάβουν τον Θηραμένη˙
εκείνοι αφού μπήκαν μέσα μαζί με τους
υπηρέτες, των οποίων ήταν αρχηγός ο
Σάτυρος που ήταν θρασύτατος και
αναιδέστατος, είπε ο Κριτίας: «Σας
παραδίδουμε, είπε, τούτον εδώ τον
Θηραμένη καταδικασμένο σύμφωνα με
τον νόμο˙ εσείς αφού τον συλλάβετε
και τον οδηγήσετε [οι ένδεκα] όπου
πρέπει να εκτελέσετε τα περαιτέρω».
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2,
3, 54-56 |
Μετάφραση |
ὡς δὲ
ταῦτα εἶπεν, εἷλκε μὲν ἀπὸ τοῦ
βωμοῦ ὁΣάτυρος, εἷλκον δὲ οἱ ὑπηρέται.
ὁ δὲ Θηραμένης ὥσπερεἰκὸς καὶ θεοὺς
ἐπεκαλεῖτο καὶ ἀνθρώπους καθορᾶν
τὰ γιγνόμενα. ἡ δὲ βουλὴ ἡσυχίαν
εἶχεν, ὁρῶσα καὶ τοὺς ἐπὶ
τοῖςδρυφάκτοις ὁμοίους Σατύρῳ καὶ
τὸ ἔμπροσθεν τοῦ βουλευ-τηρίου πλῆρες
τῶν φρουρῶν, καὶ οὐκ ἀγνοοῦντες
ὅτι ἐγχειρίδιαἔχοντες παρῆσαν.
|
Όταν
είπε αυτά, τον τραβούσε από τον βωμό,
τον τραβούσαν και οι υπηρέτες. Ο
Θηραμένης, όπως ήταν φυσικό, παρακαλούσε
και τους θεούς και τους ανθρώπους να
βλέπουν αυτά που συμβαίνουν. Οι
βουλευτές παρέμεναν αδρανείς, επειδή
έβλεπαν και αυτούς που στέκονταν στα
κιγκλιδώματα να είναι όμοιοι με τον
Σάτυρο και το μπροστινό μέρος του
Βουλευτηρίου να είναι γεμάτο από τους
φρουρούς, και επειδή δεν αγνοούσαν
ότι βρίσκονταν εκεί κρατώντας μαχαίρια.
Αυτοί
έσυραν τον άνδρα μέσα από την αγορά
φωνάζοντας με πάρα πολύ δυνατή φωνή
τι πάθαινε. Λέγεται ακόμη και ένας
λόγος και αυτός δικός του. Όταν είπε
ο Σάτυρος ότι θα κλάψει, αν δεν σιωπάσει,
τον ρώτησε: αν σιωπώ, άραγε δεν θα
κλάψω; Και όταν έπινε το κώνειο, καθώς
αναγκαζόταν να πεθάνει, είπαν ότι
αφού τις τελευταίες σταγόνες τις
έριξε κάτω, όπως στον κότταβο, είπε
αυτός: Αυτό ας είναι για τον όμορφο
Κριτία. Και δεν αγνοώ βέβαια ότι αυτά
δεν είναι αξιόλογα λόγια, θεωρώ όμως
αυτό το γνώρισμα του άνδρα θαυμαστό,
το ότι την ώρα που ο θάνατος πλησίαζε
δεν τον εγκατέλειψαν η αυτοκυριαρχία
και η ετοιμότητα του πνεύματος
|
Ξενοφώντος
«Ελληνικά» 2, 4, 18–23 |
Μετάφραση
|
Ταῦτα δ”
εἰπὼν καὶ μεταστραφεὶς πρὸς τοὺς
ἐναντίους,ἡσυχίαν εἶχε· καὶ γὰρ
ὁ μάντις παρήγγελλεν αὐτοῖς μὴ
πρότερον ἐπιτίθεσθαι, πρὶν [ἂν] τῶν
σφετέρων ἢ πέσοι τις ἢ τρωθείη·
ἐπειδὰν μέντοι τοῦτο γένηται,
ἡγησόμεθα μέν, ἔφη, ἡμεῖς, νίκη δ”
ὑμῖν ἔσται ἑπομένοις, ἐμοὶ μέντοι
θάνατος, ὥς γέ μοι δοκεῖ. καὶ οὐκ
ἐψεύσατο, ἀλλ” ἐπεὶ ἀνέλαβον τὰ
ὅπλα, αὐτὸς μὲν ὥσπερ ὑπὸ μοίρας
τινὸς ἀγόμενος ἐκπηδήσας πρῶτος
ἐμπεσὼν τοῖς πολεμίοις ἀποθνῄσκει,
καὶ τέθαπται ἐν τῇ διαβάσει τοῦ
Κηφισοῦ· οἱ δ” ἄλλοι ἐνίκων καὶ
κατεδίωξαν μέχρι τοῦ ὁμαλοῦ.
Ἀπέθανον
δ” ἐνταῦθα τῶν μὲν τριάκοντα Κριτίας
τε καὶ ῾Ιππόμαχος, τῶν δὲ ἐν Πειραιεῖ
δέκα ἀρχόντων Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος,
τῶν δ” ἄλλων περὶ ἑβδομήκοντα. καὶ
τὰ μὲν ὅπλα ἔλαβον, τοὺς δὲ χιτῶνας
οὐδενὸς τῶν πολιτῶν ἐσκύλευσαν.
ἐπεὶ δὲ τοῦτο ἐγένετο καὶ τοὺς
νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀπεδίδοσαν,προσιόντες
ἀλλήλοις πολλοὶ διελέγοντο.
Κλεόκριτος δὲ ὁ τῶν μυστῶν κῆρυξ,
μάλ” εὔφωνος ὤν, κατασιωπησάμενος
ἔλεξεν·
῎Ανδρες
πολῖται, τί ἡμᾶς ἐξελαύνετε; τί
ἀποκτεῖναι βούλεσθε; ἡμεῖς γὰρ
ὑμᾶς κακὸν μὲν οὐδὲν πώποτε
ἐποιήσαμεν, μετεσχήκαμεν δὲ ὑμῖν
καὶ ἱερῶν τῶν σεμνοτάτων καὶ θυσιῶν
καὶ ἑορτῶν τῶν καλλίστων, καὶ
συγχορευταὶ καὶ συμφοιτηταὶ γεγενήμεθα
καὶ συστρατιῶται, καὶ πολλὰ μεθ”
ὑμῶν κεκινδυνεύκαμεν καὶ κατὰ γῆν
καὶ κατὰ θάλατταν ὑπὲρ τῆς κοινῆς
ἀμφοτέρων ἡμῶν σωτηρίας τε καὶ
ἐλευθερίας. πρὸς θεῶν πατρῴων καὶ
μητρῴων καὶ συγγενείας καὶ κηδεστίας
καὶ ἑταιρίας, πάντων γὰρ τούτων
πολλοὶ κοινωνοῦμεν ἀλλήλοις,
αἰδούμενοι καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους
παύσασθε ἁ μαρτάνοντες εἰς τὴν
πατρίδα, καὶ μὴ πείθεσθε τοῖς
ἀνοσιωτάτοις τριάκοντα, οἳ ἰδίων
κερδέων ἕνεκα ὀλίγου δεῖν πλείους
ἀπεκτόνασιν ᾿Αθηναίων ἐν ὀκτὼν
μησὶν ἢ πάντες Πελοποννήσιοι δέκα
ἔτη πολεμοῦντες.
ἐξὸν
δ” ἡμῖν ἐν εἰρήνῃ πολιτεύεσθαι,
οὗτοι τὸν πάντων αἴσχιστόν τε καὶ
χαλεπώτατον καὶ ἀνοσιώτατον καὶ
ἔχθιστον καὶ θεοῖς καὶἀνθρώποις
πόλεμον ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους
παρέχουσιν.
ἀλλ”
εὖ γε μέντοι ἐπίστασθε ὅτι καὶ τῶν
νῦν ὑφ” ἡμῶν ἀποθανόντων οὐ μόνον
ὑμεῖς ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς ἔστιν οὓς
πολλὰ κατεδακρύσαμεν.
῾Ο
μὲν τοιαῦτα ἔλεγεν· οἱ δὲ λοιποὶ
ἄρχοντες καὶ διὰ τὸ τοιαῦτα
προσακούειν τοὺς μεθ” αὑτῶν ἀπήγαγον
εἰς τὸ ἄστυ.
τῇ
δ” ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα πάνυ
δὴ ταπεινοὶ καὶ ἔρημοι συνεκάθηντο
ἐν τῷ συνεδρίῳ· τῶν δὲ τρισχιλίων
ὅπου ἕκαστοι τεταγμένοι ἦσαν,
πανταχοῦ διεφέροντο πρὸς ἀλλήλους.
ὅσοι
μὲν γὰρ ἐπεποιήκεσάν τι βιαιότερον
καὶ ἐφοβοῦντο, ἐντόνως ἔλεγον ὡς
οὐ χρείη καθυφίεσθαι τοῖς ἐν
Πειραιεῖ· ὅσοι δὲ ἐπίστευον μηδὲν
ἠδικηκέναι, αὐτοί τε ἀνελογίζοντο
καὶ τοὺς ἄλλους ἐδίδασκον ὡς οὐδὲν
δέοιντο τούτων τῶν κακῶν, καὶ τοῖς
τριάκοντα οὐκ ἔφασαν χρῆναι πείθεσθαι
οὐδ” ἐπιτρέπειν ἀπολλύναι τὴν
πόλιν. καὶ τὸ τελευταῖον ἐψηφίσαντο
ἐκείνους μὲν καταπαῦσαι, ἄλλους δὲ
ἑλέσθαι. καὶ εἵλοντο δέκα, ἕνα ἀπὸ
φυλῆς.
|
Αφού
είπε αυτά και στράφηκε προς τους
εχθρούς, έκανε ησυχία˙ Γιατί και ο
μάντης τους συμβούλευε να μην επιτεθούν
παρά μόνο αφού κάποιος από τους δικούς
τους ή σκοτωθεί ή τραυματισθεί˙
«Όταν γίνει αυτό, θα προχωρώ πρώτος»,
είπε, «εγώ, η νίκη όμως θα ανήκει σε
σας, ενώ εμένα θα με βρει ο θάνατος,
όπως τουλάχιστον μου φαίνεται». Και
δεν διαψεύσθηκε, αλλά, όταν πήραν τα
όπλα, ο ίδιος σαν να οδηγείται από
κάποια μοίρα, αφού πρώτος πήδησε
ορμητικά προς τα εμπρός και έπεσε πάνω
στους εχθρούς, πεθαίνει και έχει ταφεί
στην διάβαση του Κηφισού˙ οι άλλοι
νικούσαν και κατεδίωξαν (τους αντιπάλους)
μέχρι το ίσιωμα.
Πέθαναν
εκεί από τους Τράκοντα ο Κριτίας και
ο Ιππόμαχος, ενώ από τους Δέκα άρχοντες
του Πειραιά ο Χαρμίδης, ο γιος του
Γλαύκωνα και περίπου εβδομήντα από
τους άλλους. Τα όπλα τα πήραν, από
κανέναν όμως από τους πολίτες δεν
αφαίρεσαν τους χιτώνες. Όταν έγινε
αυτό και περισυνέλεξαν τους εχθρούς
ύστερα από συμφωνία, αφού πλησίασε ο
ένας τον άλλον, πολλοί συζητούσαν
μεταξύ τους. Και ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας
των μυημένων (στα Μυστήρια), καθώς είχε
πολύ δυνατή φωνή, αφού επέβαλε σιωπή,
είπε:
Άνδρες
πολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί
θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς δεν
κάναμε σε σας κανένα κακό μέχρι τώρα
και έχουμε συμμετάσχει μαζί σας σε
πολύ σεβαστές τελετές και θυσίες και
σε ομορφότατες εορτές και έχουμε
υπάρξει και συγχορευτές και συμμαθητές
και συστρατιώτες και έχουμε περάσει
πολλούς κινδύνους με σας και στη ξηρά
και στη θάλασσα για τη κοινή και των
δυο μας σωτηρία και ελευθερία. Στο
όνομα των πατρικών θεών και της
συγγένειας εξ αίματος και εξ αγχιστείας
και της φιλίας, διότι σε όλα αυτά έχουμε
συμμετάσχει μαζί σας, σεβόμενοι και
τους θεούς και του ανθρώπους σταματήστε
να σφάλλετε εις βάρος της πατρίδας
και μην υπακούτε στους πάρα πολύ
ασεβείς Τριάκοντα, οι οποίοι για
προσωπικά τους οφέλη έχουν σκοτώσει
σχεδόν περισσότερους Αθηναίους σε
οκτώ μήνες παρά όλοι οι Πελοποννήσιοι
πολεμώντας μας δέκα χρόνια.
Αν
και μπορούμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί
προκαλούν μεταξύ μας τον πιο ντροπιαστικό
και τον πιο σκληρό και ασεβή και μισητό
και στους θεούς και στους ανθρώπους
πόλεμο.
Αλλά
να γνωρίζετε καλά ότι μερικούς από
αυτούς που σκοτώθηκαν από εμάς, όχι
μόνο εσείς αλλά και εμείς τους θρηνήσαμε.
Αυτός
τέτοια έλεγε˙ οι υπόλοιποι άρχοντες,
επειδή άκουγαν και άλλα τέτοια λόγια,
οδήγησαν ξανά στο άστυ αυτούς που ήταν
μαζί τους.
Την
επόμενη μέρα οι Τριάκοντα πολύ
ταπεινωμένοι καί απομονωμένοι κάθονταν
στην αίθουσα συνεδριάσεων. Από τους
τρεις χιλιάδες, όπου ήταν ταγμένος ο
καθένας, σε όλα τα μέρη της πόλεως
διαφωνούσαν μεταξύ τους.
Διότι,
όσοι είχαν διαπράξει κάποιο σοβαρό
αδίκημα και φοβούνταν, υποστήριζαν
έντονα ότι δεν είναι ανάγκη να υποχωρούν
σ’ αυτούς που βρίσκονταν στον Πειραιά˙
όσοι όμως πίστευαν ότι δεν είχαν
διαπράξει κάποια αδικία, οι ίδιοι
σκέφτονταν και τους άλλους συμβούλευαν
ότι δεν χρειάζονταν καθόλου αυτές οι
συμφορές και έλεγαν ότι δεν πρέπει να
υπακούουν στους Τριάκοντα ούτε να
τους επιτρέπουν να καταστρέφουν την
πόλη. Και στο τέλος αποφάσισαν εκείνους
να τους καθαιρέσουν και άλλους να
εκλέξουν. Και εξέλεξαν δέκα, ένα από
κάθε φυλή.
|
Ξενοφώντος «Ελληνικά» 2, 4, 37–43
|
Μετάφραση
|
Ἐπεὶ
μέντοι οὗτοι ᾤχοντο εἰς Λακεδαίμονα,
ἔπεμπον δὴ καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ
ἐκ τοῦ ἄστεως λέγοντας ὅτι αὐτοὶ
μὲν παραδιδόασι καὶ τὰ τείχη ἃ
ἔχουσι καὶ σφᾶς αὐτοὺς Λακεδαι-μονίοις
χρῆσθαι ὅ τι βούλονται· ἀξιοῦν δ”
ἔφασαν καὶ τοὺς ἐν Πειραιεῖ, εἰ
φίλοι φασὶν εἶναι Λακεδαιμονίοις,
παρα-διδόναι τόν τε Πειραιᾶ καὶ τὴν
Μουνιχίαν. ἀκούσαντεςδὲ πάντων
αὐτῶν οἱ ἔφοροι καὶ οἱ ἔκκλητοι,
ἐξέπεμψαν πεντεκαίδεκα ἄνδρας εἰς
τὰς ᾿Αθήνας, καὶ ἐπέταξαν σὺνΠαυσανίᾳ
διαλλάξαι ὅπῃ δύναιντο κάλλιστα.
οἱ δὲ
διήλλαξαν ἐφ” ᾧτε εἰρήνην μὲν
ἔχειν ὡς πρὸς ἀλλήλους, ἀπιέναι
δὲ ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστον πλὴν τῶν
τριάκοντα καὶ τῶν ἕνδεκα καὶ τῶν
ἐν Πειραιεῖ ἀρξάντων δέκα. εἰ δέ
τινες φοβοῖντο τῶν ἐξ ἄστεως, ἔδοξεν
αὐτοῖς ᾿Ελευσῖνα κατοικεῖν.
τούτων
δὲ περανθέντων Παυσανίας μὲν διῆκε
τὸ στράτευμα, οἱ δ” ἐκ τοῦ Πειραιῶς
ἀνελθόντες σὺν τοῖς ὅπλοις εἰς τὴν
ἀκρόπολιν ἔθυσαν τῇ ᾿Αθηνᾷ.
ἐπεὶ δὲ
κατέβησαν† οἱ στρατηγοί, ἔνθα δὴ
ὁ Θρασύβουλος ἔλεξεν· ῾Υμῖν, ἔφη,
ὦ ἐκ τοῦ ἄστεως ἄνδρες, συμβουλεύω
ἐγὼ γνῶναι ὑμᾶς αὐτούς. μάλιστα
δ” ἂν γνοίητε, εἰ ἀναλογίσαισθε
ἐπὶ τίνι ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστίν,
ὥστε ἡμῶν ἄρχειν ἐπιχειρεῖν.
πότερον
δικαιότεροί ἐστε; ἀλλ” ὁ μὲν δῆμος
πενέστερος ὑμῶν ὢν οὐδὲν πώποτε
ἕνεκα χρημάτων ὑμᾶς ἠδίκηκεν·ὑμεῖς
δὲ πλουσιώτεροι πάντων ὄντες πολλὰ
καὶ αἰσχρὰ ἕνεκα κερδέων πεποιήκατε.
ἐπεὶ δὲ δικαιοσύνης οὐδὲν ὑμῖν
προσήκει, σκέψασθε εἰ ἄρα ἐπ”
ἀνδρείᾳ ὑμῖν μέγα φρονητέον.
καὶ
τίς ἂν καλλίων κρίσις τούτου γένοιτο
ἢ ὡς ἐπολεμήσαμεν πρὸς ἀλλήλους;
ἀλλὰ γνώμῃ φαίητ” ἂν προέχειν, οἳ
ἔχοντες καὶ τεῖχος καὶ ὅπλα καὶ
χρήματα καὶ συμμάχους Πελοποννησίους
ὑπὸ τῶν οὐδὲν τούτων ἐχόντων
περιείληφθε;
ἀλλ”
ἐπὶ Λακεδαιμονίοις δὴ οἴεσθε μέγα
φρονητέον εἶναι; πῶς, οἵγε ὥσπερ
τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες
παραδιδόασιν, οὕτω κἀκεῖνοι ὑμᾶς
παραδόντες τῷ ἠδικημένῳ τούτῳ
δήμῳ οἴχονται ἀπιόντες;
οὐ
μέντοι γε ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες, ἀξιῶ
ἐγὼ ὧν ὀμωμόκατε παραβῆναι οὐδέν,
ἀλλὰ καὶ τοῦτο πρὸς τοῖς ἄλλοις
καλοῖς ἐπιδεῖξαι, ὅτι καὶ εὔορκοι
καὶ ὅσιοί ἐστε. εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ
ἄλλα τοιαῦτα, καὶ ὅτι οὐδὲν δέοι
ταράττεσθαι, ἀλλὰ τοῖς νόμοις τοῖς
ἀρχαίοις χρῆσθαι, ἀνέστησε τὴν
ἐκκλησίαν. καὶ τότε μὲν ἀρχὰς
καταστησάμενοι ἐπολιτεύοντο·
ὑστέρῳ
δὲ χρόνῳ ἀκούσαντες ξένους μισθοῦσθαι
τοὺς ᾿Ελευσῖνι, στρατευσάμενοι
πανδημεὶ ἐπ” αὐτοὺς τοὺς μὲν
στρατηγοὺς αὐτῶν εἰς λόγους ἐλθόντας
ἀπέκτειναν, τοῖς δὲ ἄλλοις εἰσπέμψαντες
τοὺς φίλους καὶ ἀναγκαίους ἔπεισαν
συναλλαγῆναι. καὶ ὀμόσαντες ὅρκους
ἦ μὴν μὴ μνησικακήσειν, ἔτι καὶ νῦν
ὁμοῦ τε πολιτεύονται καὶ τοῖς ὅρκοις
ἐμμένει ὁ δῆμος.
|
Όταν
λοιπόν αυτοί αναχώρησαν για τη Σπάρτη,
έστειλαν και οι ολιγαρχικοί αντιπροσώπους
λέγοντας ότι οι ίδιοι από τη μια
παραδίδουν και τα τείχη που κατέχουν
και τους εαυτούς τους στους Σπαρτιάτες
να τους κάνουν ό,τι θέλουν˙ είπαν όμως
ότι έχουν την αξίωση και αυτοί που
βρίσκονται στον Πειραιά, αν ισχυρίζονται
ότι είναι φίλοι των Σπαρτιατών, να
παραδώσουν και τον Πειραιά και τη
Μουνιχία. Αφού οι έφοροι και η μικρή
συνέλευση άκουσαν όλους αυτούς,
έστειλαν στην Αθήνα δεκαπέντε άνδρες
και έδωσαν εντολή σε συνεργασία με
τον Παυσανία να τους συμφιλιώσουν με
όποιο τρόπο μπορούν καλύτερα.
Αυτοί
τους συμφιλίωσαν με τον όρο να έχουν
ειρήνη μεταξύ τους και ο καθένας να
γυρίσει στο σπίτι του εκτός από τους
Τριάκοντα και τους Ένδεκα και των Δέκα
που διετέλεσαν άρχοντες στον Πειραιά.
Αν κάποιοι από τους ολιγαρχικούς
φοβούνταν, αποφασίστηκε αυτοί να
κατοικούν στην Ελευσίνα.
Αφού
αυτά ολοκληρώθηκαν, ο Παυσανίας διέλυσε
το στράτευμα, ενώ αυτοί που βρίσκονταν
στον Πειραιά αφού ανέβηκαν ένοπλοι
στην Ακρόπολη θυσίασαν στην Αθηνά.
Όταν
κατέβηκαν , οι στρατηγοί συνεκάλεσαν
εκκλησία, όπου ο Θρασύβουλος είπε:
«Άνδρες ολιγαρχικοί, εγώ σας συμβουλεύω
να γνωρίσετε τον εαυτό σας. Και μάλιστα
θα τον γνωρίσετε, αν σκεφτείτε για
ποιο λόγο πρέπει να καυχιέστε, ώστε
να προσπαθείτε να μας εξουσιάζετε.
Για
ποιο απ’ όλα, είστε πιο δίκαιοι; Αλλά
ο λαός, αν και είναι πιο φτωχός από
εσάς, ποτέ σε τίποτα δε σας αδίκησε
για χρήματα˙
Εσείς
όμως, αν και είστε πλουσιότεροι από
όλους, έχετε κάνει πολλές αισχρές
πράξεις με σκοπό τα κέρδη. Επειδή
λοιπόν δεν έχετε καμμία σχέση με τη
δικαιοσύνη, εξετάστε αν για την ανδρεία
σας πρέπει να υπερηφανεύεσθε.
Και ποια
άλλη καλύτερη απάντηση θα μπορούσε
να υπάρξει, παρά το πώς πολεμήσαμε
μεταξύ μας; Αλλά θα μπορούσατε να
ισχυρισθείτε ότι υπερέχετε στην
ευφυΐα, εσείς οι οποίοι, αν και έχετε
και τείχος και όπλα και χρήματα και
συμμάχους Πελοποννησίους, έχετε
νικηθεί από αυτούς που δεν έχουν τίποτε
από αυτά;
Αλλά
νομίζετε ότι πρέπει να καυχιέστε για
του Λακεδαιμονίους; πώς, αφού αυτοί,
όπως ακριβώς έδεσαν τους σκύλους που
δαγκώνουν με περιλαίμιο τους παραδίδουν,
έτσι κι εκείνοι, αφού σας παρέδωσαν
στον αδικημένο τούτο λαό, σηκώθηκαν
κι έφυγαν;
Δεν
έχω, βέβαια, την αξίωση, άνδρες, να
καταπατήσετε τίποτα από όσα έχετε
ορκισθεί, αλλά μαζί με τα άλλα καλά
και τούτο να αποδείξετε, ότι είστε και
πιστοί στους όρκους σας και ευσεβείς.
Αφού είπε αυτά και άλλα παρόμοια, και
ότι δεν πρέπει να προκαλούν ταραχές,
αλλά να τηρούν τους αρχαίους νόμους,
διέλυσε την συνέλευση. Και τότε αφού
εγκατέστησαν νέους άρχοντες, ζούσαν
ως ελεύθεροι πολίτες.
Αργότερα,
επειδή πληροφορήθηκαν ότι αυτοί που
βρίσκονται στην Ελευσίνα προσλαμβάνουν
ξένους μισθοφόρους, αφού εξεστράτευσαν
με όλες τους τις δυνάμεις εναντίον
τους, όταν οι στρατηγοί τους ήρθαν για
διαπραγματεύσεις, τους σκότωσαν, τους
άλλους όμως, αφού τους έστειλαν τους
φίλους τους και τους συγγενείς τους,
τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Και αφού
ορκίσθηκαν ότι δεν θα θυμούνται τα
παλιά αδικήματα, ακόμη και τώρα ζουν
μαζί και ο λαός μένει πιστός στους
όρκους.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου