Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

MEΛΑΓΧΟΛΙΑ


Εισαγωγικό σημείωμα
Στον αντίποδα όχι μόνο της παλαμικής αλλά και ολόκληρης της ελληνικής ποίησης της Νέας Αθηναϊκής Σχολής βρίσκεται η ποίηση του Καβάφη. Εγκατεστημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, εγκαινιάζει έναν καινούριο δρόμο στην ποίηση, απορρίπτοντας τα καθιερωμένα σχήματα στην επιλογή των θεμάτων και στα εκφραστικά μέσα. Από την άποψη αυτή το έργο του διακρίνεται για την ιδιοτυπία του και τα εξόχως πρωτοποριακά χαρακτηριστικά του, που ενίσχυσαν τις εκφραστικές αναζητήσεις των ποιητών, που από τη γενιά του '20 και έπειτα οραματίζονταν την ανανέωση της ποίησης.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου υπήρχε ακμαία ελληνική παροικία, κυρίως εμπόρων και υπαλλήλων. Έμπορος ήταν και ο πατέρας του. Η μητέρα του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος μετά τον θάνατο του πατέρα του ακολούθησε τις μετακινήσεις της οικογένειάς του και έζησε από το 1872 ως το 1878 στο Λονδίνο και από το 1882 ως το 1885 στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το 1885 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αλεξάνδρεια, όπου και πέθανε. Τις εγκύκλιες σπουδές του έκανε στο Λονδίνο και στην Αλεξάνδρεια. Πανεπιστημιακές σπουδές δεν έκανε, αλλά κατόρθωσε να αποκτήσει βαθύτατη μόρφωση με τις προσωπικές του μελέτες (κυρίως ιστορίας). Επίσης, η διαμονή του στα μεγάλα κοσμοπολίτικα κέντρα της εποχής του (Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια) τον εφοδίασε με πλούσια πείρα.
Γνώριζε πολύ καλά τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα. Ποιήματα αρχίζει να δημοσιεύει το 1886, αλλά θα αργήσει να βρει την προσωπική του έκφραση. Ως το 1900 περίπου η ποίησή του είναι επηρεασμένη από τους ρομαντικούς ποιητές στη διάθεση, στη στιχουργία και στη γλώσσα (καθαρεύουσα). Κατόρθωσε όμως να απαλλαγεί από τους παραδοσιακούς λυρικούς τρόπους και να δημιουργήσει μια ποίηση έντονα προσωπική.Πρόκειται για μια ποίηση απογυμνωμένη από παραδοσιακά λυρικά οχήματα, που φτάνει συχνά έως την πεζολογία. Τον εκφραστικό φόρτο αναπληρώνει εδώ η παραστατικότητα, η εξαιρετική γλωσσική ευστοχία, η λεπτή ειρωνεία και η υποβολή. Μια τέτοια ποίηση ερχόταν σε αντίθεση με την ποίηση που την ίδια εποχή καλλιεργούνταν στην Αθήνα με κύριο εκπρόσωπο τον Κωστή Παλαμά. Γι’ αυτό και άργησε να γίνει αποδεκτή. Πρώτος τον παρουσίασε στην Αθήνα ο Γρ. Ξενόπουλος το 1903 μ’ ένα άρθρο του στο περιοδικό Παναθήναια, αλλά η φήμη του εδραιώνεται μετά το 1920, οπότε και έχομε το πρώτο αφιέρωμα στον Καβάφη του περ. Ποιητική Τέχνη (1924). Η οξύτατη σκέψη του ποιητή, η βαθιά αίσθηση του τραγικού και η εκλεπτυσμένη ευαισθησία του δίνουν στην ποίησή του βάθος και πολλαπλές διαστάσεις. Σήμερα ο Καβάφης θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές, όχι μονάχα της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Συνήθως τα ποιήματά του χωρίζονται οε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ερωτικά. Ο χωρισμός αυτός είναι βέβαια σχηματικός και γίνεται με βάση το θέμα ή τον τόνο που κυριαρχεί. Από τα «ιστορικά» τα πιο πολλά αναφέρονται σε περιστατικά των ελληνιστικών κυρίως χρόνων (αλλά και των ρωμαϊκών και βυζαντινών), ή σε πλαστά περιστατικά, που ο ποιητής παρουσιάζει ως ιστορικά (ψευδοϊστορικά). Μέσα από αυτά εκφράζονται συνήθως σύγχρονες καταστάσεις. Τα «φιλοσοφικά» του είναι κυρίως ποιήματα βιοθεωρίας, όπου ο διδακτικός τόνος είναι έκφραση ζωής συνειδητά βιωμένης, ενώ στα «ερωτικά» συνυφαίνεται ο ηδονισμός με τον αισθητισμό. (από το σχολικό εγχειρίδιο Κ. Ν. Λ. της
Α΄ Λυκείου).
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ*
: Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1933, την ημέρα των γενεθλίων του (29 Aπριλίου),
στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Στην ίδια αυτή πόλη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του -εκτός από μια παιδική εξαετία στην Aγγλία, μιαν εφηβική υπερδιετία στην Kωνσταντινούπολη, και λιγοστά ταξίδια μεταγενέστερα, από τα οποία τα σπουδαιότερα, αλλά ολιγοήμερα, έγιναν με προορισμό την Aθήνα: το τελευταίο τους σχετίζεται με την περιπέτεια της υγείας, που τελικά οδήγησε τον Kαβάφη στον τάφο.
Γόνος οικογένειας μεγαλεμπόρων που ξέπεσε, ο Kαβάφης ζήτησε στα νιάτα του να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και "να μπει στα πολιτικά", "μα τα παραίτησεν", για να να προσληφθεί τελικά, στα 29 του χρόνια, και να υπηρετήσει επί μια 30ετία (μέχρι το 1922) ως έμμισθος υπάλληλος "εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Yπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου", όπως ο ίδιος προσδιόρισε τη βιοποριστική του εργασία σ' ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμά του.
Εξωτερικά, τουλάχιστον, η ζωή του Kαβάφη κύλησε μοναχική, "τακτοποιημένη και πεζή", και "θεαματικά και φοβερά" δεν είχε. Αξιομνημόνευτες ίσως είναι μερικές ιδιορρυθμίες της ζωής του, όπως ότι ποτέ δεν έβαλε το ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του και φώτιζε με τα θρυλικά κεριά· ή ότι άφησε πεθαίνοντας μικρή αλλά όχι ασήμαντη περιουσία, καθώς και ένα συναφές μνημόνιο για τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες - κυρίως όμως ένα ποιητικό Αρχείο τακτοποιημένο με τη φροντίδα άριστου υπαλλήλου, έτοιμο να δεχθεί τους μελετητές του έργου του. Τέλος, είναι πασίγνωστη η ερωτική του ιδαιτερότητα […], ενώ ο K.Θ. Δημαράς έγραψε για την "μονήρη ικανοποίηση". […].
Την ίδια εκείνην αφοσίωση υποδηλώνει και η εκδοτική ιδιοτυπία του: μολονότι δημοσίευε τακτικά, ποτέ ο Kαβάφης δεν εξέδωσε δικό του βιβλίο, παρά τύπωνε τα ποιήματά του σε μονόφυλλα που τα συνένωνε και στη συνέχεια εκείνες τις αυτοσχέδιες "συλλογές" (άλλες χρονολογικές, άλλες με θεματική σειρά των ποιημάτων) τις ενεχείριζε στους γνωστούς και φίλους ή τις έστελνε στους ενδιαφερόμενους που ζητούσαν να γνωρίσουν το έργο του. Τα 154 ποιήματα, το επίσημο ποιητικό σώμα, τυπώθηκε πρώτη φορά το 1935 στην Αλεξάνδρεια, σε πολυτελή έκδοση που την φρόντισαν οι κληρονόμοι του Kαβάφη. Το έργο αποκαταστάθηκε φιλολογικά με τη γνωστή δίτομη έκδοση του "Ίκαρου" που επιμελήθηκε ο Γ.Π. Σαββίδης το 1963.
Στο ελλαδικό αναγνωστικό κοινό ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στα Παναθήναια (1903), ενώ στο αγγλόφωνο κοινό τον πρωτοσύστησε (1919) ο Άγγλος μυθιστοριογράφος και φίλος του E. M. Φόρστερ. Από τότε μέχρι σήμερα συντελέσθηκε η πανελλήνια και παγκόσμια, πλέον, αναγνώριση του έργου του, που έχει μεταφραστεί σε πολλές σύγχρονες φιλολογίες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το ότι ο μεγάλος ομότεχνός του, ο Μπέρτολτ Mπρεχτ, έγραψε και δημοσίευσε στα 1953 ένα ποίημα που ολοφάνερη πηγή του έχει τους καβαφικούς "Tρώες" […].
Eντέλει δεν είναι υπερβολή, αν πούμε ότι ο άνθρωπος που αρχικά φιλοδόξησε να γίνει ο αναγνωρισμένος ή ο καλύτερος ποιητής της ελληνικής παροικίας στην Αλεξάνδρεια, μεταθανάτια έγινε ένας από τους πιο σημαντικούς ευρωπαίους ποιητές του 20ού αιώνα.

*από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού www.snhell.gr, όπου και το αρχείο του Καβάφη

Το ποίημα: η ποίηση ως φάρμακο κατά της φθοράς του χρόνου .
Ανήκει στα φιλοσοφικά ποιήματα του Καβάφη. Με την ανάγνωση του τίτλου μπορεί να δοθεί η εντύπωση πως ανήκει στα ιστορικά. Με την αποκωδικοποίηση όμως του τίτλου και την επίγνωση πως τόσο το πρόσωπο όσο και τα στοιχεία του χωροχρόνου είναι ψευδοϊστορικά, αυτή η εντύπωση αναιρείται.
Εσωτερικός μονόλογος, με τη μορφή διαλόγου με την Ποίηση, η οποία παρουσιάζεται προσωποποιημένη.
Έτσι δικαιολογείται η προσφώνησή της σε β΄ ενικό προσωπο και η χρήση κεφαλαίου αρχικού.
Ο ΤΙΤΛΟΣ:
Από τους εκτενέστερους καβαφικούς τίτλους, δυσανάλογος προς το μέγεθος του ποιήματος.
Αντί για: Μελαγχολία τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη, ποιητοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ· 1921 μ.Χ.
Ιάσων Κλεάνδρου: το πρόσωπο αυτό αποτελεί το προσωπείο του ποιητή. Ο ποιητής Καβάφης υποδύεται τον ποιητή Ιάσονα. Η επιλογή των ονομάτων δεν είναι τυχαία: το όνομα Ιάσων (από το ρήμα ἰῶμαι) μας παραπέμπει σε θεραπείες ασθενειών και το όνομα Κλέανδρος (από το λέος=δόξα) στην ακμή της νεότητας, που έχει πια χαθεί.
Μελαγχολία: υποδηλώνει την ψυχική κατάσταση του ποιητή.
Κομμαγηνή: Ο Καβάφης δημιουργεί ένα ψευδοϊστορικό πλαίσιο στον τίτλο, επιμένοντας στα παρακμασμένα ελληνιστικά βασίλεια. Το βασίλειο της Κομμαγηνής βρίσκεται μερικές δεκάδες χρόνια πριν από το τέλος του, την κατάκτησή του από τους Άραβες. Η καταλυτική επίδραση του χρόνου θα συνθλίψει και αυτό.
595 μ. Χ. Επιλέγει τυχαίο χρονικό σημείο, 43 χρόνια πριν από το τέλος του βασιλείου.
«Είναι από τις λίγες φορές που η αγωνία του ποιητή για το επερχόμενο γήρασμα φανερώνεται τόσο έντονα στην επιφάνεια του ποιήματος, το οποίο αρχικά ίσως είχε τίτλο «Μαχαίρι». Ένα τίτλο που υπογράμμιζε τη φρίκη των γηρατειών, άφηνε όμως ξεγυμνωμένη την προσωπική πληγή του ποιητή. Για τούτο ο Καβάφης σπεύδει να χρεώσει τη μελαγχολία και την οδύνη στον φανταστικό ποιητή Ιάσονα Κλεάνδρου. […]. Έτσι ο ποιητής στα τέλη του 6ου μ. Χ. αιώνα στην Κομμαγηνή - τόπος και εποχή ανακατατάξεων και αλλαγών, όπως και του Καβάφη όταν γράφει (1918;) και δημοσιεύει (1921) το ποίημα- μελαγχολεί όχι για το όσα αλλάζουν γύρω του, όχι για την υποχώρηση της ελληνικής λαλιάς -η Κομμαγηνή τότε βρισκόταν περίπου στα όρια της ελληνικής γλώσσας, όπως και η Αλεξάνδρεια του Καβάφη-, όχι λοιπόν γι' αυτά ή ίσως και γι' αυτά, αλλά κυρίως για κάτι εντελώς προσωπικό- και -όπως ο Καβάφης- ο Ιάσων Κλεάνδρου βρίσκει -για λίγο- ανακούφιση στα φάρμακα της ποιητικής γραφής.
Έχουμε λοιπόν ένα δυσανάλογα μεγάλο τίτλο, με προσεκτικά τοποθετημένη στίξη, ώστε να προβάλλει τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται, που υποστηρίζει και συμπληρώνει ποικιλοτρόπως το ποίημα- ορίζει το(ψευδο)ιστορικό πλαίσιο και τον αφηγητή και δίνει έτσι διαχρονική ισχύ στα λεγόμενά του, αποστασιοποιεί τουςυπόγειους διδακτικούς απόηχους και επιπλέον τονίζει (με τη μουσική σημασία) πρωτότυπα την ανάγνωσή του.
(Σκεφτείτε π.χ. να είχε μόνο την πρώτη λέξη ως τίτλο- «Μελαγχολία»- λέξη κακοπαθημένη από τις ρομαντικές και συμβολιστικές υπερβολές, που ο Καβάφης -κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη- την ανανεώνει μέσα στη διαχρονική διάσταση και το ξάφνιασμα του μεγάλου στίχου). […]».(Στέφανος Διαλησμάς, «Ο τίτλος ως κειμενικό στοιχείο σε
ποιήματα του Καβάφη», Οι ποιητές του Γ. Π. Σαββίδη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Σχολής Μωραΐτη,
1998, σ. 277-292).
Οι δύο δυσανάλογες στροφές του ποιήματος
Η πρώτη στροφή του ποιήματος αποτελείται από 6 στίχους και είναι διπλάσια από τη δεύτερη, που
αποτελείται από 3 στίχους. Στην πρώτη στροφή ο ποιητής διατυπώνει το πρόβλημά του, αναφέρει δηλαδή με ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση τον πόνο που του προκαλεί η φθορά του χρόνου και επικαλείται τη βοήθειατης Τέχνης της Ποιήσεως, η οποία μπορεί να τον βοηθήσει να απαλύνει κάπως τον πόνο, Στην πρώτη, δηλαδή,στροφή υπάρχει και η αιτία του προβλήματος αλλά και τα μέσα, τα οποία εν μέρει μπορούν να τον βοηθήσουν να λυθεί «κάπως» το πρόβλημά του.
Η δεύτερη στροφή του ποιήματος είναι επανάληψη της πρώτης και μάλιστα ο πρώτος στίχος της είναι αυτούσιος ο δεύτερος στίχος της πρώτης στροφής. Ο ποιητής με την επανάληψη τονίζει ό,τι έχει επισημάνει στην πρώτη στροφή, δηλαδή τον πόνο που αισθάνεται αλλά και την πίστη του στη δύναμη της ποίησης.
Ερμηνευτική προσέγγιση
Αρχίζω από τον τίτλο. Το ποίημα κάλλιστα θα μπορούσε να επιγράφεται: «Μελαγχολία του
Κωνσταντίνου Καβάφη / ποιητού εν Αλεξανδρεία-1921 μ. Χ.». Χρήση λοιπόν, του ποιητικού προσωπείου,ταύτιση του Καβάφη με τον φανταστικό ποιητή του. Στον πρώτο στίχο έχουμε το μοτίβο των γηρατειών, που τοποθετούνται στο σώμα και στη μορφή του ποιητή. Η ύπαρξη δύο λέξεων αρκετά συναφών (σώμα/μορφή) και η γνωστή αντιπάθεια του Καβάφη για την περιττολογία, με οδηγεί στο συμπέρασμα πως η λέξη μορφή είναι πιο πολυεδρική απ' όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Πιστεύω πως αντιδιαστέλλεται με τη λέξη σώμα, υπονοώντας την ψυχική μορφολογία του ποιητή. Στο δεύτερο στίχο υπάρχει η λέξη πληγή, που επαναλαμβάνεται άλλες δύο φορές σε καίρια σημεία του ποιήματος, ίσως γιατί είναι η χαρακτηριστικότερη μορφή φθοράς στο ανθρώπινο σώμα. Το φριχτό μαχαίρι είναι βέβαια ο χρόνος. Δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά: Αδυναμία του ποιητή να παρηγορηθεί η να υπομείνει. Στον επόμενο στίχο υπάρχει η λύση: η προσφυγή στην Τέχνη της Ποιήσεως,που κάπως ξέρει από φάρμακα. Σημειώνω τη λέξη κάπως και το εμφαντικό - για λίγο - που βρίσκεται στον τελευταίο στίχο. Αυτόματα αναιρούν τη λύση παρουσιάζοντάς την πρόσκαιρη και περιστασιακή. Άλλωστε, οι προσδιοριστικές λέξεις φάρμακα και νάρκης υποβάλλουν άμεσα στον αναγνώστη την εντύπωση της πρόσκαιρης, της μη οριστικής θεραπείας. Η ποιητική πράξη λειτουργεί σαν ναρκωτικό. Η διαδικασία της φθοράς παρουσιάζεται αναπόφευκτη και παραβάλλεται με αγιάτρευτη αρρώστια της θνητής ανθρώπινης φύσης. Απόπειρες, λοιπόν νάρκωσης του πόνου με τη Φαντασία και το Λόγο.
Ας σταθούμε λίγο σ' αυτές τις δύο έννοιες. Σίγουρα η Φαντασία (με κεφαλαίο) δεν υπαινίσσεται πλαστική ή δημιουργική φαντασία. Μάλλον πρόκειται για αναπαραστατική φαντασία, μ' άλλα λόγια για ένα είδος παραμορφωμένης μνήμης. Όλη η ποίηση του Καβάφη χαρακτηρίζεται από την έντονη τάση για επιστροφή στο παρελθόν, από την έντονη αναζήτηση ήχων από την πρώτη ποίηση της ζωής μας, από την αγωνία να βρεθεί το απόσταγμα το καμωμένο κατά τις συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων, που θα επαναφέρει κάτι αβέβαιες μνήμες ικανές να ναρκώσουν το σύγχρονο πόνο.
Με τον Λόγο έχουμε μια αναγωγή του προβλήματος στο χώρο της μεταφυσικής. Ο Λόγος, ως γνωστικό μέσο του απόλυτου, υπήρξε η βάση πολλών φιλοσοφικών θεωριών και μάλιστα των Επικούριων, που τ' όνομά τους συνδέθηκε αρκετές φορές με την καβαφική ποίηση. Αν ο Καβάφης απέδιδε στον όρο την έννοια της λογοτεχνίας, δεν μπορούμε να το ξέρουμε με σιγουριά. Βέβαιο είναι ότι μέσα στα (διόλου στενά) καλούπια της λέξης μπορούν να χωρέσουν αρκετές ερμηνείες.
Αν χρειαστεί να εντάξουμε το συγκεκριμένο ποίημα σε μία από τις καβαφικές ομάδες θα πρέπει να το τοποθετήσουμε στα φιλοσοφικά ποιήματα ή «της σκέψεως». Ωστόσο, το ποίημα είναι κάτι περισσότερο από φιλοσοφικό· είναι τραγικό. Κάθαρση αριστοτελική του ποιητή με τη βοήθεια της τέχνης του. Μοτίβο που χρησιμοποίησε σε μεγάλη κλίμακα και ο Γκαίτε και που οι ρίζες του φτάνουν ως τον «Κύκλωπα» του Θεόκριτου.
[…] Αγωνία, λοιπόν, για τη φθορά, όχι για το θάνατο ή για τον έρωτα. «Ο θάνατος αντικρίζεται σαν φυσικό φαινόμενο, κι αυτό εξ άλλου είναι ένα από τα φωτεινά σημεία της καβαφικής ποίησης». Όσον αφορά τα «ηδονικά» η «αισθησιακά» ποιήματα του Καβάφη ελάχιστες φορές δονούνται από ένα τραγικό πάθος. Ο ερωτισμός του Καβάφη δεν είναι παρά ένας ερωτισμός οραμάτων. Απέναντι στη φθορά ο ποιητής θα αντιπαρατάξει την Τέχνη της Ποιήσεως. «Η ποίηση είναι γι' αυτόν μια υψηλή παρηγοριά, που κατευνάζει το άλγος της φθοράς με την μνημονική αναδρομή». Και η φθορά αυτή, άλλοτε εφαρμοσμένη στα έμψυχα, άλλοτε στα άψυχα και άλλοτε στα ίδια τα συναισθήματα, στις ψυχικές καταστάσεις, θα σημαδέψει βαθιά τον Καβάφη και την ποίησή του. «Ο άνθρωπος του τύπου τούτου είναι όλος αίσθηση και μνήμη. Έντονη «σωματική» μνήμη που παρατείνει τη διάρκεια των εντυπώσεων, τις ανανεώνει κι έτσι διασώζει το παρελθόν, που πάει να σβήσει μέσα σ' ένα αφύσικα απεριόριστο παρόν».
Μεταθανάτια ικανοποίηση του Καβάφη, του ανθρώπου που έδωσε στο έργο του όλην την δύναμίν του, όλην την μέριμναν, πρέπει να είναι ότι αυτό το ίδιο το έργο του νίκησε τον πανδαμάτορα χρόνο, έδωσε την άνισή του μάχη με τη φθορά και βγήκε κερδισμένο. Έτσι θαυμάσιος είν' ο έπαινός του...(Σωτήρης Τριβιζάς, «Μελαγχολία του Ιάσωνα Κλεάνδρου», Τομές, αρ. 77-78, Οκτ.-Νοέμ. 1981, σ. 48-49). από το βιβλίο του καθηγητή.
Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο. […]. Ο ίδιος ο ποιητής υποδύεται ένα ανύπαρκτο πρόσωπο (τον Ιάσωνα Κλεάνδρου), γιατί δεν θέλει να εκθέσει την προσωπική του πληγή στον αναγνώστη αφ’ ενός και γιατί έτσι υποστηρίζεται ο διαχρονικός χαρακτήρας των σκέψεών του, αφού χρεώνει στον Ιάσωνα τις δικές του θέσεις και ταυτόχρονα τις κρίνει.
Γενικότερα η ποίηση του Καβάφη λειτουργεί ως διαλεκτική της απόκρυψης και αποκάλυψης, όπου η επιτυχία του ποιήματος εξασφαλίζεται από την ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που αποκαλύπτεται και σε αυτό που αποκρύπτεται.
Ο Ιάσων Κλεάνδρου, ο ίδιος ο Καβάφης, κρυμμένος, εραστής της ζωής, αντιμετωπίζει με αγωνία τα
γηρατειά, πασχίζοντας να συμφιλιωθεί μαζί τους. Μελαγχολεί βλέποντας τη φθορά του σώματος σαν «πληγή από φρικτό μαχαίρι», ανησυχώντας συγχρόνως μήπως η ποίηση πεθάνει μαζί του ή πριν απ’ αυτόν. Η ποίηση έχει λυτρωτική δύναμη που θα τον βοηθήσει να προσπεράσει τις θλίψεις και τις απογοητεύσεις του γερασμένου σώματος, τη φθορά του οποίου αρνείται να ακολουθήσει η ψυχή, το πνεύμα του ποιητή (που είναι 58 χρονών, όταν γράφει το ποίημα…) Η ποίηση, ως δρόμος προς την αιωνιότητα, μπορεί να «θεραπεύσει» τη φθορά και ό,τι υπόκειται σε φθορά.
«Εν Φαντασία και Λόγω», λοιπόν, λέει λοιπόν ο Ποιητής πως δημιουργεί τα ποιήματά του. Τα φάρμακα της ποίησης είναι αφενός η δύναμη της φαντασίας, που οδηγεί το νου του ποιητή εκεί όπου ο κοινός νους των ανθρώπων δε μπορεί να φτάσει. Τη φαντασία τη χρησιμοποιεί ειδικά ο Καβάφης σε πολλά ποιήματά του, για να ξαναζωντανέψει τις μνήμες από το παρελθόν, τις όμορφες εμπειρίες της νιότης. Η Φαντασία είναι γι' αυτόν κυρίαρχο όπλο, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο «με τη φαντασία (και με τη βοήθεια προσωπικών δοκιμασμένων περιστατικών και συνδεδεμένων μεταξύ των μακρόθεν και εγγύθεν) ο ποιητής μπορεί να μεταφέρει τον εαυτό του εν τω μέσω των πραγμάτων και να δημιουργήσει έτσι μιαν εμπειρίαν». […].Με το λέξη «Λόγο» έχουμε μια αναγωγή του προβλήματος στο χώρο της μεταφυσικής. […]. Πρόκειται για τη μαγική λειτουργία του Λόγου, της γλώσσας, που αισθητοποιεί τις ποιητικές συλλήψεις. Με τη βοήθεια του λόγου πραγματώνεται το ποίημα, αφού η φαντασία θα βρει μέσα από τις Λέξεις το δρόμο έκφρασής της, θα πάρει σάρκα και οστά. (Π. Μοίρα, ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ).
Τα εκφραστικά μέσα του ποιήματος:
Ποίηση πεζολογική μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής,
απογυμνωμένη από παραδοσιακά λυρικά σχήματα,
με χρήση αντιποιητικών λέξεων-(φάρμακα, φέρε)
και παρουσία ενός μόνον επιθέτου (φρικτός).
Παραστατικότητα: με τις προσωποποιήσεις, την ποιητική αποστροφή, τη θεατρικότητα.
Εσωτερικός μονόλογος και διάλογος με τη χρήση του β΄προσώπου.
Σχήματα λόγου:
Σχήμα της υπαλλαγής: είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι (στ. 2): το επίθετο φρικτός που θα έπρεπε να προσδιορίζει ως επιθετικός προσδιορισμός τη λέξη πληγή και να εκφράζει ορθότερα το νόημα, ότι είναι δηλαδή μια φρικτή πληγή, έχει ακολουθήσει ως προς το γένος, τον αριθμό και την πτώση το ουσιαστικό μαχαίρι και έχει γίνει δικός του επιθετικός προσδιορισμός. Με το σχήμα αυτό ο ποιητής μετατοπίζει την προσοχή του αναγνώστη στη λέξη μαχαίρι, ώστε να γίνει περισσότερο αντιληπτός ο πόνος.
Μεταφορές: είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι (στ. 2): εντοπίζονται στις λέξεις πληγή και μαχαίρι, καθώς ο ποιητής τις χρησιμοποιεί εδώ μεταφορικά, για να εκφράσει πιο παραστατικά τον ψυχικό πόνο που αισθάνεται, παρομοιάζοντάς τον με το σωματικό πόνο που θα του προκαλούσε μια μαχαιριά.
Προσωποποιήσεις: εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως... εν Φαντασία και Λόγω (στ.4-6): Ο ποιητής για να εκφράσει με έμφαση την εμπιστοσύνη που έχει στην ποιητική τέχνη και στα μέσα που εκείνη χρησιμοποιεί για τη δημιουργία της, προσωποποιεί τις έννοιες αυτές και γι’ αυτό τις γράφει με κεφαλαία γράμματα, σα να πρόκειται για κύρια ονόματα. Επομένως, η Τέχνη της Ποίησης, η Φαντασία και ο Λόγος, μέσω της προσωποποίησης αποκτούν υπόσταση δρώντων προσώπων.
Αναστροφή και υπερβατό: νάρκης του άλγους δοκιμές (στ. 6): αντί για: δοκιμές νάρκης του άλγους, δηλαδή απόπειρες να κατευνασθεί ο πόνος. Στον στίχο αυτό εντοπίζουμε ένα σχήμα υπερβατό καθώς και το σχήμα της αναστροφής. Η αναστροφή φαίνεται, καθώς ο ποιητής έχει αλλάξει τη φυσική σειρά των λέξεων, ώστε να τοποθετήσει πρώτη τη λέξη νάρκη και να δώσει έτσι έμφαση στην έννοια του κατευνασμού και της απάλυνσης του πόνου που θα επιχειρηθεί μέσω της ποιήσεως. Λόγω της αναστροφής, της αλλαγής δηλαδή που έχει γίνει στην κανονική σειρά των λέξεων, παρουσιάζεται και το σχήμα υπερβατό, καθώς ανάμεσα στη λέξη “νάρκης” και στη λέξη “δοκιμές”, που έχουν μεταξύ τους στενή σχέση, τόσο συντακτική όσο και νοηματική, έχει παρεμβληθεί η λέξη άλγος.
Επαναλήψεις: Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι (στ. 7) – Τέχνη της Ποιήσεως (στ. 8): Ο ποιητής, για να μπορέσει να εκφράσει με έμφαση τόσο τον πόνο που αισθάνεται όσο και την εμπιστοσύνη που έχει στην ποίηση, επαναλαμβάνει τις βασικές αυτές έννοιες.
Αποστροφή: Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως (στ. 4), που κάπως ξέρεις από φάρμακα (στ. 5): Στους στίχους αυτούς παρατηρούμε την αποστροφή του ποιητή προς την Τέχνη της Ποιήσεως, καθώς και τη χρήση β΄ ενικού προσώπου στην επίκληση που κάνει προς αυτή. Με την αποστροφή ο ποιητής απευθύνει το λόγο προς την προσωποποιημένη Τέχνη της Ποιήσεως, για να ζητήσει τη βοήθειά της, και μάλιστα της μιλά στο δεύτερο ενικό πρόσωπο, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση της οικειότητας αλλά και της εμπιστοσύνης που έχει ο ποιητής στην ποίηση και στη δύναμή της να απαλύνει τον πόνο που αυτός αισθάνεται. Ο ποιητής, επομένως, στα πλαίσια του εσωτερικού του μονολόγου προσφωνεί την Τέχνη της Ποιήσεως και επικαλείται τη συνδρομή της στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Το γεγονός ότι το ποιητικό υποκείμενο είναι ένας ποιητής, ένας λειτουργός
της Ποίησης, ενισχύει την αξία της Ποιητικής Τέχνης κι έρχεται να πιστοποιήσει την μεγάλη εμπιστοσύνη που αισθάνεται ο ποιητής στην τέχνη στην οποία έχει αφιερώσει τη ζωή του.
Η γλώσσα του Καβάφη
Ιδιότροπη είπαν τη γλώσσα του Καβάφη· για κακοπροφερμένη δημοτική μίλησαν άλλοι. Η αλήθεια όμως βρίσκεται στο ότι η γλώσσα του Καβάφη είναι προϊόν σύνθεσης, προϊόν συνειδητής επιλογής. Συγκεκριμένα θα συνοψίζαμε τα χαρακτηριστικά της γλώσσας στα εξής:
Ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. (Να επισημάνουμε εδώ την επιρροή της γλώσσας του από τις ξένες γλώσσες της παιδείας του, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά).
* Τύποι καθαρεύουσας: ποιητοῦ, ἐν, Κομμαγηνῇ, εἰς, ποιήσεως, ἐν Φαντασίᾳ και Λόγῳ, ἄλγους.
* Ιδιοτυπίες: εγκαρτέρησι, κάμνουνε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου