Κ. ΔΗΜΟΥΛΑ,
ΣΗΜΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΊΣΕΩΣ
Κ ι κ ὴ Δ
η μ ο υ λ ᾶ - Α ὐ τ ο - β ι ο γ ρ α φ ι κ ό
«Ἕνα βιογραφικὸ
σημείωμα πρέπει, ἀφοῦ γραφτεῖ, νὰ
μείνει ἐπ᾿ ἀρκετὸν καιρὸ κρεμασμένο
στὸν ἀέρα ἀπὸ ἕνα τσιγκέλι αὐστηρότητας,
ὥστε νὰ στραγγίξουν καλὰ τὰ στερεότυπα,
οἱ ὡραιοποιήσεις, ἡ ρόδινη παραγωγικότης
καὶ ὁ πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν
ἐκείνου ποὺ ἐνυπάρχει στὴ φύση μιᾶς
αὐτοπαρουσίασης. Μόνον ἔτσι βγαίνει
τὸ καθαρὸ βάρος: τὸ ἦθος ποὺ ἐπέβαλες
νὰ τηρεῖ ἡ προσπάθειά σου. Τὰ πόσα
βιβλία ἔγραψε κανείς, πότε τὰ ἐξέδωσε,
ποιὲς μεταφράσεις τὰ μεταναστεύουν
σὲ μακρινὲς ξένες γλῶσσες καὶ ποιὲς
διακρίσεις τὰ χειροκροτοῦν εἶναι τόσο
τρέχοντα, ὅσο τὸ νὰ πεῖς ὅτι μέσα σ᾿
ἕναν βαρύτατο χειμῶνα ὑπῆρξαν καὶ
κάποιες μέρες μὲ λαμπρὴ λιακάδα. Ὡστόσο,
ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ ὑλικό της
πεπατημένης, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίσει
τὴ χάραξή της μὲ συνεσταλμένες καινοτόμες
ἐπιφυλάξεις. Γεννήθηκα στὴν Ἀθήνα τὸ
1931. Ἡ παιδικὴ ἡλικία πέρασε χωρὶς νὰ
ἀναδείξει τὸ «παιδὶ θαῦμα». Τὸ 1949,
τελειώνοντας τὸ Γυμνάσιο, ὑπέκυψα
εὔκολα στὸ «πρέπει νὰ ἐργαστεῖς»,
καὶ ἐργάστηκα στὴν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος
εἴκοσι πέντε χρόνια. Ἀνώτερες σπουδές:
ἡ μακρὰ ζωή μου κοντὰ στὸν ποιητὴ Ἄθω
Δημουλᾶ. Χωρὶς ἐκεῖνον, εἶμαι σίγουρη
ὅτι θὰ εἶχα ἀρκεστεῖ σὲ μιὰ ρεμβαστική,
ἀμαθῆ τεμπελιά, πρὸς τὴν ὁποίαν, ἴσως
καὶ σοφά, ἀκόμα ρέπω. Τοῦ ὀφείλω τὸ
λίγο ἔστω ποὺ τῆς ξέφυγα, τὴν ἀτελῆ
ἔστω μύησή μου στὸ τί εἶναι ἁπλῶς
φωνῆεν στὴν ποίηση καὶ τί εἶναι
σύμφωνον μὲ τὴν ποίηση, τοῦ ὀφείλω
ἀκόμα τὴν πικρότατη δυνατότητα νὰ
μπορῶ σήμερα, δημόσια, νὰ τὸν μνημονεύω
εἰς ἐπήκοον τῆς πολυπληθοῦς λήθης.
Αὐταπαρνητική, παραχωρήθηκα στὸ ρόλο
τῆς μητέρας καὶ μὲ τρυφερὴ γενναιότητα
ἄκουσα νὰ προσφωνοῦμαι «γιαγιά». Κυλῶ
τώρα μὲ ψυχραιμία καὶ χωρὶς βλέψεις
διαιωνίσεως μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς νέες
παρακαμπτήριες τοῦ αἵματός μου. Κυλῶ
καί, ὅσο πλησιάζω στὶς ἐκβολές, ὅλο
καὶ ὀνειρεύομαι ὅτι θὰ μοῦ πετάξει
ἡ ποίηση ἕνα σωσίβιο ποίημα. Δὲν νιώθω
δημιουργός. Πιστεύω ὅτι εἶμαι ἕνας
ἔμπιστος στενογράφος μίας πολὺ βιαστικῆς
πάντα ἀνησυχίας, ποὺ κατὰ καιροὺς μὲ
καλεῖ καὶ μοῦ ὑπαγορεύει κρυμμένη
στὸ ἡμίφως ἑνὸς παραληρήματος,
ψιθυριστά, ἀσύντακτα καὶ συγκεκομμένα,
τὶς ἀκολασίες της μὲ ἕναν ἄγνωστο
τρόπο ζωῆς. Ὅταν μετὰ ἀρχίζω νὰ
καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω
κατ᾿ ἀνάγκην: ὅπου λείπουν λέξεις,
φράσεις ὁλόκληρες συχνὰ καὶ τὸ νόημα
τοῦ ὀργίου, προσθέτω ἐκεῖ δικές μου
λέξεις, δικές μου φράσεις, τὸ δικό μου
ὄργιο στὸ νόημα, ὅτι τέλος πάντων ἔχει
περισσέψει ἀπὸ δικές μου ἀκολασίες
μὲ ἕναν ἄλλον, ἄγνωστο τρόπο ζωῆς.
Τόσο μεταχειρισμένη καὶ ὑπηρεσιακὴ
εἶναι ἡ ἀνάμειξή μου στὴ δημιουργία.
Φύσει ὀλιγογράφος, ἐξέδωσα ὀκτὼ
ποιητικὲς συλλογὲς μέσα σὲ σαράντα
πέντε χρόνια. Ἡ σημασία τους εἶναι
ἀκόμα συμβατική. Εἶναι γραμμένη στὴ
λίστα ἀναμονῆς τῶν μεγάλων ἐπερχόμενων
κυμάτων τοῦ μετα-κριτῆ χρόνου.»
Κική
Δημουλά: Εργογραφία
Οι νεανικές
ποιητικές συλλογές (1956-1963): Έρεβος
1956, Ερήμην 1958, Επί τα ίχνη 1963: Εμφανείς
καβαφικές και καρυωτακικές επιδράσεις,
τόνος μελαγχολικός, παραπονιάρικος στο
κλίμα της Πολυδούρη. Διάχυτος ερωτισμός,
ασαφής και ακαθόριστος. Θέματα:
ο χρόνος, η φθορά, η μνήμη και η λήθη, η
μοναξιά, η ανία.
Η δεύτερη
ποιητική φάση (1971-1981): Το λίγο του
κόσμου 1971, Το τελευταίο σώμα μου 1981:
Αποκρυσταλλώνεται η τεχνική και το
προσωπικό της ύφος: ένα εγκεφαλικό
και λυρικό παιχνίδι εκφραστικών
αναζητήσεων και λεκτικών ανατροπών. Τα
ποιητικά της μοτίβα εμπλουτίζονται με
τα όνειρα, τις φωτογραφίες, τις εποχές,
τη νοσταλγία, τα αγάλματα κ.ά.
Η τρίτη
ποιητική φάση (1988-2001): Χαίρε ποτέ 1988,
Η εφηβεία της λήθης 1994, Ενός λεπτού μαζί
1998, Ήχος απομακρύνσεων 2001: Η ποίηση
της Δημουλά δηλώνει κατάφαση στη ζωή
και στον έρωτα, ως αντίβαρο στη θλίψη
και την απώλεια. Η τεχνική της παγιώνεται
και η γραφή της ωριμάζει. Η απουσία
κλονίζει την ευαίσθητη σχέση της με τα
πρόσωπα και τα πράγματα και η μοναξιά
γίνεται δεύτερο σώμα.
Η τέταρτη
ποιητική φάση (2005-2010): Χλόη θερμοκηπίου
2005, Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, 2007, Τα
εύρετρα, 2010: Ψύχραιμη, με τη συνήθη πικρή
φιλοπαίγμονα διάθεση και ματιά της, η
ποιήτρια θίγει τα κακώς κείμενα της
καθημερινότητάς μας, τις ποιητικές
ίντριγκες και τη μικροψυχία των ανθρώπων.
Βασικά θέματα της ποιητικής της: Ο
έρωτας, η μνήμη και η φθορά: Το θέμα
του έρωτα το βρίσκουμε συνυφασμένο με
την απουσία και την απογοήτευση, με το
τέλος μιας σχέσης. Η μνήμη συνδέεται
έντονα με τη φθορά των σχέσεων, με την
απώλεια του ερωτικού συντρόφου και με
τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος
που προβάλλονται στο παρόν.
Τα γνωρίσματα
της ποιητικής τέχνης της
Η Δημουλά
ανήκει στη Β΄ μεταπολεμική γενιά και η
ποίησή της συγκεντρώνει μερικά από τα
βασικά γνωρίσματα της ποίησης αυτής
της γενιάς, τόσο σε γλωσσικό όσο και σε
θεματικό επίπεδο: ο έρωτας, η εσωστρέφεια
κι ο υπαρξιακός προβληματισμός ντύνονται
με ένα λόγο λιτό, καθημερινό
και επικαιρικό.
Ιδιαίτερο
της γνώρισμα είναι το ειρωνικό στοιχείο
και η επαναστατική χρήση λέξεων και
φράσεων. Με ευχέρεια λόγου ανατρέπει
το γραμματικό και σημασιοσυντακτικό
επίπεδο για να επενδύσει το λόγο της
με πολυσημία. Τα επίθετα αυτονομούνται
από τα ουσιαστικά τους κι αποκτούν
τη δική τους αυτοτελή συντακτική θέση
μέσα στη φράση.
Απροσδόκητοι
συνδυασμοί λέξεων ή λεκτικά παιχνίδια,
νεολογισμοί, σχήματα οξύμωρα και
παρά προσδοκίαν φορτίζουν το ποίημα με
ιδιαίτερο νοηματικό βάρος.
Η γλώσσα
της είναι πεζολογική, ευέλικτη,
παιγνιώδης, αποφθεγματική. Η επιλογή
απλών, καθημερινών λέξεων που ντύνουν
απλά, καθημερινά νοήματα κάνει την
ποίηση της Δημουλά άμεση και αυθόρμητη.
Την αμεσότητα
αυτή την επιτυγχάνει η Δημουλά τόσο με
το οικείο ύφος όσο και με τον συνεχή
ευθύ λόγου, ο οποίος δίνει την εντύπωση
της εξομολόγησης. Σαν να συνομιλεί
χαμηλόφωνα η ποιήτρια με ένα πρόσωπο
που βρίσκεται κοντά της. Γι’ αυτό
και η ποίηση της Δημουλά κυριαρχείται
από το «εσύ», το οποίο όμως διαπλέκεται
άμεσα με το «εγώ». Η έμπνευση
αφορμάται από ένα ασήμαντο ερέθισμα,
το οποίο αναπτύσσεται σταδιακά και
καταλήγει στην έκπληξη: η σημασία των
λέξεων ανατρέπεται, το ίδιο και η
γραμματική.
Τα ποιήματα
της Δημουλά περικλείουν πείρα ζωής και
καθρεφτίζουν έναν άνθρωπο που «σκάπτει
ένδον». (Α. Γεωργιάδου)
Σ Η Μ Ε Ι Ο
Α Ν Α Γ Ν Ω Ρ Ι Σ Ε Ω Σ : Ε ρ μ η ν ε υ τ ι κ ή
π ρ ο σ έ γ γ ι σ η
Το εξωτερικό
ερέθισμα και η ποιητική αφόρμηση
Εξωτερικό
ερέθισμα για την ποιήτρια αποτέλεσε το
μαρμάρινο γλυπτό του Κ. Σεφερλή με τίτλο
«Η Βόρειος Ήπειρος» (1951), που βρίσκεται
στην πλατεία Τοσίτσα και αναπαριστά
μια γυναίκα με τα χέρια της πισθάγκωνα
δεμένα, συμβολίζοντας τη μαρτυρική
πορεία της Β. Ηπείρου. Η Δημουλά όμως
αποστασιοποιείται από αυτόν τον εθνικό
και ιστορικό συμβολισμό του αγάλματος
και επικεντρώνει το ποιητικό της
βλέμμα στα δεμένα χέρια του, τα οποία
βλέπει σαν μια αλληγορία της γυναικείας
καταπίεσης ανά τους αιώνες. Δεν βλέπει
στο άγαλμα τη σκλαβωμένη Β. Ήπειρο, αλλά
μια γυναίκα αιχμάλωτη, αλυσοδεμένη,
σύμβολο της γυναικείας μοίρας (σημαινόμενο
διαφορετικό για τους πολλούς, διαφορετικό
για την ποιήτρια). Η ανάγνωση των
σημαινόμενων ενός σημείου είναι πάντα
πολλαπλή για να κρατάει ο κόσμος την
ομορφιά του διαφορετικού βλέμματος που
του αρμόζει. Το ποίημα αποτελεί μια
απόπειρα να καταδειχθεί πώς ένα έργο
τέχνης «προσλαμβάνεται» από το κοινό.
Πέρα από τον αντικειμενικό συμβολισμό
του έργου, σ’ ένα συνυποδηλωτικό επίπεδο
η ερμηνεία του εναπόκειται στα βιώματα
και τις σκέψεις του αποδέκτη. Το ποίημα
αποτελεί ένα σχόλιο για την κοινωνική
θέση της γυναίκας ανά τους αιώνες.
Τα αγάλματα
στην ποίηση της Κικής Δημουλά μπορούν
να διακριθούν σε τρεις βασικές ομάδες:
προσωποποιημένα
αγάλματα ανθρώπων ή θεών.
αγάλματα-σύμβολα
(συχνά γυναικείων ρόλων) και
αγάλματα
που διακοσμούν το χώρο και το σκηνικό
περιβάλλον της ποιητικής αφήγησης.
Στη θεματική
της Δημουλά βρίσκουμε συχνά την ισότιμη
συνομιλία του ποιητικού υποκειμένου
με αγάλματα που κοσμούν πάρκα ή δρόμους,
συνομιλία που δεν έχει την πρόθεση
αισθητικού σχολιασμού του έργου τέχνης,
αλλά μέσω του ιδιότυπου συμβολισμού
της Δημουλά, την οδηγεί στο να εμψυχώνει
τα άψυχα, με σκοπό να προβάλλει ανθρώπινες
συμπεριφορές, προσωπικά βιώματα και
πάθη.
Ο τίτλος
και ο υπότιτλος
Ο τίτλος
«Σημείο αναγνωρίσεως», ασαφής και
γενικός, διασαφηνίζεται με τον υπότιτλο
«άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια». Ο
τίτλος παραπέμπει στην «αναγνώριση»
των ομηρικών επών και των δημοτικών
τραγουδιών. Συγκεκριμένα εστιάζει στην
ένδειξη με την οποία κάτι ή κάποιος
μπορεί να αναγνωριστεί. Ο υπότιτλος
«άγαλμα γυναίκας με δεμένα χέρια»
φωτίζει τον τίτλο και το ποίημα ως προς
το «πού», με την εστίαση στο ότι το
«σημείο αναγνωρίσεως» είναι σε άγαλμα
με δεμένα χέρια (οι υπότιτλοι συνηθίζονται
στην ποίηση της Δημουλά). Ο τίτλος και
ο υπότιτλος προδιαθέτουν, σύμφωνα με
την Τ. Καραγεωργίου, για ένα ποίημα στο
οποίο ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει
μια διαδικασία ανάλογη αυτής που
γνωρίζουμε από την αρχαία και τη δημοτική
μας ποίηση, τη διαδικασία της αναγνώρισης·
αυτή η αναγνώριση αναμένεται να στηριχτεί
σε ένα σημάδι του κορμιού, όπως συμβαίνει
στα δημοτικά τραγούδια, αλλά στο ποίημα
της Δημουλά το σημάδι δεν αφορά ένα
πρόσωπο, όπως λέει ο υπότιτλος, αλλά ένα
άγαλμα. Το σημείο αναγνωρίσεως εδώ είναι
τα δεμένα χέρια της γυναίκας, στα οποία
διαφαίνεται η κοινωνική αιχμαλωσία της
ανά τους αιώνες.
1 η ενότητα,
στίχοι 1-2: ο αποσυμβολισμός και ο
επανασυμβολισμός
Η αναγνώριση
συντελείται κατά τρόπο προληπτικό: το
ποιητικό υποκείμενο γνωρίζει, βλέπει
κάτι που οι άλλοι αγνοούν· εκφράζει η
ποιήτρια τη διαφοροποίησή της στον
τρόπο πρόσληψης του γλυπτού που συμβολίζει
η Β. Ήπειρος. Το αποσυμβολίζει και το
επανασυμβολίζει, σε ένα κλίμα αμεσότητας
και οικειότητας που δημιουργείται με
τη χρήση του β΄ ενικού. Στους δύο
πρώτους στίχους βλέπουμε το σχήμα της
αντίθεσης (όλοι – εγώ) και του
χιαστού. (κατευθείαν άγαλμα, γυναίκα
κατευθείαν) Το επίρρημα «κατευθείαν»
τονίζει τον κατηγορηματικό χαρακτήρα
της αναγνώρισης. Είναι ο κοινός
παρονομαστής και δηλώνει πως και στα
δύο μέρη της αντιθετικής εικόνας/
ερεθίσματος – το όλοι και το εγώ - η δική
τους πρόσληψη είναι απόλυτα ξεκάθαρη
και αυτονόητη. Η επανάληψη, λοιπόν,
τονίζει τη διαφορετικότητα της πρόσληψης
ενός έργου τέχνης από τους ανθρώπους,
μια διαφορετικότητα που διαμορφώνεται
από τα βιώματα, την ευαισθησία, την
παιδεία του καθενός. Όλοι οι άλλοι
βλέπουν στο άγαλμα αυτό που ο δημιουργός
του ήθελε να δουν: το δράμα της Β. Ηπείρου.
H ποιήτρια όμως διαφοροποιείται και
χωρίς περιστροφές προσφωνεί το άγαλμα
«γυναίκα», δίνοντάς του έμψυχη παρουσία.
Η συνύπαρξη
- μέσα σε δύο στίχους - του α΄ και του β΄
ενικού προσώπου (εγώ σε προσφωνώ – όλοι
σε λένε) δημιουργεί επίσης κλίμα
δραματικό, συναισθηματικά φορτισμένο
και οικείο. Η ίδια η Δημουλά έχει
δηλώσει πως τα αγάλματα, που συναντώνται
συχνά στην ποίησή της, την μεταφέρουν
στην παιδική της ηλικία- στο παιχνίδι
της ακινησίας - και στη φαντασία της πια
αποτελούν «σιωπηλούς συνομιλητές».
2 η ενότητα,
στίχοι 3- 19: η πρώτη εντύπωση και ο
πραγματικός συμβολισμός του αγάλματος
Όπως το συνηθίζει, η ποιήτρια Κ. Δημουλά
αναδεικνύει το σκηνικό ενός αστικού
χώρου: ένα άγαλμα που κοσμεί ένα πάρκο,
ένας χώρος εντελώς ρεαλιστικός, που
αποτελεί μια ποιητική αφετηρία προς το
εσωτερικό, προς το φανταστικό, προς το
φιλοσοφικό. Η τοποθέτηση του αγάλματος
στο χώρο, στο πάρκο: Στολίζεις κάποιο
πάρκο προβάλλεται η διακοσμητική
πρόθεση του γλύπτη και η αισθητική όψη
του αγάλματος. Κοσμητικός ο ρόλος του
αγάλματος. Ειρωνικό το «στολίζεις» σε
σχέση με τα δεμένα χέρια του και με τη
συμβολική του υπόσταση. «Διακοσμητικός»
ο ρόλος της γυναίκας; Η εκτενής
περιγραφή του, στηριγμένη και πάλι στο
σχήμα της αντίθεσης: «από μακριά
εξαπατάς – από κοντά ξεκαθαρίζει τ΄
όνειρο». Η απόσταση, από την οποία έβλεπε
αρχικά το άγαλμα, δημιουργεί μια
παραπλανητική εντύπωση: βλέπει μια
γυναίκα την ώρα που ξυπνά κι ανακάθεται
για να θυμηθεί το όνειρο που είδε, βλέπει
μια γυναίκα να κυνηγά κάτι το χιμαιρικό,
το ονειρώδες, το άπιαστο ή - σε μια δεύτερη
ανάγνωση - τη μοίρα της γυναίκας, τη ζωή
της μέσα στις ψευδαισθήσεις και στα
ανεκπλήρωτα όνειρα. «Θαρρεί κανείς πως
… να το ζήσεις»: Εκφράζεται ποιητικά
η επιθυμία των ανθρώπων να υλοποιούνται
τα όνειρα που βλέπουν τη νύχτα. Η
αφηγήτρια έχει συνείδηση ότι χρειάζεται
προσπάθεια για την πραγματοποίησή τους.
Η ελαφρά ανασηκωμένη στάση του αγάλματος
συνδέεται με μια προσπάθεια της
γυναίκας-συμβόλου να θυμηθεί πρώτα και
μετά να χαρεί ένα όνειρο.
Τα όνειρα
στην ποίηση της Δημουλά: «Μέσα σε μια
ποίηση που προβάλλει τον ασφυκτικό
κλοιό της καθημερινότητας μιας σύγχρονης
γυναίκας, τα όνειρα είναι το θέμα που
χρησιμοποιείται ως το μέσο διαφυγής.
Τα όνειρα έχουν διπλή σημασία στην
ποίηση της Δημουλά: κυριολεκτική, όπως
τα όνειρα που βλέπουμε στον ύπνο μας,
αλλά και μεταφορική, με την έννοια
αυτών που πλάθουμε με τη φαντασία μας
και που μας βοηθούν να ξεπερνούμε τη
σκληρή πραγματικότητα. Κάποτε τα
πραγματικά όνειρα συμπλέκονται με τα
φανταστικά για να δείξουν ότι μόνο μες
τον ύπνο μας μπορούμε να ονειρευόμαστε.
Αν ο άνθρωπος δεν έχει όνειρα, τότε η
ζωή του δεν έχει ομορφιά, έρωτα, γαλήνη».
(Α. Γεωργιάδου-Ε. Δεληγιάννη, Διαβάζοντας
Κική Δημουλά, 29).
Αντίθεση:
(Από μακριά … Από κοντά) Καθώς πλησιάζει
η αφηγήτρια, ξεκαθαρίζει η όρασή της
και δίνει την πραγματική εικόνα. Οι δύο
εμπρόθετοι προσδιορισμοί του τόπου
αποτυπώνουν την εν κινήσει αφηγήτρια.
Η από κοντά παρατήρηση αποκαλύπτει πως
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια της/
μ’ ένα σχοινί μαρμάρινο. Οι πολλοί και
αδιάφοροι περαστικοί δε θα το δουν αυτό,
ενώ η ευαίσθητη ποιήτρια όχι απλά το
βλέπει, αλλά το ερμηνεύει κιόλας. Το
δέσιμο των χεριών παραπέμπει στη
μονιμότητα της σκλαβιάς της γυναίκας,
της καταπίεσης και της σκληρότητας που
την περιβάλλουν. Η στάση της δείχνει να
προσπαθεί εναγωνίως να ξεφύγει από την
αιχμαλωσία, δείχνει τη θέλησή της για
ελευθερία. Όμως η αιχμαλωσία αυτή
είναι εδραιωμένη αιώνες τώρα, είναι
ριζωμένη σε στερεότυπα και νοοτροπίες
που δύσκολα αλλάζουν: «Έτσι σε παραγγείλανε
στο γλύπτη: αιχμάλωτη». Η αφηγήτρια
διαμαρτύρεται έμμεσα για την καταναγκαστική
αιχμαλωσία της γυναίκας. Ο γλύπτης δε
φέρει την ευθύνη για την αιχμαλωσία,
αλλά το κοινωνικό στερεότυπο για τη
θέση της γυναίκας στο πλαίσιο μιας
ανδροκρατούμενης κοινωνίας. «Δεν
μπορείς/ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο
χέρι σου,/ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα./Δεμένα
είναι τα χέρια σου»: Η γυναίκα-δεμένη,
η γυναίκα άγαλμα, η γυναίκα αιχμάλωτη
είναι τόσο ανήμπορη, ώστε δεν μπορεί να
κρατήσει στα χέρια της ούτε και το πιο
ελαφρύ βάρος, ούτε να χαρεί τις εποχές,
ιδίως την άνοιξη, και να βιώσει τις πιο
απλές φυσικές χαρές, την ομορφιά γύρω
της. Ούτε τις μικρές καθημερινές
στιγμές απόλαυσης και ομορφιάς δεν
μπορεί να χαρεί. Απαγορευμένη είναι
ακόμη και η βίωση του ελάχιστου, που η
συναισθηματική φύση της γυναίκας την
προτρέπει να ζήσει.
3η ενότητα,
στίχοι 20- 30: η μονιμότητα των δεσμεύσεων
και η αδυναμία ανατροπής τους Ακολουθεί
μια τολμηρή μεταφορά: «Καὶ δὲν εἶν᾿
τὸ μάρμαρο μόνο ὁ Ἄργος». Όπως ο Άργος
κρατούσε αιχμάλωτη την Ιώ, έτσι και εδώ,
από τη μια το μάρμαρο κρατάει παγιδευμένη
τη γυναικεία μορφή, καταδικάζοντάς την
σε ακινησία, κι απ’ την άλλη η μυθική
Ιώ γίνεται το σύμβολο της αιωνίως
καταπιεσμένης και κατατρεγμένης
γυναίκας. Η αναφορά στον Άργο εισάγει
στο ποίημα, όπως σημειώνει η Τ. Καραγεωργίου,
«το μυθικό σύμβολο της κατατρεγμένης
γυναίκας, εξακτινώνοντας έτσι την
εμβέλειά του στον προκοινωνικό και
εξωκοινωνικό χαρακτήρα του μύθου».
Παράλληλα η υπαινικτική αναφορά στην
καθήλωση της Ιώς, που είναι το γυναικείο
μυθολογικό ανάλογο του πάσχοντος
Προμηθέα, έρχεται σε τραγική αντίθεση
με την κινητικότητα της οιστρήλατης
(παράφορης / ενθουσιώδους) φύσης της και
προοικονομεί για το ποίημα την ακινησία
ως βαριά καταδίκη. Η μετωνυμική χρήση
του Άργου αντί της Ιούς, δηλαδή η χρήση
του αρσενικού γένους τέρατος-φύλακα
αντί του θηλυκού φυλακισμένου ενέχει
το χαρακτήρα έμμεσης καταγγελίας. Με
το ανανταπόδοτο σχήμα (Και δέν εἶν'
το μάρμαρο μόνο ο Άργος, χωρίς να
διευκρινίζεται ποιος άλλος είναι ο
δεσμώτης της) δίνεται η ευκαιρία στον
αναγνώστη να υποθέσει όλα αυτά που
κρατούν τη γυναίκα σκλαβωμένη:
ανδροκρατούμενη κοινωνία, αποκλεισμός
από τον εργασιακό χώρο, κοινωνικές
προκαταλήψεις, στερεότυποι ρόλοι νέες
υποχρεώσεις, κλπ
Η Δημουλά
συνεχίζει με δύο υποθέσεις για να δείξει
τη διαιώνιση της γυναικείας καταπίεσης:
Ἂν κάτι πήγαινε ν᾿ ἀλλάξει / στὴν
πορεία τῶν μαρμάρων, ἂν ἄρχιζαν τ᾿
ἀγάλματα ἀγῶνες / γιὰ ἐλευθερίες καὶ
ἰσότητες,… Αν κάτι άλλαζε στη φύση των
μαρμάρων και είχαν τη δυνατότητα της
κίνησης και της ευκαμψίας, αν συνέβαινε
τα αγάλματα να άρχιζαν αγώνες για τη
διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, όπως
οι άνθρωποι συνηθίζουν (ο πληθυντικός
αριθμός, για ελευθερίες και ισότητες
δείχνει ειρωνικά τη ματαιότητα των
αγώνων), αυτή η δεμένη γυναίκα θα ήταν
και πάλι ανήμπορη, αιχμάλωτη, αφού
«δεμένα είναι τα χέρια της». Δούλοι,
νεκροί και αισθήματα ζητούν στους
στίχους της Δημουλά απελευθέρωση από
τα δεσμά τους: οι δούλοι κάνουν μάταιους
αγώνες για ελευθερία και ισότητα, οι
νεκροί βιώνουν μια κατάσταση χωρίς
επιστροφή και αγωνίζονται να ξεφύγουν
από τη λήθη του θανάτου, προσβλέποντας
στην αθανασία, και τα αισθήματα προσπαθούν
να κατανικήσουν την αδυναμία έκφρασής
τους, την καταπίεσή τους και να πετύχουν
την ολοκλήρωσή τους. Διακρίνεται
κάποια ειρωνεία με τη χρήση του πληθυντικού
αριθμού «ισότητες», η οποία παραπέμπει
στους μάταιους αγώνες που γίνονται
συχνά για απελευθέρωση και εξίσωση,
αλλά και υποκρύπτει κάποια ειρωνεία
προς το κίνημα του φεμινισμού, που αντί
να απελευθερώσει τη γυναίκα της έδωσε
κι άλλους ρόλους. Στους στίχους αυτούς
η ποιήτρια εκπλήσσει τον αναγνώστη,
αναγνωρίζοντας το δικαίωμα για
απελευθέρωση όχι μόνο στις γυναίκες,
που είναι κοινωνικά καταπιεσμένες και
στους δούλους, που στερούνται την
ελευθερία τους, αλλά και στους νεκρούς,
που αγωνίζονται να λυτρωθούν από τη
λήθη που επιφέρει ο θάνατος, καθώς και
στα αισθήματα (ή το ερωτικό συναίσθημα)
των ανθρώπων, που συχνά ελέγχονται ή
καταπιέζονται. Η ποιήτρια εκφράζει την
πικρία της για την αιχμαλωσία της
γυναίκας ανά τους αιώνες και στα
πλαίσια της ποιητικής υπερβολής τη
χαρακτηρίζει ισχυρότερη κι από την
αιχμαλωσία των αγαλμάτων. Κατά την Κ.
Δημουλά η αιώνια γυναικεία αιχμαλωσία
είναι τόσο ισχυρός θεσμός, ώστε κι αν
ακόμα απελευθερώνονταν τα αγάλματα από
το μάρμαρο - πράγμα αδύνατο- θα εξακολουθούσε
να υπάρχει. Η γυναικεία αιχμαλωσία
παρουσιάζεται εδώ ως ισχυρότερη από
αυτήν που επιβάλλει το μάρμαρο στις
μορφές των αγαλμάτων, τα δεσμά της
γυναίκας είναι πιο ισχυρά από τις
ιστορικές και φυσικές δεσμεύσεις, αυτές
που στερούν από τους δούλους την
ελευθερία, από τους νεκρούς την αθανασία
και από τα αισθήματα την έκφραση. Αυτή
η αιχμαλωσία γίνεται, κατά την ποιήτρια,
δεύτερη φύση για τη γυναίκα. Αξιοσημείωτη
είναι η αμφισημία του στ. 14 (γλύπτης
μπορεί να είναι ο δημιουργός του
αγάλματος, αλλά και ο δημιουργός της
γυναίκας, ο Θεός), η οποία προϊδεάζει γι
αυτό που θέλει να εκφράσει η ποιήτρια,
την αιωνιότητα και τη σταθερότητα της
γυναικείας αιχμαλωσίας
4η ενότητα,
στίχοι 31- 40: η αιτιολόγηση της γυναικείας
καταπίεσης
Η ποιήτρια
επανέρχεται στους δύο πρώτους στίχους
του ποιήματος, δείχνοντας – χωρίς καμιά
επιφύλαξη– τον τρόπο που η ίδια
προσλαμβάνει το γλυπτό: ο συμβολισμός
της καταπιεσμένης και αδικημένης
γυναίκας. Ακολουθεί η αιτιολόγηση της
άποψης που διατύπωσε στην αρχή, μέσω
του σχήματος άρσης- θέσης: «Ὄχι γιατὶ
γυναίκα σὲ παρέδωσε … / Για τὰ δεμένα
χέρια σου,». Με το σχήμα αυτό η αφηγήτρια
αναγνωρίζει το άγαλμα ως γυναίκα, όχι
γιατί είναι γυναικείο, αλλά γιατί έχει
δεμένα χέρια. Αυτό είναι το «σημείο
αναγνωρίσεως» της γυναίκας, το «σημάδι»
με το οποίο αναγνωρίζεται η πικρή
ιστορική θέση της γυναίκας. Η Δημουλά
κάνει εδώ με πικρή ειρωνεία, ένα σχόλιο
για την ίδια τη φύση της γυναίκας που
έχει αναλάβει το ρόλο της γέννησης αλλά
και της ανατροφής των παιδιών (κι
ὑπόσχονται οἱ γοφοί σου εὐγονία
ἀγαλμάτων), γεγονός που ισχυροποιεί
και διαιωνίζει την αιχμαλωσία της, αφού
ο ρόλος της ως μητέρας είναι πάντα πρώτος
στην ιεράρχηση των επιθυμιών της. Η
ευγονία της όμως θα αποδώσει πάλι νέες
αιχμάλωτες υπάρξεις, καλή σοδειά
ακινησίας, παιδιά αιχμάλωτα, ιδίως αν
είναι κορίτσια, αιχμάλωτα στις αιωνίως
κρατούσες προκαταλήψεις και στις
κοινωνικές αναγκαιότητες. Η ακινησία
παραπέμπει στη στασιμότητα των κοινωνικών
αντιλήψεων. Η αφηγήτρια με ποιητική
ευαισθησία συνδέει τα δεμένα χέρια με
την αιχμαλωσία της μητρότητας που βιώνει
το γυναικείο φύλο, χωρίς να του
αναγνωρίζεται το δικαίωμα για πρόοδο
και εξέλιξη («καλή σοδειά ακινησίας»).
Η ιστορική αναδρομή στη μοίρα της
γυναίκας κλείνει με την πικρή διαχρονική
διαπίστωση - αιτιολόγηση - της συνείδησης
της γυναικείας θέσης: Για τὰ δεμένα
χέρια σου, ποὺ ἔχεις / ὅσους πολλοὺς
αἰῶνες σὲ γνωρίζω,/ σὲ λέω γυναίκα
5η ενότητα,
στίχοι 41- 42: η αιχμαλωσία ως το
αναγνωριστικό στοιχείο της γυναίκας
Οι δύο τελευταίοι στίχοι του ποιήματος
αντιτάσσουν στην (ηθελημένη;) άγνοια
των άλλων την κατηγορηματική γνώση της
αφηγήτριας και αναγνωρίζουν οριστικά
τη γυναικεία αιχμαλωσία, βγάζοντας το
συμπέρασμα: Σὲ λέω γυναίκα / γιατ᾿ εἶσ᾿
αἰχμάλωτη. Οι στίχοι αυτοί, που
συνδέονται με τον τίτλο του ποιήματος
και επεξηγούν τους δύο πρώτους στίχους
(κύκλος), αποτελούν τη βασική ιδέα που
διατρέχει το ποίημα: το Σημείο αναγνωρίσεως
της γυναίκας είναι η αιχμαλωσία της, -
στοιχείο που, αναφερόμενο τέσσερις
φορές, συνδέει εμφατικά τον τίτλο του
με το υπόλοιπο ποίημα. Το Σημείο
αναγνωρίσεως της γυναίκας είναι η
κοινωνική καταπίεση που προέρχεται από
τους πολλαπλούς ρόλους της.
Η γυναικεία
γραφή του ποιήματος
Η αλλιώτικη
ματιά στην παράδοξη στάση και τα δεμένα
χέρια του αγάλματος.
Η σύνδεση
της κίνησης του αγάλματος με το όνειρο,
θέμα σημαντικό στην ποίηση της Δημουλά
και στη ζωή των γυναικών.
Η γυναικεία
ευαισθησία με την οποία αναιρεί το
ποιητικό υποκείμενο την ερμηνεία του
δημιουργού και προσφωνεί το άγαλμα ως
γυναίκα.
Η μελαγχολία
των στίχων 16-19 για τη γυναίκα που δεν
μπορεί να βιώσει με φυσικό και αρμονικό
τρόπο τη ζωή.
Η αναφορά
στο καταπιεσμένο «αίσθημα», που συνήθως
προσιδιάζει στις γυναίκες.
Η επισήμανση
του ρόλου της μητρότητας που εκφράζουν
οι γοφοί του αγάλματος και
Η
κατηγορηματικότητα με την οποία
εκφράζεται η διαμαρτυρία του ποιητικού
υποκειμένου για τη γυναικεία αιχμαλωσία.
(Γεωργιάδου)
Ο συμβολισμός
του ποιήματος
άγαλμα:
γυναίκα. Το άγαλμα παρουσιάζεται μέσα
από 4 οπτικές πρόσληψης: του γλύπτη,
των περαστικών, του ποιητικού υποκειμένου
από μακριά και από κοντά.
δεμένα
χέρια: καταπίεση
μαρμάρινο
σκοινί: η σκληρότητα και η μονιμότητα,
η παγιωμένη κατάσταση
γλύπτης:
φορέας κοινωνικών στερεοτύπων. Ο γλύπτης,
όργανο κι αυτός του κοινωνικού
κατεστημένου, παρουσίασε τη γυναίκα
υποταγμένη, φτιαγμένη σύμφωνα με τα
μέτρα και τις επιθυμίες της ανδροκρατούμενης
κοινωνίας.
Άργος:
επίσημη περιφρούρηση της γυναικείας
καταπίεσης
βροχή,
μαργαρίτα: απολαύσεις της καθημερινότητας
γοφοί,
σοδειά: τεκνοποιία
Ο συμβολισμός
του αγάλματος
Το άγαλμα
της αλυσοδεμένης γυναίκας γίνεται στο
ποίημα το σύμβολο της γυναικείας
αιχμαλωσίας, που είναι αποτέλεσμα
παγιωμένων κοινωνικών αντιλήψεων και
συνθηκών. Είναι το σύμβολο της κάθε
είδους καταπίεσης που έχουν υποστεί
και εξακολουθούν να υφίστανται οι
γυναίκες στην πορεία των αιώνων με βαρύ
το φορτίο στους ώμους τους της κυοφορίας,
γέννησης και ανατροφής των παιδιών, που
δεν τους αφήνει περιθώρια για ελευθερία
επιλογών. Η ειρωνεία σχετικά με την
κατακτημένη ισότητα των δύο φύλων είναι
αισθητή. Προφανώς η αφηγήτρια δεν θεωρεί
ότι υπάρχει αυτή η ισότητα, εφ’ όσον οι
ρόλοι των δύο φύλων είναι απόλυτα
διακριτοί. Η γυναίκα στερήθηκε από την
αρχή της ιστορίας της την ελευθερία και
την ισότητα. Της αποδόθηκε μόνο ο ρόλος
της κυοφορίας, της γέννησης και της
ανατροφής των παιδιών, στερώντας της
το δικαίωμα επιλογής. Η ποιήτρια
θεωρεί «αιχμάλωτο» το γυναικείο φύλο
που δεν κατάφερε ποτέ να διαφεντεύει
τη μοίρα του και να απολαμβάνει τα ίδια
δικαιώματα και ελευθερίες με το ανδρικό
φύλο. (Γεωργιάδου)
Οι οπτικές
πρόσληψης του αγάλματος
Η πρόσληψη
του γλύπτη (έφτιαξε ένα άγαλμα που
συμβολίζει την υπόδουλη Β. Ήπειρο.
Η πρόσληψη
των περαστικών (ένα διακοσμητικό γλυπτό)
Η αρχική
πρόσληψη της ποιήτριας (Ἀπὸ μακριὰ
ἐξαπατᾶς. Θαρρεῖ κανεὶς πὼς ἔχεις
ἐλαφρὰ ἀνακαθίσει νὰ θυμηθεῖς ἕνα
ὡραῖο ὄνειρο ποὺ εἶδες)
Η δεύτερη
πρόσληψη της ποιήτριας (Ἀπὸ κοντὰ
ξεκαθαρίζει τὸ ὄνειρο: δεμένα εἶναι
πισθάγκωνα τὰ χέρια σου μ᾿ ἕνα σκοινὶ
μαρμάρινο)
Το ποίημα
αυτό συμβάλλει στο διάλογο γύρω από την
πρόσληψη του έργου τέχνης. Η ποιήτρια
παρουσιάζεται να ερμηνεύει και να νιώθει
ένα γλυπτό με έναν τρόπο αρκετά προσωπικό
και πρωτότυπο, που μάλλον δε θα ήταν
μέσα στις προθέσεις του γλύπτη. Ενισχύεται
έτσι η άποψη που θέλει το έργο τέχνης
να έχει μια αυτόνομη ζωή από τη στιγμή
που φεύγει από τα χέρια του δημιουργού,
να δέχεται αναγνώσεις και ερμηνείες
προσωπικές, βιωματικές και επομένως
πολύ διαφορετικές από άτομο σε άτομο,
να λέει διαφορετικά πράγματα σε κάθε
πρόσωπο, τόσο διαφορετικά που θα ήταν
αδύνατο να τα έχει καν προβλέψει ο
δημιουργός. Αυτή η πολυσημία είναι
μια από τις μαγικές ιδιότητες της τέχνης,
γιατί η τελευταία μπορεί μέσα από ένα
έργο να πει πράγματα πολύ περισσότερα
κι ωστόσο αυθεντικά από ό,τι προτίθεται
να εκφράσει ο καλλιτέχνης μέσα από το
συγκεκριμένο έργο.
Η τεχνική
του ποιήματος
Ακολουθεί
τη συνήθη τεχνική της Δημουλά: Το
ποίημα αφορμάται από κάτι απλό και
καθημερινό, από ένα ασήμαντο ερέθισμα
και στη συνέχεια το ποίημα αναπτύσσεται
προοδευτικά («πολλαπλασιαστική
ευαισθησία»), που αναπτύσσεται σταδιακά
και καταλήγει στη «λυρική αφαίρεση».
Η ποιητική
αφήγηση Δύο ρηματικά πρόσωπα
εναλλάσσονται κυρίως στην ποιητική
αφήγηση: το α΄ και β΄ ενικό. Η εναλλαγή
των προσώπων συμβάλλει στη ζωντάνια
και την παραστατικότητα της ποιητικής
αφήγησης: Το α΄ πρόσωπο φανερώνει
συμμετοχή του ποιητικού «εγώ» στην
αφήγηση (πρωτοπρόσωπη αφήγηση με
αφηγητή-παρατηρητή) και προβάλλει τον
προσωπικό προβληματισμό του ποιητικού
υποκειμένου και την ερμηνεία του
εικαστικού ερεθίσματος με βάση τα
προσωπικά του βιώματα και τις σκέψεις
του («εγώ σε προσφωνώ», «εγώ σε λέω
γυναίκα», «όσους πολλούς αιώνες σε
γνωρίζω, / σε λέω γυναίκα»). Το β΄
πρόσωπο δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας
και «ταύτισης» με αυτό που εκπροσωπεί
το άγαλμα, δηλαδή με το αιώνιο γυναικείο
πάθος. Το ρηματικό αυτό πρόσωπο προσδίδει
στο ποίημα τη μορφή δραματικού μονολόγου
και παρουσιάζει την ιστορία και τους
αγώνες της γυναίκας για την ελευθερία
και την ισότητα.
Δομή του
ποιήματος
Το ποίημα
δομείται με έναν τρόπο που θυμίζει
δοκίμιο:
έχει έναν
πρόλογο που θέτει το θέμα του (στ.
1-2),
έχει το
κύριο μέρος του, που αποτελείται α)
από μια περιγραφική ενότητα (στ. 3-19) και
β) δύο αποδεικτικές (στ. 20-30 και 31-40, όπου
αποδεικνύεται πόσο ισχυρή είναι η
γυναικεία σκλαβιά)
και έχει τον
επίλογό του, που συνοψίζει και
συμπεραίνει (στ. 41-42).
Χαρακτηριστικά
της ποιητικής της Δημουλά
Στο ποίημα
διακρίνουμε τα εξής χαρακτηριστικά της
ποιητικής της Δημουλά:
βιωματικότητα,
αίσθηση του
τραγικού,
προσωποποίηση
αντικειμένων – εννοιών,
αμφισημία
λέξεων,
«ανατρεπτική»
γλώσσα,
λεπτή
ειρωνεία.
Σ χ ή μ α τ
α λ ό γ ο υ
Η
προσωποποίηση του αγάλματος: η
προσωποποίηση και το β΄ ενικό πρόσωπο
επιτρέπουν στην ποιήτρια να απευθυνθεί
με αμεσότερο και οικειότερο τρόπο στο
άγαλμα. Άλλωστε η Κ. Δημουλά δε μιλά στο
άγαλμα μόνο ως ποιήτρια, αλλά και ως
γυναίκα.
Οι εικόνες
(η στάση του αγάλματος στο πάρκο, τα
δεμένα του χέρια, οι λυρικές εικόνες με
τη βροχή και τη μαργαρίτα).
Οι
μεταφορές («Δεν μπορείς / ούτε μια
βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου / ούτε
μια ελαφριά μαργαρίτα», «καλή σοδειά
ακινησίας»). Οι μεταφορές έχουν το συνήθη
ποιητικό τους ρόλο: δίνουν λυρισμό,
παραστατικότητα (εικονοποιία) και
ευστοχία.
Οι επαναλήψεις
(«όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα, / εγώ
σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν», «εγώ
σε λέω γυναίκα αμέσως», «σε λέω γυναίκα
/ σε λέω γυναίκα / γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη»)
τονίζουν τη διαφορετική ανάγνωση που
επιφυλάσσει η ποιήτρια στο άγαλμα.
Οι ευρηματικές
και απροσδόκητες συζεύξεις λέξεων
(«μες στην κοσμογονία των μαρμάρων»,
«ευγονία αγαλμάτων», «καλή σοδειά
ακινησίας»)
Οι
αντιθέσεις (στ.1-2, 4-8, 31-32): στ. 4-8: Η «από
μακριά» παρατήρηση είναι απατηλή και
σε συνδυασμό με την ποιητική προσέγγιση
του ονείρου και την ψευδαίσθηση της
κίνησης δημιουργεί μια ονειροπόλα και
νοσταλγική ατμόσφαιρα. Η «από κοντά»
όμως παρατήρηση μας επαναφέρει στη
σκληρή πραγματικότητα.
Το σχήμα
άρσης και θέσης (στ. 33-37)
Το χιαστό
(στ.1-2): τονίζει και αυτό τη διαφορετική
ανάγνωση που επιφυλάσσει η ποιήτρια
στο άγαλμα και δείχνει την ηθελημένη
σύγχυση ανάμεσα στο άγαλμα και τη γυναίκα
και τη διαφορετική πρόσληψη του έργου
από τους πολλούς αποδέκτες και την
ποιήτρια.
Η αμφισημία
του στ. 14 (γλύπτης μπορεί να είναι ο
δημιουργός του αγάλματος αλλά και ο
δημιουργός της γυναίκας, ο Θεός) προϊδεάζει
γι αυτό που θέλει να εκφράσει η ποιήτρια,
την αιωνιότητα και τη σταθερότητα της
γυναικείας αιχμαλωσίας.
Ο κύκλος
Η μετωνυμία:
Η μετωνυμική χρήση του Άργου αντί της
Ιούς, δηλαδή η χρήση του αρσενικού γένους
τέρατος- φύλακα αντί του θηλυκού
φυλακισμένου ενέχει το χαρακτήρα έμμεσης
καταγγελίας.
Ερωτήσεις
Κ.Ε.Ε 1.Πώς δομείται το περιεχόμενο
του ποιήματος;
2.Ποιος είναι
ο ρόλος της επανάληψης του επιρρήματος
κατευθείαν στους δύο πρώτους στίχους
και γιατί τονίζεται το εγώ;
3.Ποιο κλίμα
δημιουργεί η προσφώνηση του αγάλματος
σε β΄ ενικό πρόσωπο και ποια αισθήματα
της ποιήτριας εκφράζονται με αυτήν;
4.Το ποιητικό
υποκείμενο φαίνεται να ταυτίζεται με
το άγαλμα - γυναίκα. Ποια κοινά
χαρακτηριστικά θα συνηγορούσαν σ’ αυτή
την ταύτιση;
5.Με ποια
εκφραστικά μέσα αποδίδεται η «αιχμαλωσία»
της γυναίκας;
6.Η ποιήτρια
χαρακτηρίζει τη γυναίκα αιχμάλωτη. Ποιο
είναι, κατά τη γνώμη σας, το περιεχόμενο
της «αιχμαλωσίας» της;
7.Να σχολιάσετε
τους στίχους 16-19, στους οποίους διακρίνεται
το παράπονο του ποιητικού υποκειμένου
για τη γυναίκα – άγαλμα
. 8.Ποια
εντύπωση δημιουργεί στο ποιητικό
υποκείμενο η στάση του αγάλματος και
ποιες σκέψεις του υποβάλλει;
9.Πώς συνδέεται
ο Άργος με τη γυναίκα – άγαλμα;
10.Πώς
αντιλαμβάνεσθε την «ελευθερία» και την
«ισότητα» για την οποία αγωνίζονται οι
«δούλοι», οι «νεκροί» και το «αίσθημά
μας»;
11.«Σε λέω
γυναίκα γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη»: Ποια
πεποίθηση για τη θέση της γυναίκας
δηλώνεται σ’ αυτούς τους στίχους;
12.Με ποιο
τρόπο σχολιάζει το ποιητικό υποκείμενο
την προσφορά της γυναίκας στη δημιουργία
(στ. 35-37);
Από συνέντευξη
της Δημουλά: «Το ξέρετε ότι δεν είμαι
φεμινίστρια και δεν μπορώ να καταλάβω
τι θέλανε ν' αλλάξουνε οι φεμινίστριες.
Να γίνουμε ανεξάρτητες; Μπορούμε, το
δικαιούμαστε, όταν έχουμε παιδιά; Δεν
υπάρχει γυναίκα που επιλέγει να μην
κάνει παιδιά. Καμία δεν το προτιμά αυτό,
είναι αίτημα της φύσης, στο οποίο δεν
μπορεί ν' αντισταθεί, η εκπλήρωση της
γονιμότητας. Γρήγορα ή αργά, θα το
επιδιώξει... Επομένως, προς τι η αντιπαράθεση
με τον άνδρα; Ούτε το αίτημα της ισότητας
μπορώ να καταλάβω -είναι δυνατή η ισότητα,
υπάρχει στο σύμπαν τίποτα ίσο με το
άλλο, δυο λουλούδια έστω; Είμαστε τόσο
μπερδεμένοι πάνω σ' αυτό, ενώ είναι τόσο
απλό. Πλαστήκαμε δύο διαφορετικά φύλα,
ο άνδρας κατά τι ισχυρότερος από τη
γυναίκα σωματικά και λιγότερο ευαίσθητος
γενικά και η γυναίκα κατά τι πιο ευαίσθητη
και ικανή να γεννήσει και να μεγαλώσει
παιδιά
Χωρίς τον
άνδρα αμυνόμενο ανέκαθεν για να μην του
επιβληθεί το γυναικείο φύλο, δεν γεννάει
παιδιά... Ενώ από το άλλο μέρος, οι
"επαναστάσεις" της δεν φαίνεται
να τη βοήθησαν. Αντιθέτως, νομίζω, τη
ζημίωσαν, φορτώνοντάς τη με πολλές
ευθύνες -εργασία, οικογένεια- στις οποίες
είναι δύσκολο έως αδύνατο ν' ανταποκριθεί.
Και την παρέσυραν στην εύκολη διάλυση
του γάμου· παραβλέποντας ότι όσοι γάμοι
διατηρήθηκαν είναι μια σύμβαση, αναγκαία
όμως, εκτός ακραίων περιπτώσεων, γιατί
προσφέρει κάποιο στήριγμα. Με συνέπεια
να βιώνει σήμερα η γυναίκα μια πολύ
μεγάλη μοναξιά». Στην Όλγα Μπακομάρου,
Ελευθεροτυπία 10 Μαρτίου 2007
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ,
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
Βιογραφικό
Σημείωμα Το ώριμο έργο της Κικής
Δημουλά είναι μια εξαιρετικά στιβαρή
και πρωτότυπη έκφραση της σύγκρουσης
ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία,
ανάμεσα και στην απουσία νοήματος και
στη νοσταλγία του. Η ποιητική διαδρομή
της χωρίζεται καθαρά σε δύο στάδια. Στο
πρώτο, που καλύπτει τις δεκαετίες του
'50 και του '60, η Δημουλά προσπαθεί να βρει
την προσωπική φωνή της, αφομοιώνοντας
τις εμφανείς καβαφικές επιδράσεις της,
και να συγκεντρώσει τα ποικίλα μοτίβα
της γύρω από μια βαθύτερη διάθεση, που
θα γινόταν αργότερα ο πυρήνας του
προβληματισμού της. Τα ιδιαίτερα
χαρίσματά της -η τολμηρή ως ανατρεπτική,
αλλά εντυπωσιακά εναργής και πειστική
χρήση της γλώσσας, η ευρηματικότητα των
εικόνων της, η ικανότητά της να δημιουργεί
ένταση με αφηρημένες λέξεις (συχνά δικής
της επινόησης)- γίνονται προοδευτικά
όλο και πιο ορατά σ' αυτή την πρώτη φάση,
που περιλαμβάνει τις συλλογές Ποιήματα
(1952), Έρεβος (1956), Ερήμην (1958) και Επί τα
ίχνη (1963). Έπειτα από μια αρκετά μεγάλη
ανάπαυλα, που αποδείχτηκε ότι ήταν
διαδικασία εσωτερικής ωρίμανσης, αυτά
τα προσόντα παρουσιάζονται στο έπακρο
ανεπτυγμένα και αξιοποιημένα με την
επόμενη συλλογή της Δημουλά, Το λίγο
του κόσμου (1971), με την οποία εγκαινιάζεται
η δεύτερη φάση της δημιουργίας της και,
από μια άποψη, κορυφώνεται ολόκληρο το
έργο της. Ο διάλογος της συνείδησης με
τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο
της ύπαρξης, βρίσκει εδώ την καλύτερη
ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική
μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του
λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία
και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό
και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό
στοιχείο σ' αυτή τη συλλογή - και στα
επόμενα έργα της Δημουλά - είναι η
φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή
της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον
και στο μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά-
ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της Δημουλά
είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες.
Το Λίγο του κόσμου ακολούθησαν οι επίσης
σημαντικές συλλογές Το τελευταίο σώμα
μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988) και Η εφηβεία
της λήθης (1994). Απ' όλους τους Έλληνες εν
ζωή ποιητές, η Κική Δημουλά φαίνεται
ότι είναι εκείνη που βρίσκεται πιο κοντά
στη δυτική ποιητική και φιλοσοφική
παράδοση. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί
σε περισσότερες από δέκα ξένες γλώσσες.
(Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες
Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, ένας κριτικός
οδηγός, εκδ. Πατάκη, 1995 σ. 67-68)
Για την
ποιητική της γλώσσα [...] Τώρα, μου μένει
να αναζητήσω τον πιο ευδιάκριτο βηματισμό
του θανάτου, - το βήμα προδιαγράφει τις
διαθέσεις του, το μέγεθος της νίκης του
ή το μέγεθος της ήττας μας. Να τον
αναζητήσω. α) Στο αιχμηρό γλωσσικό όργανο
της Δημουλά, στη δημοτικοκαθαρευουσιάνικη
σύμμειξη που βάζει τις δυο γραμματικές
εκδοχές ν' αλληλοσφάζονται, στις
κωμικοτραγικές μετενδυμασίες των λέξεων
(«μακροσκελή σκοτάδια»...), που ανοίγουν
ολοένα και καινούργια κανάλια στο
καρυωτακικό ξεκούρντισμα («σώμα εκ
τερρακότας και απορίας μεγάλης», «λογική
τεσσάρων παραθύρων», «ευωδιάζει ο
ίλιγγος», «εξ ύψους παραφωνία»,
«μονοκατοικίες ενδόμυχες»), στην ειρωνική
χαραγματιά («Οξύ το πρόβλημα των
εικοσιτετραώρων», «είμαι ασφαλώς / ένας
από τους κύριους λόγους / που είχε η μέρα
να βρέξει»), - χαραγματιά που σχίζει την
ανάγνωσή μας, όπως ραγίζουνε σ' ένα
στραβοπάτημα τα κόκκαλα (υποπτεύομαι
πως τα πρώτα κόκκαλα που εράγισαν ήταν
της Δημουλά). Παράδειγμα: Υπό φθινόπωρον...
Υπό, - διότι το φθινόπωρον, που ονειρεύεται
ο Αύγουστος να γίνει, όταν μεγαλώσει,
είναι εκεί ψηλά, στα δέντρα, προς εποπτείαν
των διαθέσεών μας. Και λιγότερο ψηλά,
μέσα στο πάρκο, είναι αυτή η μαρμάρινη
γυναίκα, εξέχουσα λίγο του βάθρου της
(ότι δήθεν μπορεί και να ξεφύγει όποτε
θέλει από το μάρμαρο), ανάλλαχτη από το
χρόνο, ανιαρή καθό ανάλλαχτη, μετρίας
νοημοσύνης ίσκιος στον ύπνο ενός εφήβου,
- στιγμιαίου εφήβου, σημείου της φθοράς
των πραγμάτων, από την οποία παίρνει
επιτέλους μια ιδέα το βραδύστροφο
άγαλμα, το χωρίς αυτοβιογραφία, αλλά
και η ποίηση (αυτοβιογραφία σημαίνει
φθορά). […]. (Μάριος Μαρκίδης, Είναι και
ποτέ, Ερμηνευτική πρόσβαση στα ποιήματα
της Κ. Δημουλά, Έρασμος, 1989, σ. 18-19).
Ο χώρος και
ο χρόνος στην ποίηση της Δημουλά
Θα επιμείνω
στην έμμονη εικόνα της πτήσης που μου
γεννάει η ποίηση της Δημουλά - και που
τίποτα δεν έχει να κάνει βέβαια με τις
«αναβάσεις στα ύψη του πνεύματος» και
άλλα ηχηρά παρόμοια. [...] Δεν θεωρητικολογεί,
δεν περιγράφει- αναπαράγει, με γλώσσα
αντιαισθηματική, το αίσθημα- αποκρυσταλλώνει
συλλήψεις διανοητικές, βουτώντας τις
πρώτα στη λάβα του βιώματος κι αφήνοντάς
τις ύστερα να στεγνώσουν στον αέρα μιας
ήρεμης αποδοχής. Όλα εδώ συντελούνται
σα νάχουν κιόλας πλήρως συντελεστεί. Ο
χώρος χαρτογραφείται εκ των άνω, με μιαν
απόσταση που αυξάνει το εύρος του οπτικού
πεδίου- απόσταση χρόνου, απόσταση πάθους.
«Μπαίνει μια νέα απόσταση / ανάμεσα σε
μένα και σ' ό,τι προσβλέπω» / Αλλιώς δε
βλέπω. / Θέλω να πω, η όραση, / για να ενωθεί
μ' αυτό που θέλει, / πρέπει να προζήσει
/ ένα χωρισμό»: χωρισμό από το παρελθόν
αλλά και χωρισμό από το μέλλον. Η ελπίδα
είναι το εγγόνι του τετελεσμένου. Και,
όταν η απώλεια έχει ήδη συμβεί (μα πότε
αλήθεια δεν έχει;), τότε καμιά ελπίδα
δεν τολμάει να σηκώσει κεφάλι- η πρόγευση
του μέλλοντος, η γεύση δηλαδή του
παρόντος, είναι πάλι η ίδια η απώλεια.
«Λες και δε χάνεις γευστικά / χάνοντας
μια φορά αυτό που χάνεις, / πρέπει και
να προ-χάνεις / από το χέρι του προδήμιου
/ της προαίσθησης, / της μαρτυριάρας του
Επερχόμενου». Στη Δημουλά ο χρόνος παύει
να διαιρείται σε πριν, σε τώρα και σε
μετά - παύει να τριχοτομείται- είναι
ολόκληρος μια τρίχα λεπτή απ' όπου
κρέμεται, φθαρτός και «παρτός», τρεμάμενος
ο κόσμος, έρμαιο μιας μοίρας ερμητικής,
μιας σταθερής ερήμωσης. «Σπίθα απ' την
επίμονη τριβή / μιας προσμονής και μιας
παραίτησης» η ποίησή της, θεοποιεί,
μυθοποιεί «το Κάτι», μυθοποιεί ακόμα
και «το Τίποτα», ίσα ίσα «για να μη πάει
χαμένο το χαμένο»,
μπας και
μπορέσουν να σωθούν (σα μνήμη έστω) τα
μάταια και θνησιγενή αυτού του κόσμου,
του παρτού: «φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστον
/ όσα έχουν πεθάνει». [...] Θάθελα κι άλλα
πάμπολλα να πω (για την απερίγραπτη
ικανότητά της να υποκειμενοποιεί τα
άψυχα και να αντικειμενοποιεί τις
λέξεις, για τους νεολογισμούς που αβίαστα
πλάθει, για τις κορυφώσεις των γνωμικών
της στίχων, για την εξοντωτική ειρωνεία
και τον αυτοσαρκασμό της, για τη σύμπλεξη
των ίδιων θεμάτων - από βιβλίο σε βιβλίο
κι από ποίημα σε ποίημα - με νέους κάθε
φορά συνδυασμούς). (Αντώνης Φωστιέρης,
«Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου»,
Η Λέξη τεύχ. 5, 1981, σ. 402-3). Για το ποιητικό
της ύφος
Το αληθινό
θέμα της Δημουλά, και μαζί ο τρόπος της,
υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποιητική
κίνηση της γλώσσας, από τις έννοιες (η
φθορά, η λήθη, ο χρόνος, η πίστη, οι
αισθήσεις, η πραγματικότητα, η βεβαιότητα,
η απάθεια, η πληρότητα, η ομοιότητα, η
περιέργεια, η απόσταση, η τύχη, η
αναπόληση...), απ' όλες τις έννοιες που
δόθηκαν στο χρήστη της γλώσσας για να
ονομάσει τη μοίρα του, σ' ένα διάλογο μ'
αυτές, σα να ήταν υπαρκτά, ζωντανά όντα.
Δημιούργησε έτσι το ποιητικό σχήμα ενός
νοητού σύμπαντος κυριολεκτικά πολυφωνικού,
το σενάριο ενός εκφραστικού πανδαιμόνιου
των ουσιών της σκέψης, μια περιοχή όπου
οι έννοιες φορούσαν μάσκες ηρώων και
ηρωίδων [...]. Με τούτη την τέχνη η Δημουλά
έφτασε στην κατάκτηση ενός ύφους
υπερβολικά θελκτικού και τέλεια ζωηρού
στις μεταφορικές του δυνατότητες, ενός
ύφους επίσης που ζει, δονούμενο, τα πάθη
τούτης της προαιώνιας κι ωστόσο
πρωτοφανούς έμμονης ιδέας: ότι οι
σκέψεις, οι ιδέες, οι έννοιες, οι
συμπεριφορές, οι αξίες, τα συναισθήματα,
οι κινήσεις, οι διαστάσεις, οι εκφράσεις
της βούλησης - όλα είναι πρόσωπα, μετέχουν
ενεργά στο πεπρωμένο του ποιητή με τη
ζωή του οποίου τα συνδέει το ρήμα,
συνθέτουν έναν πυκνοκατοικημένο κόσμο,
ανοιχτό στην αλληγορία και τη διακύμανση,
για τον οποίο δεν απαιτείται παρά ένα
σκίρτημα του νου. (Ευγένιος Αρανίτσης,
«Τι θα φοράς συννενόηση;», Ελευθεροτυπία,
20-11-1994).
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ Κ. Δημουλά, Τα μισανθή χέρια
Σε παράγγειλαν
υπεύθυνα νέα και δυνατή κι η σάρκα σου
παράδειγμα κανένα απ’ τη δική μας σάρκα
να μην πάρει. Απαγορευτική να σμιλευτείς
σε κάθε αλλαγή και παραμόρφωση, μια
προστασία που δεν δόθηκε από καμία Τέχνη
στη δική μας ανθηρότητα και δύναμη. Το
ένα χέρι σου σμιλεύτηκε χτένα στ’
ανάκατα μαλλιά σου, ενώ το άλλο φαίνεται
σαν μόνο του να διάλεξε το ρόλο:
ακουμπισμένο χάδι στην κοιλιά, στην
απαγορευμένη γονιμότητα - δεν παραιτείται
ούτε η πέτρα από τη μήτρα. Υπεύθυνα
Άγρυπνη προπάντων σε παράγγειλαν, ποτέ
να μη σε πάρει ύπνος, ποτέ να μη σου μάθει
όνειρο τι δεν πραγματοποιείται. Άγρυπνη
για να επιτηρείς τις ποικιλίες των
ρόδων, μη και τα κόψουν χέρια μισανθή.
Άχ, αγαλματένια μου επιστάτισσα, άδικα
ξαγρυπνάς και δεν κοιμάσαι και δεν
αφήνεις να σου μάθει τ’ όνειρο τι δεν
πραγματοποιείται: δεν βρέθηκε ακόμα
επιστάτης, ούτε πλάνη ούτε καν ποιητής
που να μπορέσει τα μισανθή των φθινοπώρων
χέρια να εμποδίσει τις τόσες ποικιλίες
των ρόδων και του βίου μανιακά να
αφανίζουν.
Αθηνά
Παπαδάκη, «Νοικοκυρά» Ώρα ξεκούρασης
με τα χέρια σταυρωμένα σε σοδειές. Είχα
σωστά μετρήσει το αλεύρι, μα βρέθηκα
λίγο λειψή απ’ τη μεριά της ζάχαρης. Δε
θα μπορούσε να 'ναι αλλιώς. Αυτή είναι
η ζωή μου, ο διάδρομος που ενώνει τα
υπνοδωμάτια με το σαλόνι τι άλλο; δεν
τολμάω να πω, κάτι μ’ απορροφά ύπουλα,
οι τοίχοι όπως λευκοί Πατριάρχες ευλογούν
τη δουλειά μου, σαν σκύβω δε βλέπουν πως
στύβοντας το σφουγγαρόπανο, τα δάκρυά
μου κυλάνε προς τις ρίζες τους. ΠΗΓΕΣ:
Αγάθη Γεωργιάδου, Κική Δημουλά, παρουσίαση,
Περιστέρι, 11 Φεβρουαρίου 2014, Πολίνα
Μοίρα, Φωτόδεντρο, Γιάννης Παπακώστας,
H Kική Δημουλά και η ποίηση του μέσα
χώρου, εισήγηση σε εκδήλωση του Συνδέσμου
Φιλολόγων Λέσβου (25.9.2003), τα ιστολόγια
Φιλολογική Γωνιά και Φιλολογικές
Διαδρομές, Συνεντεύξεις της Κ. Δημουλά
στον τύπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου