Ασκήσεις
1. Έργο του προοιμίου είναι η εύνοια, η πρόσεξις (προσοχή) και η ευμάθεια (κατατόπιση). Πραγματώνεται το έργο αυτό στο συγκεκριμένο προοίμιο;
Το προοίμιο αυτό είναι εξαιρετικά αριστοτεχνικό, καθώς επιτυγχάνει με ευσύνοπτο τρόπο, όχι μόνο να κατατοπίσει τους ακροατές σχετικά με τη βασική κατηγορία που έχει διατυπωθεί, αλλά και να κεντρίσει το ενδιαφέρον τους, και συνάμα να δημιουργήσει μέσα από τη μεγάλη εμπιστοσύνη που δείχνει ο Μαντίθεος στην αθωότητά του, τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ευνοϊκή τους στάση απέναντί του.
Ειδικότερα, διαπιστώνουμε πως ο Μαντίθεος προκειμένου να κερδίσει την εύνοια των ακροατών επιχειρεί να τονίσει με ιδιαίτερη έμφαση την εμπιστοσύνη που έχει στον εαυτό του και στην αθωότητά του. Εμφανίζεται, έτσι, ως ένας άνθρωπος που δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, και δηλώνει μάλιστα πως όποιος μάθει τα πεπραγμένα της ζωής του, ακόμη κι αν πρώτα τον έβλεπε αρνητικά, θ’ αλλάξει γνώμη και θα τον θεωρεί πλέον πολύ καλύτερο. Κι είναι τέτοια η βεβαιότητα που έχει ο Μαντίθεος στην αθωότητα και στο ήθος του, ώστε εμφανίζεται να χρωστά σχεδόν χάρη στους κατηγόρους του και να τους είναι ευγνώμων για την ευκαιρία που του προσφέρουν να μιλήσει για τη ζωή του. Συνάμα, πάντως, επισημαίνει πως γνωρίζει καλά τις δόλιες προθέσεις αυτών που τον κατηγόρησαν, στοιχείο που υποδηλώνει αφενός την αντιληπτική ικανότητα του ίδιου, αλλά και την αχρειότητα εκείνων. Επιπλέον, με τη διαβεβαίωση που δίνει για τα δημοκρατικά του φρονήματα, αλλά και για τη συμμετοχή του στους αγώνες που έδωσαν οι Αθηναίοι στις δύσκολες για τη δημοκρατία εποχές, αγγίζει ένα θέμα που τους συγκινεί ιδιαίτερα. Τέλος, ενισχύει την αρχική εντύπωση της πίστης που έχει στην αθωότητά του, όταν ζητά από τους βουλευτές να εγκρίνουν την εκλογή του, μόνο εφόσον τους αποδείξει ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις.
Σε ότι αφορά την προσοχή, την πρόσεξιν, των ακροατών ο Μαντίθεος αρχίζει το λόγο του μ’ έναν ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο αφού εκφράζει, έστω και υπό προϋποθέσεις, ευγνωμοσύνη στους κατηγόρους του. Κι ενώ θα περίμενε κανείς αγανάκτηση από μέρους του για το άδικο της κατηγορίας, εκείνος δηλώνει πως τους χρωστά χάρη γιατί του δίνουν την ευκαιρία να μιλήσει για όσα έχει κάνει στη ζωή του, κι έτσι να φέρει με το μέρος του ακόμη και ανθρώπους που μέχρι πρότινος ήταν εχθρικοί απέναντί του. Με την έντονη, μάλιστα, αυτοπεποίθησή του και με την ελπίδα που εκφράζει ότι θα μεταστρέψει την εις βάρος του δυσμενή εντύπωση, επιχειρεί να προϊδεάσει τους βουλευτές, δημιουργώντας τους έτσι εύλογο ενδιαφέρον για όσα πρόκειται να εκθέσει στη συνέχεια.
Σε σχέση με την ευμάθεια (την κατατόπιση), ο Μαντίθεος δίνει απάντηση στην κατηγορία που έχει διατυπωθεί εις βάρος του, πως είχε δηλαδή υπηρετήσει ως ιππέας στα χρόνια των Τριάκοντα, λέγοντας πως απουσίαζε εκείνη την περίοδο από την πόλη. Επίσης, διαβεβαιώνει τους βουλευτές πως δεν είχε καμία συμμετοχή στο καθεστώς των Τριάκοντα, και πως ο ίδιος είναι δημοκράτης, έχοντας μάλιστα συμμετάσχει μαζί με τους υπόλοιπους Αθηναίους στους κινδύνους που διέτρεξε η πόλη τη δύσκολη εκείνη περίοδο. Συνάμα, ο Μαντίθεος φροντίζει να υποδείξει τα μικροπρεπή κίνητρα των κατηγόρων του, οι οποίοι επιδιώκουν με κάθε τρόπο να τον βλάψουν∙ καθώς και να τονίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη που έχει στον εαυτό του και στις πράξεις του, μιας και μέσα από τα γεγονότα του παρελθόντος του θα διαφανούν το ήθος και η ακεραιότητά του.
2. Τι γνωρίζετε για τη δοκιμασία;
Η δοκιμασία αποτελούσε βασικό θεσμό του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα των κλασικών χρόνων. Ήταν στην ουσία μια διαδικασία εξέτασης των αιρετών και κληρωτών αρχόντων που διαπίστωνε αν πληρούνταν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ανάληψη των καθηκόντων τους και αν ήσαν άξιοι για το αξίωμα που είχαν κληθεί να αναλάβουν. Η δοκιμασία ήταν υποχρεωτική για τους εκλεγμένους άρχοντες. Δεν μπορούσαν να ορκιστούν και να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, αν προηγουμένως δεν είχαν υποβληθεί στη διαδικασία αυτή.
Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι η δοκιμασία θεσπίστηκε από τον Σόλωνα με σκοπό τον παραμερισμό των αναξίων. Πειστικότερη όμως φαίνεται η άποψη του Hignett, ότι η δοκιμασία θεσπίστηκε από τον Κλεισθένη παράλληλα με τη δημιουργία της Βουλής των Πεντακοσίων. Η δοκιμασία των εννέα αρχόντων και των Βουλευτών αρχικά ελάμβανε χώρα μόνο ενώπιον της Βουλής, αργότερα όμως και ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας για όσους αποδοκίμαζε η Βουλή και ασκούσαν έφεση (Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία 55.2 και 45.3· Δημοσθένη, Προς Λεπτίνην 90).
Η διαδικασία της δοκιμασίας είχε την εξής μορφή: Στην αρχή οι Βουλευτές της απερχόμενης Βουλής υπέβαλλαν ορισμένες καθιερωμένες ερωτήσεις στον υποψήφιο άρχοντα που αφορούσαν όλη τη ζωή του, ειδικότερα δε την καταγωγή του, για να διαπιστωθεί αν ήταν Αθηναίος πολίτης (συγκεκριμένα αφορούσαν τα ονόματα του πατέρα, της μητέρας, των δύο παππούδων, καθώς και τους δήμους από τους οποίους κατάγονταν). Στη συνέχεια, έπρεπε να διαπιστωθεί αν σεβόταν τους γονείς του και απέδιδε τις πρέπουσες τιμές στους τάφους τους· επίσης, αν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, πλήρωνε τακτικά τους φόρους και λάτρευε τους θεούς της πόλης. Οι απαντήσεις του δοκιμαζόμενου έπρεπε να επιβεβαιώνονται από μάρτυρες. Στη συνέχεια όποιος ήθελε μπορούσε να απευθύνει κατά του εξεταζομένου κατηγορία, την οποία μπορούσε εκείνος να αντικρούσει με επιχειρήματα. Μετά απ’ αυτό η Βουλή ή οι δικαστές αποφάσιζαν για την αποδοχή ή την απόρριψή του. Η δοκιμασία δεν ήταν πάντοτε μια συνοπτική και τυπική διαδικασία, αλλά μπορούσε να είναι περισσότερο λεπτομερής και χρονοβόρα, γιατί μπορούσε να περιλάβει ένα ευρύτερο και εξονυχιστικότερο έλεγχο της προσωπικότητας του δοκιμαζομένου, με σκοπό να διαπιστωθεί αν ήταν άξιος του λειτουργήματος στο οποίο είχε αναδειχθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου