ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 5 ΙΟΥΛΙΟΥ 2006 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ∆ΩΝ: ΕΞΙ (6)
I. ΚΕΙΜΕΝΟ
Γεώργιος Βιζυηνός Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου (απόσπασμα) Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις. Τό ἀμυδρόν φῶς τῶν ἔμπροσθεν τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων, μόλις ἐξαρκοῦν νά φωτίζῃ αὐτό καί τάς πρό αὐτοῦ βαθμίδας1, καθίστα τό περί ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καί φοβερώτερον, παρά ἐάν ἤμεθα ὅλως διόλου εἰς τά σκοτεινά. Ὁσάκις τό φλογίδιον μιᾶς κανδήλας ἔτρεμε, μοί ἐφαίνετο, πώς ὁ Ἅγιος ἐπί τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νά ζωντανεύῃ, καί ἐσάλευε, προσπαθῶν ν’ ἀποσπασθῇ ἀπό τάς σανίδας, καί καταβῇ ἐπί τοῦ ἐδάφους, μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τούς ἀτενεῖς2 ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του. Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρός ἄνεμος ἐσύριζε διά τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων θορυβωδῶς τάς μικράς αὐτῶν ὑέλους, ἐνόμιζον, ὅτι οἱ περί την ἐκκλησίαν νεκροί ἀνερριχῶντο τούς τοίχους καί προσεπάθουν νά εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Καί τρέμων ἐκ φρίκης, ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἕνα σκελετόν, ὅστις ἥπλωνε νά θερμάνῃ τάς ἀσάρκους του χεῖρας ἐπί τοῦ «μαγκαλίου», τό ὁποῖον ἔκαιε πρό ἡμῶν. Καί ὅμως δέν ἐτόλμων νά δηλώσω οὐδέ τήν παραμικροτέραν ἀνησυχίαν. ∆ιότι ἠγάπων τήν ἀδελφήν μου, καί ἐθεώρουν μεγάλην προτίμησιν νά εἶμαι διαρκῶς πλησίον της καί πλησίον τῆς μητρός μου, ἥτις χωρίς ἄλλο θά μέ ἀπέστελλεν εἰς τόν οἶκον, εὐθύς ὡς ἤθελεν ὑποπτευθῆ ὅτι φοβοῦμαι. 1 Σκαλιά, σκαλοπάτια. 2 Έντονους.
ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ Ὑπέφερον λοιπόν καί κατά τάς ἑπομένας νύκτας τάς φρικιάσεις ἐκείνας μετά ἀναγκαστικῆς στωικότητος καί ἐξετέλουν προθύμως τά καθήκοντά μου, προσπαθῶν νά καταστῶ ὅσον τό δυνατόν ἀρεστότερος. Ἤναπτον πῦρ, ἔφερον νερόν καί ἐσκούπιζα τήν ἐκκλησίαν, ὅταν ἦτο καθημερινή. Τάς ἑορτάς καί Κυριακάς, κατά τόν ὄρθρον, ἐχειραγώγουν τήν ἀδελφήν μου, νά σταθῇ κάτω ἀπό τό εὐαγγέλιον, τό ὁποῖον ἀνεγίνωσκεν ὁ λειτουργός ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης. Κατά τήν λειτουργίαν, ἥπλωνα χαμαί τό «χράμι»3, ἐπί τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενής πρόμυτα4, διά νά περάσουν τά Ἅγια ἀπό ἐπάνω της. Κατά δέ τήν ἀπόλυσιν, ἔφερον τό προσκέφαλόν της ἐνώπιον τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Ἱεροῦ θύρας, διά νά γονατίζῃ ἐπ’ αὐτοῦ, ὥς πού νά «ξεφορέσῃ ὁ παππᾶς ἐπάνω της»5 καί νά τῆς σταυρώσῃ τό πρόσωπον μέ τήν Λόγχην, ψιθυρίζων τό «Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ἀνῃρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθροῦ, κτλ.». Καί εἰς ὅλα ταῦτα μέ παρηκολούθει ἡ πτωχή μου ἀδελφή μέ τήν ὠχράν καί μελαγχολικήν της ὄψιν, μέ τό ἀργόν καί ἀβέβαιον βῆμά της, ἑλκύουσα τόν οἶκτον τῶν ἐκκλησιαζομένων καί προκαλοῦσα τάς εὐχάς αὐτῶν ὑπέρ ἀναρρώσεώς της· ἀναρρώσεως, ἥτις δυστυχῶς ἤργει νά ἐπέλθῃ. Ἀπ’ ἐναντίας, ἡ ὑγρασία, τό ψῦχος, τό ἀσύνηθες καί, μά τό ναί, φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δέν ἤργησαν νά ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπί τῆς ἀσθενοῦς, τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχισε νά ἐμπνέῃ τώρα τούς ἐσχάτους φόβους. Ἡ μήτηρ μου τό ἠννόησε, καί ἤρχισε, καί ἐν αὐτῇ τῇ ἐκκλησίᾳ, νά δεικνύῃ θλιβεράν ἀδιαφορίαν πρός πᾶν ὅ,τι δέν ἦτο αὐτή ἡ ἀσθενής. ∆έν ἤνοιγε τά χείλη της πρός οὐδένα πλέον, εἰ μή πρός τήν Ἀννιώ καί πρός τούς ἁγίους, ὁσάκις ἐπροσηύχετο. Μίαν ἡμέραν τήν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος, ἐνῷ ἔκλαιε γονυπετής πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος. − Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καί ἄφησέ μου τό κορίτσι. Τό βλέπω πώς εἶναι γιά νά γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τήν ἁμαρτίαν μου καί ἐβάλθηκες νά μοῦ πάρῃς τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
3 Μάλλινο σεντόνι, κροσσωτό κλινοσκέπασμα. 4 Μπρούμυτα. 5 Να βγάλει το πετραχήλι και να το τοποθετήσει στο κεφάλι της.
ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΡΧΗ 3ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγῆς, καθ’ ἥν τά δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπί τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καί ἔπειτα ἐπρόσθεσεν· − Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου... χάρισέ μου τό κορίτσι! Ὅταν ἤκουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νεῦρά μου καί ἤρχισαν τά αὐτία μου νά βοΐζουν. ∆έν ἠδυνήθην ν’ ἀκούσω περιπλέον. Καθ’ ἥν δέ στιγμήν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου καταβληθεῖσα ὑπό φοβερᾶς ἀγωνίας, ἔπιπτεν ἀδρανής ἐπί τῶν μαρμάρων, ἐγώ ἀντί νά δράμω6 πρός βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τήν εὐκαιρίαν νά φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καί ἐκβάλλων κραυγάς, ὡς ἐάν ἠπείλει νά μέ συλλάβῃ ὁρατός αὐτός ὁ Θάνατος. Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο ὑπό τοῦ τρόμου, καί ἐγώ ἔτρεχον, καί ἀκόμη ἔτρεχον. Καί χωρίς νά τό ἐννοήσω, εὑρέθην ἔξαφνα μακράν, πολύ μακράν τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐστάθην νά πάρω την ἀναπνοήν μου, κ’ ἐτόλμησα νά γυρίσω νά ἰδῶ ὀπίσω μου. Κανείς δέν μ’ ἐκυνήγει. Ἤρχισα λοιπόν νά συνέρχωμαι ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, καί ἤρχισα νά συλλογίζωμαι. Ἀνεκάλεσα εἰς τήν μνήμην μου ὅλας τάς πρός τήν μητέρα τρυφερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα νά ἐνθυμηθῶ μήπως τῆς ἔπταισά ποτε, μήπως τήν ἀδίκησα, ἀλλά δέν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὕρισκον, ὅτι ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθη αὐτή ἡ ἀδελφή μας, ἐγώ, ὄχι μόνον δέν ἠγαπήθην, ὅπως θά τό ἐπεθύμουν, ἀλλά τοῦτ’ αὐτό παρηγκωνιζόμην ὁλονέν περισσότερον. Ἐνθυμήθην τότε, καί μοί ἐφάνη ὅτι ἐννόησα, διατί ὁ πατήρ μου ἐσυνήθιζε νά μέ ὀνομάζῃ «τό ἀδικημένο του». Καί μέ ἐπῆρε τό παράπονον καί ἤρχισα νά κλαίω. Ὤ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δέν μέ ἀγαπᾷ καί δέν μέ θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εἰς τήν ἐκκλησίαν! Καί διηυθύνθην πρός τήν οἰκίαν μας, περίλυπος καί ἀπηλπισμένος.
6 Να τρέξω.
ΤΕΛΟΣ 3ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΡΧΗ 4ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
II. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Βιζυηνός προωθεί την ηθογραφία προς την κατεύθυνση της ψυχογραφίας. Το «Αμάρτημα της μητρός μου», μάλιστα, είναι κατεξοχήν ψυχογραφικό διήγημα. Επαληθεύεται ο χαρακτηρισμός αυτός από το πιο πάνω απόσπασμα; Να δώσετε τρία παραδείγματα, σχολιάζοντάς τα. Μονάδες 15
Β1. Βασικά χαρακτηριστικά του αφηγηματικού λόγου στο «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι, μεταξύ άλλων, η περιγραφή, οι αναδρομές, η προσήμανση και η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Να επισημάνετε ( με ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση) την ύπαρξη αυτών των χαρακτηριστικών στο συγκεκριμένο απόσπασμα και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. Μονάδες 20
Β2. «Η άρρωστη Αννιώ παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά οι πρωταγωνιστές τώρα είναι άλλοι: η μητέρα και ο αφηγητής γιος της [...]». (Παν. Μουλλάς, «Εισαγωγή» [στο:] Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά ∆ιηγήματα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1998, σ. ρδ΄). Συμφωνείτε με την άποψη αυτή; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. Μονάδες 20 Γ. «[...]− Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου... χάρισέ μου τό κορίτσι! [...] Κανείς δέν μ’ ἐκυνήγει». Με βάση το πιο πάνω χωρίο, να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 120-140 λέξεων την απήχηση λόγων της μητέρας στο μικρό Γιωργή. Μονάδες 25
∆. Να συγκρίνετε τα συναισθήματα που τρέφει ο συγγραφέας για τη μητέρα του στο απόσπασμα που σας δόθηκε και στο πιο κάτω ποίημά του. Μονάδες 20
ΤΕΛΟΣ 4ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΡΧΗ 5ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά, κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά, σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει7. Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει, χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη, απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη. Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά, και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι8 στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά αισθήματα από την καρδιά που πάλλει κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά, αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη. Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά, μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη, δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά. Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη, στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.
(Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Πρόλογος Σπύρου Μελά. [...] [Αθήνα:] Εκδοτικός οίκος «Βίβλος» [1955], σ. 723). 7Ανθίζει, ανθοφορεί. 8 Περιγιάλι, ακρογιάλι, ακροθαλασσιά.
ΤΕΛΟΣ 5ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
I. ΚΕΙΜΕΝΟ
Γεώργιος Βιζυηνός Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου (απόσπασμα) Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις. Τό ἀμυδρόν φῶς τῶν ἔμπροσθεν τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων, μόλις ἐξαρκοῦν νά φωτίζῃ αὐτό καί τάς πρό αὐτοῦ βαθμίδας1, καθίστα τό περί ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καί φοβερώτερον, παρά ἐάν ἤμεθα ὅλως διόλου εἰς τά σκοτεινά. Ὁσάκις τό φλογίδιον μιᾶς κανδήλας ἔτρεμε, μοί ἐφαίνετο, πώς ὁ Ἅγιος ἐπί τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νά ζωντανεύῃ, καί ἐσάλευε, προσπαθῶν ν’ ἀποσπασθῇ ἀπό τάς σανίδας, καί καταβῇ ἐπί τοῦ ἐδάφους, μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τούς ἀτενεῖς2 ὀφθαλμούς ἐπί τοῦ ὠχροῦ καί ἀπαθοῦς προσώπου του. Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρός ἄνεμος ἐσύριζε διά τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων θορυβωδῶς τάς μικράς αὐτῶν ὑέλους, ἐνόμιζον, ὅτι οἱ περί την ἐκκλησίαν νεκροί ἀνερριχῶντο τούς τοίχους καί προσεπάθουν νά εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Καί τρέμων ἐκ φρίκης, ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἕνα σκελετόν, ὅστις ἥπλωνε νά θερμάνῃ τάς ἀσάρκους του χεῖρας ἐπί τοῦ «μαγκαλίου», τό ὁποῖον ἔκαιε πρό ἡμῶν. Καί ὅμως δέν ἐτόλμων νά δηλώσω οὐδέ τήν παραμικροτέραν ἀνησυχίαν. ∆ιότι ἠγάπων τήν ἀδελφήν μου, καί ἐθεώρουν μεγάλην προτίμησιν νά εἶμαι διαρκῶς πλησίον της καί πλησίον τῆς μητρός μου, ἥτις χωρίς ἄλλο θά μέ ἀπέστελλεν εἰς τόν οἶκον, εὐθύς ὡς ἤθελεν ὑποπτευθῆ ὅτι φοβοῦμαι. 1 Σκαλιά, σκαλοπάτια. 2 Έντονους.
ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ Ὑπέφερον λοιπόν καί κατά τάς ἑπομένας νύκτας τάς φρικιάσεις ἐκείνας μετά ἀναγκαστικῆς στωικότητος καί ἐξετέλουν προθύμως τά καθήκοντά μου, προσπαθῶν νά καταστῶ ὅσον τό δυνατόν ἀρεστότερος. Ἤναπτον πῦρ, ἔφερον νερόν καί ἐσκούπιζα τήν ἐκκλησίαν, ὅταν ἦτο καθημερινή. Τάς ἑορτάς καί Κυριακάς, κατά τόν ὄρθρον, ἐχειραγώγουν τήν ἀδελφήν μου, νά σταθῇ κάτω ἀπό τό εὐαγγέλιον, τό ὁποῖον ἀνεγίνωσκεν ὁ λειτουργός ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης. Κατά τήν λειτουργίαν, ἥπλωνα χαμαί τό «χράμι»3, ἐπί τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενής πρόμυτα4, διά νά περάσουν τά Ἅγια ἀπό ἐπάνω της. Κατά δέ τήν ἀπόλυσιν, ἔφερον τό προσκέφαλόν της ἐνώπιον τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Ἱεροῦ θύρας, διά νά γονατίζῃ ἐπ’ αὐτοῦ, ὥς πού νά «ξεφορέσῃ ὁ παππᾶς ἐπάνω της»5 καί νά τῆς σταυρώσῃ τό πρόσωπον μέ τήν Λόγχην, ψιθυρίζων τό «Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ἀνῃρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθροῦ, κτλ.». Καί εἰς ὅλα ταῦτα μέ παρηκολούθει ἡ πτωχή μου ἀδελφή μέ τήν ὠχράν καί μελαγχολικήν της ὄψιν, μέ τό ἀργόν καί ἀβέβαιον βῆμά της, ἑλκύουσα τόν οἶκτον τῶν ἐκκλησιαζομένων καί προκαλοῦσα τάς εὐχάς αὐτῶν ὑπέρ ἀναρρώσεώς της· ἀναρρώσεως, ἥτις δυστυχῶς ἤργει νά ἐπέλθῃ. Ἀπ’ ἐναντίας, ἡ ὑγρασία, τό ψῦχος, τό ἀσύνηθες καί, μά τό ναί, φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δέν ἤργησαν νά ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπί τῆς ἀσθενοῦς, τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχισε νά ἐμπνέῃ τώρα τούς ἐσχάτους φόβους. Ἡ μήτηρ μου τό ἠννόησε, καί ἤρχισε, καί ἐν αὐτῇ τῇ ἐκκλησίᾳ, νά δεικνύῃ θλιβεράν ἀδιαφορίαν πρός πᾶν ὅ,τι δέν ἦτο αὐτή ἡ ἀσθενής. ∆έν ἤνοιγε τά χείλη της πρός οὐδένα πλέον, εἰ μή πρός τήν Ἀννιώ καί πρός τούς ἁγίους, ὁσάκις ἐπροσηύχετο. Μίαν ἡμέραν τήν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος, ἐνῷ ἔκλαιε γονυπετής πρό τῆς εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος. − Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καί ἄφησέ μου τό κορίτσι. Τό βλέπω πώς εἶναι γιά νά γένῃ. Ἐνθυμήθηκες τήν ἁμαρτίαν μου καί ἐβάλθηκες νά μοῦ πάρῃς τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε!
3 Μάλλινο σεντόνι, κροσσωτό κλινοσκέπασμα. 4 Μπρούμυτα. 5 Να βγάλει το πετραχήλι και να το τοποθετήσει στο κεφάλι της.
ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΡΧΗ 3ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγῆς, καθ’ ἥν τά δάκρυά της ἠκούοντο στάζοντα ἐπί τῶν πλακῶν ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, ἐδίστασεν ὀλίγον, καί ἔπειτα ἐπρόσθεσεν· − Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου... χάρισέ μου τό κορίτσι! Ὅταν ἤκουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νεῦρά μου καί ἤρχισαν τά αὐτία μου νά βοΐζουν. ∆έν ἠδυνήθην ν’ ἀκούσω περιπλέον. Καθ’ ἥν δέ στιγμήν εἶδον, ὅτι ἡ μήτηρ μου καταβληθεῖσα ὑπό φοβερᾶς ἀγωνίας, ἔπιπτεν ἀδρανής ἐπί τῶν μαρμάρων, ἐγώ ἀντί νά δράμω6 πρός βοήθειάν της, ἐπωφελήθην τήν εὐκαιρίαν νά φύγω ἐκ τῆς ἐκκλησίας, τρέχων ὡς ἔξαλλος καί ἐκβάλλων κραυγάς, ὡς ἐάν ἠπείλει νά μέ συλλάβῃ ὁρατός αὐτός ὁ Θάνατος. Οἱ ὀδόντες μου συνεκρούοντο ὑπό τοῦ τρόμου, καί ἐγώ ἔτρεχον, καί ἀκόμη ἔτρεχον. Καί χωρίς νά τό ἐννοήσω, εὑρέθην ἔξαφνα μακράν, πολύ μακράν τῆς ἐκκλησίας. Τότε ἐστάθην νά πάρω την ἀναπνοήν μου, κ’ ἐτόλμησα νά γυρίσω νά ἰδῶ ὀπίσω μου. Κανείς δέν μ’ ἐκυνήγει. Ἤρχισα λοιπόν νά συνέρχωμαι ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, καί ἤρχισα νά συλλογίζωμαι. Ἀνεκάλεσα εἰς τήν μνήμην μου ὅλας τάς πρός τήν μητέρα τρυφερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα νά ἐνθυμηθῶ μήπως τῆς ἔπταισά ποτε, μήπως τήν ἀδίκησα, ἀλλά δέν ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὕρισκον, ὅτι ἀφ’ ὅτου ἐγεννήθη αὐτή ἡ ἀδελφή μας, ἐγώ, ὄχι μόνον δέν ἠγαπήθην, ὅπως θά τό ἐπεθύμουν, ἀλλά τοῦτ’ αὐτό παρηγκωνιζόμην ὁλονέν περισσότερον. Ἐνθυμήθην τότε, καί μοί ἐφάνη ὅτι ἐννόησα, διατί ὁ πατήρ μου ἐσυνήθιζε νά μέ ὀνομάζῃ «τό ἀδικημένο του». Καί μέ ἐπῆρε τό παράπονον καί ἤρχισα νά κλαίω. Ὤ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δέν μέ ἀγαπᾷ καί δέν μέ θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εἰς τήν ἐκκλησίαν! Καί διηυθύνθην πρός τήν οἰκίαν μας, περίλυπος καί ἀπηλπισμένος.
6 Να τρέξω.
ΤΕΛΟΣ 3ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΡΧΗ 4ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
II. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Βιζυηνός προωθεί την ηθογραφία προς την κατεύθυνση της ψυχογραφίας. Το «Αμάρτημα της μητρός μου», μάλιστα, είναι κατεξοχήν ψυχογραφικό διήγημα. Επαληθεύεται ο χαρακτηρισμός αυτός από το πιο πάνω απόσπασμα; Να δώσετε τρία παραδείγματα, σχολιάζοντάς τα. Μονάδες 15
Β1. Βασικά χαρακτηριστικά του αφηγηματικού λόγου στο «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι, μεταξύ άλλων, η περιγραφή, οι αναδρομές, η προσήμανση και η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Να επισημάνετε ( με ένα παράδειγμα για κάθε περίπτωση) την ύπαρξη αυτών των χαρακτηριστικών στο συγκεκριμένο απόσπασμα και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους. Μονάδες 20
Β2. «Η άρρωστη Αννιώ παραμένει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αλλά οι πρωταγωνιστές τώρα είναι άλλοι: η μητέρα και ο αφηγητής γιος της [...]». (Παν. Μουλλάς, «Εισαγωγή» [στο:] Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά ∆ιηγήματα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» 1998, σ. ρδ΄). Συμφωνείτε με την άποψη αυτή; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. Μονάδες 20 Γ. «[...]− Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου... χάρισέ μου τό κορίτσι! [...] Κανείς δέν μ’ ἐκυνήγει». Με βάση το πιο πάνω χωρίο, να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 120-140 λέξεων την απήχηση λόγων της μητέρας στο μικρό Γιωργή. Μονάδες 25
∆. Να συγκρίνετε τα συναισθήματα που τρέφει ο συγγραφέας για τη μητέρα του στο απόσπασμα που σας δόθηκε και στο πιο κάτω ποίημά του. Μονάδες 20
ΤΕΛΟΣ 4ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΡΧΗ 5ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά, κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά, σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει7. Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει, χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη, απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη. Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά, και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι8 στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά αισθήματα από την καρδιά που πάλλει κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά, αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη. Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά, μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά. Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη, δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά. Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη, στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.
(Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Πρόλογος Σπύρου Μελά. [...] [Αθήνα:] Εκδοτικός οίκος «Βίβλος» [1955], σ. 723). 7Ανθίζει, ανθοφορεί. 8 Περιγιάλι, ακρογιάλι, ακροθαλασσιά.
ΤΕΛΟΣ 5ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου