Γ . ΙΩ Α Ν Ν Ο
Υ , Σ Ε Λ ΙΔ Ε Σ
Οι
επιδράσεις στο έργο του:
Ο Ιωάννου
επηρεάζεται στο έργο του από τον
Ν. Πεντζίκη,
τον Φ.
Κόντογλου,
τον Κ. Π.
Καβάφη,
τον Α.
Παπαδιαμάντη κ.ά.
Από τον
Πεντζίκη ως προς τον εσωτερικό
μονόλογο/συνειρμική γραφή,
από τον
Κόντογλου ως προς την αγάπη για
τη λαϊκή παράδοση και τη στροφή στο
παρελθόν,
από τον
Καβάφη ως προς την εμμονή σε
συγκεκριμένο χώρο (Θεσσαλονίκη -
Αλεξάνδρεια), το υπαινικτικό ύφος,
τη λειτουργία της μνήμης, το ερωτικό
στοιχείο,
από τον
Παπαδιαμάντη διδάχθηκε πολλά: επίσης
την εμμονή στο χώρο (Θεσσαλονίκη -
Σκιάθος), την κατασκευή ιστοριών με
πυρήνα βιωματικό υλικό και παιδικές
αναμνήσεις, τη μουσικότητα του λόγου,
αλλά και τις παρεκβάσεις που χαρακτηρίζουν
την τεχνική του.
Χαρακτηριστικά
του έργου του
Αφηγηματικό
υλικό:
Τα αφηγήματα
του Ιωάννου έχουν ως πρώτη ύλη μαρτυρίες
και βιώματα, αλλά και πρόσωπα,
πράγματα και γεγονότα από το παρελθόν,
την καθημερινότητα και τη νεοελληνική
πραγματικότητα (τον κόσμο της προσφυγιάς,
τον πόλεμο, την κατοχή, τη μεταπολεμική
περίοδο), τα οποία ο συγγραφέας
εξομολογείται, διασώζοντάς τα με δύο
κυρίως μέσα: την πολύ ισχυρή μνήμη του
και τη μεγάλη παρατηρητικότητά του.
Η αφήγηση:
«Με την
αφήγηση ανασταίνει κυρίως μια παλιότερη
εποχή, προσωπικά και υποκειμενικά
βιωμένη. Έτσι, τα αφηγήματα φαίνονται
σαν αναμνήσεις του από τα περασμένα,
όπου διοχετεύει τις απόψεις του, τις
κρίσεις του, τις προτιμήσεις του»
(Σαχίνης).
Ο χρόνος
στα πεζογραφήματα του Ιωάννου δεν
είναι απλός. Συνήθως παρελθόν και παρόν
γίνονται ένα, εμπλέκονται, δίνοντας στα
έργα του την εικόνα της σύνθεσης παρόντος
- παρελθόντος και των διαφορετικών
χρονικών στιγμών (Αράγης). Συχνά το
παρελθόν εσωτερικεύεται, γίνεται παρόν
κλιμακωτά, ενώ αιχμαλωτίζεται από την
αφήγηση (Δρουκόπουλος).
Ο χώρος:
Ο χώρος (που ο ίδιος αποκαλεί «δοχείο
μνήμης») είναι παρών στα περισσότερα
έργα του. Ο συγγραφέας τον αντιμετωπίζει
ως αντικείμενο της πεζογραφίας του,
αφού είναι ουσιαστικό στοιχείο των
έργων του και όχι απλό σκηνικό. Ο
χώρος στα έργα του Ιωάννου συνδέεται
και με το χρόνο αλλά και με τον εσωτερικό
προσωπικό κόσμο που διαμορφώνει και το
χώρο της πόλης.
Το αφηγηματικό
είδος: Τα πεζογραφήματα του Ιωάννου
αποτελούν μικρογραφίες της καθημερινής
ζωής των κατοίκων της Θεσσαλονίκης:
«μινιατούρες της καθημερινότητας»
(Βιστωνίτης). «Άλλοτε πλησιάζουν τον
‘‘άμορφο’’ συνειρμικό μονόλογο […],
άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο[…],
άλλοτε πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά
διηγήματα […]». (Κοτζιάς)
Το
πεζογράφημα:
Σε συνέντευξή
του (1984) ο ίδιος χαρακτήρισε το αφήγημά
του ως «πολύπτυχο πεζογράφημα» και
το όρισε ως: «Αυτό που περιέχει όλα τα
είδη, που είναι και δοκίμιο και χρονικό
και σχόλιο πάνω στις ιστορίες που
εννοούνται». «Η αφήγησή του, που κατά
κύριο λόγο γίνεται σε πρώτο πρόσωπο,
έχει έναν χαρακτήρα καταγραφικό και
κάποτε χρονογραφικό [...]». «Η εμπειρία
είναι το κυρίαρχο στοιχείο […]». «Η
δομή του είναι στοιχειώδης […]»: δεν
υπάρχει κεντρικός μύθος αλλά σύνθεση
συνειρμών. «Η συμβολή του
βρίσκεται αλλού: στον τρόπο που απομονώνει
το κάθε περιστατικό, στην έντονη
συγκινησιακή φόρτισή του και στην
ακρίβεια και την καθαρότητα της γλώσσας
του». (Βιστωνίτης).
Αφηγηματικές
τεχνικές
Οπτική
γωνία: Μονοεστιακή ή μονομερής
αφήγηση:
Ο αφηγητής
αφηγείται σχεδόν πάντα μέσα από τη
δική του οπτική. μια αφήγηση στην
οποία τα πάντα μας δίνονται από μία
και μοναδική οπτική γωνία: μέσα από
την όραση, τα συναισθήματα, τη σκέψη και
την αίσθηση ενός μονάχα προσώπου.
Ποικίλει όμως ο βαθμός συμμετοχής του
στην αφήγηση, αφού άλλοτε εξομολογείται
προσωπικά του βιώματα σε πρώτο πρόσωπο
και άλλοτε θεάται και σχολιάζει ευθέως
ή με υπαινιγμούς. Τα υπόλοιπα αφηγηματικά
πρόσωπα παρουσιάζονται συνήθως από τη
δική του οπτική. Η αφήγηση μπορεί να
είναι σε πρώτο ή δεύτερο πρόσωπο (πολύ
σπανίως και σε τρίτο).
Η τεχνική
των συνειρμών και της σύζευξης διαφόρων
στοιχείων: ο Ιωάννου παρατηρεί,
θυμάται, συγκεντρώνει αποκόμματα. Οι
συνειρμοί ωθούνται από την επικαιρότητα,
από το χώρο, από τις σκέψεις, τις
αναμνήσεις, τις κουβέντες, τα αντικείμενα,
τις λέξεις, τους ήχους κλπ. Η αφετηρία
των συνειρμών άλλοτε δηλώνεται με έμφαση
και άλλοτε όχι, οπότε η αφήγηση αρχίζει
«ανεπαίσθητα».
Η τεχνική
του συγκερασμού: η αφήγηση είναι
σύνθεση πολλών και συχνά αντιθετικών
πραγμάτων, ενός υλικού που τροποποιείται
άλλοτε με τον ένα και άλλοτε με τον άλλο
τρόπο, για να εξυπηρετήσει την εκάστοτε
αφήγηση. Η τεχνική του συγκερασμού
υπάρχει στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς
με την αναφορά στην εκμετάλλευση των
προσφύγων από τους εγκληματίες των
γραφείων. Είναι συγκερασμός
παρελθόντος/παρόντος, της παλιάς αίγλης
των προγόνων και της τωρινής τους
κατάστασης. Στου Κεμάλ το σπίτι
υπάρχει ανάλογο παράδειγμα στην τελευταία
ενότητα με την αναφορά στην καταστροφή
του ψηφιδωτού. Συγκερασμός του
παλιού με το νέο.
Η τεχνική
του εγκιβωτισμού που μπορεί να έχει
ή τη μορφή της αναδρομικής αφήγησης ή
τη μορφή διαφόρων ιστοριών που αφηγείται
ο αφηγητής διακόπτοντας την αρχική, για
να επηρεάσει πρόσωπα και πράγματα.
Η
τεχνική της κυκλικής δομής στην
περίπτωση που το πεζογράφημα αρχίζει
και τελειώνει με το ίδιο γεγονός.
Η τεχνική
του «διασπασμένου θέματος»:
Το τεράστιο
και ετερόκλητο υλικό της αφήγησης
οργανώνεται με την τεχνική του
διασπασμένου θέματος, από το οποίο
γεννώνται πεζογραφήματα - σπαράγματα,
μικρογραφίες της καθημερινότητας, που
κάποτε κινούνται στο πλαίσιο της
νεοελληνικής πραγματικότητας και κάποτε
μυθοποιούν την παιδική ηλικία του
αφηγητή, ο οποίος αντιμετωπίζει τα
πράγματα και τα γεγονότα μέσα από το
δικό του το προσωπικό αλλά όχι το αυστηρά
εξατομικευμένο πρίσμα. Η μνήμη
και τα πρόσωπα του παρελθόντος είναι
κυρίαρχα στο παρόν και ανακαλούνται
μέσω συνειρμών (συνειρμική οργάνωση
του αφηγηματικού υλικού). Σπανιότερα
χρησιμοποιεί την τεχνική του αδιάσπαστου
θέματος: ο αφηγητής παρατηρεί,
θυμάται, σκηνοθετεί και ενοποιεί τελικά
το υλικό του με τρόπο ευθύγραμμο.
Η τεχνική
του φενακισμού:
Ο
εξομολογούμενος στα κρίσιμα σημεία
υπεκφεύγει, κρατάει τον αναγνώστη σε
απόσταση από τον μύχιο πυρήνα της ψυχής
του, αφήνει μια απορία μήπως τα όσα
ειπώθηκαν δεν αναφέρονται αποκλειστικά
στο πρόσωπο του αφηγητή, αλλά τα
χρησιμοποιεί ως τεχνάσματα, για να
αφυπνίσει τη συνείδηση του αναγνώστη.
Μετά από ατελείωτες εξομολογήσεις
ο Ιωάννου- αφηγητής παραμένει για
τον αναγνώστη πρόσωπο μοναχικό και
απρόσιτο. Συνεχής προβολή της
εξομολογητικής προθυμίας και ταυτόχρονη
άρση της.
Άλλα
γνωρίσματα του έργου του
Η
μαρτυρία, το βίωμα, η εξομολόγηση, η
έκφραση της υπαρξιακής αγωνίας και του
αδιεξόδου τροφοδοτούν τα κείμενά του.
Το
εξωτερικό σκηνικό κατά κανόνα συνοδεύεται
από την εσωτερική του περιπλάνηση στο
χώρο της ατομικής και συλλογικής μνήμης.
Οι αποτυπώσεις του, οι περιγραφές
–άλλοτε λιτές και άλλοτε εμποτισμένες
στο ποιητικό κλίμα- η λεπτή παρατήρηση,
το σχόλιο, η ανεπιτήδευτη γραφή, η
ανάκληση του παρελθόντος αλλά και η
διαπραγμάτευση του παρόντος, τον οδηγούν
σε νέους τρόπους οργάνωσης του αφηγηματικού
υλικού. Απελευθερωμένος από τη
δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της
πλοκής, συνθέτει τα περιστατικά που
εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά
του […], θρυμματίζοντας τη χρονική και
αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου.
Ο αναγνώστης θέλγεται από την αμεσότητα
της γραφής του.
Χιούμορ,
απουσία μελοδραματισμού, νηφαλιότητα.
Η αμφιθυμία:
η στάση του Ιωάννου απέναντι σε πρόσωπα
και πράγματα χαρακτηρίζεται αμφίθυμη,
γιατί, παρά τη φόρτιση και την ευαισθησία
που εμπερικλείουν τα πεζογραφήματά
του, κατορθώνει να χαλιναγωγεί το
συναίσθημα, να κρατάει το χιούμορ του,
να αναμιγνύει το κωμικό με το τραγικό,
την πικρή με τη γλυκιά του ανάμνηση.
Βιωματικότητα:
από συνεντεύξεις του Γ. Ιωάννου
Α. «Λέγοντας
λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία
εκείνη που αντλείται από τα προσωπικά
βιώματα του συγγραφέα (...). Τα βιώματα
πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που
προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και
οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές
καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος
(...). Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο
πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική
ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά
που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν
συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται
στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά
μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα
ήθελα να είμαι» (εφ. Καθημερινή,
24.7.1977).
Β. Όπως ξέρετε,
γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι
εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο
πολύ, μ' αρέσει (...). Επειδή, λοιπόν, γράφω
στο πρώτο πρόσωπο (...), δίνω την εντύπωση
ότι πολλές φορές [αυτά που αφηγούμαι]
είναι περιστατικά τα οποία μου έχουν
τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ'
αυτό δε μ' ενδιαφέρει καθόλου· ούτε για
τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός
άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης,
αλλά και σαν μελετητής που είμαι της
λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται
έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι
αυτοβιογραφικά η φανταστικά. Εκείνο
που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο
(...). Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί
ως ύλη τα βιώματά του. Δεν εννοώ μονάχα
τα βιώματα τα οποία έχει αποκτήσει από
την εμπειρία, αλλά και τα συναισθήματά
του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα
τέλος πάντων που έχει ζήσει πολύ αυτός
ο ίδιος (...). Αυτά, βέβαια, τα οποία σας
λέω, δεν προδικάζουν και την τεχνοτροπία.
Πιστεύω ότι η δημιουργική ανάπλαση της
βιωματικής ύλης μπορεί να γίνει σύμφωνα
με τις οποιεσδήποτε αισθητικές αρχές
ή τάσεις του συγγραφέα. Αυτό που θα
προκύψει, αν είναι γνήσια βιωματικό, θα
έχει στερεότητα και ενότητα γλώσσας,
όπως και ο κόσμος του συγγραφέα του.
Είναι παρατηρημένο ότι οι βιωματικοί
συγγραφείς, ακόμη και αυτοί που διαθέτουν
μικρό ταλέντο, ουδέποτε αραδιάζουν
κούφια λόγια ή παρουσιάζουν το φαινόμενο
της λεξιθηρίας. Κι αυτό, γιατί κατευθύνονται
εσωτερικά (...). Αντίθετα, όταν [ο γράφων]
δεν περιορίζεται, και γράφει για πράγματα
που δεν ξέρει, που δεν έχει ζήσει (π.χ.
ενώ δεν ξέρει κολύμπι, αρχίζει να γράφει
για θαλασσινές περιπέτειες, καΐκια και
δεν ξέρω τι άλλο), τότε φτάνει να μιλάει
ψεύτικα. Και λες: «τι έχει πάθει αυτός;»
Απλούστατα, δεν έχει (...) βιώματα και,
φυσικά δεν έχει γλώσσα. Όσο για την
τεχνοτροπία, μπορεί να είναι οποιαδήποτε»
(περ. Διαβάζω, τεύχ. 9, Νοε-Δεκ. 1977, σ.
23-24).
Γ «Νομίζω
ότι το "κλειδί" της δουλειάς μου
είναι η βιωματικότητα. Δεν μπορείς να
γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα,
να έχει ενότητα έκφρασης, αν αυτά τα
πράγματα δεν τα έχεις, κατά κάποιο τρόπο,
ζήσει (...). Και δεν εννοώ στον κόσμο της
εμπειρίας. Πολλοί (κι εγώ πολλές φορές
- και το απωθώ) αισθάνονται την ανάγκη
να γράψουν για πράγματα που λαχταρούν
και για τα οποία δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο
που αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να
σταθούν, ούτε σαν γλώσσα (...). Πιστεύω
στη βιωματικότητα των καταστάσεων και
στη βιωματική προέλευση της γλώσσας
του λογοτέχνη. Και δεν πιστεύω πως αυτό
το βιωματικό υπόστρωμα σ' εμποδίζει να
έχεις οποιαδήποτε τεχνοτροπία» (εφ.
Ελευθεροτυπία, 24.9.1978).
Δ «Τα
περισσότερα από τα κείμενά μου στο Για
ένα φιλότιμο, στη Σαρκοφάγο, στη Μόνη
κληρονομιά, στο Δικό μας αίμα, στον
Επιτάφιο Θρήνο δεν είναι αυτοβιογραφικά,
έστω κι αν είναι γραμμένα στο πρώτο
πρόσωπο. Αυτό συνάγεται και μόνο με την
απλή ανάγνωση. Αλλά γενικότερα πιστεύω
ότι για τη λογοτεχνία καμιά απολύτως
σημασία δεν έχει αν ένα κείμενο είναι
αυτοβιογραφικό ή όχι. Σημασία έχει ο
κόσμος των λέξεων, ο κόσμος του συγγραφέα,
που ανακαλείται και ξετρυπώνεται μέσα
από το βάθος της ψυχής του μ' αυτό ή
εκείνο το θέμα, άσχετα αν το θέμα είναι
αυτοβιογραφικό ή όχι. Αυτοί που ασχολούνται
με το αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό
ή φανταστικό, δεν ξέρουν τι λένε, και εν
πάση περιπτώσει δεν καταλαβαίνουν από
τη λειτουργία της λογοτεχνικής δοκιμασίας»
(εφ. Ελευθεροτυπία, 8.6.1982). Ε «Επιθυμώ να
είμαι ένας συγγραφέας που στέκεται καλά
στα πόδια του και δε μιλάει για πράγματα
που δεν τα έχει βιώσει, δηλαδή δεν
χρησιμοποιεί λέξεις που δεν τις έχει
βιώσει, αυτό εννοώ πράγματα (...). Εάν [το
συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα του
πεζογραφήματος] παρασύρει τον εσωτερικό
μου κόσμο, αυτά τα κρυμμένα πράγματα
που κι εμείς δεν τα έχουμε συνειδητοποιήσει,
εάν τα παρασύρει το τάδε θέμα, τι σημασία
έχει η προέλευσή του; Εγώ το θέμα, το
κάθε θέμα, το βλέπω σα δόλωμα (...). Το θέμα
είναι το δόλωμα, που το θέτουμε για να
βγούνε τα φίδια, τα ποντίκια και ό,τι
τέλος πάντων είναι κρυμμένο μέσα μας»
(περ. Εντευκτήριο, 2 Φεβρ. 1988 σ. 35 και
36-7).
Από το σχολικό
βιβλίο: α) εισαγωγικό σημείωμα σσ. 243 –
245, κυρίως: λαϊκή παράδοση, σ. 243 και «Ο
πεζογράφος Ιωάννου … του έργου του»,
σσ. 244-5 και β) συνοδευτικά κείμενα σσ.
376 – 380.
Μες στους
Προσφυγικούς Συνοικισμούς
Από τη συλλογή
«Για ένα φιλότιμο» (1964), την πρώτη συλλογή
πεζογραφημάτων του Ιωάννου, που εισήγαγε
την πρωτοτυπία της γραφής του: 22 μικρές
συνθέσεις, γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο,
με εξομολογητική διάθεση.
Δομή του
πεζογραφήματος:
Η αφήγηση
διαρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς
άξονες: α) η σύνδεση του συγγραφέα –
αφηγητή με τους πρόσφυγες και η ιδιαίτερη
οικειότητα που νιώθει γι΄ αυτούς λόγω
της δικής του προσφυγικής καταγωγής,
β) η βίωση της μοναξιάς του αφηγητή από
τη ζωή του στη μεγαλούπολη, η αποκοπή
από τους γύρω του, η απομάκρυνσή του από
τον τόπο καταγωγής του και το περιβάλλον
του.
Η αφόρμηση
του αφηγητή: Μια συνηθισμένη, καθημερινή
σκηνή: τα παιδιά που παίζουν μπάλα σε
ένα προσφυγικό συνοικισμό. Ο αφηγητής
τα παρακολουθεί από ένα καφενείο και
οι σκέψεις του ακολουθούν την ελεύθερη
ροή των συνειρμών.
Ο χρόνος:
αργά το μεσημέρι, την ώρα που οι άνθρωποι
του μόχθου επιστρέφουν από τη δουλειά
(ο χρόνος δίδεται με υπαινικτικό τρόπο).
Η πορεία
της αφήγησης είναι ευθύγραμμη: με
αφορμή το παρόν παρουσιάζονται οι
σκέψεις και τα συναισθήματα του αφηγητή.
Ο Ενεστώτας βοηθά στο να επιδειχθεί
ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης
με μεγαλύτερη πληρότητα.
Ο χώρος:
ένα συγκεκριμένο καφενείο («ορισμένο»),
ένας οικείος χώρος του αφηγητή σε
ένα προσφυγικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης
(χωρίς να αναφέρεται ρητά η πόλη). Η πόλη
δεν κατονομάζεται δημιουργώντας μια
αοριστία και λειτουργεί ως σύμβολο κάθε
πόλης που δέχθηκε πληθυσμούς προσφύγων.
Αποτελεί και γενέθλια πόλη του συγγραφέα,
η οποία άσκησε καταλυτική επίδραση
επάνω του, καταλήγοντας να γίνει το
μόνιμο σημείο αναφοράς των έργων του
και το διαρκές σκηνικό – αφετηρία της
μυθοπλασίας του. Σα φωτογράφος στήνει
το σκηνικό του (επίδραση από την τέχνη
του κινηματογράφου) και τα πλάνα του,
εστιάζοντας και στην παραμικρή
λεπτομέρεια.
Η ταυτότητα
των προσφύγων: Είναι δεύτερης γενιάς,
γεννημένοι στη Θεσσαλονίκη, όπως ο
αφηγητής. Διατηρούν όμως τα
χαρακτηριστικά της ράτσας και της ψυχής
τους. Βιοπαλαιστές, αληθινοί και
γνήσιοι στον καθημερινό αγώνα τους. [Ο
όρος «πρόσφυγες»: Ονομάζονται οι
πληθυσμοί που ξεριζώνονται από τον τόπο
τους λόγω πολέμων ή άλλων πολιτικών
γεγονότων, ακόμα και από φυσικές
καταστροφές].
Η ικανότητα
του αφηγητή να αναγνωρίζει τις φυλετικές
ομάδες: Ο αφηγητής επινοεί ένα έξυπνο
λογοτεχνικό εύρημα – τέχνασμα,
παρουσιάζοντας τον εαυτό του να διαθέτει
μια ξεχωριστή ικανότητα στο να
παρατηρεί σε βάθος και να διακρίνει τη
διαφορετικότητα κάθε προσφυγικής
ομάδας. Την ικανότητά του αυτή τη
στηρίζει: στην εξάσκησή του, στην
έντονη παρατηρητικότητά του, στην εμμονή
στη λεπτομέρεια, στη μεγάλη του
αυτοπεποίθηση στο θέμα αυτό. «Η παρατήρηση
είναι ένα άλλο μέσον του αφηγητή. Με την
παρατήρηση το πεζογράφημα παίρνει τη
μορφή της αφήγησης του συγκεκριμένου».
(Ά. Δρακόπουλος)
Η αντίθεση:
Οι πρόσφυγες του συνοικισμού διαφέρουν
από τους «διεσπαρμένους» πρόσφυγες,
όπως ο αφηγητής, γιατί, ζώντας όλοι
μαζί, διατηρούν τους δεσμούς τους με το
παρελθόν και τις ρίζες τους, έχουν
περισσότερη συνοχή και αμιγέστερα
χαρακτηριστικά.
Η αναφορά
στους πρόσφυγες γίνεται με την τεχνική
των συγκρίσεων (αντιθετική παρουσίαση).
Από τις
τρεις συγκρίσεις οι δύο είναι απόλυτες,
απουσιάζει δηλαδή ο β΄ όρος σύγκρισης
(«είναι πιο αληθινοί», «μου φαίνονται
πιο γνήσιοι»), ενώ στην τρίτη σύγκριση
ο β΄ όρος υπάρχει («διατηρούν πιο καθαρά
τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και
την ψυχή τους, από τους διεσπαρμένους»).
Η άποψη
αυτή του αφηγητή είναι υποκειμενική
και δηλώνεται με τα ρήματα «φαίνονται»,
«δίνουν την εντύπωση» και τη χρήση της
προσωπικής αντωνυμίας α΄ προσώπου.
Στην αναφορά
του στους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη
παρατηρούμε μια λεπτή ειρωνεία στον
ισχυρισμό τους ότι όλοι κατάγονται μέσα
από το κέντρο της Κων/πόλης.
Στο «μπέρδεμα»
Θρακιωτών και προσφύγων από την Ανατολική
Ρωμυλία διαπιστώνουμε έναν υπαινιγμό
(«ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει») για
τον ίδιο και την οικογένειά του, που
καταγόταν από την Ανατολική Θράκη. Ο
αφηγητής χρησιμοποιεί τρεις φορές το
ρήμα «μπερδεύω» («ευκολότερα
μπερδεύονται», «μπερδεύονται», «όταν
τους μπερδεύουν»). Το συγκεκριμένο ρήμα
παραπέμπει στην ανάμειξη πολλών και
διαφορετικών στοιχείων ανάμεσα σε
προσφυγικές ομάδες, που μοιράστηκαν
έναν κοινό χώρο στην πολυπολιτισμική
Θεσσαλονίκη.
Η ράτσα
και η ψυχή:
Η ράτσα: η
γενιά, η φυλή, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα
ανθρώπων που έχουν κοινή καταγωγή:
το χρώμα του δέρματος, η γλώσσα (ιδιόλεκτο),
η εξωτερική εμφάνιση, η θρησκεία, οι
παραδοσιακές συνήθειες. Πρέπει στο
σημείο αυτό να διευκρινιστεί πως ο όρος
δε σχετίζεται με ρατσιστικές αντιλήψεις
(ανωτερότητα ομάδων), αλλά μόνο με μια
περιγραφική διάκριση των ανθρώπων.
Η ψυχή:
ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, ο
πολιτισμός (κουλτούρα), η ιδιαίτερη
συμπεριφορά του και η ψυχοσύνθεσή του.
Οι δεσμοί
που συνδέουν τον αφηγητή με τους
πρόσφυγες:
Ο αφηγητής
σε μια κατάθεση ψυχής, με τη χρήση
εσωτερικού μονολόγου, τονίζει
τα συναισθήματα που βιώνει, όταν
βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους
πρόσφυγες. Νιώθει ότι βρίσκεται ανάμεσα
σε δικούς του ανθρώπους, ότι τον συνδέουν
μαζί τους δεσμοί αίματος. Η επαφή μαζί
τους τον συγκινεί και τον συναρπάζει.
Χαρακτηριστικά είναι τα ρήματα που
εκφράζουν αυτή τη βαθιά επικοινωνία:
Διαισθάνεσαι, σου ’ρχεται ν’ αγκαλιάσεις,
μεθώ, χαίρομαι, ανατριχιάζω, κάτι σα
ζεστό κύμα με σκεπάζει κ.λπ.
Η πατρίδα:
Για τον αφηγητή, πατρίδα δεν είναι
ο τόπος όπου γεννιέται και μεγαλώνει
κανείς, αλλά ο τόπος όπου απλώνονται
βαθιά οι ρίζες του. Αυτό ισχύει πολύ
περισσότερο για ένα παιδί προσφύγων:
να γνωρίσει τον τόπο των γονιών του,
αυτή η πατρίδα τον έλκει, μ’ αυτήν τον
συνδέουν δεσμοί αίματος. «Το αίμα
μου από κει μονάχα τραβάει»: οι δεσμοί
αίματος που αποτελούν την εσωτερική
φωνή του νόστου στον αρχικό χώρο ζωής
των προγόνων. Με τη φράση αυτή τονίζεται
η συναισθηματική φόρτιση (συγκίνηση)
του συγγραφέα – αφηγητή από τον
συγχρωτισμό του με τους ανθρώπους της
ίδιας με εκείνον καταγωγής.
Ο συλλογισμός:
Ο άνθρωπος αποτελείται απ’ αυτά που
τρώει και πίνει. Εδώ τρώω και πίνω. Άρα:
είμαι από εδώ. - Η διαπίστωση της
αντίφασης: «Και πώς εξηγείται τότε
όλη αυτή η λαχτάρα;». Επομένως:
ο συλλογισμός της λογικής ανατρέπεται
και το αίμα τραβάει εκεί όπου απλώνονται
οι ρίζες των γονιών του.
Οι βαθύτερες
ρίζες: Μες στους προσφυγικούς
συνοικισμούς, ο αφηγητής νιώθει να
ζωντανεύουν και άλλοι, πανάρχαιοι λαοί,
πρόγονοι των προσφύγων, όπως οι Χετταίοι,
Φρύγες, Λυδοί, ονόματα γεμάτα μυστήριο
και αγάπη για τον αφηγητή. Πίσω από
τις ονομασίες αυτών των αρχαίων λαών
κρύβονται πολιτιστικές ρίζες αιώνων,
μνήμες ζωντανές που μεταφέρουν τους
μυημένους στις απαρχές της ιστορίας
και του πολιτισμού της ανθρωπότητας,
λαοί που αναπτύχθηκαν στον ίδιο ζωτικό
χώρο της Μικράς Ασίας και Θράκης και
«ζυμώθηκαν» με τους Έλληνες. Ο
Ιωάννου είχε έντονα ανθρωπολογικά και
φιλολογικά ενδιαφέροντα, κατείχε σε
βάθος την ιστορία αυτών των λαών και
γνώριζε τον ρόλο τους στη διαμόρφωση
του ιστορικού γίγνεσθαι. Τέλος διατυπώνει
μια υπόθεση που ισοδυναμεί με επιθυμία
– ευχή μέσα από αποφατική διατύπωση
(«Κι αν ακόμη δεν είναι, πολύ θα ήθελα
να ήταν έτσι η αλήθεια»). Ακόμη κι
αν έχει κάνει λάθος και η ιστορική
πραγματικότητα είναι διαφορετική, δε
διστάζει να δηλώσει την επιθυμία του
πως θέλει να συνδέονται όλοι αυτοί οι
λαοί με τους πρόσφυγες.
Η παρέκβαση:
Σε μια παρέκβαση ο αφηγητής,
χρησιμοποιώντας την τεχνική του
απροσδόκητου και με την αντιθετική
διατύπωση «Κι όμως», με γλώσσα σκληρή
και συναισθηματικά φορτισμένη, με λέξεις
αντιποιητικές, με ύφος καυστικό και
δηκτικό και έντονη ειρωνεία και σαρκασμό,
καταφέρεται εναντίον των «εγκληματιών
των γραφείων» και όσων δυσκόλεψαν με
τη στάση και τη συμπεριφορά τους την
ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική
κοινωνία και τους εξώθησαν στη διχόνοια
και τη μετανάστευση. Πιο συγκεκριμένα,
ο αφηγητής πιθανόν να αναφέρεται στις
υπηρεσίες που δημιουργούσαν κωλύματα
στην ενσωμάτωση των προσφύγων και
καθυστερούσαν την αποζημίωση των
περιουσιών τους, στη διάσταση μεταξύ
προσφύγων και γηγενών στο χώρο της
εργασίας λόγω των χαμηλών ημερομισθίων
των προσφύγων, στην πολιτική διάσπαση
(Εμφύλιος Πόλεμος), στη χρήση υποτιμητικών
χαρακτηρισμών (π.χ. Τουρκόσποροι), στη
λύση της εθελούσιας μετανάστευσης στο
εξωτερικό.
«Πολύ αργά,
νομίζω»: Η παράγραφος κλείνει με το
σχόλιο του αφηγητή, που αποτελεί τη
δική του ερμηνεία για την όλη κατάσταση,
η οποία έχει ξεφύγει από τα όρια του
επιτρεπτού και δεν φαίνεται να υπάρχει
επιστροφή.
Η
αναχώρηση: Η ανομολόγητη βαθιά
επικοινωνία αλλά και η απόσταση του
αφηγητή από τους πρόσφυγες. Οι φράσεις
που σχετίζονται με το «αίμα» («το δικό
μου αίμα», «τους πληροφορεί το αίμα τους
για μένα») δηλώνουν τον στενό και
άρρηκτο δεσμό του με τους πρόσφυγες.
Η φράση
«πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με
κρατήσουν στις παρέες τους» εξηγείται
από την απόσταση που χωρίζει τους
πρόσφυγες των προσφυγικών συνοικισμών
από τον αφηγητή πρόσφυγα.
Το αίσθημα
της μοναξιάς: Ο αφηγητής νιώθει
ξένος μέσα στη μεγαλούπολη κι αδιάφορες
τις σχέσεις του με τους άλλους. Το
αίσθημα της απομόνωσης και της εγκατάλειψης
εκφράζεται με τρία όμοια επίθετα:
ολομόναχος, ξένος, παντάξενος.
Η παραίσθηση:
Ο τρόπος ζωής της πόλης με τους γρήγορους
ρυθμούς της οδηγεί τον αφηγητή στη βίωση
μιας σχεδόν παραισθησιακής κατάστασης.
Οι μεγάλοι δρόμοι της πόλης με τους
φωτεινούς σηματοδότες και τα πολλά
αυτοκίνητα τον οδηγούν στη συνειρμική
ανάκληση των αρτηριών του ανθρωπίνου
σώματος. Η κίνηση είναι συνεχής, ο
αφηγητής σταματά για λίγο στη μέση του
πεζοδρομίου, για να ακούσει το ρυθμό
της εσωτερικής του φωνής, και εκφράζει
την ανάγκη να βιώσει τις προγονικές
μνήμες.
Συνειρμικά
φέρνει στο νου του την Κυριακή της
Πεντηκοστής ( σχόλια βιβλίου 5,6,7,
σελ. 249 – 250) και θέλει να σκύψει βαθιά
στη γη, για να μην τραυματίσει τις ψυχές,
ενώ επίσης οι κινήσεις του για τον ίδιο
λόγο είναι ήρεμες και προσεκτικές.
Με τον
παραλληλισμό αυτό τονίζει πιο έντονα
την αντίθεση ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό
του παρελθόντος και το σύγχρονο.
Οι σκηνές
της παραγράφου μοιάζουν με κινηματογραφικά
πλάνα.
Το παράπονο:
Ο αφηγητής εκφράζει το παράπονό του κι
αντιμετωπίζει με ειρωνεία τις συμβατικές
σχέσεις των ανθρώπων, («Το ιδανικό, η
τελευταία λέξη του πολιτισμού … να μη
ξέρεις ούτε τη φάτσα του γείτονά σου»),
την αδιαφορία, την ανωνυμία, τη μοναξιά,
το φόβο για τον άλλο. Χαρακτηρίζει
μάλιστα τη στάση αυτή ως πονηρές προφάσεις
του πολιτισμού για να κρύβεται η παρανομία
(σχόλιο – δοκιμιακό ύφος). Η μοναξιά
της μεγαλούπολης τον κάνει να «ζηλεύει»
όσους παρέμειναν στα πατρογονικά τους,
στη γη και τους συγγενείς τους ή κι
αυτούς που, αν και πρόσφυγες, δεν
αποκόπηκαν από τη ράτσα τους.
Η ευχή:
ο αφηγητής επανέρχεται στην αρχή των
συνειρμών με την ευχή να ζούσε σε ένα
προσφυγικό συνοικισμό, εκεί όπου βρίσκει
την ταυτότητά του και τις προγονικές
του ρίζες.
Ο συγγραφέας
επιλέγει την κυκλική δομή (σχήμα
κύκλου) κλείνοντας με μια ευχή που
συνδέεται άμεσα και αδιάσπαστα με την
αρχή του πεζογραφήματος αλλά και με τον
τίτλο του. Η επιστροφή στο χώρο ζωής
των ανθρώπων της φυλής του είναι μια
πορεία για να βρει τον εαυτό του και την
ταυτότητά του, πράγμα που έχει ισοπεδωθεί
στην πόλη. Με το κυκλικό σχήμα
εξασφαλίζεται η σύνδεση της αφήγησης
με τον τίτλο και εξισορροπείται η χαλαρή
σύνδεση των επιμέρους στοιχείων.
* Το
βιωματικό υλικό:
Η προσφυγική
καταγωγή του αφηγητή από τη Θράκη, η
γέννηση στη Θεσσαλονίκη, η μοναχική ζωή
στην πόλη, το εθνογραφικό, γεωγραφικό
και ιστορικό υλικό (η γνώση των θρησκευτικών
εθίμων και των λαϊκών δοξασιών, η ιστορική
κατάρτιση του αφηγητή).
* Ο αφηγητής:
αποτελεί το μοναδικό δρών πρόσωπο
του πεζογραφήματος (πρωταγωνιστής
και δραματοποιημένος ομοδιηγητικὀς).
Ο συγγραφέας
χρησιμοποιεί την τεχνική της
αυτοαναφορικότητας, αφηγείται
δηλαδή σε πρώτο πρόσωπο και χρησιμοποιεί
αυτοβιογραφικά στοιχεία, για να δώσει
την εντύπωση ότι αφηγητής και συγγραφέας
ταυτίζονται.
Τα στοιχεία
αυτά είναι:
α) η συνήθεια
να συχνάζει στο ίδιο καφενείο με τους
πρόσφυγες του συνοικισμού,
β) η γέννησή
του στην ίδια πόλη, τη Θεσσαλονίκη,
γ) είναι ένας
από τους «διασπαρμένους» πρόσφυγες.
δ) η πρωτοπρόσωπη
αφήγηση και η χρήση προσωπικών αντωνυμιών,
ε) ο
εξομολογητικός τόνος της αφήγησης και
η έκφραση έντονων προσωπικών σκέψεων
και συναισθημάτων.
* Η αφήγηση:
με εσωτερική εστίαση, μονοεστιακή –
μονομερής (=όλα παρουσιάζονται από την
οπτική γωνία του αφηγητή).
* Αφηγηματικοί
τρόποι:
μίμηση (α΄
πρόσωπο),
περιγραφή,
σχόλιο,
εσωτερικός
μονόλογος.
* Κυκλική
αφήγηση: η αφήγηση προχωρεί ευθύγραμμα
και ξαναγυρίζει στην αρχή.
* Η πλοκή:
οργανώνεται χαλαρά με βάση τους συνειρμούς
και τις σκέψεις του αφηγητή.
* Η γλώσσα:
είναι απλή, καθημερινή, ανεπιτήδευτη.
Αποδίδονται με ακρίβεια λέξεις με
πολύ λεπτές μεταξύ τους εννοιολογικές
διαφορές, όπως η «φυλή», η «ράτσα», η
«ψυχή». Ο λόγος είναι μικροπερίοδος,
με λίγες δευτερεύουσες προτάσεις και
πολλές κύριες.
* Το ύφος:
είναι ανεπιτήδευτο και εξομολογητικό.
Ο αφηγητής εκφράζει τα συναισθήματά
του χωρίς να γίνεται μελοδραματικός.
Στο σημείο «προφάσεις πολιτισμού, για
να διευκολύνονται οι αταξίες» το ύφος
γίνεται δοκιμιακό.
* Εκφραστικά
μέσα: (ή εκφραστικοί τρόποι)
Παρομοιώσεις:
σα ζεστό κύμα, σα να κυκλοφορούν, όπως
το κούτσουρο κ.ά.
Μεταφορές:
απ’ την καρδιά της Πόλης, σβησμένους
λαούς, ανθούν ανάμεσά μας, το βουβό
ποτάμι των προγόνων, ζεστή προφορά, μεθώ
μονάχα και που τα λέω, να φαγωθούν μεταξύ
τους, το κούτσουρο που κόβει το νερό
κ.ά.
Αντιθέσεις:
«όμως» σε αρκετά σημεία.
Προσωποποιήσεις:
τους πληροφορεί το αίμα τους, ονόματα
… δειλιάζουν.
Εικόνες
(ακουστικές και κινητικές).
Επιθετικοί
προσδιορισμοί.
Στου
Κεμάλ το σπίτι
Το πεζογράφημα
ανήκει στη συλλογή Η μόνη κληρονομιά
(1974).
Κύρια
χαρακτηριστικά της συλλογής αυτής
είναι:
η συγγραφική
ωριμότητα,
η πείρα ζωής,
η αφηγηματική
απλότητα,
το χιούμορ,
η συγκρατημένη
συγκίνηση.
Θεματικός
πυρήνας πεζογραφήματος
Οι συχνές
επισκέψεις μιας άγνωστης γυναίκας
τουρκικής καταγωγής στο σπίτι του
αφηγητή, που βρίσκεται κοντά στο σπίτι
του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη.
Η αγάπη και η νοσταλγία της γυναίκας
για το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Οι δεσμοί με τα λειτουργικά σημεία-
σύμβολα του σπιτιού (τα μούρα, το νερό
από το πηγάδι, το κατώφλι). Η προσφυγιά
και από τις δυο πλευρές και οι ανθρώπινες
σχέσεις. Η άποψη του συγγραφέα
για την καταστροφή της παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής και τη νέα αρχιτεκτονική
αισθητική.
Ο τίτλος:
Στου Κεμάλ το σπίτι
Προσδιορίζεται
ο χώρος της αφήγησης. Λειτουργεί
ως σύμβολο μιας εποχής και συνδέει την
αφήγηση με συγκεκριμένα ιστορικά
γεγονότα. Έμμεση αναφορά στον
Τουρκικό πληθυσμό που κατοικούσε πριν
την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) στην
Θεσσαλονίκη. Προετοιμάζεται ο
αναγνώστης για την εμφάνιση - καταγωγή
της γυναίκας.
Οι επισκέψεις:
Σε διάστημα οκτώ χρόνων περίπου
επισκέφτηκε το σπίτι τέσσερις φορές:
1. Άνοιξη
1936: την εποχή που γίνονται τα μούρα,
ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε
λίγο νερό απ' το πηγάδι της αυλής. […]
μας ζήτησε [μούρα] η ίδια λέγοντας πως
ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στον
μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα
τα έβαλε σ' ένα χαρτί και έφυγε χαρούμενη.
2. 1938 (δύο χρόνια μετά): Κάθισε και τα
έφαγε ένα ένα [τα μούρα] στο κατώφλι
3. 1939 (λίγο
πριν τον πόλεμο): της προσφέραμε νερό
απ' τη βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό
[…] την είδαμε ταραγμένη […] βούρκωσε
4. «λίγο
μετά τον πόλεμο» (1944;): Μια ιταλιάνικη
μπόμπα είχε σαρώσει τη ντουτιά κι είχε
ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι.
Η
αρχοντική εικόνα της γυναίκας στο
αφήγημα καλύπτεται από ένα πέπλο
μυστηρίου
Από την
αρχή: «Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη
εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι
μας κάθε χρονιά».
Ως το τέλος:
«Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν
ήρθε, άγνωστο. […]». «Έμοιαζε πολύ
κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της
ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς.
Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι,
έφτανε για να σχηματίσει κανείς την
εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα
ήταν μια αρχόντισσα».
Οι δεσμοί
με τα λειτουργικά σημεία - σύμβολα του
σπιτιού:
Το δέντρο
και οι καρποί του - Το νερό από το πηγάδι
- Το κατώφλι της αυλής.
α. Μπορούν
να χαρακτηριστούν ως στοιχεία πλοκής.
Έχουν συναισθηματική αξία για τη γυναίκα,
τη συνδέουν με το παρελθόν της, αλλά ο
αφηγητής και οι οικείοι του το αγνοούν.
β. Συμβολίζουν
την οικιστική -αρχιτεκτονική παράδοση,
την ανθρώπινη, με τις αυλές και τα δέντρα
Η στάση του
αφηγητή και της οικογένειάς του απέναντί
της:
Στην
αρχή, ευγενική. Προσπαθούν με διάφορες
εικασίες να ερμηνεύσουν την παράξενη
συμπεριφορά της, αλλά και τις σποραδικές
εμφανίσεις της. Θεωρούν ότι είναι «…
καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ'
τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν
λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των
πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία
και όχι τη γλώσσα».
Αποκάλυψη
της εθνικότητας: η αρχική συμπάθεια
μετατρέπεται σε ταραχή και αντιπάθεια,
καχυποψία και αγανάκτηση, λόγω της
εθνικότητας (αρνητικές μνήμες του
ξεριζωμού). Οι εθνικές διαφορές
επηρεάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ο πόνος
του εκπατρισμού: Στη συνέχεια, τα
συναισθήματα αλλάζουν, μετατρέπονται
σε συμπόνια και κατανόηση για το κοινό
βίωμα του εκπατρισμού, της προσφυγιάς
και της νοσταλγίας: «Ο πρώτος που την
είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: «η τουρκάλα!"
Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε
με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε
απάνω στο σπίτι - τόσο μας είχε μαλακώσει
την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της».
Η αποκάλυψη
της αλήθειας: η ταυτότητα της γυναίκας
Ο μπέης και η όμορφη κόρη. Η ανταλλαγή
πληθυσμών και ο ξεριζωμός (Συνθήκη της
Λοζάνης 1923). Μέσα από τα λόγια της
γριάς «Στο σπίτι αυτό ... δεν ματαείδα»
- λιτότητα και παραστατικότητα-
αποκαλύπτεται έμμεσα η ταυτότητα της
παράξενης γυναίκας, ο σκοπός των
επισκέψεών της και η αιτία που δεν
ξαναφάνηκε.
Ο ψυχικός
πόνος και η οδύνη που προκαλεί ο ξεριζωμός
από τις πατρικές εστίες, η εσωτερική
τραγωδία ενός ανθρώπου που αποκόπτεται
από τις ρίζες του: Στοιχείο βιωματικό,
αφού και ο συγγραφέας κατάγεται από
οικογένεια προσφύγων.
Το σπίτι
ήταν ο συνδετικός κρίκος με το παρελθόν
της. Η καταστροφή του απέκοψε τη
γυναίκα από τις ρίζες της.
Η καυστικότητα
του αφηγητή. Η οργή και αγανάκτηση
Αποτυπώνεται φραστικά με τα επίθετα
ή άλλες λέξεις με αρνητική σημασία:
σιχαμένος σπιτονοικοκύρης, πονηρό
μυαλό, συμμορίες εργολάβων, γελοίοι,
δασκαλεμένοι εργάτες, νέο εξάμβλωμα.
Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα
επιθυμία του αφηγητή να αποτρέψει
την καινούργια κατασκευαστική προσπάθεια.
Καταφέρεται ενάντια στη «μοντέρνα»
αισθητική, την επικράτηση του
συμφέροντος, την αστικοποίηση, την
κερδοσκοπία, την εξαπάτηση της
Αρχαιολογικής υπηρεσίας. Ιδιαίτερα
οργίζεται για το γκρέμισμα σπιτιών με
μνήμες και ιστορία και την ύψωση στη
θέση τους ακαλαίσθητων πολυκατοικιών
(αντιπαροχή), αλλά και για το «μπάζωμα»
των αρχαιολογικών ευρημάτων.
Συνειρμικά
επιστρέφει στο παρελθόν:
αναφορά
στο ψηφιδωτό που υπήρχε στα θεμέλια της
οικοδομής και στον ιδιοκτήτη του σπιτιού
πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Αναφορά στο
πλούσιο ιστορικό παρελθόν της πόλης
και στην καταστροφή της πολιτιστικής
κληρονομιάς.
Το ιστορικό
υλικό
Ο Κεμάλ
Ατατούρκ,
Η Μικρασιατική
Καταστροφή,
Η Συνθήκη
της Λοζάννης κι η ανταλλαγή πληθυσμών,
η προσφυγιά.
Ο πόλεμος
του ’40,
ο μεταπολεμικός
κόσμος: η αστικοποίηση και αντιπαροχή
των δεκαετιών ’60-’70 (η ύδρευση των
πόλεων και η εγκατάλειψη των πηγαδιών,
η ανέγερση πολυκατοικιών, το γκρέμισμα
των αρχοντόσπιτων κλπ).
Το βιωματικό
στοιχείο:
Το δράμα του
βίαιου ξεριζωμού και της ανταλλαγής
πληθυσμών, ο πόνος και τα βάσανα της
προσφυγιάς, η λαχτάρα για τις χαμένες
πατρίδες, ο νόστος παρουσιάζονται ως
βιώματα και των δύο πλευρών, Ελλήνων
και Τούρκων.
Αφηγηματικές
τεχνικές
Το είδος
της αφήγησης:
Όπως στα
περισσότερα πεζογραφήματα του Ιωάννου,
η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο
εσωτερική (μονοεστιακή/μονομερής),
βιωματική, πρωτοπρόσωπη (εγώ, εμείς) από
ομοδιηγητικό αφηγητή, που συμμετέχει
στα δρώμενα ως παρατηρητής. Παρόλο
που ο αφηγητής παραχωρεί το λόγο και σε
άλλα πρόσωπα του κειμένου, με παρεμβολή
ευθέος λόγου (η ευχαρίστηση της Τουρκάλας,
τα λόγια της γιαγιάς, του σπιτονοικοκύρη,
της γριάς γειτόνισσας και εκείνου που
αναφωνεί “η τουρκάλα”), πρόκειται μόνο
για περιστασιακές αναφορές που επιδιώκουν
τη ζωντάνια και την παραστατικότητα.
Πρωταγωνιστικό πρόσωπο η ανώνυμη
Τουρκάλα.
Ο χώρος
της αφήγησης: Η Θεσσαλονίκη – η πόλη
με τον πρωταρχικό ρόλο στην πεζογραφία
του Ιωάννου- και συγκεκριμένα η γειτονιά
όπου βρισκόταν το σπίτι του Κεμάλ, μια
μονοκατοικία με κήπο.
Ο χρόνος
της αφήγησης: Προσδιορίζεται με
σαφήνεια ή συνάγεται από τις αναφορές
σε ιστορικά γεγονότα. Με αφετηρία το
«παρόν», η αφήγηση μετατοπίζεται
ευθύγραμμα προς το παρελθόν (αναδρομική).
Χαρακτηριστικά είναι τα χρονολογικά
άλματα από το παρόν (δεκαετία του '70) στο
παρελθόν (Μικρασιατική καταστροφή,
Μεσοπόλεμος, Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος) και
αντίστροφα, συνήθη στην πεζογραφία του
Ιωάννου, ακόμα και στο μέλλον («θα
παραφυλάγω ... ίσως μπορέσω να εμποδίσω»
πρόληψη ή πρόδρομη αφήγηση).
* Επιβραδύνσεις:
η παρέκβαση για τη μουριά και τα μούρα
(σ. 265), τα λόγια του σπιτονοικοκύρη (σ.
266), οι σκέψεις του αφηγητή για το μέλλον
στην αρχή της τελευταίας παραγράφου
(σ. 268).
* Ο πόλεμος
του 40 παρουσιάζεται σχεδόν ελλειπτικά
με μόνη αναφορά την ιταλιάνικη μπόμπα).
Προοικονομία:
ο τίτλος του πεζογραφήματος, η εποχή
που ωριμάζουν τα μούρα, η όλη συμπεριφορά
της Τουρκάλας: με ευγένεια, ίχνη μιας
μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς κ.ά..
Αφηγηματικοί
τρόποι:
Μίμηση,
ευθύς λόγος
( ζωντάνια, παραστατικότητα και
αμεσότητα),
περιγραφή,
σχόλια.
Γλώσσα:
καθημερινή, απέριττη, απλή και ανεπιτήδευτη,
ειρωνική σε κάποια σημεία (τι μεγαλεπήβολο
σχέδιο), με πεζολογικά στοιχεία,
μικροπερίοδος λόγος.
Ύφος: απουσία
μελοδραματισμού, ποιητική ελλειπτικότητα,
ελεγχόμενη συναισθηματική φόρτιση.
Οι εκφραστικοί
τρόποι (εκφραστικά μέσα):
* Οι εικόνες:
Της γυναίκας, του σπιτιού, της αυλής,
της συκομουριάς, του ψηφιδωτού, του
βομβαρδισμένου σπιτιού, των δύο
πολυκατοικιών.
* Οι
αντιθέσεις: Ο παλιός και ο νέος κόσμος,
η ζεστασιά των ανθρώπινων σχέσεων και
η επιφύλαξη, το καλαίσθητο και το
ακαλαίσθητο.
* Οι
παρομοιώσεις: ξινά σα βύσσινα, σαν τα
κρύα νερά.
* Οι μεταφορές:
: κλεφτές ματιές, η καρδιά μας ζεστάθηκε,
κατατσακισμένη,, είχε μαλακώσει την
καρδιά, κατάγυμνη αυλή, αφράτο μάρμαρο.
* Τα επίθετα.
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ:
ΗΜΕΡΗΣΙΑ 2010 - ΚΕΙΜΕΝΟ Γ. Ιωάννου, Στου
Κεμάλ το Σπίτι
Α1. Ο Γ. Ιωάννου
αντλεί τα θέματά του κυρίως από τα
παιδικά του χρόνια, τον κόσμο της
προσφυγιάς, τον πόλεμο, τη Θεσσαλονίκη,
τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων. Για
καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις
να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα
μέσα από το κείμενο.
Μονάδες 15
Β1. α) Ο
Αναστάσης Βιστωνίτης παρατηρεί ότι στα
πεζογραφήματα του Γ. Ιωάννου «ο αφηγητής
είναι η κυρίαρχη ατομική συνείδηση».
Να αναφέρετε δύο στοιχεία που μπορούν
να στηρίξουν την άποψη αυτή, καθώς και
ένα παράδειγμα μέσα από το κείμενο, για
καθένα από αυτά. (Μονάδες 8) β) Να επισημάνετε
στο κείμενο τα τρία βασικά χρονικά
επίπεδα πάνω στα οποία οργανώνεται η
αφήγηση και να τα σχολιάσετε συνοπτικά
με αναφορές στο κείμενο. (Μονάδες 12)
Μονάδες 20
Β2.α) Να
ερμηνεύσετε το νόημα των μεταφορών:
κλεφτές ματιές (§ 2η ), κάθεται κατατσακισμένη
στο κατώφλι (§ 6 η ), είχε μαλακώσει την
καρδιά (§ 6η ), κατάγυμνη αυλή (§ 6η ), αφράτο
μάρμαρο (§ 7η ). (Μονάδες 10)
β) Στην 7η
παράγραφο: «Δεν την ξανάδαμε από τότε
... μυαλό τους», να εντοπίσετε την ειρωνεία
του αφηγητή και να σχολιάσετε σύντομα
τη σκοπιμότητά της. (Μονάδες 10) Μονάδες
20
Γ1.α) Σε κάθε
επίσκεψή της στο σπίτι η γυναίκα παραμένει
στο κατώφλι της αυλής. Να εξηγήσετε σε
μία παράγραφο τους λόγους της παραμονής
της στο συγκεκριμένο χώρο.
(Μονάδες 12)
β) « ἀνάμεσα
στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα
μιά γριά νά σιγολέει: “Στό σπίτι αὐτό
καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε μιά κόρη
σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν
φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο
σπαραγμό δέν ματαεῖδα”»:
Να σχολιάσετε
σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του
ανωτέρω αποσπάσματος.
(Μονάδες 13)
Μονάδες 25
Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο,
το πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου «Στοῦ
Κεμάλ τό Σπίτι» με το απόσπασμα που
ακολουθεί από την «Ἀπογραφή ζημιῶν»
του ίδιου συγγραφέα. Μονάδες 20
Δίπλα στό
«Ἀκρόπολις» καί μέχρι τήν ὁδό Πλάτωνος
ἦταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια,
ὅπου μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε
οἰκογένειες Ἑβραίων. Αὐτά, μέ τό
ξενοδοχεῖο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή
πλευρά τῆς πλατείας, πού σήμερα ὀνομάζεται
«Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα γριές
Ἑβραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες
ἀτλαζένιες1 φορεσιές τῆς Καστίλλιας,
στεκόντουσαν στίς ἐξώπορτες μέ σταυρωμένα
τά χέρια, γιά νάπεράσει ἥσυχα καί
ἀναμάρτητα ἡ ἅγια ἀργία2 . Τά σπίτια
αὐτά, ἄν δέν εἶχαν προλάβει νά τά
κατεδαφίσουν οἱ ἐργολάβοι, θά τά
κατεδάφιζαν τώρα ὁπωσδήποτε οἱ
στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία,
βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς
καί τούς ἄλλους σπουδαίους, πού δέν
ξέρω τί νά πῶ, ἀλλά σάν πολύ εὔκολα,
προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν
τήν ἔνδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρεῖς
καί τό θεωροῦν ὅλοι τους εὐκαιρία νά
ἐξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γοῦστα
τους καί τά πρότυπά τους, ἀπαλλάσσοντάς
την ἀπό τίς ἐνοχλητικές αὐτές
παλιατσαρίες3 , πού πλαισιώνουν, καί
πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά
μνημεῖα καί τούς χώρους τῆς παλαιᾶς
ζωῆς. Ἔτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ἀπό
χρόνια, ὅλη ἡ παλιά γειτονιά ἡ γύρω
ἀπό τή Ροτόντα, δηλαδή ἡ παλιά ἑλληνική
συνοικία τῆς Καμάρας, αὐτή πού ἔδινε
τόν τόνο καί τά ἐπιχειρήματα, καί ἀφέθηκε
ὁ τόπος ἐλεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν
οἱ τουρίστες μέ ἄνεση τή Ροτόντα.
(Γιώργου
Ιωάννου, «Ἀπογραφή ζημιῶν», από τη
συλλογή Το δικό μας αίμα, 1980)
1. ατλαζένιες:
γυαλιστερές , 2. άγια αργία: εννοεί την
ημέρα του Σαββάτου, ημέρα αργίας για
τους Εβραίους, 3. παλιατσαρίες: σύνολα
παλαιών, φθαρμένων ή και άχρηστων
αντικειμένων
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
ΚΕΕ
Στοιχεία
που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό
περιβάλλον και λοιπά γραμματολογικά
στοιχεία:
1. Ο εξομολογητικός
προσωπικός τόνος χαρακτηρίζει συχνά
το έργο του Ιωάννου. Σε ποια σημεία των
Σελίδων μπορείτε να τον επισημάνετε;
2. Το έργο του
Ιωάννου αποπνέει την έντονη αίσθηση
μιας χαμένης ζωής μέσα σε μια σύγχρονη
μεγαλούπολη με μεγάλη ιστορία. Ποια
βιώματα του συγγραφέα μπορεί να συνέβαλαν,
κατά τη γνώμη σας, σ’ αυτή την αίσθηση;
3. Τα
πεζογραφήματα του Ιωάννου «άλλοτε
πλησιάζουν τον άμορφο μονόλογο […],
άλλοτε υποδύονται το δοκίμιο, άλλοτε
πάλι εμφανίζονται ως παραδοσιακά
διηγήματα». Να δώσετε μερικά παραδείγματα
μέσα από τις Σελίδες από τα οποία να
φαίνονται οι διαφορετικές μορφές γραφής
του.
4. Τα
πεζογραφήματα του Ιωάννου θεωρήθηκαν
ως μια φυλετική και ιστορική συνείδηση
της πόλης του, της Θεσσαλονίκης. Σε ποια
από τα πεζογραφήματα που ανθολογούνται
στο βιβλίο σας μπορείτε να το εντοπίσετε
αυτό;
5. «Η αφηγηματική
ύλη των πεζογραφημάτων του Ιωάννου
«θησαυρίστηκε» με δύο κυρίως «όργανα»:
τη μνήμη και την παρατήρηση». Με τη
βοήθεια των πεζογραφημάτων που
ανθολογούνται στις Σελίδες να προσπαθήσετε
να διακρίνετε τι «θυμάται» και τι
«παρατηρεί» συνήθως ο συγγραφέας.
6. Ο συγγραφέας
εστιάζει συχνά το ενδιαφέρον του στα
παιδιά. Ποιες πτυχές της παιδικής ηλικίας
και της παιδικής προσωπικότητας πιστεύετε
ότι προβάλλει περισσότερο; Να απαντήσετε
σε αναφορά με τα διηγήματα που ανθολογούνται
στο βιβλίο σας. Μες στους Προσφυγικούς
Συνοικισμούς
1. Δομή του
κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας
κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά
μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική
διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες,
επιλογές του δημιουργού σε διάφορα
επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Ποιες
εικόνες της καθημερινής ζωής αποτελούν
την αφόρμηση του πεζογραφήματος; Ποιο
είναι το θεματικό του κέντρο;
2. Θα μπορούσατε
να χαρακτηρίσετε το συγκεκριμένο αφήγημα
ως μια μικρογραφία της καθημερινότητας
και του περίγυρου; Να αιτιολογήσετε τη
γνώμη σας.
3. Ο συγγραφέας
αρέσκεται στην περιγραφή του συγκεκριμένου,
ενδιαφέρεται για τη λεπτομέρεια. Σε
ποια σημεία του κειμένου χρησιμοποιείται
εντονότερα αυτή η τεχνική;
4. Να βρείτε
μερικά από τα εκφραστικά μέσα / τρόπους
του κειμένου που επιτρέπουν να
χαρακτηρίσουμε τη γραφή του συγγραφέα
ευαίσθητη, αλλά όχι μελοδραματική.
5. Ο συγγραφέας
κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς
κόσμους: εκείνον της πόλης και εκείνον
των προσφύγων. Πώς περιγράφει τον καθένα
από αυτούς; Ποιες αντιθέσεις μπορείτε
να εντοπίσετε στα χαρακτηριστικά τους;
6. Η δομή της
αφήγησης είναι κυκλική και το κεντρικό
θέμα της αφήγησης παρουσιάζεται
αδιάσπαστο. Πώς διαπιστώνεται αυτό;
7. Πιστεύετε
ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει
εξατομικευμένο χαρακτήρα στις παρατηρήσεις
και στις απόψεις του αφηγητή; Να
δικαιολογήσετε τη θέση σας.
8. Χαρακτηριστικό
αρκετών πεζογραφημάτων του Ιωάννου
είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η απλή
καθημερινή γλώσσα. Να επισημάνετε στο
εξεταζόμενο αφήγημα χωρία που επαληθεύουν
την παραπάνω άποψη.
2. Σχολιασμός
ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. Ποιες
παρατηρήσεις κάνει στην πρώτη παράγραφο
του πεζογραφήματος ο συγγραφέας; Ποιες
σκέψεις διατυπώνει;
2. Ο αφηγητής
νιώθει την ανάγκη να βρίσκεται ανάμεσα
στους πρόσφυγες. Πώς ερμηνεύει ο ίδιος
αυτή του τη λαχτάρα; Πώς την κατανοείτε
εσείς;
3. «Θαρρείς
και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα»: Σε
ποια επιστροφή αναφέρεται μ’ αυτά τα
λόγια ο αφηγητής;
4. Πώς
αντιμετώπισε τους πρόσφυγες ο γηγενής
πληθυσμός; Ποιο μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα
θίγεται έμμεσα εδώ;
5. Να σχολιάσετε
τις φράσεις: «Ονόματα από σβησμένους
τάχα λαούς και χώρες, δειλιάζουν μέσα
στο νου· Το αίμα μου από κει μονάχα
τραβάει, … Τους πληροφορεί το αίμα τους
για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει
να τους κατέχω ολόκληρους.»
6. Να αποδώσετε
σύντομα με δικά σας λόγια τη βασική
εικόνα της παραγράφου: «Ολομόναχος,
ξένος παντάξενος … παραπονιάρικο
βόμβο». Πώς συνδέεται με το υπόλοιπο
πεζογράφημα;
7. Ποιο είναι
το παράπονο που εκφράζει ο αφηγητής στο
τέλος του πεζογραφήματος και σε ποιο
πρόβλημα των σύγχρονων πόλεων αναφέρεται;
Στου Κεμάλ
το Σπίτι
1.
Δομή του
κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας
κρίσης με βάση το κείμενο, εκ-φραστικά
μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική
διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες,
επιλογές του δημιουργού σε διάφορα
επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. α) Ποιος
είναι ο χώρος (στενότερος – ευρύτερος)
στον οποίο εξελίσσεται η δράση; β) Ποια
είναι η οπτική γωνία της αφήγησης;
2. α) Η αφήγηση
οργανώνεται με βάση το χρόνο. Μπορείτε
να εντοπίσετε τα διαφορετικά επίπεδά
του; β) Σε ποια σημεία της αφήγησης
χρησιμοποιείται η τεχνική της επιβράδυνσης
και σε ποια η τεχνική της επιτάχυνσης;
3. Να
χαρακτηρίσετε την ξένη από την περιγραφή
της μορφής και της συμπεριφοράς της.
4. Ο αφηγητής
φαίνεται να μην εκτιμά καθόλου ούτε τον
τρόπο με τον οποίο εκσυγχρονίζεται η
πόλη ούτε τους φορείς που έχουν αναλάβει
τον εκσυγχρονισμό της. Σε ποια σημεία
του κειμένου και με ποια εκφραστικά
μέσα / τρόπους προβάλλεται αυτή η θέση
του;
5. α) Σε ποιο
σημείο του αφηγήματος χρησιμοποιεί ο
συγγραφέας την τεχνική της προοικονομίας
και τι πετυχαίνει μ’ αυτήν; β) Πώς
συνδέονται οι τελευταίες φράσεις: «Στο
σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης … Κυλιόταν
κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι.
Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα» με το
υπόλοιπο πεζογράφημα;
2. Σχολιασμός
ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. Πώς σχετίζεται
ο τίτλος του αφηγήματος με το περιεχόμενό
του;
2. Η κεντρική
μορφή του πεζογραφήματος, η γυναίκα,
κυριαρχείται από έντονη νοσταλγία. Ποια
σημεία στη στάση της φανερώνουν αυτή
τη νοσταλγική της διάθεση;
3. Ποιο ήταν
το «μεγάλο καλό» που ευχόταν η ξένη να
ανταποδώσει ο Θεός στον αφηγητή και
στους δικούς του;
4. α) Πού
αποδίδει αρχικά ο αφηγητής το γεγονός
ότι η ξένη έμοιαζε να απολαμβάνει τα
μούρα; β) Γιατί επεκτείνεται, κατά την
άποψή σας, στην αναλυτική περιγραφή του
δέντρου τους και του καρπού του;
5. Για ποιο
λόγο, κατά τη γνώμη σας, η γυναίκα ζητά
να φυτέψει το σπόρο της μουριάς και στο
δικό της περιβόλι;
6. Γιατί η
ξένη αρνείται να πιεί το νερό της βρύσης;
7. Πώς
αποκαλύφθηκε η τουρκική καταγωγή της
γυναίκας; Επέδρασε αυτή η αποκάλυψη στα
συναισθήματα που έτρεφαν γι αυτήν ο
αφηγητής και οι δικοί του; Πώς
δικαιολογούνται;
8. Τι έκανε
την τουρκάλα να καταρρεύσει όταν
επισκέφθηκε το σπίτι λίγο μετά τον
πόλεμο; 9. Πώς ερμηνεύετε τη στάση της
γυναίκας στο αφήγημα;
10. Με ποιο
τρόπο επηρέασαν οι ιστορικές συνθήκες
την εξέλιξη της προσωπικής ζωής της
γυναίκας;
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Γ. Ιωάννου:
Σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι
Σ’ ένα παλιό
τούρκικο σπίτι κλείστηκα μέρες και
παλεύω με τους λεκέδες του ασβέστη.
Μετρώ τα ξύλα στο ταβάνι, βρίσκω τα νερά·
δίνω ονόματα, τους δίνω την καρδιά μου.
Ύστερα παίρνει και φυσά. Σαρώνονται
χαρές και γνωριμίες. Ξανά μονάχος με τα
ξύλα και τις πέτρες. Ίσως στεριώσω τώρα·
πάλι απ’ την αρχή. Ίσως προφτάσω να
σκαλώσω τους χαμένους.
Κυριάκος
Χαραλαμπίδης, ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ
ΝΑ ΙΔΩ ΠΟΙΟΣ
ΕΙΜΑΙ ζύγωσα και πούθε το χώμα μου κρατά.
Μπήκα και στάθηκα στο σπίτι τ' αλμυρό,
σιμά σε λάκκο. Μια μαντιλοδεμένη μου
'φερε νερό, μου πρόσφερε γλυκό . ευχαριστώ
την. Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο του
ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά
ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη πραγματικά
και μέλη εμποτισμένα στην καλοσύνη της
χαράς αντιδωρήματα. Της είπα ευχαριστώ,
αναθάρρησα και ζήτησα το σπίτι μου να
ιδώ, αν επιτρέπεται. « Και βέβαια
επιτρέπεται », μου λέει – « μπορείς να
'ρθείς και στην κρεβατοκάμαρα" Μπαίνω,
θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο να με κοιτάει
από 'να κάδρο. Αφήνω την εντροπή και
γύρεψα να πάρω τη μάνα μου ο δόλιος απ'
την Τροία. Πάρτηνε », λέει αυτή σαν
καλογέλαστη, « τι να την κάνω τώρα πια
που ξέρω; Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε
ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα και τα
λουλούδια γύρω της και με τη χάρη που
την ομπρέλα της κρατεί». Άξιζε βέβαια
να προσθέσει και το χέρι που γαντοφορεμένο,
ραδινό σε καναπέ ακουμπούσε . αλλά τι
περιμένεις ; Σάμπως γνωρίζει πόσοι
αιώνες κύλησαν ίσαμε που να φτάσουμε
στη σύνταξη γλυκού του κουταλιού; μεγάλο
θέμα. Πάλι καλά πού μ' άφησε και μπήκα
στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα. Μη
συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει. Το μόνο
που εύχομαι: από καιρού εις καιρό να 'χω
την άδειά της να ξανάβλεπα την όψη τη
γλυκιά του ποθητού μου. Κυριάκος
Χαραλαμπίδης, Αιγιαλούσης επίσκεψις
«Μια μέρα είπαν του μουχτάρη να μας πει
να φύγουμε, να κάμουμε μια δήλωση πως "
εθελοντικά ", ειδάλλως του Μαγιού τα
σχίνα και η σπάθα του Αρχαγγέλου θ'
αναταξινομήσουν το κεφάλι μας. Γοργά
τα ρούχα μας σε μια βαλίτσα . τες τσάπες,
τ' άλετρα, τες σκάφες και να θέλαμε δεν
τα ορίζαμε, που μέρα μεσημέρι μες στην
αυλή μας άρπαγες τ' αρπάζαν. Δυο μέρες
πριν να φύγουμε ήρτε κείνος που θα
στρογγυλοκάθονταν στο σπίτι. Γυρεύει
το κλειδί. Του λέω : «Εγώ κλειδί δεν έχω
και δεν έχει το χωριό μας. Εμείς ξεκλείδωτα
είχαμε τα σπίτια γιατί κανένας δεν
καταδεχόταν να μπει μέσα στου άλλου την
αυλή». Δεν είπε τίποτα, έφυγε, ξανάρτε
την άλλη μέρα. Του είπα: «Έλα πιάσε τούτο
το πιάτο, φώναξε τον σκύλο να του το
δώσεις να σε συνηθίσει, για να μην κλαίει
το κτηνόν μας όταν θα 'χουμε φύγει".
Το έπιασε, του φώναξε, όμως ό σκύλος του
'δειξε τα δόντια. Χαμαί το πιάτο. Κίνησε
να φύγει. Του λέω : «Μίαν χάριν από σένα
. έπαρε ως αύριον ’πομονήν στ' ανάθεμαν
να πάμεν κι ύστερα νά 'ρτεις νά 'μπεις
μες στο σπίτι». Δεν είπε τίποτε και
γύρισε να φύγει της Ιοκάστης παίρνοντας
μαζί του τη σιωπή. Την άλλη μέρα έδεσα
τον σκύλο να μην μας ακλουθά, το πλάσμαν
του Θεού. Του έβαλα φαΐ, νερό κι εμπήκαμε
ο άντρας μου κι εγώ στο φορτηγό. Στο
δρόμο που πηαίναμεν ελάλουν έχει δυόμισι
χρόνους να τους δω τους τρεις παλίκαρούς
μου. Ήμουν ήρεμη. Άμα εφτάσαμε κοντά στο
Λήδρα Πάλας, δυο-τρεις ειρηνευτές
εσκαρφαλώσαν να κατεβάσουσιν τα πράματα
μας. Στη βιασύνη, χωρίς περίσκεψη,
επετάξαν μου τες γλάστρες και μου τες
έσπασαν ανυπεράσπιστες. Δεν άντεξα κι
όσα είχα μαζεμένα ψιχάδια τ' ουρανού
και της θαλάσσου τ' αφήκα να μουσκέψουνε
το χώμα ».
Τα ποιήματα
του Κ. Χαραλαμπίδη αναφέρονται στην
κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. ΠΗΓΕΣ: 1) Βιβλίο
του καθηγητή, 2) Γεωργιάδου Αγάθη, Σελίδες
του Γιώργου Ιωάννου, 3) Κουρμπέτης Δ., Γ.
Ιωάννου, Μες στους προσφυγικούς
Συνοικισμούς, Λύκειο Ν. Μουδανιών, 4) Γ.
Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι, μια διδακτική
προσέγγιση από τον Αθ. Κουτσογιάννη, 5)
Π. Μοίρα, Φωτόδεντρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου