ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 3 (20)
Η Σιγή του
Κόσµου και η Εµφάνιση της Φεγγαροντυµένης
Το
περιεχόµενο :
Ο αφηγητής
–µετά από τη διπλή παρέκβαση του δευτέρου
αποσπάσµατος– επιστρέφει και πάλι στη
σκηνή του ναυαγίου, για να συνεχίσει
την εξιστόρηση των γεγονότων από το
σηµείο στο οποίο την είχε αφήσει στο
τέλος του πρώτου αποσπάσµατος: ο απόηχος
της βροντής ακόµη ακούγεται και η θάλασσα
είναι ταραγµένη. Γρήγορα όµως τα πάντα
µεταβάλλονται: η θάλασσα γαληνεύει και
αρχίζει να αναδίδει το άρωµα ενός
ανθισµένου περιβολιού, ενώ πάνω στην
επιφάνειά της αντικατοπτρίζεται ο
έναστρος ουρανός. Η φύση υπό την επίδραση
κάποιας µυστικής δραστηριότητας γίνεται
πανέµορφη και εγκαταλείπει την οργή
της. Ολόγυρα υπάρχει απόλυτη άπνοια. Η
αγαπηµένη του Κρητικού τον σφίγγει
χαρούµενη. ∆ίπλα της ακριβώς, πάνω στην
ήρεµη επιφάνεια της θάλασσας τρεµοπαίζει
το είδωλο του φεγγαριού. Από εκείνο
ακριβώς το σηµείο των νερών αναδύεται
τότε µια γυναικεία οπτασία µε ξανθά
µαλλιά και κατάµαυρα µάτια που τη λούζει
το δροσερό φως του φεγγαριού («µια
φεγγαροντυµένη»).
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
: Η Σιγή του Κόσµου (στ. 1-10)
Σύνδεση µε
τα προηγούµενα :
Το απόσπ. 3
ανήκει στο χρόνο της κύριας αφήγησης
(=χρόνος του ναυαγίου) και αποτελεί την
άµεση συνέχεια του 1ου αποσπάσµατος: Το
απόσπ.1, που είχε ως θέµα τη νυχτερινή
καταιγίδα, ολοκληρωνόταν µε τον ήχο της
βροντής που δόνησε ολόκληρη την πλάση
(«Τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός
αντήχαν, / οι ακρογιαλιές και τα βουνά
µ’όσες φωνές κι αν είχαν» [1. στ.5-6]). Το
αποσπ.3, που αποτελεί την άµεση συνέχειά
του, ξεκινά µε τον απόηχο της βροντής
(«Ακόµη εβάστουνε η βροντή..............» [3.
στ.1]) και κάνει µια σύντοµη αναφορά στη
θαλασσοταραχή («κι η θάλασσα που σκίρτησε
σαν το χοχλό που βράζει» [3. στ.2]). • Πρέπει
ακόµη να επισηµανθεί ότι τα αποσπάσµατα
1 και 3 είναι τα µόνα αποσπάσµατα του
Κρητικού, που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο
χρονικό επίπεδο της κύριας αφήγησης
(απουσιάζουν δηλ. εντελώς οι αναχρονίες).
Το λογοτεχνικό
µοτίβο της Σιγής του Κόσµου
Στο απ.3 (στ.3
κ.ε.) ο Σολωµός αξιοποιεί το γνωστό
λογοτεχνικό µοτίβο της «Σιγής του
Κόσµου», που παρουσιάζεται πριν από ένα
τροµερό γεγονός ή πριν από την «επιφάνεια»
µιας θεϊκής µορφής: έτσι και εδώ πριν
από την εµφάνιση της Φεγγαροντυµένης
µπροστά στον Κρητικό, η πλάση γαληνεύει.
Αυτή η ξαφνική αλλαγή προξενεί στον
αναγνώστη ένα αίσθηµα αναµονής για κάτι
απροσδόκητο και θαυµατουργό. Το αίσθηµα
αυτό καλλιεργείται και εκφραστικά (α)
µέσω της
αντίθεσης των στ.2 και 3, που καταδεικνύει
την απότοµη µεταβολή των συνθηκών και
(β) µέσω της έκφρασης «κάτι κρυφό
µυστήριο».
Τα θεµατικά
µοτίβα :Το θέµα της Φύσης έχει κεντρικό
ρόλο και εδώ, όπως και στο απόσπασµα 1.
Αυτή τη φορά όµως η πραγµάτευσή του
γίνεται µε ριζικά διαφορετικό τρόπο: Η
Φύση δεν είναι πλέον ένας εχθρικός για
τον άνθρωπο χώρος, µέσα στον οποίο δρουν
άλογες φυσικές δυνάµεις, αλλά µεταµορφώνεται
σε έναν «ενδοκοσµικό» παράδεισο: κάτω
από την επίδραση µυστηριακών δυνάµεων
(«κάτι κρυφό µυστήριο») γίνεται πλέον
ένας χώρος που συνδυάζει το άπειρο
κάλλος («κάθε οµορφιά να στολιστεί»)
και το αγαθό («το θυµό ν’ αφήσει») και
ταυτόχρονα φαίνεται να διαδραµατίζει
ένα φαινοµενικά ευεργετικό ρόλο στην
προσπάθεια του ήρωα να φέρει σε πέρας
την αποστολή του.
[Σηµ. Η σύνδεση
του «καλού» και του «αγαθού», του ωραίου
και του ηθικού, που έλκει την καταγωγή
της στην αρχαιότητα, είναι ιδιαιτέρως
προσφιλής στο Σολωµό και εµφανίζεται
συχνά στην ποίησή του]
Το
σφιχταγκάλιασµα της «κορασιάς» και η
πιθανή ερµηνεία του:
Στο στ.9 η
«κορασιά» δίνει για πρώτη και τελευταία
φορά µέσα στο ποίηµα κάποιο σηµείο ζωής:
αγκαλιάζει σφιχτά τον αρραβωνιαστικό
της. (α) Ο Κρητικός αποδίδει αυτό το
σφιχταγκάλιασµα στη χαρά που ένιωσε η
κοπέλα όταν αντιλήφθηκε το αιφνίδιο
γαλήνεµα της φύσης. (β) Ωστόσο, η Ελένη
Τσαντσάνογλου (µελετήτρια του «Κρητικού»)
σηµειώνει ότι η αντίδραση αυτή δηλώνει
ότι η Κόρη «ξεψύχησε … χωρίς όµως να το
αντιληφθεί εκείνος, γι’ αυτό και
κρατήθηκε ως το τέλος δυνατός µε την
ελπίδα ότι θα τη σώσει». ∆εν είναι τυχαίο
ότι τη στιγµή του θανάτου της Κόρης,
εµφανίζεται η Φεγγαροντυµένη (η οποία,
σύµφωνα µε ορισµένους ερευνητές, είναι
η ψυχή της νεκρής κοπέλας, που θα αιωρηθεί
για λίγο πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας,
πριν αναληφθεί για πάντα στους ουρανούς)
Εκφραστικά
µέσα :
Τα εκφραστικά
µέσα που χρησιµοποιούνται στην ενότητα
αυτή αποσκοπούν είτε (α) στο να
αισθητοποιήσουν την ταραχή της φύσης,
είτε (β) στο να αποδώσουν την απότοµη
µεταβολή της, είτε (γ) στο να αναπαραστήσουν
την απόλυτη γαλήνη και οµορφιά που
απλώθηκε στην πλάση. Έτσι έχουµε:
Εικόνες:
της φουρτουνιασµένης θάλασσας (στ.1-2)
της ηρεµίας (στ.3-7) της µέλισσας (στ.8)
του φεγγαριού και της κόρης (στ.9-10)
Μεταφορές:
«σκίρτησε», «ευώδησε», «εδέχτηκε»
Παροµοιώσεις:
«σαν το χοχλό που βράζει» «σαν περιβόλι»
«ούτε όσο κάνει στον ανθό η µέλισσα
περνώντας»
Αντίθεση:
ανάµεσα στην τρικυµιώδη θάλασσα και
στην ηρεµία που ακολούθησε
Επανάληψη:
«ησύχασε – ησυχία»
Προσωποποίηση:
της φύσης: «στολιστεί … το θυµό ν ’αφήσει»
(Οι προσωποποιήσεις της φύσης και των
φυσικών στοιχείων πρέπει να ερµηνεύονται
µέσα στα πλαίσια της ροµαντικής αντίληψης
που θεωρεί τη φύση µια ζωντανή οντότητα)
∆ΕΥΤΕΡΗ
ΕΝΟΤΗΤΑ : Η Εµφάνιση της Φεγγαροντυµένης
(στ. 11-14)
Μια
φεγγαροντυµένη ( π ρ ώ τ η πα ρ ο υ σ ί
α σ η ) :
Η λέξη
«φεγγαροντυµένη» δίνει από µόνη της
έναν πρώτο ορισµό της µυστηριώδους
αυτής γυναικείας µορφής: πρόκειται για
µια θηλυκή οντότητα που είναι ενδεδυµένη
µε το φως του φεγγαριού. Ωστόσο αυτός
ο πρώτος ορισµός αφήνει ένα ουσιαστικό
κενό: αναφέρεται στο περίβληµα αυτής
της οντότητας αλλά δεν προσδιορίζει
την ουσία της. Μια ιταλική σηµείωση του
Σολωµού1 µας επιτρέπει ωστόσο να
θεωρήσουµε ότι το φως του φεγγαριού
δεν είναι απλώς το «ένδυµα» της
φεγγαροντυµένης αλλά το «είναι» της το
ίδιο, ότι στην πραγµατικότητα δηλαδή η
οντότητα αυτή είναι µια υλοποίηση του
φεγγαρόφωτου. Όσον αφορά στην ουσία
της «φεγγαροντυµένης» δεν πρέπει να
αγνοήσουµε ασφαλώς και το στ.13, όπου
γίνεται ρητή αναφορά στη θεϊκή της
υπόσταση. Στις ενότητες 4 και 5, άλλωστε,
θα γίνουν κι άλλες νύξεις στη «θεϊκότητά»
της. Όσον αφορά τώρα στην περιγραφή της
φεγγαροντυµένης, ο αφηγητής κινείται
από το γενικό προς το ειδικό: Πρώτα
αναφέρεται στη φωτεινότητά της και στην
εντυπωσιακή της όψη («Έτρεμε το δροσάτο
φως στη θεϊκιά θωριά της») και στη
συνέχεια εστιάζει στο κεφάλι της («Στα
μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά
μαλλιά της»). Οι δύο αυτοί στίχοι
υποβάλλουν και εκφραστικά την αίσθηση
του απόκοσµου και του θαυµαστού. Ο πρώτος
µε το σχήµα συναισθησίας («δροσάτο φως»)
και ο δεύτερος µε το σχήµα αντίθεσης
(«ολόμαυρα - χρυσά»). Τέλος αξίζει να
σηµειωθεί η χρήση του αόριστου άρθρου
«µια φεγγαροντυµένη» αντί του οριστικού
«η Φεγγαροντυµένη». Με τον τρόπο αυτό
αφενός µοιάζει να θεωρείται γνωστή η
ύπαρξη τέτοιων πλασµάτων και αφετέρου
διατρανώνεται η πίστη του αφηγητή στην
αλήθεια του οράµατός του. Η λέξη
«ξετυλίζει» άλλωστε που επιλέγει ο
Σολωµός για να δηλώσει την εµφάνιση της
φεγγαροντυµένης δηλώνει σαφώς την εκ
των προτέρων παρουσία της στο σηµείο
εκείνο της θάλασσας.
Το
φως :
Το φως στη
σολωµική ποίηση έχει άλλοτε φυσική και
άλλοτε θεϊκή προέλευση:
1 «Ξαφνικά η νυχτερινή
εικόνα του φεγγαριού … έκανε διπλή τη
λάµψη της και πήρε µια ορισµένη µορφή
(στοχάσου)»
(α) Το φυσικό
φως προέρχεται από φυσική πηγή (ήλιος,
φεγγάρι κλπ) και προβάλλει τα πράγµατα
στη φυσική τους µορφή και διάσταση, όπως
δηλαδή έχουµε συνηθίσει να τα προσλαµβάνουµε
µε τις αισθήσεις µας.
(β) Το θεϊκό
φως, είτε προέρχεται από µια φυσική είτε
από µια µεταφυσική πηγή, έχει ιδιότυπα
χαρακτηριστικά. Μεταβάλλει πάντοτε το
φυσικό τοπίο και του δίνει µεταφυσικές
διαστάσεις, καταργώντας τους φυσικούς
νόµους.
Στον «Κρητικό»
συναντούµε το φως και στις δύο διαστάσεις
του:
Φ υ σ ι κ ό φ ω ς
• Στο
απόσπασµα 1 έχει φυσική πηγή («αστροπελέκι»)
και προφανώς προβάλλει το φυσικό τοπίο
(«πέλαγα», «ουρανός», «ακρογιαλιές»,
«βουνά») όπως έχουμε συνηθίσει να το
βλέπουμε.
• Στην αρχή
του αποσπάσµατος 3, µολονότι το τοπίο
µεταβάλλεται µε τρόπο απρόσµενο και
θαυµαστό, το φως παραµένει φυσικό:
έρχεται από ψηλά, έχει και πάλι φυσική
πηγή («τ’ άστρα»), συνήθη χαρακτηριστικά
(καθρεφτίζεται στην επιφάνεια της
θάλασσας) και δε µεταβάλλει το φυσικό
τοπίο.
Θ
ε ϊ κ ό φ ώ ς
Λίγο αργότερα
όµως, στο ίδιο πάντα απόσπασµα, το φως
του φεγγαριού, µολονότι φαινοµενικά
είναι επίσης φυσικό, αρχίζει να αποκτά
θεϊκά χαρακτηριστικά: αρχικά κινείται
πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας
(«Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό
φεγγάρι»), ενώ έχουµε συνθήκες απόλυτης
νηνεµίας. Λίγο αργότερα «µορφοποιείται»
και αποκτά γυναικεία όψη. Όπως θα δούµε
παρακάτω, η φωτεινή µορφή της φεγγαροντυµένης
θα µεταβάλλει ριζικά το φυσικό τοπίο,
τρέποντάς το σε µεταφυσικό.
Εκφραστικά
µέσα
Εικόνες:
η ανάδυση της φεγγαροντυµένης από το
νερό (στ.11-12: κινητική) η ολόφωτη
φεγγαροντυµένη µε τα ξανθά µαλλιά και
τα µαύρα µάτια
Μεταφορές:
«φεγγαροντυµένη» «θεϊκιά θωριά»
«χρυσά µαλλιά»
Αντίθεση:
«ολόµαυρα - χρυσά» Συναισθησία: «δροσάτο
φως»
Αφηγηµατολογικές
παρατηρήσεις για ολόκληρο το απόσπασµα
Χρονικά
επίπεδα: βλ. σύνδεση µε τα προηγούµενα
(παρόν ιστορίας -αφήγησης)
Αφηγηµ.
Τρόποι: Υποτυπώδης α φ ή γ η σ η
Κυριαρχεί
η πε ρ ι γ ρ α φ ή
Υ#άρχουν
κάποια σ χ ό λ ι α (στ.5, στ.7-8)
Αφηγηµ.
Τεχνικές:
Γ ρ α µ µ ι κ
ή α φ ή γ η σ η
Π ρ ο σ η µ ά
ν σ ε ι ς: η ξαφνική γαλήνη προσηµαίνει
την εµφάνιση της Φεγγαροντυµένης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου