Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ
Ν Ι Α Κ ΑΤ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ
Α . Π Α Π Α Δ
Ι Α Μ Α Ν Τ Η Σ , Ο Ν Ε Ι Ρ Ο Σ Τ Ο Κ Υ Μ Α
Ηθογραφία:
Ρεαλιστική απεικόνιση
της ζωής των απλών και ταπεινών ανθρώπων
της Σκιάθου.
- Τρόπος ζωής
και συνήθειες των απλών ανθρώπων της
νησιώτικης υπαίθρου: γεωργικές εργασίες,
έναρξη εργασιών με προσευχή (στοιχείο
λαϊκής θρησκευτικότητας), κλοπές ζώων
από τα κοπάδια.
- Λαϊκοί
θρύλοι και παραδόσεις (π.χ. το «άντρον»
των νυμφών ή το δείπνο του ήλιου, σε
συσχέτιση με την αρχαίαελληνική
μυθολογία).
- Συμπεριφορές
κοριτσιού.
- Αντιλήψεις
καλογέρων για την αποφυγή του γυναικείου
πειρασμού και τη σωτηρία της ψυχής.
- Αστική
κοινωνία: αποστροφή για τα χαρακτηριστικά
της κοινωνικής αστικής ζωής (του κόσμου
των μορφωμένων και της μισθωτής εργασίας
στην Αθήνα).
- Τρόποι
γραφής (πρωτοπρόσωπη αφήγηση, φωνογραφικοί
πιστοί διάλογοι).
- Ποιμενική
ζωή και επιρροές από το αρκαδικό
(βουκολικό) ειδύλλιο [Χαρακτηριστικά
της αρκαδικής ποίησης, που
εντοπίζονται
και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη,
είναι η γαλήνη της νύχτας, η ηρεμία των
ζώων, η ρέμβη, το ήπιο και ονειροπόλο
ύφος του βοσκού, όλα τα στοιχεία που
αισθητοποιούν την ευδαιμονία του βοσκού,
μέσα από την απόλυτη ταύτιση και ένωση
με το φυσικό χώρο. Χαρακτηριστικά
της ποιμενικής ποίησης: το
ερωτικό στοιχείο παραμένει αυστηρά
σε επίπεδο επιθυμίας και δεν
ολοκληρώνεται(πλατωνικός, ιδεώδης
έρωτας), η τάση φυγής από την πραγματικότητα,
η οποία εδώ εκφράζεται μέσω της τεχνικής
του ονείρου, η αγνότητα του νεαρού
βοσκού, ως απόρροια της φυσικής του
ζωής].
Ψυχογραφία:
Ο Παπαδιαμάντης δεν μένει μόνο στην
ηθογραφία. Αναζητά τα βαθύτερα κίνητρα
στις πράξεις των ηρώων του, ανιχνεύει
τους χαρακτήρες, παρουσιάζει γλαφυρά
τους πόθους τους, τις αδυναμίες τους ,
τα συναισθήματά τους.
- Εσωτερίκευση
της δράσης: εκτεταμένες ψυχολογικές
αναλύσεις, (εναλλασσόμενα και αντιφατικά
συναισθήματα και διλήμματα του ήρωα,
εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις),
στοχαστική διάθεση
Ρομαντισμός:
Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη παρουσιάζουν
έντονα τα κυριότερα χαρακτηριστικά του
ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Στο διήγημα
παρουσιάζονται δύο θεματικά μοτίβα που
είναι θεμελιώδη στο έργο της ευρωπαϊκής
ρομαντικής εποχής: ο προέχων ρόλος της
φύσης και ο ανέφικτος έρωτας.
-Η ειδυλλιακή
και εξιδανικευμένη αναπαράσταση της
φύσης και του παρελθόντος
- Οι εκτεταμένες
ποιητικές περιγραφές της φύσης, όπου
επιβιώνουν πολλά μοτίβα ρομαντικά
στοιχεία,μαγεία,συγκίνηση, νοσταλγία
- Τα
σκηνογραφικά στοιχεία με τις αναφορές
στη νύχτα, τη σελήνη, το φλοίσβο του
κύματος, το βράχο, την «ουράτης λαμπράς
αλουργίδος».
- Ο έντονος
συμβολισμός και η μεταφυσική διάσταση.
- η ύπαρξη
έντονων αντιθέσεων (όνειρο-πραγματικότητα,
φύση -άστυ, ωριμότητα -εφηβεία, ευτυχία
- δυστυχία,παρελθόν – παρόν).
Θρησκευτικότητα
-Η χριστιανική
πίστη.
-Η στοχαστική
διάθεση πάνω στα γεγονότα, τα πρόσωπα
και τα πράγματα.
- Η φυσιολατρική
διάθεση: φύση και άνθρωπος αποτελούν
κτίσματα του Θεού, η φύση συνδέεται με
την αθωότητα του ανθρώπου και διευκολύνει
την επικοινωνία του με το Θεό.
- Τα διακείμενα
από χωρία της Αγίας Γραφής: επιρροές
από εκκλησιαστικά κείμενα (Άσμα Ασμάτων
για την περιγραφή της κόρης, χωρία της
Π. Διαθήκης κ.ά.)
- Τρόπος ζωής,
συνήθειες και αντιλήψεις μοναχών.
- Έναρξη
εργασιών με προσευχή.
- Εκκλησιαστικοί
όροι (εγκαταβίωσεν, κωλυόμενος να
ιερατεύση, φραγγέλιον κ.ά.).
- Η γλώσσα
του είναι επηρεασμένη από τη βυζαντινή
υμνογραφία ενώ όλο το έργο του αποπνέει
τη βαθιά και αγνή θρησκευτικότητα των
απλών ανθρώπων.
Αφηγηματικό
υλικό
-Έμμεσες
γνώσεις (αρχαιοελληνικά, εκκλησιαστικά
και βυζαντινά κείμενα, ξένα κείμενα,
μυθολογία).
- Άμεσες,
«ζωντανές» γνώσεις (π.χ. ήθη και έθιμα,
ιστορίες από απλούς ανθρώπους της
Σκιάθου και της Αθήνας,ανέκδοτα,
παραμύθια, παραδόσεις, μάγια, ξόρκια,
προλήψεις, δεισιδαιμονίες, τραγούδια
κ.λπ.)
- Αυτοβιογραφικά
στοιχεία – βιώματα (η φυσική ζωή στη
Σκιάθο, οι εικόνες του βοσκόπουλου, η
σχέση με τη θάλασσα, το μοναστήρι του
Ευαγγελισμού και οι καλόγεροι, οι
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του
νησιού, οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές
των ανθρώπων κ.α.).
Ο
αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του
διηγήματος:
«Το Όνειρο
στο κύμα είναι ένα από τα διηγήματα
τουΠαπαδιαμάντη που καταχωρίζεται στα
«αυτοβιογραφικά», γεγονός όμως που
έχει δημιουργήσει πολλές ενστάσεις και
αντιπαραθέσεις για την έκταση και το
βαθμό κατάθεσης πραγματικών βιωμάτων
του ίδιου του συγγραφέα. Υπάρχουν
πολλά στοιχεία του κειμένου που θα
επιβεβαίωναν τον αυτοβιογραφικό
χαρακτήρα του έργου:
1. Η πρωτοπρόσωπη
αφήγηση.
2. Ο εξομολογητικός
χαρακτήρας του έργου.
3. Η βαθιά
θρησκευτικότητα και η χριστιανική αγωγή
που διακατέχει τον ήρωα- αφηγητή, μας
παραπέμπει στη σχέση που είχε ο ίδιος
ο Παπαδιαμάντης με τη θρησκεία.
4. Οι χώροι
της Σκιάθου και της Αθήνας που αναφέρονται
είναι αυτοί που πραγματικά έζησε ο
Παπαδιαμάντης τη ζωή του.
5. Η νοσταλγία
του ήρωα για τη ζωή κοντά στη φύση και
η ασφυκτική ζωή του στην πρωτεύουσα,
αντικατοπτρίζει τη κοσμοθεωρία του
ίδιου του Παπαδιαμάντη· σύμφωνα μ’
αυτήν στα αστικά κέντρα ο άνθρωπος
ασφυκτιά, χάνει τη φυσική του αγνότητα
και οδηγείται στη δυστυχία. Έτσι
συντελείται η οριστική έκπτωση από τον
παράδεισό του και η οριστική απώλεια
της αθωότητας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα
της διάψευσης και της χαμένης Εδέμ
εντάσσεται και η ισοπεδωτική και
απαξιωτική αναφορά του αφηγητή για τις
«θυγατέρες της Εύας», όπως χαρακτηρίζει
τις γυναίκες, αλλά και για τη μισθωτή
εργασία που του δημιουργεί αίσθημα
εξάρτησης και ανελευθερίας.
6. Ο Παπαδιαμάντης
παράλληλα γνωρίζουμε πως δεν ανεχόταν
τον κόσμο των συμβάσεων και της
υποκρισίας,ενώ καταδίκαζε τις επιφανειακές
και ανούσιες σχέσεις,( κατηγορήθηκε για
«μισογυνική» διάθεση, και μετά βίας
ανεχόταν την αναγκαστική- για βιοποριστικούς
λόγους-εργασία του στη Αθήνα , που
θεωρούσε έκφραση υποτέλειας και
αισθητοποίηση της ανελεύθερης ζωής στη
πόλη).
Από
την άλλη μεριά όμως υπάρχουν στοιχεία
που θέτουν υπό αμφισβήτηση την
αυτοβιογραφική «αποτύπωση» του
Παπαδιαμάντη στο έργο:
1. Τα εισαγωγικά
που υπάρχουν στην αρχή και το τέλος του
διηγήματος.
2. Η υπογραφή
στο τέλος του: «Δια την αντιγραφήν»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η εισαγωγή
του σχολικού μας βιβλίου άλλωστε λέει
πως « ο συγγραφέας με την υπογραφή του
στο τέλος αποποιείται κάθε ταύτισή του
με τον αφηγητή.
3. Τα αναφερόμενα
στοιχεία από τη ζωή του αφηγητή που δεν
ταυτίζονται με πραγματικά βιογραφικά
στοιχεία του ίδιου του Παπαδιαμάντη (
π.χ. ο ίδιος δεν εργάστηκε ποτέ ως
δικηγόρος).
Η αλήθεια
για το « θολό» ζήτημα της αυτοβιογραφικότητας
βρίσκεται, μάλλον, στην οπτική
με την οποία πρέπει να δούμε την αποτύπωση
των αυτοβιογραφικών στοιχείων σε ένα
λογοτεχνικό κείμενο. Είναι βέβαιο
πως κάθε συγγραφέας αντλεί τα θέματα
και τους ήρωές του από τον κύκλο των
παραστάσεων, των γνώσεων ,των βιωμάτων
και των εμπειριών του.
Είναι επίσης
πιθανό -και αυτό συμβαίνει συχνά στον
Παπαδιαμάντη- καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη
η
υπόθεση ενός
λογοτεχνικού έργου, ο συγγραφέας να
κάνει σύντομη παρεμβολή ενός δικού του
αυτοβιογραφικού
στοιχείου, όχι μόνο γιατί «δένει» με
την όλη αφήγηση, αλλά κυρίως γιατί του
δίνεται η ευκαιρία να ενσταλάξει τη
δική του προσωπική πικρία, τον δικό του
προσωπικό πόνο, και αυτό δρα λυτρωτικά
για τον ίδιο. Αν τώρα συμβεί το
συγκεκριμένο στοιχείο να μνημονεύεται
από τους βιογράφους του, παρασύρεται
κανείς εύκολα, γενικεύει και, με αφορμή
τη μικρή αυτή αυτοβιογραφική παρεμβολή,
θεωρεί αυτοβιογραφικό το σενάριο στο
σύνολο του. […].
Το ίδιο
συμβαίνει με το «όνειρο στο κύμα».
Ο Παπαδιαμάντης «ακουμπά» στο διήγημα
σκέψεις, όνειρα,εμπειρίες και αντιλήψεις
του για τη ζωή και τον κόσμο χωρίς να
εγκλωβίζει το έργο του στα στενά πλαίσια
της αυτοβιογραφίας. Περιπλέκει το
αυτοβιογραφικό στοιχείο μέσα σε
μυθοπλαστικές κατασκευές ηρώων
και βέβαια επιτυγχάνει ,με την πειστικότητα
που τον διακρίνει, να συμπαρασύρει τον
αναγνώστη στην « πλάνη της
αυτοβιογραφικότητας». Είναι ο
λεγόμενος « συγγραφικός δόλος». Αυτή η
τεχνική είναι , σύμφωνα με τον Γ. Παγανό,
μια τεχνική σκηνοθεσίας της αφήγησης,
ένας φυσικός τρόπος αφήγησης απέναντι
σ’ ένα υποθετικό ακροατή-αναγνώστη.
Ο
Παπαδιαμάντης με σπουδαία «σκηνογραφική»
ικανότητα, δημιουργεί την εντύπωση μέσα
από ταδιηγήματά του, ότι τα έζησε όλα
αυτά που γράφει, ακόμη κι όταν καταλαβαίνουμε
ότι τούτο είναι λογικά αδύνατο.
Αυτές οι
αλλότριες ιστορίες γίνονται αφορμή για
να αναπλάσει τη ζωή όπως εκείνος την
αγάπησε ή την φαντάστηκε. Αυτό απέχει
πολύ από την «ενσωμάτωση στο διήγημα
των σελίδων από το προσωπικό ημερολόγιο
του συγγραφέα», άποψη που υποστηρίζεται
από τον Παναγιώτη Μουλλά. Βέβαια ο
ίδιος υποστηρίζει κάπου αλλού πως «
δύσκολα θα μπορούσαμε να καθορίσουμε
με ακρίβεια σε τι ποσοστό μεταφέρονται
εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη».
Αντίθετα
πιο κοντά μας μάλλον βρίσκεται
η άποψη του Γ. Ιωάννου: «ο
Παπαδιαμάντης είναι πιο
πολύ
βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός
συγγραφέας». «Οι ιστορίες του
δεν είναι αυτοβιογραφικές αλλά αποτελούν
αφορμές για ανάπλαση ζωής». Πάντως το
βέβαιο είναι πως ο διαχωρισμός αυτός
χαρακτηρίζει γενικότερα στη Λογοτεχνία
τη σχέση συγγραφέα- αφηγητή: ο συγγραφέας
είναι ένα πραγματικό πρόσωπο με αληθινή
ζωή και υπάρχει έξω από το κείμενο,
ενώ αντίθετα ο αφηγητής είναι ένα
πρόσωπο του κειμένου, ένα κατασκεύασμα
από λέξεις.
Τελικά ίσως
αυτό που μένει από το « Όνειρο στο κύμα»
δεν είναι η αγωνία του αναγνώστη για το
βαθμό μετάδοσης των προσωπικών βιωμάτων
του Παπαδιαμάντη σ’ αυτό, αλλά η
βεβαιότητα πως το διήγημα «κραυγάζει»
την ψυχή του περισσότερο και όχι τόσο
πραγματικές εμπειρίες.... Απογοήτευση,
μεταμέλεια,ηττημένη διάθεση, αίσθηση
αποτυχίας, έλλειψη προσαρμογής στις
πρακτικές μέριμνες του βίου, απουσία
αυθεντικής
ζωής, ρομαντική νοσταλγία...»
[Από Π. Μοίρα,
ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ, ΠΗΓΕΣ: 1) Γ. Πυργιωτάκης:
Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης,
2) Π. Μουλάς: Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος,
3) Γ. Ιωάννου: « Ο της φύσεως έρως»].
Η
σκιαγράφηση των κοινωνικών ανισοτήτων
της εποχής: Δυο αναφορές
αναδεικνύουν τους κοινωνικούς
προβληματισμούς του Παπαδιαμάντη. Στην
πρώτη περίπτωση ο συγγραφέας στηλιτεύει
τους ανθρώπους της εξουσίας τους απλούς
υπαλλήλους της που εκμεταλλεύονται τη
θέση τους για να καρπώνονται τους κόπους
των πολιτών. Στη δεύτερη περίπτωση ο
κυρ Μόσχος γίνεται ο εκπρόσωπος της
τάξης των πλουσίων με το απέραντο κτήμα
του, τον πύργο του, προσπαθεί να κρατήσει
μακριά του τους φτωχούς ανθρώπους του
χωριού με τον περίβολό του αλλά για τον
Παπαδιαμάντη ο περίβολος αυτός γίνεται
σύμβολο της απομόνωσής του και του
περιορισμού και της ανελευθερίας του
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ
ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Σύνθεση
- Απλή σύνθεση
χωρίς έντονη δράση.
- Εσωτερίκευση
της δράσης: εκτεταμένες ψυχολογικές
αναλύσεις, ψυχογράφηση (διαγραφή)
χαρακτήρων,εσωτερικές αντιφάσεις και
συγκρούσεις.
-Παρουσία
ελάχιστων προσώπων.
- Λεπτομερείς
και εκτεταμένες περιγραφές που αναστέλλουν
τη δράση.
Πρωτοπρόσωπη
αφήγηση από έναν δραματοποιημένο,
αυτοδιηγητικό, ομοδιηγητικό αφηγητή
που είναι ο κεντρικός ήρωας, ο πρωταγωνιστής
της δικής του ιστορίας. Η αφήγηση
αυτού του είδους προσδίδει στο αφήγημα
αυτοβιογραφικό - βιωματικό χαρακτήρα.
Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί τον τύπο
του εξομολογούμενου αφηγητή που
αποφασίζει να καταγράψει το μετασχηματισμό
του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο,
που αντιστοιχεί με το πέρασμά του από
το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία
στην ωριμότητα, από την παραδεισιακή –
προπτωτική κατάσταση στην όλο φροντίδες
δουλεία της αστικής ζωής – μεταπτωτική
κατάσταση.
Εστίαση:
-εσωτερική
εστίαση: καθώς διηγείται την
εμπειρία του νεαρού βοσκού, που
εκτυλίσσεται στο χρονικό επίπεδο του
παρελθόντος, διατηρώντας την οπτική
γωνία του βοσκού, τη βιωματική προσέγγιση
των γεγονότων.
-μηδενική
εστίαση: Ο αφηγητής ταυτίζεται
με τον προλύτη, κυρίως στον πρόλογο και
τον επίλογο του έργου, αλλά και στην
ενδιάμεση αφήγηση, με κάποια σχόλια
που παρεμβάλλει. Στο παρόν, λοιπόν,
καθώς διηγείται από τη χρονική οπτική
γωνία της ωριμότητάς του, η εστίαση
είναι μηδενική. Αυτό συμβαίνει στο
χρονικό επίπεδο του παρόντος, όπου ο
ώριμος αφηγητής διηγείται ένα επεισόδιο
της νεότητάς του. Εδώ αποστασιοποιείται
από τον παρελθοντικό εαυτό του, τον
κρίνει, τον ερμηνεύει. Η προσέγγιση
είναι εννοιολογική και όχι βιωματική.
- Η
ταύτιση και η ταυτόχρονη αποστασιοποίηση
του αφηγητή από τη νεαρή πτυχή του εαυτού
του, δηλαδή η αλλαγή της εστίασης
που παρατηρούμε στα διάφορα σημεία του
διηγήματος, αναδεικνύει την αλλαγή
οπτικής γωνίας που συμβαίνει κατά τις
δυο περιόδους της ζωή του, δηλαδή
την αντίθεση, η οποία αποτελεί άξονα
ολόκληρου του διηγήματος.
Το
τέχνασμα της πλαστοπροσωπίας: Με
τα εισαγωγικά στα οποία περικλείεται
το διήγημα, με το παρενθετικό σχόλιο
«δια την αντιγραφήν» και την υπογραφή
του στο τέλος ο Παπαδιαμάντης φαίνεται
να αποποιείται της συμμετοχής του στο
διήγημα. Ωστόσο δε χωρεί αμφιβολία ότι
έκλεισε μέσα στις αναμνήσεις του ένα
υπολογίσιμο τμήμα της ζωής του.
Τεχνική
αντιθέσεων: Το Όνειρο στο κύμα
στηρίζεται πάνω σε μια σειρά αντιθέσεις.
- Βασικότερη
είναι αυτή της αντίθεσης του «τότε» με
το «τώρα» (διαχρονική). Το «τότε» συνδέεται
με την εφηβεία, την ελευθερία, την
ευτυχία, την ανεμελιά, την αγραμματοσύνη,
τη φύση, το όνειρο, ενώ το «τώρα» με την
ωριμότητα, τη δυστυχία, την καταπίεση,
την εργασία, τον περιορισμό, τα γράμματα,
το αστικό περιβάλλον,την πραγματικότητα.
Ο βοσκός και ο δικηγόρος.
Πέρα από αυτή
τη βασική αντίθεση , αντιμέτωποι έρχονται
και άλλα πρόσωπα με τον ήρωα, ο Σισώης,
ο Μόσχος, αλλά και η Μοσχούλα (συγχρονικές
αντιθέσεις).
-Η εγκιβωτισμένη
αφήγηση του Σισώη: Ο ήρωάς μας δεν
κατάφερε να λυτρωθεί, όπως ο Σισώης.
- Ο κυρ Μόσχος:
Κύριο χαρακτηριστικό της φυσικής ζωής
η έλλειψη της ανθρώπινης ιδιοκτησίας.
Ο κυρ Μόσχος σε αντίθεση με το βοσκό
κατέχει μεγάλη έκταση γης, αλλά
αυτοπαγιδεύεται στον περίκλειστο χώρο
του. Η αλαζονεία του πλούτου του στερεί
την πλήρη ελευθερία που αισθάνεται ο
βοσκός.
- Η Μοσχούλα
δεν είναι πια η ονειρώδης ύπαρξη, αλλά
μια ασήμαντη γυναίκα. Η Μοσχούλα του
παρόντος είναι και αυτή ένα θλιβερό
δείγμα της ωριμότητας, του συμβιβασμού,
του αποπνικτικού κοσμικού περιβάλλοντος
το οποίο αποστρέφεται ο αφηγητής.
Η
αφηγηματική προοπτική
Σχήμα
κύκλου υπάρχει ανάμεσα στην αρχή
και στο τέλος του διηγήματος. Το διήγημα
αρχίζει και κλείνει με τη νοσταλγία για
τη για τη ζωή κοντά στη φύση.
Αφηγηματική
οργάνωση του χρόνου
α) ως
προς την τάξη ή σειρά
Αναδρομές:
Ολόκληρο το διήγημα είναι μια αναδρομική
αφήγηση. Ο αφηγητής κοιτάζει πίσω και
βλέπει τα γεγονότα της προηγούμενης
ζωής του αναδρομικά. Από τη χρονική
διαφορά προκύπτει η διπλή υπόσταση του
αφηγητή :
1. Το «εγώ»
της ιστορίας που βιώνει τα γεγονότα
δηλ. ο έφηβος βοσκός και
2. Το «εγώ»
της αφήγησης που διηγείται τα γεγονότα
τα κρίνει ,τα αξιολογεί και τα σχολιάζει
δηλ ο ώριμος δικηγόρος.
Περιγράφει
ένα συμβάν που πιστεύει ότι επηρέασε
τη μετέπειτα ζωή του και εκφέρει κρίσεις
και απόψεις, παίρνει θέση, πράγμα που
δίνει στην αφήγηση τα χαρακτηριστικά
της εξομολόγησης. Η αφήγηση γίνεται
από την προοπτική του ώριμου αφηγητή,
που έχοντας ζήσει ο ίδιος τα γεγονότα,
τα χρωματίζει με την εμπειρία του
ανθρώπου που κοιτάζει πλέον από μεγάλη
απόσταση χρόνου αυτό που του συνέβη στο
παρελθόν.Ο αφηγητής στο κύριο μέρος
του διηγήματος υιοθετεί την προοπτική
του ήρωα-βοσκού, χωρίς υποτίθεται να
γνωρίζει περισσότερα από όσα η κατοπινή
εμπειρία τον προμήθευσε. Η διαφορά
αυτή γίνεται φανερή, όταν, ενώ η αφήγηση
εστιάζει κάποτε στον ήρωα βοσκό, ο
αφηγητής-προλύτης παρεμβάλλει και τη
δική του αφηγηματική φωνή, προσπαθώντας
να φωτίσει ενέργειες κι αντιδράσεις
του ήρωα. Αλλού πάλι ο αφηγητής
αποσιωπά
σκόπιμα λεπτομέρειες και προβάλλει
μόνο την προοπτική του βοσκού, αυξάνοντας
έτσι την αγωνία και την ένταση για τη
συνέχεια. Η εναλλαγή αυτή της
εστίασης είναι πολύ σημαντική, ιδιαίτερα
για την ανάδειξη των διλημμάτων του
ήρωα-βοσκού.
Αναδρομή
επίσης είναι η εγκιβωτισμένη αφήγηση
με την ιστορία του Σισώη που δίνεται με
κυκλικό σχήμα.
Η ιστορία
του Σισώη ξενίζει και με το περιεχόμενό
της και με την έκταση που παίρνει και
με τη θέση της στην αρχή του διηγήματος.
Η ιστορία όμως αυτή έχει λειτουργική
θέση στο κείμενο. Αποτελεί μια παράλληλη
πορεία που έρχεται σε σύγκριση με αυτή
του ήρωα. Ο Σισώης ήταν μοναχός, εξαιτίας
ενός έρωτα παράτησε τη μοναστική ζωή,
έγινε δάσκαλος (ξέπεσε), αργότερα όμως
επέστρεψε στο δρόμο του, μετάνιωσε και
γύρισε σε αυτό που του ταίριαζε. Ο
ήρωάς μας ήταν ευτυχής ζώντας στη φύση,
ξέπεσε στην αστική ζωή αλλά δεν μπόρεσε
να γυρίσει πίσω, να λυτρωθεί όπως ο
Σισώης. Έτσι η ιστορία του μοναχού
τονίζει περισσότερο τη δυστυχία του
ήρωα.
-Αναδρομή
επίσης είναι η ιστορία με τον κλέφτη
της Μοσχούλας στη σελ 170.
Προλήψεις:
σελ. 161, «την τελευταίαν φοράν ὁπού
έγεύθην τήν εύτυχίαν ἦτον το θέρος
έκεῖνο …», σελ.
162, «καθώς ὁ
σκύλος, ὁ δεμένος μέ πολύ κοντόν σχοινίον
…»
το σχοίνιασμα
της Μοσχούλας
β)
ως προς τη διάρκεια (=η σχέση ανάμεσα
στη χρονική διάρκεια των γεγονότων και
στην έκταση που καταλαμβάνει η αφήγησή
τους μέσα στο κείμενο).
Διακρίνουμε
τέσσερις κατηγορίες αφηγηματικού ρυθμού
(ήταχύτητας): τη σκηνή, την έλλειψη, την
περίληψη ή σύνοψη και την παύση.
1. Η σκηνή
χαρακτηρίζεται από την ισοχρονία ανάμεσα
στην ιστορία και την αφήγηση. Ο χρόνος
της αφήγησης συμπίπτει με το χρόνο της
ιστορίας, όταν έχουμε διάλογο μεταξύ
προσώπων και όταν έχουμε εσωτερικό
μονόλογο.
2. Η έλλειψη
συνιστά μορφή ανισοχρονίας που
χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη δυνατή
επιτάχυνση: ένα τμήμα της ιστορίας, που
οπωσδήποτε έχει κάποια διάρκεια,
αποσιωπάται εντελώς από την αφήγηση,
π.χ. στη σελ. 162 υπάρχει έλλειψη (αφηγηματικό
κενό) ανάμεσα στο τέλος των σπουδών του
αφηγητή και στο επαγγελματικό του παρόν.
3. Η περίληψη
ή σύνοψη αποτελεί μορφή ανισοχρονίας
που και αυτή χαρακτηρίζεται από ρυθμούς
επιτάχυνσης, λιγότερου γοργούς όμως
από αυτούς της έλλειψης. π.χ. στη σελ.
162 οι σπουδές του αφηγητή.
4. Στην παύση
ένα τμήμα της αφήγησης, που οπωσδήποτε
έχει κάποια διάρκεια (έστω και ως
αναγνωστικός χρόνος), δεν έχει αντίστοιχό
του στην ιστορία. Η αφήγηση, δηλαδή,
συνεχίζεται, ενώ η ιστορία έχει χαθεί
απ’ τα μάτια μας. Η συνέχιση της αφήγησης
μπορεί να πάρει τη μορφή παρεκβάσεων,
σκέψεων ή σχολίων του αφηγητή ή, πολύ
συχνά, περιγραφών.
εκτενείς
περιγραφές.
Σε όλο αυτό
το τμήμα του διηγήματος είναι εμφανής
μια σκόπιμη επιβράδυνση, με στόχο αφενός
να αποδοθεί παραστατικά η ταύτιση με
τη φύση και να προκληθεί καθυστέρηση
της σκηνής κατά την οποία ο βοσκός βίωσε
το ‘‘όνειρο στο κύμα’’-τίτλος που
δηλώνει την τοποθέτηση της συγκλονιστικής
εμπειρίας μέσα στο φυσικό χώρο και τη
στιγμή, μάλιστα, που έχει επέλθει η
απόλυτη
ένωση του βοσκού με αυτόν.
γ) ως προς
τη συχνότητα (= η σχέση ανάμεσα στις
φορές που ένα γεγονός συμβαίνει στην
ιστορία και στις φορές που αυτό αναφέρεται
στην αφήγηση). Θαμιστική αφήγηση στις
σελ. 163 – 166.
Προοικονομία
– Προϊδεασμός (προσήμανση)
Η ουσιαστική
διαφορά ανάμεσα στην προοικονομία και
τον προϊδεασμό είναι η εξής: η προοικονομία
σχετίζεται πιο πολύ με την πλοκή του
μύθου και των γεγονότων. Με την προοικονομία
ένα μελλοντικό γεγονός του μύθου
προετοιμάζεται κατάλληλα, για να το
δεχτεί ο αναγνώστης ως κάτι το απόλυτα
λογικό και φυσικό.
Αντίθετα,
με τον προϊδεασμό παίρνουμε μια μικρή
υποψία, ένα είδος πρόγευσης και
διαμορφώνουμε μια πρώτη γενική και
αόριστη ιδέα για κάτι που θα συμβεί σε
επόμενες στιγμές και στη μετέπειτα
εξέλιξη του μύθου.
Προοικονομίες:
* Ο αφηγητής
προοικονομεί τη γνωριμία του βοσκού με
τη Μοσχούλα, αφού τα μέρη που φέρνει τα
κοπάδια του τα έχει τοποθετήσει κοντά
στο παράθυρο της Μοσχούλας.
* Η περιγραφή
του άντρου προοικονομεί την εμφάνιση
της Μοσχούλας, καθώς ο αφηγητής αναφέρεται
στο μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι του
κυρ- Μόσχου.
* Όλες οι
κινήσεις του βοσκού (η μεταφορά του
κοπαδιού στο γιαλό, η επιθυμία του να
κολυμπήσει κ.ά. προοικονομούν
(=προετοιμάζουν σκηνοθετικά) το κεντρικό
επεισόδιο.
* Το δέσιμο
της κατσίκας με σχοινί προοικονομεί
τον πνιγμό της.
ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ
ΑΠΡΟΟΠΤΑ
Πρόκειται
για περιστατικά, τα οποία λειτουργούν
απροσδόκητα και αλλάζουν την εξέλιξη
των γεγονότων ή διαφοροποιούν τους
προγραμματισμούς των δρώντων προσώπων
Στο συγκεκριμένο
διήγημα, ως δραματικά απρόοπτα λειτουργούν
τα εξής περιστατικά:
Η εξαφάνιση
της αγαπημένης του αίγας Μοσχούλας. Το
περιστατικό δίνει την αφορμή να γνωριστεί
με την κοπέλα που ονομαζόταν Μοσχούλα.
Ο παφλασμός
που άκουσε τη νύχτα που κολυμπούσε και
που οφειλόταν στη Μοσχούλα, η οποία πήγε
συμπτωματικά να κολυμπήσει νύχτα, στο
ίδιο σημείο που κολυμπούσε και ο βοσκός.
Το συγκεκριμένο απροσδόκητο συμβάν
ήταν η αιτία να βιώσει το ‘‘όνειρο στο
κύμα’’, το οποίο στάθηκε καθοριστικό
για την πορεία της ζωής του.
Το βέλασμα
του ζώου-Μοσχούλας, που αποτέλεσε την
αιτία να προδοθεί η παρουσία του βοσκού.
Η παρουσία
των αλιέων, η οποία, σε συνδυασμό με το
βέλασμα του ζώου, προκάλεσε πανικό στην
κοπέλα και παραλίγο να την οδηγήσει
στον πνιγμό, αν δεν επενέβαινε ο νεαρός
βοσκός.
ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ
Η σχέση
ανθρώπου-φύσης στο συγκεκριμένο διήγημα
παρουσιάζεται με κλιμάκωση, η οποία
καταλήγει σε απόλυτη ταύτιση και ερωτική
ένωση του βοσκού με αυτή.
Ξεκινά με
τη δήλωση της ευτυχίας που ένιωθε, όταν
ήταν φτωχό βοσκόπουλο και ζούσε κοντά
στη φύση.
Συνεχίζει
με αναλυτική περιγραφή του φυσικού
χώρου στον οποίο δρούσε τότε, τονίζοντας
την οικειότητά του προς αυτόν με την
επίμονη επανάληψη της κτητικής αντωνυμίας.
Περιγράφει
τη λαχτάρα του να κολυμπήσει τη νύχτα
που βίωσε το όνειρο, με την οποία
υποδηλώνεται η επιθυμία του για απόλυτη
ταύτιση με τη φύση, μέσω της επαφής με
το υγρό στοιχείο. Με το κολύμπι η επιθυμία
του εκπληρώνεται.
Η νοσταλγική
ευχή του ώριμου αφηγητή στο τέλος του
έργου, να ήταν ακόμα βοσκός στα όρη,
τονίζει την ευεργετική επίδραση της
φύσης στον άνθρωπο, από την οπτική γωνία
αυτού που πλέον ζει μακριά της και έχει
απολέσει την αίσθηση της ευδαιμονίας
που αυτή του προσέφερε στο παρελθόν.
Η
Γλώσσα του Παπαδιαμάντη
Εντελώς
προσωπική και ιδιότυπη: κράμα καθαρεύουσας,
εκκλησιαστικής, δημοτικής και σκιαθίτικων
ιδιωματισμών.
Οι διάφορες
γλωσσικές μορφές χρησιμοποιούνται ως
εξής: (αναβαθμοί κατά τον Λ. Πολίτη).
* Στις
περιγραφές υπάρχει μια προσεγμένη
αμιγής καθαρεύουσα, κληρονομημένη από
την παλαιότερη λογοτεχνική και
εκκλησιαστική παράδοση. Τοποθετεί
συνήθως το επίθετο μετά το ουσιαστικό.
* Στην
αφήγηση η βάση είναι η καθαρεύουσα,
μια καθαρεύουσα όμως αρκετά χαλαρή,
καθόλου ψυχρή και με πρόσμιξη πολλών
στοιχείων της δημοτικής.
* Στους
διαλόγους αποτυπώνεται σχεδόν
φωνογραφικά η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα
μαζί με ιδιωματισμούς (φυσικότητα
διαλόγων)
Αφθονία
στη χρήση των επιθέτων και σχημάτων
λόγου και εξαιρετική εικονοποιία
Η επίμονη
χρήση κτητικών.
Συμβολική
χρήση λέξεων.
ΛΕΞΕΙΣ - ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ
Σχοινί
(σελ. 162, 178): αποτελεί το μέσο με το οποίο
θανατώθηκε η αγαπημένη του αίγα.
Συμβολίζει επίσης την αποπνικτική ζωή
του αφηγητή και το δέσιμό του με την
πραγματικότητα από τη οποία δε μπορεί
να ξεφύγει..
Θάλασσα
(σελ. 170): αποτελεί το μέσο με το οποίο ο
βοσκός μπορεί να φτάσει σε ερωτική και
απόλυτη ένωση-ταύτιση με τη φύση. Είναι
παράγοντας ευδαιμονίας, απόλαυσης και
ηδονής. Υποκαθιστά την ερωτική ένωση
του βοσκού με την κοπέλα.
Σελήνη:
δημιουργεί την απαιτούμενη ατμόσφαιρα
που πλαισιώνει αρχικά το τοπίο μέσα στο
οποίο ζει και δρα ο νεαρός βοσκός,
καθιστώντας το ειδυλλιακό.
* Το φως της
σελήνης αναφέρεται στη σελ. 171, αφενός
για να προσδιορίσει το χρόνο και τις
συνθήκες υπό τις οποίες η Μοσχούλα
επέλεξε να κολυμπήσει, αφετέρου για να
υποδηλωθεί η έκπληξη του βοσκού για την
επιλογή αυτή, καθώς το φως της σελήνης
αποτελεί χρόνο απαγορευτικό για την
κοπέλα, σε αντιπαράθεση με το φως του
ήλιου. Η συγκεκριμένη αναφορά δημιουργεί
και την κατάλληλη ατμόσφαιρα, που θα
πλαισιώσει τη βίωση του ονείρου,
προσδίδοντας ρομαντισμό και ερωτισμό.
* Στη συνέχεια,
το φως της σελήνης χαρακτηρίζεται
μελιχρόν και παρουσιάζεται να βάφει
αργυρή την επιφάνεια του πελάγους και
να κάνει τα κύματα να φωσφορίζουν. Εδώ
η λειτουργία του σεληνόφωτος δημιουργεί
το σκηνικό διάκοσμο, μέσα στον οποίο θα
λάβει χώρα η εκτύλιξη του ονείρου και
επιτείνει την έκσταση και τη μαγεία,
την οποία πρόκειται να αισθανθεί ο
νεαρός βοσκός, παρακολουθώντας τη γυμνή
κοπέλα να κολυμπά. Το φως του φεγγαριού
αναδεικνύει την ομορφιά της, η οποία
γίνεται υπερκόσμια, άρα λειτουργεί και
προς την κατεύθυνση της θεοποίησης της
κοπέλας από το βοσκό( αναλογία με τη
φεγγαροντυμένη του Σολωμού).
* Το φως του
φεγγαριού εμφανίζεται ξανά (σελ. 172), με
διαφορετική αυτή τη φορά λειτουργία,
καθώς επιτείνει τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί
η παρουσία του βοσκού, με αποτέλεσμα να
τον προδώσει στη λουόμενη κοπέλα. Στο
σημείο αυτό, η επίδραση του σεληνόφωτος
μετατρέπεται από ευεργετική σε αρνητική
και επιζήμια.
* Όταν εκείνος
αναζητά ξανά δυνατότητα διαφυγής,
υπολογίζει στη βοήθεια που θα του παρέχει
το φως της σελήνης, εφόσον το φεγγάρι
βρίσκεται στα ανατολικά και η θέση του
τον διευκολύνει. Αποτελεί το στοιχείο
της φύσης, το οποίο θα συνδράμει το
βοσκό, γεγονός που αισθητοποιεί για
άλλη μια φορά την αρμονική σχέση του με
το φυσικό κόσμο (σελ. 174).
Μοσχούλα(κορίτσι): συμβολίζει το
θηλυκό-πηγή πειρασμού, αφού η βίωση της
θέασης της από το βοσκό πήρε διαστάσεις
ονείρου και κατόπιν επηρέασε την πορεία
της ζωής του, με αποτέλεσμα αυτός να
οδηγηθεί στη δυστυχία. Αρχικά
παρουσιάζεται μυθοποιημένη και στη
συνέχεια ως ένα απλό σύμβολο πειρασμού
που μπορεί να αποβεί αιτία καταστροφής
για έναν άνδρα.
Μοσχούλα(αίγα):
Συμβολίζει με το θάνατό της εκείνον
που αναγκαστικά θυσιάζεται, επειδή δε
βρίσκεται σε προτεραιότητα. Επίσης
ο τρόπος θανάτου του ζώου, παραλληλίζεται
με την πορεία ζωής του βοσκού, ο οποίος
νιώθει ότι πνίγεται, όπως ακριβώς πνίγηκε
(εσχοινιάσθη) το αγαπημένο του ζώο.
Βάρκα
αλιέων: συμβολίζει την ανθρώπινη
παρουσία, που διαταράσσει την αρμονία
και την ισορροπία της φύσης και θέτει
σε κίνδυνο εκείνους που ζουν εναρμονισμένοι
με το φυσικό χώρο.
Κήπος
κυρ-Μόσχου: συμβολίζει την τάση του
ανθρώπου για ιδιοκτησία και οικειοποίηση
του φυσικού χώρου.
Λειτουργεί
αναλογικά προς τη ζωή του προλύτη στην
πόλη, γιατί συμβολίζει τον εγκλεισμό
και τον περιορισμό,με τη διαφορά ότι
όσοι ζουν σε αυτό τον οχυρό κήπο δεν
έχουν την αίσθηση του πνιγμού που νιώθει
ο προλύτης, αλλά την έπαρση που πηγάζει
από τη θέση ισχύος του κατόχου.
Λεπτή
ειρωνεία – χιουμοριστική διάθεση
Το χιούμορ
και η ειρωνεία αποτελούν στοιχεία που
συμπληρώνουν την ηθοποιία. Ο συγγραφέας
επιχειρεί να προσεγγίσει αφενός την
ελαφρότητα και τη χαρούμενη διάθεση
που χαρακτηρίζει τον έφηβο αφηγητή και
αφετέρου την πικρία του ενήλικα αφηγητή.
* Στην
εγκιβωτισμένη αφήγηση για τον πατέρα
Σισώη, σχολιάζει: «Ἐκεῖ ἔκλαυσε τὸ
ἁμάρτημά του, τὸ ἔχον γενναίαν
ἀγαθοεργίαν ὡς ἐξόχως ἐλαφρυντικὴν
περίστασιν, καὶ λέγουν ὅτι ἐσώθη»: το
γεγονός ότι ο πατέρας Σισώης παντρεύτηκε
την νεαρή Τουρκάλα το αναφέρει ως
γενναία αγαθοεργία, που λειτουργεί
μάλιστα ως εξόχως ελαφρυντική περίσταση.
* Ο ενήλικος
– αφηγητής σχολιάζοντας την παρούσα
κατάστασή του αναφέρει: «Μεγάλην
προκοπήν, ἐννοεῖται, δὲν ἔκαμα.»,
καθιστώντας εμφανή τη διάθεσή του για
αυτοσαρκασμό, αλλά και την πικρία που
αισθάνεται που τον οδηγεί άλλωστε να
παρομοιάσει τον εαυτό του μ’ ένα σκύλο
που είναι δεμένος με κοντό σχοινί.
* Ο έφηβος –
αφηγητής, μιλώντας για τη συνήθειά
του να παίρνει φρούτα από τα χωράφια
και τα αμπέλια της περιοχής, αναφέρεται
στους ανταγωνιστές του, τους αγροφύλακες,
οι οποίοι: «Αὐτοὶ πράγματι δὲν μοῦ
ἤθελαν τὸ καλόν μου».
* Ο έφηβος –
αφηγητής αναφερόμενος στην περίεργη
εξαφάνιση της Μοσχούλας – κατσίκας,
σχολιάζει ότι οι αετοί δεν καταδέχονταν
να κατεβαίνουν στα χαμηλότερα μέρη του
νησιού, σκέφτεται όμως ότι: «Ἀλλὰ δὲν
μοῦ ἐφαίνετο ὅλως παράδοξον ἢ ἀνήκουστον
πρᾶγμα, ὁ ἀετὸς νὰ κατῆλθεν ἐκτάκτως,
τρωθείς ἀπὸ τὰ κάλλη τῆς Μοσχούλας,
τῆς μικρᾶς κατσίκας μου».
Ερμηνευτικά
για το «Όνειρο στο Κύμα» (από το βιβλίο
καθηγητή)
1. Το «Όνειρο
στο Κύμα» [... ] αποτελεί χωρίς αμφιβολία
το χαρακτηριστικότερο διήγημα με θέμα
την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης
εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας.
Η αντίθεση
γίνεται καθαρότερη στο διήγημα αυτό,
επειδή ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν
παρουσιάζεται ως απλή φωνή, αλλά ως
πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται
σε τέτοιο βαθμό από το συγγραφέα,ώστε
είναι δύσκολο να τους ταυτίσουμε. Έτσι,
μυθοποιώντας τα απαραίτητα στοιχεία,
ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί αυτόν τον
τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που
αποφασίζει να καταγράψει το μετασχηματισμό
του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο
με «δίπλωμα προλύτου» [...], που αντιστοιχεί
με το πέρασμά του από το βουνό στην
Αθήνα, από τη εφηβεία στην ωριμότητα
και από την παραδεισιακή ελευθερία στην
όλο μέριμνες
δουλεία αυτού
του κόσμου (μ' έμφαση στο κοινωνικό
στοιχείο).
Ο πρόλογος
στον τύπο της εσωτερικής ομοδιηγητικής
πρόληψης μας παρέχει το μετασχηματισμό
«ιστορικά»,
δηλαδή ως πέρασμα από τη μια κατάσταση
στην άλλη. Η μεταβολή είναι το αποτέλεσμα
του οποίου αγνοούμε το αίτιο. Πληροφορούμαστε
ακόμη την κυκλική ιστορία του μοναχού
Σισώη: μια πορεία από τη σωτηρία στην
απώλεια και πάλι στη σωτηρία. Η κύρια
αφήγηση, που ακολουθεί, περιέχει μ' έναν
πρωθύστερο τρόπο και την αιτία της
ευτυχίας και το αίτιο της μεταβολής στο
χειρότερο.
Η ιστορία
που μας μεταδίδεται έχει μια εξαιρετικά
απλή υπόθεση που θα μπορούσε να
σκιαγραφηθεί ως εξής: Ο νεαρός βοσκός
είναι ευτυχισμένος (κατάσταση ισορροπίας).
Η εμφάνιση της Μοσχούλας και της ομώνυμης
κατσίκας προοιωνίζεται μια κατάσταση
ανατροπής. Για να κατοχυρωθεί η ισορροπία
πρέπει ο
βοσκός να
διαλέξει μια από τις δυο. Η επιλογή
γίνεται αρχικά προς την πλευρά της
κατσίκας (επιστροφή στην αρχική
κατάσταση), αλλά τελικά ευνοεί την
κοπέλα, πράγμα που οδηγεί σε μια κατάσταση
μεταμφιεσμένης ισορροπίας, ουσιαστικά
όμως ανισορροπίας. Περαιτέρω το δίλημμα
- παραμονή σε μοναστήρι ή απόκτηση
γνώσης-λύνεται υπέρ του δεύτερου σκέλους,
πράγμα που οδηγεί στην τελεσίδική
δυστυχία του ήρωα - αφηγητή.
Η νοσταλγία
για την αρχική κατάσταση περιπλέκει τα
πράγματα σ' ένα φαύλο κύκλο, πβ. αρχή και
τέλος του διηγήματος [...]. Το πρόβλημα
θα μπορούσε να λυθεί, εάν ο αφηγητής
ακολουθούσε την πορεία του Σισώη,του
οποίου η ιστορία έχει θεματική σχέση
με την κυρίως αφήγηση. Η μόνη δυνατότητα
-που πάντως δεν επιχειρείται- είναι η
αντικατάσταση του χαμένου παραδείσου
μ' έναν εσωτερικό παράδεισο.
Η απλή
υπόθεση που αναφέραμε περιπλέκεται από
την ευφυή ομωνυμία στην οποία δυο
διαφορετικά νοήματα (της κόρης και της
κατσίκας) αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική
πραγματικότητα. Επειδή όμως η ομωνυμία
πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και
βασίζεται στην κατά τη γνώμη του εξωτερική
ομοιότητα των δυο αντικειμένων αναφοράς,
με τη σειρά της κατοχυρώνει τη μερική
συνωνυμία. Αυτό σημαίνει πως τα δυο
παραδείγματα (Μοσχούλα - κόρη και Μοσχούλα
- κατσίκα) συμφύρονται με τέτοιον τρόπο
στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα
μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η υποκατάσταση
όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι
διαφορές είναι περισσότερες από τις
ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη
υποκατάσταση προχωρεί εκ
των πραγμάτων
σε αντικατάσταση που γίνεται ολοένα
και περισσότερο το αποτέλεσμα μιας
επίμονης επιλογής.
Το κείμενο
υποβάλλει, όπως ήδη θίξαμε, τέσσερις
τέτοιες περιπτώσεις επιλογής: Η κατσίκα
επιλέγεται αντί για την κοπέλα χωρίς
προβληματισμό [...], η κοπέλα επιλέγεται
αντί για την κατσίκα, όταν πολύ ειρωνικά
η τεχνική του διλήμματος ευνοεί την
τελευταία [...]. Η κατσίκα επιλέγεται σε
σχέση με την κοπέλα, πράγμα που
αντιστρέφεται, πριν καν πραγματοποιηθεί,
οριστικά και τελεσίδικα υπέρ της κοπέλας
που σώζεται [...].
Επομένως
η σωτηρία της μιας συνεπάγεται την θυσία
της άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία
για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη
προς την άλλη. Ό,τι με την ομωνυμία
σήμαινε πιθανόν προσπάθεια ασύνειδης
ταύτισης σ' έναν ενιαίο κόσμο αποδεικνύεται
ανεπίτευκτο. Ο κόσμος φανερώνει τη
θραυσματικότητά του.
Την ιστορία
την αφηγείται, ο ώριμος δικηγόρος.
(Άλλωστε η επικοινωνία του ήρωα - βοσκού
με τον κόσμο είναι σχεδόν αλεκτική). Ο
αφηγητής χωρίζεται από τον εαυτό του
ως ήρωα με μια σεβαστή χρονική διαφορά.
Αυτό εκτός
από ωρίμανση σημαίνει και γνώση, που
επιτρέπει στον αφηγητή ν' ανασυλλάβει
με το λόγο τα στοιχεία που μορφοποιούσαν
το παρελθόν του. Σε τέτοιες περιπτώσεις,
βέβαια, ο αφηγητής κρίνει τις σκέψεις
και τις πράξεις του εαυτού του ως ήρωα.
Επειδή όμως ο αναγνώστης είναι υποκείμενο
που κρίνει το αντικείμενο, ο αναγνώστης
είναι σε θέση να εκτιμήσει την ύπαρξη
ή μη, την ορθότητα ή μη της κρίσης του
αφηγητή και συνακόλουθα να φτάσει σε
συμπεράσματα για τον αφηγητή ως αφηγητή.[
… ].
Τρία στοιχεία
κυριαρχούν στην αφήγηση της ευτυχισμένης
ζωής, της παιδικής και εφηβικής ηλικίας,
του ήρωα: α) η χρήση της θαμιστικής
αφήγησης [συνόψιση επαναλαμβανόμενων
καταστάσεων], β) οι παρομοιώσεις που
δηλώνουν την σχέση του ανθρώπου με τα
φυσικά φαινόμενα και γ) η επίμονη χρήση
της κτητικής αντωνυμίας προκειμένου
να περιγραφεί η σχέση του ήρωα με τα
πράγματα του κόσμου. Και τα τρία μπορούν
ν' αποδοθούν στην εστίαση του ήρωα. Αυτός
είναι ο τρόπος που αισθάνεται τη φύση,
το χρόνο και τον εαυτό του.
Το γεγονός
ότι η προοπτική του Εγώ - ήρωα υιοθετείται
από την αφηγηματική φωνή σημαίνει ότι
τα παραπάνω στοιχεία διευρύνονται μέσω
της συνειδητοποίησης του Εγώ - αφηγητή
που συνέβη στο μεταξύ. Αυτό σημαίνει
ότι τα τρία στοιχεία δε δηλώνουν απλώς
τη σχέση του πρωτόγονου («φυσικού»
[...]) ανθρώπου με τη φύση, αλλά παρουσιάζονται
ως συστατικά της ευτυχίας («Χωρίς να το
ηξεύρω, ήμην ευτυχής» [...]) και
νοηματοδοτούνται, επειδή διαφέρουν από
την κατάσταση του ώριμου ήρωα κατά τη
διάρκεια της αφήγησης.
Πιο
συγκεκριμένα: η «φυσική ζωή» είναι το
αποτέλεσμα μιας σειράς πράξεων ή καλύτερα
καταστάσεων που γίνονται σ' έναν
καθορισμένο τόπο και σ' έναν απροσδιόριστο
χρόνο. Ο τόπος αυτός, μια ποικιλία απ'
όλα τα στοιχεία της φύσης (λόγγοι,
φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά),
βρίσκεται μακριά από την πόλη κι έχει
απεριόριστες δυνατότητες για να τραφεί
ο ήρωας, που πάντως περιορίζεται στα
αναγκαία.
Ο τόπος αυτός
έχει όνομα: Ξάρμενο [...]. Έτσι, ως προς
την ονοματολογία και τα κατηγορήματα
βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα «Αρκαδικό»
τοπίο, το οποίο, εξαιτίας του περιορισμού
και του προσδιορισμού από το όνομα
αποτελεί την εξιδανίκευση του πραγματικού
χώρου.
Αντίστοιχα
ο χρόνος υποδηλώνεται μέσω της απουσίας
κάθε συγκεκριμένου στοιχείου χρονολόγησης.
Ορίζεται μόνον από την επανάληψη
ορισμένων γεωργικών εργασιών (στις
οποίες δε συμμετέχει ο ήρωας) με
συγκεκριμένο καθορισμό (σπορά, θερισμός)
και ειδίκευση (μια φορά το χρόνο). Ο
χρόνος, με άλλα λόγια, υπολογίζεται
σε σχέση με την επαναδρομή συγκεκριμένων
εθιμικών εργασιών στο χώρο και επομένως
συναρτάται στο χώρο.
Μέσα σ' αυτόν
το χωρόχρονο ο ήρωας βιώνει τη σχέση
του με τη φύση, πράγμα που γίνεται
αφηγηματικά αντιληπτό μέσω της
παρομοίωσης. Η παρομοίωση που δηλώνει
μια σχέση ομοιότητας μεταξύ πραγμάτων
κατά τ' άλλα ανόμοιων, δεν προχωρεί στην
ταύτιση του ανθρώπου με τα πράγματα,
όσο σε μια αντιστρέψιμη σχέση, όπου ο
άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο
έχοντας ως κέντρο τον εαυτό του και τον
εαυτό του έχοντας ως κέντρο τον κόσμο.
Γι' αυτό και
η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας
(«το κατάμερον... ήτο ιδικόν μου... η ακτή
μου... Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου...»
[...]κ.λ.) δε δηλώνει κτήση (ο αφηγητής
είναι δικηγόρος!), αλλά επιτείνει τη
συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπου
με τον κόσμο, όχι μέσω νομικών διαδικασιών,
αλλά μέσω του συναισθήματος.
Η συναισθηματική
σχέση μεταξύ νέου ανθρώπου και φύσης
σ' έναν ενιαίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική
φθορά, συνδηλώνει την αλλοτινή χωρίς
όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και
την ανένδεια ακόμη και για την ανθρώπινη
γνώση. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται
ως σύμβολο της ευτυχίας και η συνάφεια
ανθρώπου - φύσης ως σύμβολο της προπτωτικής
κατάστασης του ανθρώπου. Κοντολογίς
βρισκόμαστε σ' ένα παραδεισιακό περιβάλλον
που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή
αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο κι
ύστερα με την ιδιοκτησία.
Ο παρείσακτος
νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά
από το δικηγόρο -αφηγητή ως πρόφαση
προκειμένου
να επιβληθεί η προσωπική βούληση και
το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου η
περίπτωση του Κυρ Μόσχου [...] εύκολα
συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην
προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική
ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία,
αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία. Η δεύτερη
υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη,
«χωριστόν... βασίλειον» [...].
Η αφηγηματική
έκθεση της παιδικής ηλικίας, όπως την
περιγράψαμε, αξιολογεί την εφηβική
προοπτική στο πλαίσιο της παροντικής
στέρησης. Ένας ενδεχόμενος περιορισμός
στην προοπτική του ήρωα και μόνο, θα
αφαιρούσε από το ειδύλλιο τη σκιά του
παρόντος και θα το μετέδιδε μονοδιάστατα.
Η παρουσίαση
της μεταστροφής είναι, όπως είπαμε
παραπάνω, διαφορετική. Ο αφηγητής ξέρει
όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας που
περιγράφει. Δεν την παρουσιάζει όμως
από την προοπτική του μέλλοντος. Αυτή
η προοπτική μόνο θ' αφαιρούσε όλη την
αγωνία της επιλογής που καταλήγει στην
υποκατάσταση και υποδηλώνει την εισαγωγή
στην ωριμότητα. Μιας και ξέρουμε το
αποτέλεσμα εκ των προτέρων, η αφήγηση
δεν εξυπηρετεί την αγωνία, όσο κατοχυρώνει
τις συνθήκες που θα ωθήσουν αφ' ενός
στην αντικατάσταση και αφ' ετέρου στην
ίδια τη βασανιστική στιγμή της επιλογής.
Τα δύο
αυτά στοιχεία επιτυγχάνονται με δυο
εναλλαγές της εστίασης μέσω του αφηγητή,
δηλαδή με παράληψη και παράλειψη.
Τον όρο παράληψη τον χρησιμοποιούμε
εδώ κάπως καταχρηστικά, για να
χαρακτηρίσουμε την περιγραφή της
Μοσχούλας [...]. Η περιγραφή Αυτή, που
αποτελεί μερική απόκλιση από τους
κώδικες ομορφιάς της κόρης, αποκτά
πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της
αναλογία με το απόσπασμα στο οποίο
παραπέμπει άμεσα και έμμεσα.[...] Η
άμεση παράθεση ενός αποσπάσματος από
το ίδιο βιβλίο [το Άσμα Ασμάτων], που
ακολουθεί, αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο
μοτίβο στο παλαιοδιαθηκικό ποίημα και
παίζει σπουδαίο ρόλο στην αρχή της
εκτεταμένης περιγραφής της Νύφης από
το Νυμφίο. Η περιγραφή αυτή δεν
αναφέρεται στο «Όνειρο στο Κύμα«, αλλά
υποδηλώνεται με αποσιωπητικά. Έτσι
η σημασία της περιγραφής της κοπέλας
δεν αποκομίζεται από την αναφορά στον
εξωτερικό κόσμο, αλλά υπονοείται από
ένα άλλο κείμενο. Η περιγραφή της
Μοσχούλας μπορεί αρχικά να διαβαστεί
ως παραπομπή σ' ένα στερεότυπο ομορφιάς,
πράγμα που φαίνεται να είναι και η
πρόθεση του περιγράφοντος. Εάν λάβουμε
όμως υπόψη μας τις συνδηλώσεις του
Άσματος, «ποίημα ερωτικό, ποιμενικό»,
τότε είναι πολύ πιθανόν να τις προσθέσουμε
στην περιγραφή της Μοσχούλας και να την
ερμηνεύσουμε κατά διαφορετικό τρόπο.
Η περιγραφή
Αυτή, μαζί με την περιγραφή της θάλασσας
που ακολουθεί, ανήκει στην προοπτική
του Εγώ - αφηγητή. Από τις περιγραφές, ο
αφηγητής μπορεί να θεωρηθεί θύμα της
αφέλειάς του, εξαιτίας της οποίας του
ξεφεύγουν πληροφορίες. Μπορεί όμως και
να θεωρηθεί ως πληροφοριοδότης που με
βάση την αφηγηματική απόσταση παρουσιάζει
συγκαλυμμένα αυτό που ξέρει και αφήνει
τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματά
του. ταυτόχρονα όμως η αφήγηση κατοχυρώνει
την αθωότητα που θα δοκιμαστεί από την
αντιμετώπιση των διλημμάτων. [...].
Είναι κοινός
τόπος ότι οι αναδρομικές αφηγήσεις που
παρουσιάζονται από την προοπτική του
Εγώ-
αφηγητή
-ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλη αφηγηματική
απόσταση- αφαιρούν από την εμπειρία του
παρελθόντος αυτή τη σταθερή ένταση, το
βάρος του αγνώστου, που αντιστοιχεί στο
τόξο του βιωμένου χρόνου, επειδή ο
αφηγούμενος ξέρει το τέλος της ιστορίας.
Μια τέτοια παρουσίαση θα κατέστρεφε
την ουσία του διλήμματος. Στο «Όνειρο
στο Κύμα» το δίλημμα διατηρείται, επειδή
ο αφηγητής υιοθετεί, εκτός από την απλή
αφήγηση της εξέλιξης και της έκβασης
των γεγονότων, και την αρχική πρόθεση
του εαυτού του ως ήρωα που μένει τελικά
ανεκτέλεστη. Ο αναγνώστης δεν πληροφορείται
μόνο τι έγινε, αλλά κι αυτό που επρόκειτο
να γίνει και δεν έγινε.
Η σύγκρουση
ανάμεσα στην πρόθεση και στην έκβαση
υπογραμμίζει την τραγωδία και η παράθεση
του (ανενεργού) μέλλοντος του παρελθόντος
από την προοπτική του μέλλοντος συνιστά
δραματική ειρωνεία.
Η άλλη
τεχνική για τη διατήρηση της έντασης
είναι η μετάδοση όλων των συλλογισμών
του Εγώ – ήρωα χωρίς καμιά, έστω και
στοιχειώδη, διευθέτησή τους. Απ' αυτή
την τακτική της αφηγηματικής φωνής, να
υιοθετεί κάθε προοπτική του ήρωα,
προέρχονται οι διάφορες αντιφάσεις.
Έτσι, στην απόφαση του ήρωα να παραμείνει
κρυμμένος φαινομενικά προς χάρη της
κατσίκας, στην ουσία προς χάρη της
Μοσχούλας, αντιτίθεται η διδασκαλία
του μοναχού για την αποφυγή του γυναικείου
πειρασμού [...]. Η αθωότητα της συνείδησης
αντιφάσκει με την περιέργεια [...]. Το
ονειρώδες σώμα της Μοσχούλας (που
καθεαυτό περιγράφεται μάλλον στερεότυπα)
αντιπαρατίθεται στην ένταση της όρασης
(«έβλεπα...διέβλεπα...εμάντευα» [...]»).
Τέλος, η
μεταρσίωση
από τα επίγεια εξαιτίας του γυμνού
κοριτσίστικου σώματος συνυπάρχει με
τους πονηρούς λογισμούς [... ] και η αναγωγή
του κοριτσιού σε ίνδαλμα με την αποφυγή
του πειρασμού [...].
Αν θέλαμε
να «εξηγήσουμε» το διήγημα σ' ένα θεματικό
επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε πως
εξεικονίζει
την ουσία του πειρασμού: ο πειρασμός
δεν είναι επιλογή ανάμεσα σε πράγματα
θετικά η αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής
ή απόρριψης πραγμάτων που είναι ταυτόχρονα
και γοητευτικά και αποκρουστικά. Αν
θέλαμε να «εξηγήσουμε» το διήγημα στο
επίπεδο του αφηγείσθαι, θα μπορούσαμε
να πούμε ότι σημαίνει μια προσπάθεια
της γλώσσας να διατηρήσει την αμφισημία
μέσω της πολλαπλότητας των στοιχείων
που δεν μπορούν να μπουν σε αντιθετικά
ζεύγη και να μεταδώσουν κάποιο συγκεκριμένο
νόημα. Μ' αυτόν τον τρόπο ακριβής
αιτία της μεταστροφής, δηλαδή το πέρασμα
από το «φυσικό» στο δυστυχισμένο άνθρωπο
παραμένει απροσδιόριστο και φευγαλέο.
(Ο τίτλος του διηγήματος είναι ενδεικτικός:
«Όνειρο στο Κύμα»).
Και τα δυο
διλήμματα λύνονται τελικά απέξω (το
βέλασμα της Μοσχούλας / η εμφάνιση της
βάρκας).
Μπορούμε να
πούμε πως ο ήρωας δεν αποφασίζει, αλλ'
αποφασίζεται. Η μετάδοση της διάσωσης
της κόρης περιέχει συγκινησιακά στοιχεία,
που θα μπορούσαν να είναι αυτά του ήρωα
κατά το χρόνο της εμπειρίας.Περαιτέρω
αξιολογεί την εμπειρία από την προοπτική
του αφηγητή με το να τη συγκρίνει με τις
εμπειρίες και τη γνώση που αποκτήθηκε
στο μεταξύ.
Η αφηγηματική
παρουσίαση της αγωνίας του ήρωα, που
προέρχεται από την αυθόρμητη συμπαράθεση
αντιδράσεων που είναι ασύμβατες η μια
με την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο
ως παρουσίαση της αμηχανίας του ήρωα,
αλλά και ως προσπάθεια απόδειξης ότι
δε ζούμε σ' ένα λογικό και ηθικό κόσμο.
Ακόμη και σ' αυτό που με τις τεχνικές
της επανάληψης, της παρομοίωσης και της
θαμιστικής αφήγησης περιγράφτηκε ως
επίγειος παράδεισος, οι ηθικές επιλογές
μεταξύ εξίσου αγαπητών πραγμάτων είναι
τόσο περίπλοκες, ώστε κάθε επιλογή
εξαφανίζει κάτι, κάτι που δε θα θέλαμε
να χάσουμε. [ … ]. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη,
Αφηγηματικές Τεχνικές
2. Είναι γνωστό
ότι πρωταγωνιστής του ποιμενικού
ειδυλλίου είναι ο βοσκός που ζει ανέμελος
με το κοπάδι του, δεν αγωνιά ιδιαίτερα
για τη διαβίωση ή επιβίωσή του, και
κοπιάζει τόσο, όσο για να έχει τον
απαραίτητο χρόνο να χαρεί τις βασικές
αρχές της ζωής. Ο βοσκός του Παπαδιαμάντη
ζει, βέβαια, σε ορισμένο χωρόχρονο, στη
Σκιάθο του 19ου κυρίως αιώνα, άρα δεν
παρουσιάζεται ως άχρονη εξιδανικευμένη
παρουσία, αλλά ως συγκεκριμένος τύπος.
[...].
Το δίλημμα
του βοσκού να επιλέξει ανάμεσα στη
σωτηρία του ποιμνίου του και στη σωτηρία
του
συνανθρώπου
επανέρχεται με ειρωνικό τρόπο στο
διήγημα «Όνειρο στο Κύμα» (1900). Το διήγημα
αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον,
διότι παρέχει δυο σειρές αντιθέσεων. Η
μια είναι συγχρονική: ο νέος βοσκός
με την ελευθερία του, την απλότητα, την
αυτάρκεια, την απραγματοσύνη και την
έλλειψη φιλοδοξίας αντιπαρατίθεται
στον ιδιότροπο κυρ Μόσχο που ζει στην
εξοχή, μετά από «επιχειρήσεις και
ταξίδια» [...] αλλά αφού πρώτα μεταφέρει
στο παραδεισένιο τοπίο τον νόμο και τις
συνήθειες της πόλης (ιδιοκτησία,
περιτειχισμός,
«χωριστόν
[...] βασίλειον [...]).
Η άλλη
αντίθεση είναι διαχρονική και αφορά
την αντιπαράθεση μεταξύ του νεαρού
βοσκού και του εαυτού του ως ώριμου
δικηγόρου. Ο νεαρός βοσκός είναι
«φυσικός άνθρωπος«, χαίρεται την
ελευθερία του στην πανέμορφη φύση και
την ησυχία του, ζει με αυτάρκεια από το
μικρό επιμίσθιο που του δίνει το μοναστήρι
για τη φύλαξη του κοπαδιού και από το
κορφολόγημα του γεωργικού μόχθου των
άλλων. Ο ίδιος, ως δικηγόρος, υπηρετεί
τον νόμο, προφανώς αναγκάζεται να
ψευδολογεί, αισθάνεται έγκλειστος και
παγιδευμένος στο γραφείο του με «θέσιν
οιονεί αυλικού» [...], έχει το αίσθημα του
ανικανοποίητου και αντιπαθεί τον
εργοδότη του. Κατά συνέπεια το «Όνειρο
στο Κύμα» τοποθετεί την Χρυσή Εποχή σε
κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου
γένους (Αρκαδία), όσο και στην αρχή της
ζωής κάθε ανθρώπου (Εδέμ). Από τη μια
πλευρά ο βοσκός (ο άνθρωπος ως τύπος)
και από την άλλη το παιδί (ο άνθρωπος ως
άτομο). Στο διήγημα αυτό οι δύο αυτές
εκδοχές του ειδυλλιακού / ποιμενικού
δένονται αξεδιάλυτα.
Ο συνδυασμός
των δύο ειδυλλίων που μοιάζει να
ισχυροποιεί την έννοια του ποιμενικού
(όχι μόνο αμέριμνος βοσκός, αλλά και
αθώος νέος), στην πραγματικότητα προξενεί
προβλήματα που οφείλονται αρχικά στη
διαφορετική προοπτική από την οποία
προσεγγίζεται η έννοια του ποιμενικού.
Και αυτό φαίνεται από την αμφισημία
ορισμένων λέξεων: Τι σημαίνει π.χ.
«φυσικός άνθρωπος» [...]; Στο κλασικό
ειδύλλιο σημαίνει αυτός που ζει σ' ένα
παραδεισένιο περιβάλλον σε οργανική
και αρμονική σχέση με τη φύση, άρα με
«ησυχία» πουείναι και αποτέλεσμα
μετριοπάθειας και έλλειψης φιλοδοξιών.
«Κατά φύσιν άνθρωπος» στην χριστιανική
ορολογία
σημαίνει προπτωτικός άνθρωπος, με κύρια
χαρακτηριστικά τη δυναμική ενότητα
ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το σώμα
του, το σώμα του και την ψυχή του, την
ψυχή του και τον Θεό. Ο έρωτας, φυσικό
και απαραίτητο συστατικό του κλασικού
ειδυλλίου, που προκαλεί κάποια ένταση
στην «ησυχία» χωρίς ποτέ να οδηγεί στο
πάθος, γίνεται στον χριστιανισμό το
αίτιο της διάλυσης της δυναμικής αυτής
ενότητας που περιγράψαμε παραπάνω. Στο
«Όνειρο στο Κύμα» το Αρκαδικό και το
Εδεμικό που αρχικά συνυπάρχουν, γρήγορα
αποδεικνύονται ασύμβατα.
Η Πτώση είναι
μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να
την παραβλέψει κανείς, ακόμη κι όταν
ισχυρίζεται ότι είναι «ευτυχής [...]
βοσκός εις τα όρη». Η αγάπη προς το
ποίμνιο (Μοσχούλα - κατσίκα) αποδεικνύεται
ατελέσφορη μπροστά στην αθωότητα με
την οποία προσεγγίζεται το μυστήριο
του έρωτα (Μοσχούλα - κοπέλα).
Ο λόγος
υποβιβάζεται σε σχέση με το πάθος. Η
αγάπη που χαρακτηρίζει τον τυπικό
ποιμένα και το ποίμνιο του αντικαθίσταται
εντελώς ειρωνικά από την ερωτική θέαση
του γυμνού σώματος της Μοσχούλας. Υπ'
αυτή την έννοια, αντί ο νεαρός βοσκός
να θυσιάσει την ψυχή του «υπέρ των
προβάτων», θυσιάζει το ζώο του προς
χάριν της κοπέλας και χάνει την ψυχή
του (δηλ. την αθωότητά του). Ακόμη
περισσότερο, η «ονειρώδης ανάμνησις
της λουομένης κόρης» [...] που τον ακολουθεί
γίνεται το αίτιο της οριστικής απώλειας
του εδεμικού παραδείσου. Γι' αυτό ο
αφηγητής δεν δοκιμάζει καν τη δυνατότητα
του ειδυλλίου της αθωότητας, δηλαδή την
ένταξη του στον μοναχισμό ως παραίτηση
από τη φύση με σκοπό να αντλήσει ζωή από
την κλήση της αγάπης του Χριστού στον
άνθρωπο. Ο πρώην βοσκός και νυν δικηγόρος
μπορεί να μην υποκαθιστά τον απολεσθέντα
παράδεισο με κάποιον εσωτερικό παράδεισο,
μαθαίνει όμως γράμματα και μέσω της
τέχνης, δηλαδή των απείρων δυνατοτήτων
της γλώσσας, κατορθώνει να ενοποιεί σε
ποιητικό
σύνολο τα θραύσματα της ατομικής του
εμπειρίας. [… ].. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη,
«Η Ειδυλλιακη Διάσταση...»,
3. (Ερωτισμός
και Βιωματικότητα) Ό,τι μπορούμε να
ξέρουμε λοιπόν με βεβαιότητα δεν είναι
οι έρωτες του Παπαδιαμάντη, αλλά ο
ερωτισμός του: αυτό το φουσκωμένο
ποτάμι που, μολονότι ξεστρατισμένο από
την κοίτη του, ξεχύνεται ακράτητο και,
ταυτόχρονα, υποδεικνύει τις ρωγμές ενός
ακρωτηριασμένου ανθρώπου. Γιατί εδώ η
συνεργασία των αισθήσεων, απόδειξη
ερωτικής πληρότητας κι ανταπόκρισης,
είναι σχεδόν αδιανόητη. Η όραση, αυτόνομη,
γίνεται τις περισσότερες φορές το κύριο
μέσο διαφυγής για την ανεκπλήρωτη
επιθυμία. Η θέα
του γυμνού
γυναικείου σώματος, κυρίαρχή φαντασίωση
του Παπαδιαμάντη [...] είναι η μόνη δυνατή
προσέγγιση του απαγορευμένου καρπού,
κάτι σαν υποκλοπή του από έναν ένοχο
επιδρομέα. [...] ο αφηγητής του «Όνειρο
στο κύμα» θ' αγγίξει το σώμα της γυμνής
κόρης μόνο μισοπνιγμένο κι αναίσθητο.
Πολλές φορές,
ο ερωτισμός του συγγραφέα μας μεταφέρεται
στη φύση και αγκαλιάζει τα άψυχα
αντικείμενα σαν ανθρωπόμορφα υποκατάστατα
του γυναικείου κορμιού. Θα ήταν εύκολο,
στις περιπτώσεις αυτές, να μιλάμε για
απλή φυσιολατρία η για παγανιστική
αίσθηση του ελληνικού τοπίου, αφού,
πραγματικά, ο «ειδωλολάτρης» Παπαδιαμάντης
δεν είναι λιγότερο υπαρκτός από το
χριστιανό. Ωστόσο, αυτό που δεν προσέχτηκε
εδώ, είναι νομίζω, το επίμονο μοτίβο της
μεταμόρφωσης [...]
Άλλες φορές
η μεταμόρφωση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο,
σαν αλλαγή ταυτότητας και σαν υπόδυση
ενός ξένου ρόλου, έτσι λ.χ. ο άνθρωπος
που μιλά στο «Όνειρο στο κύμα» υπήρξε
ένας ωραίος δεκαοχτάχρονος έφηβος,
βοσκός και «σατυρίσκος του βουνού»
[...]. Ο «αληθινός» Παπαδιαμάντης δεν
είναι καλός η κακός,υποκριτής η άγιος,
εγκρατής η λάγνος, άγγελος η δαίμονας,
αλλά, πριν απ' όλα, ένας άνθρωπος με
συγκεκριμένους τραυματισμούς και με
ακόμα πιο συγκεκριμένες ανάγκες,
ακρωτηριασμένος κι ωστόσο ενιαίος,ένας
άνθρωπος που αγωνίζεται να ισοσκελίσει
τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του,
να επιζήσει η και να αυτοκαταστραφεί
με τον τρόπο του, σύμφωνα με τις δυνατότητές
του.
Έτσι
κοιταγμένες, οι συμπεριφορές του δεν
παρουσιάζουν καμιάν ουσιαστική αντίφαση.
Ο χριστιανός και ο παγανιστής Παπαδιαμάντης
είναι το ίδιο πρόσωπο, και ο πρώτος και
ο δεύτερος επισημαίνουν την πίεση των
ίδιων απαγορεύσεων, των ίδιων ακρωτηριασμών
και των ίδιων αναγκών, μόνο που ό, τι
δαμάζεται συνειδητά στη μια περίπτωση
διαφεύγει ασυνείδητα στην άλλη. Ο
άνθρωπος της εκκλησίας, ο νοσταλγός
διηγηματογράφος και ο άνθρωπος της
ταβέρνας υπακούουν στην ίδια λογική:
παντού εκφράζεται η ίδια ανάγκη της
φυγής και της αναχώρησης. Π. Μουλλάς,
4. (Η Μοσχούλα)
Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια
που μπορεί να προσφέρει το έδαφος των
ανθρωπίνων
είναι -και με πολύ έντονο τρόπο- αναπτυγμένη
στον Παπαδιαμάντη, αλλά και το πάτημα
του άλλου του ποδιού στα πέραν του κόσμου
τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία
είναι μια στιγμούλα και η στιγμούλα
αυτή ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από
το άλλο μέρος του θανάτου.
Έτσι του
δόθηκε του υποθετικού βοσκού, στην
ιστορία της Μοσχούλας, της γυμνής εκείνης
κολυμβήτριας που κινδύνεψε να πνιγεί
μια νύχτα στο φέγγος της σελήνης, έτσι
του δόθηκε η χάρη...[...]
Είναι
χαρακτηριστικά τα διαδοχικά στάδια κι
έχουν σημασία επειδή επαναλαμβάνονται
με μικρές
παραλλαγές,
πολύ συχνά: η καθαρή αίσθηση που γίνεται
πρώτα μια στιγμή ευτυχίας, ύστερα γίνεται
ιδανικό υψηλό, τέλος χάνεται για να
προβληθεί στο επίπεδο το πέραν του
θανάτου. Κι αν στην περίπτωση που
αναφέραμε η γυμνή κολυμβήτρια σώζεται,
την ίδια στιγμή, συμβολικά, χάνεται το
αγαπημένο του ζωάκι, η ευνοούμενη του
κατσίκα που -άλλος ένας συνειρμός
ηθελημένος αυτή τη φορά- έχει το ίδιο
όνομα με την κοπέλα, τη λένε κι αυτήν
Μοσχούλα.
Στα παρασκήνια
της μυστικόπαθης ψυχής του, η μία αγάπη
πληρώνει για την άλλη, η μία Μοσχούλα
«που εσχοινάσθη κι επνίγη» για την άλλη
Μοσχούλα που εξακολουθεί να ζει ώσπου
να μεταβληθεί, μαζί με όλες τις άλλες,
σε μια γυναίκα συμβατική απ' αυτές που
δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου.Είναι μια
διαρκής μετατόπιση παλινδρομική ανάμεσα
στην αίσθηση και στην καθαρότητα της
αίσθησης, ένα είδος αντικατοπτρισμού
στο ηθικό επίπεδο, που του είναι ήδη στο
αισθητικό, προσφιλής. Οδ. Ελύτης,
5. Κάθε τι από
τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς
σκιαθίτικους τόπους και χώρους
αξιοποιείται από τον συγγραφέα για τις
διαφορετικές κάθε φορά σκηνογραφικές
ανάγκες του διηγήματος και όλα τα
χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα και τα
ονόματά τους: Το λιμάνι και το χωριό, τα
νησάκια και οι όρμοι, οι αμμουδιές και
οι βράχοι, τα βουνά και οι ρεματιές, τα
μοναστήρια και τα ξωκλήσια, τα σπίτια,
τα μαγαζιά του λιμανιού και οι ταβέρνες,
τα κοιμητήρια και οι καλύβες των βοσκών,
οι κήποι και οι σπηλιές. Ειδικά η θάλασσα,
στοιχείο αναπόσπαστο του νησιού και
της ζωής των κατοίκων του, είναι επίμονα
και με ποικίλους τρόπους παρούσα [...]
Παράλληλα
με την ακινητοποίηση του χρόνου βαίνει,
στο τυπικό παπαδιαμαντικό διήγημα, και
η έλλειψη έντονης και φανερής δράσης.
Αυτό ο οφείλεται είτε στον ασήμαντο η
και ανύπαρκτο μύθο [.... ]Είτε στην
εσωτερίκευση της δράσης και την
αντικατάσταση της με «γεγονότα» του
ψυχικού βίου προς όφελος των χαρακτήρων
[...].
Οι ήρωες και
οι ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, πράγματι,
αντί να δρουν, παραδίδονται συχνά στις
σκέψεις και τις αναμνήσεις τους,
στοχάζονται για το παρόν και το παρελθόν
τους, αποκαλύπτοντας αόρατες ψυχικές
διεργασίες που διαγράφουν μιαν εσωτερική
αλλαγή, αποτέλεσμα της σταδιακής τους
συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας [...].
Με την τεχνική αυτή το παπαδιαμαντικό
διήγημα διαψεύδει τις προσδοκίες για
κίνηση μέσα στο χρόνο που δημιουργεί
το ρεαλιστικό πεζογράφημα, υποχρεωμένο
να «αφηγηθεί μια ιστορία«, και δίνει
αντίθετα στον αναγνώστη την εντύπωση
μιας στοχαστικής στάσης, μέσα στον
χρόνο, με την οποία, όπως ακριβώς και
στο λυρικό ποίημα, αποτυπώνεται ένα
βίωμα η αποκαλύπτεται μια ψυχική
κατάσταση.
Τη στατικότητα
του διηγήματος ενισχύει και ο τρόπος
παρουσίασης του σκηνικού με τις
χαρακτηριστικές εκτενείς παπαδιαμαντικές
περιγραφές που αναστέλλουν τη δράση.
Η λειτουργία των περιγραφών αυτών, στις
οποίες εκδηλώνεται με όλη της την ένταση
η ποιητικότητα της παπαδιαμαντικής
γλώσσας, δεν περιορίζεται στη μετάδοση
των αναγκαίων ρεαλιστικών πληροφοριών
για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν,
κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Οι
περιγραφές επιτελούν και μια λειτουργία
οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να
συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος.
Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι,
τοπία η εξωτερικές εικόνες, επειδή
περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό η
μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία
τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε
σύμβολα ποιητικά. [...]. Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού
6. Ο Παπαδιαμάντης
[... ] προς απελπισίαν των κριτικών και
ευφροσύνην των αναγνωστών του,
αποτυγχάνει
ως (ρεαλιστής) πεζογράφος, όχι γιατί δεν
είχε τις οικείες λογοτεχνικές ικανότητες,
αλλά γιατί είχε, ως άνθρωπος, το θείο
χάρισμα να θεάται τον κόσμο σαν ποιητής
και κατόρθωσε, ως δημιουργός, να
ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και
νατουραλιστική!) πεζογραφία του τους
τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης.
[...] με μεγαλύτερη ποιητική ένταση και
αντίστοιχη υποχώρηση του ρεαλιστικού
στοιχείου, είναι και τα διηγήματα «Όνειρο
στο κύμα», «Υπό την Βασιλικήν δρυν»,
«Αμαρτίας φάντασμα», «Τα Δαιμόνια στο
ρέμα», «Η Φαρμακολύτρια», όπου ο ήρωας
αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία
του. Όλα κινούνται στον χώρο του
Συμβολισμού,
τόσο του προσωπικού, όσο και του
υπερβατικού, σύμφωνα με τον οποίον
αντικείμενα, εικόνες η καταστάσεις του
υπαρκτού κόσμου ανάγονται σε σύμβολα
ενός κόσμου άχρονου, τέλειου και θείου.
Στο πλαίσιο αυτό η αντίθεση ανάμεσα στο
θλιβερό παρόν του ήρωα - αφηγητή και το
ευτυχισμένο - παιδικό η νεανικό - παρελθόν
του, αποτέλεσμα της φθαρτικής επίδρασης
του χρόνου, συμβολοποιείται, σε προσωπικό
επίπεδο, με την τότε παρουσία του
περικαλλούς δέντρου, της ανάσσης του
δρυμού και την τωρινή εξαφάνισή της («Η
Βασιλική
δρυς») η με το τότε «Όνειρο στο κύμα»,
από το οποίο τώρα δεν μένει παρά η
ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης
κόρης. Σε επίπεδο όμως υπερβατικού
συμβολισμού, αυτή η έκπτωση από μια
προηγούμενη, ανώτερη και ευτυχέστερη
κατάσταση σε ένα ατελές και θλιβερό
παρόν, συμβολίζει την Πτώση του Ανθρώπου
από τον
παράδεισο της Εδέμ. Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού,
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ:
ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ -Έρωτας, φύση, άνθρωπος
Ο Παύλος
Νιρβάνας μας περιγράφει κάποια στιγμή
με τον Α. Παπαδιαμάντη, που μας δείχνει
με
καθαρότητα
τη σχέση του με τη φύση και το αίσθημα
εγκλωβισμού που ένιωθε στην Αθήνα :
Τον είδα-
αὐτὸ δὲν θὰ τὸ λησμονήσω ποτὲ -νὰ
τρέχη ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, ὅπως τρέχει
ἕνα μειράκιον ἐρωτευμένον ὀπίσω ἀπὸ
τὴν ἐρωμένην του. Ἦτο τὸ θέαμα αὐτὸ
ἀπὸ τὰ τραγικώτερα, ποὺ εἶδα εἰς τὴν
ζωήν μου· καὶ δὲν ἐνθυμοῦμαι αἰσθητικὴ
συγκίνησις ἀπὸ ἔργον τέχνης νὰ μοῦ
ἔδωκεν παρομοίου τραγικοῦ τόνον
κλονισμόν. Ἦτο ἕνα δειλινὸν φθινοπώρου
καὶ ὁ Ἥλιος ἔδυε μελαγχολικὸς ὀπίσω
ἀπὸ τὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως. Εἶδα
τότε τὸν Παπαδιαμάντη νὰ βαδίζῃ
βιαστικὸς πρὸς τοὺς στύλους τοῦ
Ὀλυμπιείου. Καὶ εἶχα τὴν ἀνοησίαν νὰ
τὸν καλέσω. Ἐκεῖνος χωρὶς νὰ σταθῇ
καθόλου μοῦ εἶπε μὲ μίαν πικρίαν
ἀπολύτως τραγικήν...
- Ἄφησέ με!
Πηγαίνω νὰ προφθάσω τὸν Ἥλιον πρὶν
δύσῃ. Εἶναι ἕνας μήνας ποὺ ἔχω νὰ τὸν
ἰδῶ. Καὶ ποτὲ δὲν τὸν προφθαίνω.
Καὶ ἔτρεχε
ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, ὁ ὁποῖος
ἐκρύπτετο ἤδη ὀπίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ
τῆς Σαλαμῖνος.
Κλεισμένος
ἕως τὸ δειλινὸν μέσα εἰς τὰ γραφεῖα
τῆς ἐφημερίδος του, ὅταν ἄφηνε τὸ
γραφεῖόν του, δὲν εὕρισκε πλέον τὸν
Ἥλιον εἰς τὰς Ἀθήνας. Κι ἔτρεχε νὰ
τὸν προφθάσῃ εἰς τὸν ἀνοικτὸν
ὁρίζοντα, νὰ τὸν ἀντικρύσῃ ὀπίσω ἀπὸ
τὴν Ἀκρόπολιν, νὰ τὸν χαιρετίσῃ εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ μακρινοῦ βουνοῦ. Καὶ
ἔτρεχεν ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, χωρὶς
νὰ τὸν προφτάνῃ».
Ο Παπαδιαμάντης
αντιμετωπίζει τη φύση αφενός ως
δημιούργημα και αποκάλυψη του Θεού και
αφετέρου ως παγανιστικό και αισθησιακό
αντικείμενο. Ακόμη και ο έρωτας
καταγράφεται ως εκδήλωση της παντοδύναμης
φύσης και παραβάλλεται πολλές φορές με
την ορμή των φυσικών στοιχείων. Ο
Παπαδιαμάντης ανασυσταίνει την αρμονία
του κόσμου μέσα από το «δικό του» φυσικό
τοπίο που διαμορφώνει στα διηγήματά
του. Μέσα από τις περιγραφές της φύσης
ο Παπαδιαμάντης μας αποδεικνύει πως ο
κόσμος είναι αντινομικός. «Ειδωλολατρικός
και χριστιανικός
συνάμα, αγαθός και δαιμονικός, ερωτικός
και σεμνότυφος, μειλίχιος και βίαιος»
.
Ας θυμηθούμε
τη σχέση του ήρωα με τη φύση στο «ΟΝΕΙΡΟ
ΣΤΟ ΚΥΜΑ» και πώς αυτή προσδιορίζει και
διαμορφώνει το ερωτικό στοιχείο του
έργου:
Η περιγραφή
της Μοσχούλας, λυρική και εξιδανικευμένη
«καταγράφει» το ερωτικό ίνδαλμα του
νεαρού βοσκού ως ονειρώδες, δίνοντας
στον αναγνώστη ένα δείγμα της ποιητικής
γραφής του Παπαδιαμάντη. Αυτή η
εξιδανικευμένη, λυρική περιγραφή
«ταιριάζει» με την αθωότητα και την
αγνότητα της ψυχής του νεαρού βοσκού,
ο οποίος ζει ευτυχισμένος μέσα σε έναν
αντίστοιχα ονειρώδη χώρο του : ένα φυσικό
περιβάλλοντα χώρο που μας θυμίζει τον
Παράδεισο και δίνει στον άνθρωπο αρμονία
και αυτάρκεια. Η ενότητα ανθρώπου –
φύσης καταγράφεται με την επιμονή του
βοσκού να δηλώνει ευτυχής στη «φυσική»
ζωή του· εκεί ένιωθε αναπόσπαστο τμήμα
του κόσμου, της φύσης αλλά συγχρόνως
ένιωθε πως όλα αυτά του «ανήκουν»· μια
αμφίδρομη σχέση με
τη φύση που
χαρακτήριζε τον προπτωτικό άνθρωπο,
ευρισκόμενος σε μια εκστασιακή σχέση
μαζί της. Αυτή η συναισθηματική ταύτιση
– ενότητα έχει ως έκφρασή της την αγάπη
του νεαρού βοσκού για όλα όσα το σύμπαν
περιλαμβάνει: δέντρα, ακρογιαλιές,
θάλασσες, ζώα (βλέπε Μοσχούλα – κατσίκα),
κορίτσι. Ο έρωτας του για τη Μοσχούλα
θα μείνει ανολοκλήρωτος για να του
υπενθυμίζει τη χαμένη αθωότητα της
φυσικής ζωής, μέσα στην αλλοτρίωση του
σύγχρονου βίου. Ο νεαρός βοσκός βιώνοντας
την απόλυτη ευτυχία και αυτάρκεια μέσα
στη φύση, φυσικό είναι να μπορεί να
νιώσει ένα τόσο αγνό και εξιδανικευμένο
συναίσθημα, όπως ο Έρωτας του για
τη Μοσχούλα.
Την αγαπά και τη θαυμάζει, αφού ασυνείδητα
την έχει «εντάξει» στο εξιδανικευμένο
φυσικό τοπίο (στο οποίο άλλωστε αφιέρωσε
και το μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος).
Αυτή η συνάρτηση διαφαίνεται και από
τη γλωσσική αποτύπωση της περιγραφής
όπου η ομορφιά της κόρης συνυφαίνεται
με τα φυσικά στοιχεία («μελιχρά και
ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης»
«εμάντευα το στέρνον της … της αύρας
τας ριπάς και της θαλάσσης» «Όνειρο εις
το κύμα".)
Έτσι ο
ερωτισμός του Παπαδιαμάντη ενώ ξεκινά
από αγνός, άδολος, «χριστιανικός»,
εξιδανικευμένος (προς τη Μοσχούλα) - με
όλες τις ηθικές αναστολές που η χριστιανική
εξιδανίκευση υπαγορεύει - καταλήγει
στη φύση, η οποία συμπλέκεται με τον
άνθρωπο. Τελικά η σχέση του Παπαδιαμάντη
με τη φύση δεν είναι μονάχα αισθητική
αλλά και ηθική: Η φύση «καθορίζει» την
ανθρώπινη συμπεριφορά και υποδεικνύει
αισθήματα, όπως τον Έρωτα για τη Μοσχούλα
(που εξιδανικεύεται μέσα στο ονειρώδες
τοπίο όπου αυτή κολυμπά). Π. Μοίρα,
ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ
Π
Α Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Α Ε Ρ Ω Τ Η Σ Ε ΩΝ Κ Ε
Ε
Στοιχεία
που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό
περιβάλλον και λοιπά γραμματολογικά
στοιχεία :
1. Το Όνειρο
στο κύµα ανήκει στα «αυτοβιογραφικά»
διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,
τα οποία συνδέονται µε τα εφηβικά χρόνια
του στη Σκιάθο. Αναφερθείτε σε συγκεκριµένες
µνήµες και βιώµατα του συγγραφέα που
διακρίνετε σ' αυτό το διήγηµα.
2. Η χριστιανική
πίστη, η φυσιολατρία και η ρεαλιστική
απεικόνιση της ζωής των απλών και
ταπεινών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου
θεωρούνται βασικά γνωρίσµατα του έργου
του Παπαδιαµάντη. Μπορείτε να τα
επισηµάνετε στο συγκεκριµένο διήγηµα;
3. Το Όνειρο
στο κύµα θεωρείται από κάποιους µελετητές
ηθογραφικό διήγηµα, πλησιάζει όµως και
στην ψυχογραφία. Μπορείτε να εντοπίσετε
ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία
στο κείµενο;
4. Ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης υπήρξε «θαυμάσιος ζωγράφος
της ελληνικής φύσης. προικισμένος µε
ιδιότυπη ποιητική και λυρική διάθεση».
Ποια χωρία του διηγήματος «Όνειρο στο
κύµα» πιστεύετε ότι επαληθεύουν την
παραπάνω άποψη;
5. Η σύνθεση
των έργων του Παπαδιαµάντη είναι συνήθως
απλή: έχουν περιορισµένη δράση, ανύπαρκτη
πλοκή και ελάχιστα πρόσωπα. Ο συγγραφέας
συνηθίζει να κινεί το ενδιαφέρον του
αναγνώστη µε ένα απρόοπτο περιστατικό.
Ισχύει η παραπάνω διαπίστωση στο
συγκεκριμένο διήγηµα και πώς;
6. Η γλώσσα
του Παπαδιαµάντη θεωρείται εντελώς
προσωπική, ένα κράµα από λόγια,
εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία.Μπορείτε
να δώσετε χαρακτηριστικά παραδείγµατα
από το συγκεκριµένο έργο;
7. «Παράλληλα
µε το µεταφυσικό κακό, την πάλη µε την
αµαρτία και τους πειρασµούς, υπάρχει
στην πεζογραφία του[Παπαδιαµάντη] και
το κοινωνικό κακό, η κοινωνική αδικία...».
Μπορείτε να επισηµάνετε τα θέµατα αυτά
στο διήγηµα Όνειρο στο κύµα;
8. Ποιο πρότυπο
ζωής προβάλλεται στο συγκεκριμένο
διήγηµα;
Α
΄ Διδακτική
ενότητα («ήµην ... πετµέζι»)
Δοµή
του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση
µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά
µέσα και τρόποι του κειµένου (υφολογική
διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες,
επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα
επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Πώς
χαρακτηρίζεται το είδος της συγκεκριµένης
αφήγησης µε βάση την οπτική γωνία από
την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα;
2. Στο διήγηµα
αυτό ο Παπαδιαµάντης χρησιµοποιεί την
τεχνική της αναδροµικής αφήγησης. Σε
ποιο χώρο τοποθετούνται τα γεγονότα
του παρόντος και σε ποιον του παρελθόντος;
3. Πώς λειτουργεί
στο κείμενο η εγκιβωτισμένη αφήγηση η
οποία αναφέρεται στον πατέρα Σισώη;
4. Πώς
περιγράφεται η Μοσχούλα και µε ποιους
εκφραστικούς τρόπους προβάλλεται η
οµορφιά της;
5. Σε ποια
σηµεία του κειµένου διακρίνετε το
χιούµορ και τη λεπτή ειρωνεία που
χαρακτηρίζουν το συγγραφέα – αφηγητή;
Σχολιασµός
ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου:(1η
ενότητα)
1. Ποιες
πληροφορίες µας δίνει ο αφηγητής για
τον εαυτό του; Τι υπογραμμίζει ιδιαίτερα
περιγράφοντας κάθε φάση ηλικίας του
(νεαρή και ώριµη);
2. α) Πώς βλέπει
ο αφηγητής την «παρούσα» κατάστασή του
και ποια ψυχική διάθεση του δημιουργεί
η κατάσταση αυτή; Ποια είναι τα βαθύτερα
αίτιά της;
β) Γιατί ο
αφηγητής παροµοιάζει τον εαυτό του µε
«σκύλο δεµένο»;
3. Σε ποιο
κοινωνικό πλαίσιο τοποθετούνται τα
δεδομένα της αφήγησης και ποιος κοινωνικός
προβληματισμός διαφαίνεται στις δύο
πρώτες ενότητες; Να αναφερθείτε σε
συγκεκριµένα χωρία.
4. Γιατί, κατά
τη γνώµη σας, ο αφηγητής περιγράφει τόσο
εκτενώς το κτήµα του κυρ - Μόσχου;
5. Πώς θα
χαρακτηρίζατε τη σχέση του αφηγητή µε
τη φύση; Σε ποια χωρία προβάλλεται
εντονότερα η σχέση αυτή;
6. Πώς ερµηνεύετε
τις οµωνυµίες α) κοριτσιού - κατσίκας
και β) κυρ Μόσχου - Μοσχούλας;
7. Πώς βλέπει
ο νεαρός βοσκός τη Μοσχούλα; Ανταποκρίνεται
το κορίτσι στα συναισθήµατά του;
8. Πώς εξηγείτε
την ιδιαίτερη συµπάθεια του βοσκού προς
την κατσίκα;
Β
΄ Διδακτική
Ενότητα («Μίαν εσπέραν ... το ταλαίπωρον
ζώον»)
Δοµή του
κειµένου κ.λπ.:
1. Το φυσικό
στοιχείο εκπροσωπεί στο διήγηµα του
Παπαδιαµάντη την επιστροφή προς την
αγνότητα και εκφράζει τη νοσταλγία του
συγγραφέα για την πατρίδα του. Μπορείτε
να επαληθεύσετε την άποψη αυτή µε
παραδείγµατα από το κείµενο;
2. Ποια στοιχεία
«ειδυλλιακά» (βουκολικά, ποιµενικά)
µπορείτε να επισημάνετε στην ενότητα
αυτή;
3. Με ποια
εκφραστικά µέσα µεταδίδει ο συγγραφέας
- αφηγητής τα συναισθήµατα θαυµασµού
και την έκσταση που νιώθει ο βοσκός στη
θέα της «λουοµένης» Μοσχούλας;
4. Στο διήγηµα
αυτό το όνειρο συνυφαίνεται µε την
πραγματικότητα. Πώς γίνεται η µμετάβαση
από το όνειρο στην πραγματικότητα και
αντίστροφα;
5. Στις
περιγραφές του Παπαδιαµάντη υπάρχουν
επιδράσεις από το Ροµαντισµό. Ποια
στοιχεία της «σκηνογραφίας» συµβάλλουν
σ' αυτή την εντύπωση;
6. Η περιορισµένη
δράση και οι σύντοµοι διάλογοι των ηρώων
του Παπαδιαµάντη συµπληρώνονται µε
εκτεταµένες ψυχολογικές αναλύσεις από
τον αφηγητή. Σε ποια χωρία διακρίνετε
αυτή την τεχνική του συγγραφέα και ποιο
είναι το αισθητικό της αποτέλεσµα;
Σχολιασµός
ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου:(2η
ενότητα)
1. α) Ποια
διλήµµατα αντιµετωπίζει το βοσκόπουλο
στην προσπάθειά του να διαφύγει την
προσοχ ή της Μοσχούλας; Γιατί ήρθε στο
νου του ο πατήρ Σισώης; β) Τι τελικά δίνει
τη λύση στην αναποφασιστικότητά του;
2. Πιστεύετε
πώς το βοσκόπουλο σκέφτεται και δρα
λογικά στη συγκεκριµένη περίσταση; Τι
εννοεί µε τη φράση «ήµην εν συνειδήσει
αθώος»;
3. Πώς
αντιλαµβάνεται ο συγγραφέας την ιδανική
οµορφιά;
4. Πώς συνδέεται
η ενότητα αυτή µε τον τίτλο του διηγήµατος
Όνειρο στο κύµα;
5. Ποια είναι
η συναισθηµατική κατάσταση του αφηγητή
και πώς εναλλάσσονται τα συναισθήµατά
του στην ενότητα; Να απαντήσετε
σχολιάζοντας ιδιαίτερα τη φράση «Είχα
µείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν
εσκεπτόµην πλέον τα επίγεια».
6. Πώς συνδέεται
η «παγίδευση» του ήρωα µε την παγίδευση
της αίγας;
Γ
΄ Διδακτική
Ενότητα («Δεν ηξεύρω ... τα όρη»)
Δοµή του
κειµένου κ.λπ.:
1. Ποιο
«δραµατικό απρόοπτο» συµβαίνει στην
ενότητα αυτή; Πώς επιδρά στην εξέλιξη
της ιστορίας;
2. Σε ποιο
σηµείο της αφήγησης παρατηρείται
επιβράδυνση και ποια η λειτουργία της
στο κείµενο;
3. Ποια στοιχεία
της αφήγησης δίνουν ερωτικό χαρακτήρα
στο διήγηµα;
4. Το διήγηµα
κλείνει µε την ίδια φράση µε την οποία
αρχίζει. Ποια είναι η σηµασία του κυκλικού
αυτού σχήµατος για το διήγηµα;
5. Ταυτίζεται
ο αφηγητής µε το συγγραφέα στο διήγηµα
αυτό; Στην απάντησή σας να σχολιάσετε
τη φράση στο τέλος του διηγήματος (Δια
την αντιγραφήν).
Σχολιασµός
ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου
(3η
ενότητα)
1. Πώς
δικαιολογείται ο φόβος της Μοσχούλας
στη θέα του βοσκού και της βάρκας;
2. Πώς
χαρακτηρίζετε το βοσκόπουλο από την
αντίδραση του στον ενδεχόµενο πνιγµό
της Μοσχούλας; Πώς ερµηνεύετε τον
«πολλαπλασιασµό» των δυνάµεών του;
3. Ποιο είναι
το «όνειρο στο κύµα» και ποια σηµασία
είχε για την υπόλοιπη ζωή του βοσκού;
4. Ποια γνώµη
εκφράζει ο συγγραφέας - αφηγητής εµµέσως
για τις γυναίκες µε τη φράση «είναι απλή
θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι»;
5. Γιατί ο
αφηγητής «µετρίως ελυπήθη» για το θάνατο
της κατσίκας του;
6. Ποιος είναι
ο ρόλος της αίγας Μοσχούλας στο διήγηµα;
Τι συμβολίζει το «σχοίνιασµα» της;
7. Πώς
συσχετίζεται, κατά τη γνώµη σας, «η
ονειρώδης εκείνη ανάµνησις της λουοµένης
κόρης» µε την απόφαση του βοσκού να µη
γίνει κληρικός;
8. Ποιο είναι
το βαθύτερο νόηµα της τελικής ευχής του
συγγραφέα «Ω! ας ήµην ακόµη βοσκός εις
τα όρη!...» και πώς συνδέεται η ευχή αυτή
µε τη φράση «Διά την σωτηρίαν της ψυχής
µου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολυβογράµµατα»
;
9. Βρίσκετε
κάποια νοηματική σχέση ανάµεσα στην
ψυχική διάθεση του ήρωα του διηγήµατος
Όνειρο στο κύµα και στη φράση - κατακλείδα
του διηγήµατος Έρως-ήρως: «Κατέστειλε
το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε
κι εφάνη ήρως εις τον έρωτά του - έρωτα
χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και
φιλανθρωπίας»; Να αιτιολογήσετε την
απάντησή σας.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Α. Παπαδιαµάντη:
Η νοσταλγός (απόσπασµα)
Η Λιαλιώ
έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως
τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον*,
και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ' ας
εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς
κνήμας, λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα
κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα
από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν
της, κι εκάθησε συνεσταλμένη παρά την
πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με
το μέτριον και χαρίεν ανάστημα... Η χάρις
του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο
από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν
εφόρει. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν
το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά
και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων
και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά,
υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά
χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και
διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες
εβάπτοντο μ' ελαφρόν ερύθημα εις τον
παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην
συγκίνησιν. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον
πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν
του νέου. [*Κολόβιον: είδος πλεχτού
γιλέκου.].
Να
συγκρίνετε τη Λιαλιώ στο παραπάνω
απόσπασµα µε τη Μοσχούλα στο Όνειρο στο
κύµα. Ποια στοιχεία της γυναικείας
εµφάνισης φαίνεται να εκτιµά ιδιαίτερα
ο συγγραφέας;
Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης «Υπό την βασιλικήν δρυν»
«Ήμην
αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθεί
καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις
την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω
των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο
Μορφεύς ήλθε και μ’ εβαυκάλησε, και μοι
έδειξεν εικόνες, ως εις περίεργον
παιδίον.
Μου εφάνη
ότι το δένδρον -έσωζον καθ’ ύπνον την
έννοιαν του δένδρου- μικρόν κατά μικρόν
μετέβαλλεν
όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν
η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι
εύτορνοι
κνήμαι,
κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην,
είτα κατ’ ολίγον εξεκόλλησαν κι
εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη
ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν,
εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους
γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι
κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες,
χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα
κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την
γην, εφ’ ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον,
αειθαλές φύλλωμα, μου εφάνη ως κόμη
πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ’ άνω,
είτα λυομένη,κυματίζουσα, χαλαρουμένη
προς τα κάτω.»
Στο διήγημα
«Υπο την βασιλικήν δρυν» ο Παπαδιαμάντης
περιγράφει την έλξη που ένιωθε για ένα
όμορφο δέντρο, για μια βασιλική βελανιδιά,
που υπήρξε, όπως σχολιάζει ο αφηγητής
«η πρώτη παιδική του ερωμένη».
Γεώργιος
Βιζυηνός, «Παλιμβουλία»
Το τάζω χρόνο
και καιρό
να βάλω μαύρο
ράσο,
μαύρο μονόκερο
σταυρό
στα στήθη να
κρεμάσω.
Ν’ αφήσω
μάνα κι αδερφή,
στα ξένα να
μισέψω,
και στ’
Αγιονόρους την κορφή
να πάγω ν’
ασκητέψω.
Να ζω μ’ αγία
προσευχή
απ’ το πουρνό
ως το βράδυ,
για να γλιτώσω
τη φτωχή
ψυχή μ’ από
τον Άδη.
Και μόλις
κάμω την βουλή,
την παίρν’
ανεμοβρόχι∙
και συλλογιούμαι
το φιλί,
θυμούμ’
αυτήν που το ‘χει.
Κι αν είν’
το σπίτι μακριά
κι η ώρα
περασμένη,
εγώ ‘χω πόδια
λαφριά,
κι εκείνη με
προσμένει.
Γλυκά γλυκά
τηνέ φιλώ
γλυκά τηνέ
χαϊδεύω. –
Σύρε, ψυχή
μου, στο καλό,
κι εγώ δεν
ασκητεύω!
Κώστας
Καρυωτάκης «Γραφιάς»
Οἱ ὧρες μ’
ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο
τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’
ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος
γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας
το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη
τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά
και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα
τοῦ δρόμου.)
Ἀπόκαμα,
θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη
γράφω.
(Στο βάζο
ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν
βγεῖ σε τάφο.)
Π Α Ν Ε Λ Λ Α
Δ Ι Κ Ε Σ Ε Ξ Ε Τ Α Σ Ε Ι Σ
ΗΜΕΡ 2003 ΕΠΑΝ.
ΕΞΕΤΑΣΗ
Α΄. ΚΕΙΜΕΝΟ:
«Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της
σε λήνης … και να φύγω, να φύγω τον
πειρασμόν!...»
Β΄. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Ποια είναι
η σχέση της πεζογραφίας του Αλεξάνδρου
Παπαδιαμάντη με τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό
(Μον. 9). Να
αναφέρετε τέσσερα (4) σημεία του κειμένου
πο σας δόθηκε, τα οποία επιβεβαιώνουν
τη θέση
σας (Μονάδες
6). Μονάδες 15
2. Ποια από
τα χαρακτηριστικά της γλώσσας και του
ύφους του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
εντοπίζετε στο
απόσπασμα
που σας δόθηκε; Μονάδες 20
3. Να εντοπίσετε
τέσσερα (4) διαφορετικά εκφραστικά μέσα
με τα οποία ο συγγραφέας ζωντανεύει το
«όνειρο
στο κύμα».
Μονάδες 20
4. «Δεν δύναμαι
... το πλέον εις το κύμα». Να σχολιάσετε
σε μία παράγραφο (100-120 λέξεις) το απόσπασμα.
Μονάδες 25
5. Να αναγνώσετε
συγκριτικά το απόσπασμα από το διήγημα
«Όνειρο στο κύμα» και το επόμενο απόσπασμα
από το μυθιστόρημα «Η Δασκάλα με τα
χρυσά μάτια» του Στράτη Μυριβήλη και
να επισημάνετε τις ομοιότητες (Μονάδες
10) και τις διαφορές τους (Μονάδες 10) ως
προς το περιεχόμενο. Μονάδες 20
Στράτης
Μυριβήλης, «Η Δασκάλα με τα χρυσά
μάτια», (απόσπασμα).
Η Σαπφώ
τραβάει ίσια, ανοιχτά, με μεγάλες
χαριτωμένες πλεψιές. Το κεφάλι της
πέφτει κι ανασηκώνεται ρυθμικά, και η
θάλασσα, κάθε φορά που ανεγέρνει απάνω
της, τη φιλά στο μάγουλο. Φορεί κι αυτή
μαύρο μαγιό. Φαίνεται πίσω ο λαιμός κ'
η πλάτη, σα λαξεμένη σε χλομό μάρμαρο
πολύ δουλεμένο. Φαίνεται ακόμα το ένα
μπράτσο της, έτσι που αναδύεται μαλακά
μες από το νερό. (...)
Μια στιγμή
η Σαπφώ γυρίζει τ' ανάσκελα. Κολυμπά
μόνο με τα χέρια της, που δουλεύουν σα
δυο γρήγορα κουπιά.Μικρά - μικρά κυματάκια
σηκώνουνται από τις άκρες τω χεριώ της,
απλώνουν ως τις σκοτεινές μασκάλες και
παίζουν γύρω στις κορφές των κόρφων,
που ξεμυτίζουν από το νερό, στέρεοι σαν
καρποί. Το μπανιερό κολνάει βρεγμένο
πάνω στη γερή σάρκα.
Ο Λεωνής
σηκώνει ταραγμένος τη ματιά, ψαχουλεύει
με αγωνία ψηλά ένα γύρω, πάνω στο πράσινο
μπουκέτο της Βίγλας. Σα να μην ήθελε να
δει άλλος κανένας πως την είδε, ή σα
νάνιωσε το μαγνήτη μιας άλλης ματιάς
να τραβάει τη δική του σαν πετονιά από
κει ψηλά. Και ίσα - ίσα του φάνηκε πως
πήρε το μάτι του κάποια κίνηση. Σα να
παραμέρισαν βιαστικά μια τούφα σκίνα,
σα ν' ασπρολόγησε κάτι. (...)
Νιώθει ακόμα
τη γλυκιά ταραχή να κυκλοφέρνει μέσα
στο αίμα του. Είναι το όραμα της Σαπφώς,
που κολυμπά ανάσκελη. Κατόπι την είδε
σαν πλεύρισε, και ξέρει πως την παραφύλαγε
να βγει, την είδε όρθια, να πηδά με μικρά
πηδήματα από βραχάκι σε βραχάκι. Ένα
φτερωμένο κορμί περεχυμένο θάλασσα και
ήλιο. Καθάριο, κρουστό σαν τα βρεγμένα
βότσαλα. Ακούει τους αχινούς, κουβάρα,
να σιγοτρίζουν τα μπλεγμένα τους αγκάθια.
Αφήνει το ένα πόδι του να
κρεμαστεί
πάνω στο νερό. Μια τρίχα κοντά στο νερό.
Η θάλασσα με τον ανασασμό της τον αγγίζει,
τόνε γαργαλά στη φτέρνα και πάλι
αποτραβιέται. Μέσα στα ρηχά καθρεφτιούνται
τα χρωματιστά ζωνάρια της βάρκας.
Σαλεύουνται σα νεροφείδες που παλεύουν
ή αγκαλιάζουνται, σγουραίνουν παράλληλα,
κυματίζουν τις κουλούρες τους. Νιώθει
κάτι που τόνε στενοχωρεί. Είναι που
άφησε τον εαυτό του να δει ολόγυμνη
σχεδόν τη Σαπφώ. Η κυριολεξία δηλαδή
δεν είταν «άφησε τον εαυτό του". Γιατί
είταν βέβαιο πως παραμόνεψε τη στιγμή
που έκανε να ξενερίσει. (...)
Είταν η
γυναίκα του Βρανά, του πεθαμένου φίλου.
Όμως είταν αλήθεια μια παίδα εικοσιδυό
χρονώ όμορφη σαν καμιάν άλλη. Αυτό πια
τόξερε, το αιστανότανε μ' ολάκερο το
κορμί του. Την είδε μέσα στην αποθέωση
της ομορφιάς της να αναδύεται. Από πάνω
της να κρουνελίζει η θάλασσα κι ο ήλιος.
(...)
Ένιωσε μια
καταφρόνεση για την κατάντια του, σαν
πόνο μέσα στη σάρκα. Και παράσταινε τάχα
το «όνειρο στο κύμα».
Αηδία και
ντροπή ... Και «όνειρο στο κύμα»! Η θύμησή
του πήδηξε πάλι σ' ένα σάλτο καιρούς κι
αποστάσεις, ζευγαρώνοντας απίθανα τις
λεπτομέρειες. Θυμήθηκε πως είτανε του
Παπαδιαμάντη κείνο το στερνό κομμάτι
πούχε διαβάσει στο Βρανά πριν θολώσουν
τα συλλοϊκά του.
ΗΜΕΡ 2004, ΕΠΑΝ.
ΕΞΕΤΑΣΗ
Α΄. ΚΕΙΜΕΝΟ:
«Μίαν ἑσπέραν, καθώς εἶχα … εἰς τό
κῦμα γυμνή, κ' ἐλούετο...»
Β΄. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Στον
Παπαδιαμάντη «φύση και άνθρωπος
αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται»
(Κυριάκος Πλησής, Προσεγγίσεις:
Λογοτεχνικά δοκίμια για 12 Νεοέλληνες
Συγγραφείς, «Αστήρ» Αλ. και Ε.
Παπαδημητρίου, 1955). Να δώσετε τρία
παραδείγματα από το κείμενο με τα
οποία επιβεβαιώνεται η παραπάνω άποψη
(Μονάδες 9) και με βάση αυτά να χαρακτηρίσετε
το είδος της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη
(Μονάδες 6). Μονάδες 15
2. Αφού
διαβάσετε προσεκτικά το απόσπασμα
από το «Ὄνειρο στό κῦμα» του Αλ.
Παπαδιαμάντη, να αναγνωρίσετε τον τύπο
του αφηγητή και την εστίαση και να
εντοπίσετε πέντε (5) εκφραστικά μέσα
στην πρώτη παράγραφο του αποσπάσματος
«Μίαν ἑσπέραν ... Ἦτον τόν Αὔγουστον
μῆνα». Μονάδες 20
3. Να εξετάσετε
τη λειτουργία της περιγραφής στο
συγκεκριμένο απόσπασμα. Μονάδες 20
4. «Ὁ κρότος
ἤρχετο δεξιόθεν, ... συνήθως ἐλούετο».
Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το χωρίο
(περίπου 130 λέξεις). Μονάδες 25
5. Αφού
συγκρίνετε το απόσπασμα από το «Ὄνειρο
στό κῦμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη με το
επόμενο απόσπασμα από το μυθιστόρημα
«Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη να
επισημάνετε τις ομοιότητες ως προς το
περιεχόμενο.
Μονάδες 20
Κοσμάς Πολίτης, «Λεμονοδάσος»
(απόσπασμα)
Χαρά Θεοῦ.
Εἶναι νωρίς ἀκόμα κι ὁ μπάτης δέ
σηκώθηκε. Ἡ θάλασσα γαλάζια κι ἀρυτίδωτη,
μιά πάχνη ἀνάρια κάθεται χαμηλά, τριγύρω
στόν ὁρίζοντα, σπαρμένη ἐδῶ κι ἐκεῖ
μ' ἀκίνητα λευκά πανάκια. Πέρα, μακριά,
στό θάμπος τοῦ πελάγου, ἕνα βραχάκι
ὁλόρθο στέκεται μοναχικό καταμεσῆς
τῆς θάλασσας. Ὁ ἥλιος τό ντύνει μ' ἕνα
φῶς ξανθό -τριανταφυλλί καί τό ἐξαϋλώνει.
Λές κ' εἶν' ὁ Ἰησοῦς ἐπί τῶν ὑδάτων.
Νιώθω μέσα
μου τήν πρωινή γαλήνη, χαμογελῶ σ' ὅλους
τούς ἐπιβάτες. Δέν εἶναι γνώριμα τά
μέρη
τοῦτα πού
τά ξαναπέρασα πρίν ἀπό δεκαπέντε μέρες.
Ἡ ἀκρογιαλιά, τόσο κοντά, πού ξεχωρίζω
κάθε σκισιά τοῦ βράχου, κάθε χορτάρι
πάνω στό βουναλάκι ψηλά.
Τώρα γίνηκε
ἀπότομη. Τά πεῦκα, ξέχωρα φυτρωμένα,
φτάνουνε ὥς τήν ἄκρη ἀπό τά βράχια.
Ἕνα τους φύτρωσε ἀπόμερα πάνω στήν
κάθετη πλαγιά· γέρνει πάνω στή θάλασσα
νά τή φιλήσει.
Τά βουναλάκια
χαμηλώνουν, ἀλλάζουν σέ πλατειές
ταράτσες, ἡ μιά πάνω ἀπό τήν ἄλλη,
φυτεμένες
λιόδεντρα.
Πίσω τους ἡ βαθυγάλαζη βουνοσειρά. Ὁ
δρόμος ἀσπρίζει χαμηλά, πλάϊ στ'
ἀκρογιάλι.
Ἡ θάλασσα
παίρνει ἕνα χρῶμα πιό βαθύ, ἀρχίζει
νά ζαρώνη μέ τήν πρώτη ἀνάλαφρη πνοή.
[...] Χάνω τό αἴσθημα τοῦ χρόνου -φαντάζομαι
νά κυβερνῶ τή γρήγορη τριήρη τοῦ Ἰάσονα
στό θριαμβευτικό ταξίδι της πρός τήν
Κολχίδα.-Κάποιο καστανόχρυσο δέρας θά'
ναι τό ζηλεμένο ἔπαθλο. Ἀνοίξαν τά
βουνά διάπλατα στό σίμωμά μας, ὅπως σέ
παραμύθι, καί πλέομε ἀνάμεσα σέ
καταπράσινες ἀκρογιαλιές πού ὅσο πᾶνε
καί στενεύουν. [...] Ὁ ἥλιος καίει
καλοκαιριάτικος.
ΗΜΕΡ 2006
ΚΕΙΜΕΝΟ: «Δέν
ἠξεύρω ἄν ἡ κόρη λουομένη … Ὤ! ἄς ἤμην
ἀκόμη βοσκός εἰς τά ὄρη!...» (Διά τήν
ἀντιγραφήν)
1. Τον ίσκιο,
τη σιλουέτα, το περίγραμμα της φευγαλέας
μορφής. 2. Ακαριαία, μονομιάς. 3. Αγοραίους
έρωτες. 4. Εύκολα μεταφερόμενο στην
αγκαλιά, ευχάριστο στο αγκάλιασμα. 5.
Μερίδιο, κλήρος.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α. Έχει
υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Παπαδιαμάντης
είναι κατεξοχήν «βιωματικός» συγγραφέας.
Τεκμηριώστε τη θέση αυτή με πέντε
βιωματικού χαρακτήρα αναφορές στο
κείμενο που σας δόθηκε. Μονάδες 15
Β1. Να
επισημάνετε και να σχολιάσετε τέσσερις
αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί
ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
Μονάδες 20
Β2. «Ἡ βάρκα
ἐκείνη ἀπεῖχεν ... εἰς τάς ἀγκάλας
μου, καί ἀνῆλθον». Να εξετάσετε τη
λειτουργία της περιγραφής στο συγκεκριμένο
χωρίο. Μονάδες 20
Γ. «Ὀρθῶς
ἔλεγεν ὁ γηραιός Σισώης ὅτι “ἄν ἤθελαν
νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά
μέ στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι…”.
Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν
τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά
ὁποῖα αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί
μάλιστα ἦσαν καί πολλά!...». Να σχολιάσετε
το πιο πάνω χωρίο με 120-140 λέξεις. Μονάδες
25
Δ. Να συγκρίνετε
ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα που
σας δόθηκε από το «Όνειρο στο κύμα» με
το παρακάτω ποίημα του Κλείτου Κύρου,
«Οπτική απάτη»: Μονάδες 20
Κατατρύχονταν1
από μια μορφή γυναίκας
Την έβλεπε
στον ύπνο του μ’ υψωμένα
Χέρια να
παραληρεί με θέρμη
Την έβλεπε
κάθε πρωί να γνέφει
Στο απέναντι
παράθυρο να χαμογελά
Μ’ αστραπές
στα μάτια και στα δόντια
Μες στο
μισοσκότεινο δωμάτιο
Σύμβολο της
άυλης παντοτινά γυναίκας
Έτσι νόμιζε
τουλάχιστο δεν είχε διδαχθεί
Τους παράγοντες
της οφθαλμαπάτης.
Όταν πια
κατάλαβε είχε ξημερώσει
Σα να κύλησε
μια ατελείωτη νύχτα
Κι ήταν μόνος
πάλι και ξεφύλλιζε
Παλιές πολύ
παλιές φωτογραφίες.
1. Βασανιζόταν,
υπέφερε, ταλαιπωρείτο.
ΕΣΠΕΡ 2009
Α΄. ΚΕΙΜΕΝΟ:
«Τὴν ἀνεγνώρισα πάραυτα … πρὸς στιγμὴν
ἓν ὄνειρον, τὸ ἴδιον ὄνειρόν του...»
Β΄. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α. Τα διηγήματα
του Παπαδιαμάντη έχουν χαρακτηριστεί,
εκτός των άλλων, και ως ψυχογραφικά. Να
αναφέρετε τρία (3) παραδείγματα μέσα από
το απόσπασμα που σας δόθηκε, τα οποία
επιβεβαιώνουν ότι το «Όνειρο στο κύμα»
μπορεί να θεωρηθεί και ψυχογραφικό
διήγημα.
Μονάδες 15
Β. 1. Να
επισημάνετε στο απόσπασμα που σας δόθηκε
τέσσερα (4) εκφραστικά μέσα και να
σχολιάσετε τον ρόλο τους μέσα στο
κείμενο. Μονάδες 20
Β. 2. «Πρώτα
πρώτα (ο Παπαδιαμάντης) είναι ο συγγραφέας
του ανοιχτού χώρου. Τοποθετεί τα δρώμενα
μέσα σ’ αυτόν τον ανοιχτό χώρο, τη φύση».
(Κυριάκος Πλησής, Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά
Δοκίμια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς).
Να επιβεβαιώσετε
την παραπάνω άποψη αναφέροντας τέσσερις
(4) συγκεκριμένες δράσεις από το κείμενο
που σας δόθηκε. Μονάδες 20
Γ. «Ἦτον
ὄνειρον, πλάνη, γοητεία. Καὶ ὁπόσον
διέφερεν ἀπὸ ὅλας τὰς ἰδιοτελεῖς
περιπτύξεις, ἀπὸ ὅλας τὰς λυκοφιλίας
καὶ τοὺς κυνέρωτας τοῦ κόσμου ἡ
ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δὲν
ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τὸ φορτίον τὸ
εὐάγκαλον, ἀλλ' ἦτο ἀνακούφισις καὶ
ἀναψυχή». Να σχολιάσετε το περιεχόμενο
του παραπάνω αποσπάσματος σε δύο
παραγράφους (120-140 λέξεις). Μονάδες 25
Δ. Να εντοπίσετε
ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο μεταξύ
του αποσπάσματος που σας δόθηκε από το
διήγημα «Όνειρο στο κύμα» και του
παρακάτω αποσπάσματος από το διήγημα
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Έρως -
Ήρως». Μονάδες 20
«Ὁ Γιωργὴς
θὰ ἐγλύτωνε τὴν Ἀρχόντω κολυμβῶν.
"Κ' ἐσένα νὰ γλυτώσω, κορμί μ' ἀγγελικό".
[...] Νὰ δράξῃ τὴν Ἀρχόντω ἀπὸ τὸν
βραχίονα... ἀπὸ τὴν μασχάλην... ὄχι, ἀπὸ
τὴν μέσην. Καὶ ἔπλεεν ἤδη, ἔπλεε κ'
ἐκολυμβοῦσε μαζί της. Διὰ μίαν φορὰν
ἂς γίνῃ γλυκιὰ ἡ πικρὴ καὶ ἁλμυρὰ
θάλασσα.
Ἔφευγεν,
ἔφευγεν ὡς δελφίνι, ἐφύσα κ' ἐξέρνα
τὸ νερὸν ὡς φάλαινα, καὶ προέβαλλε
κοπτερὸν τὸν βραχίονα ὡς ξιφίας. Ἔπλεε
μὲ τὸν δεξιὸν βραχίονα, κ' ἐσφιχταγκάλιαζε
τὴν νέαν μὲ τὸν ἀριστερόν. Ἄνω τὴν
κεφαλήν της, ἄνω. Ν' ἀναπνέῃ τὸ
δακτυλιδένιο στοματάκι της... "Μὴ
φοβᾶσαι, ἀγάπη μου!" Καὶ μικρὸν κατὰ
μικρὸν θὰ ἐξετοπίζετο ὀργυιὰς καὶ
ὀργυιάς... Θὰ ἐζύγωνε, θὰ ἐπλησίαζεν
εἰς τὴν ξηράν.
"Τώρα,
τώρα, ἐφτάσαμε, ψυχή μου". Κανὲν
δυστύχημα δὲν ἔμελλε νὰ συμβῇ. Ὅλος
ὁ κόσμος θὰ ἐσώζετο.
"Ἐζαλίσθης,
ψυχή μου; Ὅλα καλὰ τώρα. Ἐπνίγη κανείς;
Ὄχι, ἀφοῦ ἐγλύτωσες σύ!".
Ὤ, πῶς θὰ
ἔπεφταν ἀφανισμένοι, μισοπνιγμένοι,
στάζοντες θάλασσαν, ἐπάνω εἰς τὴν
ἄμμον. Ἀναπλασμένοι καὶ ἀναβαπτισμένοι.
Νέος Ἀδὰμ καὶ νέα Εὔα, φέροντες τοὺς
χιτῶνας θαλασσοβρεγμένους κολλητὰ
εἰς τὴν ἐπιδερμίδα των, περισσότερον
παρὰ γυμνοί.
"Ἐκεῖ εἰς
τὸν βράχον εἶναι μία σπηλιά. Ὕπαγε
ἐκεῖ μέσα, φιλτάτη μου, ν' ἀλλάξῃς".
Ἐκείνη, ἂν εἶχε δύναμιν νὰ τὸν ἀκούῃ,
θὰ τὸν ἐκοίταζε κατάπληκτος. Ν' ἀλλάξῃ
μὲ τί;
"Νὰ
στεγνώσῃς. Θὰ σοῦ φέρω ἐγὼ φύλλα, ἀπ'
ὅλα τὰ δένδρα τοῦ δάσους, ἀγάπη μου,
νὰ σκεπασθῇς".»
Χωρίς να το
ηξεύρω, ήμην ευτυχής
Tου Nικου Γ.
Ξυδακη, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27-06-10
«Καθώς ο
σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον
εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν
ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω
από την ακτίνα και το τόξον τα οποία
διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως
κ’ εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε
να πράξω τίποτε περισσότερον παρ’ όσον
μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την
οποίαν έχω εις το γραφείον
του προϊσταμένου
μου».
Περιγράφει
τον εαυτό του αυτολοιδορούμενος ο
παπαδιαμαντικός αφηγητής, στο «Όνειρο
στο κύμα». Και περιγράφει την παρούσα
κατάσταση πικράς αθυμίας του Έλληνος,
έτσι δεμμένου με κοντό σχοινί, ώστε αν
τεντωθεί να κινδυνεύει να πνιγεί, να
σχοινιασθή.
Όσες φορές
διαβάζω το «Όνειρο στο κύμα», διακρίνω
κάτι καινούργιο. Τούτη τη φορά, μέσα από
την αυτολοιδορία του Παπαδιαμάντη
διακρίνω τη σοφή αποδοχή του παρόντος:
το παρόν ως ήπια διάψευση προσδοκιών,
ως αναπόφευκτη προδοσία του παρελθόντος,
το παρόν ως αναπόδραστη πτώση του φυσικού
ανθρώπου, του «ωραίου εφήβου, του
καστανόμαλλου βοσκού», και ως ανάδυση
του μετέωρου μεσήλικου, του «περιωρισμένου
και ανεπιτήδειου».
Έτσι ακούει
τον σφυγμό της τώρα η γενιά της
μεταπολίτευσης: νηματώδη, σιγαλό,
σβησμένο· σαν υπόμνηση διαρκούς
προδοσίας, σαν αφήγηση μετάλλαξης: «Ημην
πτωχόν βοσκόπουλο εις τα όρη. Δεκαοκτώ
ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα.
Χωρίς να το
ηξεύρω, ήμην ευτυχής. [...] Ημην ωραίος
έφηβος, κ’ έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν,
ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται
εις τα ρυάκια και τας βρύσεις...»
Ημην ο Δάφνις,
ο Ορφέας... Και είμαι δεσμώτης, ηττημένος,
υπόδουλος και άπραγος. Το ένα άκρο της
αφήγησης μάς φέρνει αβίαστα στο άλλο.
Ο αφηγητής δεν νοσταλγεί μόνο, περιγράφει
εναργώς την προδιαγεγραμμένη πορεία,
από την αθωότητα προς τη γνώση, από την
ανεμελιά του ευγενούς άγριου προς την
κατήφεια του αποξενωμένου μισθωτού.
Ωστόσο, η αποδοχή της σκληρής μοίρας, ο
αυτοοικτιρμός και ο αυτοσαρκασμός, δεν
αποτρέπουν τον στεναγμό και τη λαχτάρα
της
αναπολήσεως:
«Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..».
Ο πυρήνας είναι πυρακτωμένα ρομαντικός,
είναι η αιώνια επιστροφή στη νιότη, ο
Παπαδιαμάντης δεν αποδέχεται την
προσγείωση στον «περιωρισμένο και
ανεπιτήδειο» βίο, αντηχεί τον αιώνιο
έφηβο Ρεμπώ, τον παράφορο Μπωντλέρ, τον
ειρωνευτή Φλωμπέρ, τον ανατόμο Μπαλζάκ.
Παρόμοια
πτώση και παρόμοια άρνηση βιώνει τώρα
η γενιά της Μεταπολίτευσης – όσοι
τουλάχιστον μπορούν ακόμη να ανακαλέσουν
τη νεανική αθωότητα και να την αισθανθούν.
Ακόμη και τα χρόνια του ’70, ώς τις αρχές
του ’80, η αθωότητα έμοιαζε με τα χρόνια
του Παπαδιαμάντη. Τα νησιά, τα χωριά, οι
επαρχιακές πόλεις είχαν δικούς τους
ρυθμούς, χαρακτήρα.
Η Αθήνα ήταν
μια μεσογειακή πόλη, ράθυμη, με βραδύ
βίο, φθηνή διαβίωση· δεν ήταν η σημερινή
μητρόπολη των άκρων, των νεόπλουτων και
των αποκλεισμένων, του εγκλήματος και
της ασυμμετρίας, της φαντασμαγορίας.
Άλλαξαν οι
άνθρωποι. Αλλάξαμε. Ξεχάσαμε το χωριό
καταγωγής, κι όταν το θυμηθήκαμε είχε
αλλάξει και μας πλήγωνε. Ξεχάσαμε τη
γενέθλια γειτονιά, κι όταν επιστρέψαμε
δεν την αναγνωρίζαμε. Ο τουρισμός
κατέφαγε τα νησιά, οι επιδοτήσεις και
η αστυφιλία σάρωσαν την επαρχία, οι
καφετέριες και τα μπουζούκια κατακυρίευσαν
τις πόλεις, οι ντοπιολαλιές
σαρώθηκαν
από τη lingua των τηλεοπτικών δελτίων και
των σίριαλ, τα πρώην βοσκόπουλα
μεταβλήθηκαν σε δικηγόρους «με δίπλωμα
προλύτου», με δεύτερο Ι.Χ., με διαζύγιο
και βάρη, φυλή νεόχλιδων με ξεπουλημένες
γαίες και δανεικά, με
εκσυγχρονισμένα
λάιφ-στάιλ.
Γινήκαμε
άλλοι. Άπληστοι, λιμασμένοι πάντα, και
όλο περισσότερο περιωρισμένοι, με όλο
και πιο κοντόν σχοινίον εις την αυλή
του αυθέντου, αόρατο σχοινί σε αυλή
αόρατου αφέντη, υπερτοπικού και
διάσπαρτου. Η απώλεια της δικής μας
αθωότητας συντελέστηκε αόρατα, δεν την
είδαμε, δεν την νιώσαμε καν σαν απώλεια·
ίσως τη βιώσαμε κιόλας σαν κέρδος, σαν
νίκη, ότι παραχώσαμε βαθιά μες στο
τσιμέντο την αθωότητα του χώματος, αυτή
τη μισητή σβουνιά της καταγωγής.
Γινήκαμε
άλλοι. Αφεύκτως. Μα τη ζήσαμε ασυλλόγιστα
αυτή τη μεταμόρφωση, χωρίς να τη
στοχαστούμε, να τη ζυγίσουμε, να κρατήσουμε
νήματα. Ώστε όταν τέλειωσε ο μετεωρισμός
στην εικονική χλιδή, η πτώση ήρθε οδυνηρή,
πάνω στο κάγκελο, μες στον κουβά – του
χρηματιστηρίου, των δανεικών, των
υπερτροφικών προσδοκιών, της ματαίωσης.
Γινόμαστε
άλλοι. Σχοινιασθήκαμε. Ας νοσταλγήσουμε
τον φυσικό άνθρωπο, μήπως τον ξαναβρούμε
στα πρόσωπα των παιδιών μας («ωραίος
έφηβος, καστανόμαλλος...») Είτα, θα
προσφύγουμε στην παρηγορητική ανάγνωση
του «Ξεπεσμένου δερβίση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου