Ασκήσεις
1. Ποιο είναι το βαθύτερο αίτιο της κατηγορίας κατά του Μαντιθέου;
Το γεγονός πως ο κατήγορος του Μαντιθέου βασίζεται σ’ ένα στοιχείο ελάχιστα αξιόπιστο, όπως ήταν οι σανίδες με τα ονόματα των ιππέων, και δεν έχει στη διάθεσή του πιο ακράδαντα στοιχεία ενοχής, υποδηλώνει μια ευκαιριακή επίθεση, μάλλον προσωπικού χαρακτήρα. Δεν είναι απίθανο δηλαδή ο κατήγορος κινούμενος από ταπεινά συναισθήματα φθόνου και αντιζηλίας να θέλησε να εκμεταλλευτεί τη γενική απέχθεια των Αθηναίων για το καθεστώς των Τριάκοντα, μόνο και μόνο για να αμαυρώσει το καλό όνομα του Μαντιθέου.
Αν λάβουμε υπόψη μας τις σχέσεις που είχε η οικογένεια του Μαντιθέου με το βασιλιά του Πόντου, καθώς και την ποιότητα του προσωπικού του ήθους, όπως αυτή φανερώνεται στη συνέχεια της απολογίας του, μπορούμε εύλογα να αντιληφθούμε πως θα υπήρχαν άτομα που τον φθονούσαν. Οπότε η κατηγορία εναντίον του αντί να έχει ως κίνητρο την προστασία των δημοκρατικών θεσμών και της σωστής και αξιοκρατικής επιλογής των συμμετεχόντων στα διάφορα αξιώματα, προέκυψε πιθανώς από ταπεινά κίνητρα αντιζηλίας.
2. Με ποια επιχειρήματα προσπαθεί ο Μαντίθεος να αναιρέσει την κατηγορία; Ποιο κατά τη γνώμη σας έχει τη μεγαλύτερη αποδεικτική ισχύ; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας.
Ο Μαντίθεος προτίθεται να αποδείξει πως ούτε ανήκε στην τάξη των ιππέων, ούτε είχε συμμετοχή στο καθεστώς των Τριάκοντα. Αρχίζει, λοιπόν, την απολογία του με εκείνο το επιχείρημα που λειτουργεί ως βασικό και αναμφισβήτητο άλλοθι∙ προτού καν ηττηθούν οι Αθηναίοι στους Αιγός ποταμούς, τον Απρίλιο του 405 π.Χ., ο ίδιος και ο αδερφός του είχαν σταλεί από τον πατέρα τους στον Πόντο για να ζήσουν κοντά στον εκεί βασιλιά Σάτυρο. Επομένως, ο Μαντίθεος δεν ήταν στην Αθήνα ούτε όταν οι συμπολίτες του αναγκάστηκαν να γκρεμίσουν τα μακρά τείχη που συνέδεαν την πόλη με τον Πειραιά, ούτε κυρίως όταν εδραιώθηκε το τυραννικό καθεστώς των Τριάκοντα, τον Αύγουστο του 404 π.Χ.. Παρέμεινε, μάλιστα, μακριά από την Αθήνα καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της κυριαρχίας τους, επιστρέφοντας πέντε μόλις μέρες προτού ο Θρασύβουλος με χίλιους δημοκρατικούς εισέλθει στον Πειραιά, τον Μάιο του 403 π.Χ.
Η απουσία του από την Αθήνα κατά τη διάρκεια της απόλυτης κυριαρχίας των τυράννων συνιστά πολύ σημαντικό επιχείρημα, καθώς εύλογα δε θα ήταν εφικτή η συμμετοχή του στις παρανομίες και τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν εκείνη την περίοδο. Ενώ, ακόμη και κατά το διάστημα των λίγων ημερών που βρέθηκε στην Αθήνα, προτού καταλυθεί των τυραννικό καθεστώς, θα ήταν αδύνατον να συνεργαστεί μαζί τους. Αφενός, διότι θα ήταν άτοπο από μέρους του, έχοντας φτάσει σε μια τόσο οριακή στιγμή για το καθεστώς των Τριάκοντα, να επιδιώξει μια συνεργασία μαζί τους, κι αφετέρου διότι και οι ίδιοι οι τύραννοι δεν αναγνώριζαν και δεν παρείχαν εξουσίες σε άτομα που απουσίαζαν από την πόλη και δεν είχαν εμπλακεί στις ανομίες τους, ώστε να τους εμπιστεύονται και κυρίως να μπορούν να τους έχουν υπό τον έλεγχό τους. Άλλωστε, υπήρχαν τέτοιες εσωτερικές εντάσεις στο καθεστώς, ώστε αφαιρούσαν αξιώματα ακόμα κι από άτομα που είχαν πλήρη συμμετοχή στη δράση των τυράννων.
Με αυτές τις σκέψεις ο Μαντίθεος στοιχειοθετεί ένα ισχυρό πλαίσιο αμφισβήτησης των κατηγοριών που του αποδίδονται, καθώς λόγω της απουσίας του υπήρξε ένα μικρό μόνο περιθώριο λίγων ημερών να συνεργαστεί με τους Τριάκοντα, γεγονός που καθιστά εξορισμού αβάσιμο κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.
Στη συνέχεια προχωρά στην αναίρεση του μόνου αποδεικτικού στοιχείου που έχουν οι κατήγοροι εναντίον του, την αναγραφή δηλαδή του ονόματός του στις σανίδες όπου κατέγραφαν τα ονόματα των ιππέων. Οι αλειμμένες με γύψο αυτές πινακίδες που εκθέτονταν σε κοινή θέα, κι ήταν ευάλωτες άρα σε οποιαδήποτε παρέμβαση είτε κάποιος ήθελε να αφαιρέσει το όνομά του είτε ήθελε να προσθέσει κάποιο άλλο, δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστο στοιχείο. Ενδεικτικό προς αυτό είναι το γεγονός πως άνθρωποι που παραδέχονται πως ανήκαν στην τάξη των ιππέων, δεν ήταν καταγεγραμμένοι σε αυτές.
Η μόνη μαρτυρία που θα μπορούσε να είναι πραγματικά αξιόπιστη θα ήταν αν το όνομά του ήταν καταγεγραμμένο στους καταλόγους των ιππέων που συντάσσονταν από τους φύλαρχους, κι οι οποίοι παραδίδονταν και φυλάσσονταν στη Βουλή. Στους καταλόγους, δηλαδή, που συντάσσονταν με την αποκλειστική ευθύνη των φυλάρχων και με βάση των οποίων ζητήθηκαν πίσω, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, οι χρηματικές προκαταβολές που είχαν δοθεί σε όσους υπηρέτησαν ως ιππείς. Αν, λοιπόν, ο Μαντίθεος είχε υπηρετήσει στην τάξη των ιππέων, τότε σίγουρα θα ήταν καταγεγραμμένος σ’ έναν από αυτούς τους λεπτομερείς και προσεκτικά συμπληρωμένους καταλόγους, των οποίων η αξιοπιστία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς οι φύλαρχοι ήταν αναγκασμένοι να συλλέξουν τις «καταστάσεις», τις χρηματικές προκαταβολές, διαφορετικά θα τιμωρούνταν οι ίδιοι προσωπικά.
Η μη αναφορά του ονόματός του στους καταλόγους των φυλάρχων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ίδιος απουσίαζε από την Αθήνα, συνθέτουν ένα ισχυρό αποδεικτικό επιχείρημα, καθώς επί της ουσίας ο Μαντίθεος έχει να απολογηθεί για το διάστημα των λίγων ημερών που βρέθηκε στην Αθήνα, προτού καταρρεύσει το καθεστώς των Τριάκοντα. Εφόσον, επομένως, το μόνο αποδεικτικό στοιχείο της κατηγορίας είναι η αναγραφή του ονόματός του στις γύψινες σανίδες, ο Μαντίθεος με την επίκληση των πιο αξιόπιστων καταλόγων των φυλάρχων, καταρρίπτει ουσιαστικά το εις βάρος του κατηγορητήριο.
Κλείνει, μάλιστα, την επιχειρηματολογία του λέγοντας πως αν είχε πράγματι υπηρετήσει ως ιππέας, δε θα το αρνιόταν με τόση επιμονή, αφού αυτό και μόνο το γεγονός δε συνιστά αιτία αποκλεισμού από το βουλευτικό αξίωμα. Υπάρχουν, άλλωστε, πολλοί που υπηρέτησαν τότε ως ιππείς και κατόπιν εκλέχθηκαν, όχι μόνο βουλευτές, αλλά και στρατηγοί και ίππαρχοι. Εκείνο, επομένως, που κυρίως οφείλει να αποδείξει ο Μαντίθεος είναι πως δεν έβλαψε ποτέ κανέναν από τους συμπολίτες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου