ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΔΕΙ ΩΣ ΤΩΡΑ
Η Μυρτιώτισσα (λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου) γεννήθηκε το 1885 σε προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της Θεώνης διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλλ της Πλάκας.
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί --
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...
Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.
Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.
Η ποιήτρια Μυρτιώτισσα (1885 -1968): η ποιήτρια της αγάπης
Προτείνω στις μαθήτριες και τους μαθητές της Θεωρητικής Κατεύθυνσης του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τα ποιήματα της Μυρτιώτισσας σε συνανάγνωση με το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη Μόνο γιατί μ' αγάπησες.
Όσοι γνωρίζουν τη βιογραφία της Πολυδούρη ίσως μπορούν να ανακαλύψουν αρκετά κοινά σημεία με το βίο της ποιήτριας Θεώνης Δρακοπούλου, γνωστής ως Μυρτιώτισσα.
Η Θεώνη Δρακοπούλου (η Μυρτιώτισσα) σε ηλικία 16 ετών.
Η Μυρτιώτισσα από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών απήγγειλε για πρώτη φορά δημόσια στο λογοτεχνικό σύλλογο "Παρνασσό" ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά. Η παρουσία της έκανε μεγάλη εντύπωση. Πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου.
Η Μυρτιώτισσα στο "Όνειρο εαρινής πρωίας" του Ντ' Αννούντσιο σε σκηνοθεσία Χρηστομάνου στο Δημοτικό Θέατρο.
Η Μυρτιώτισσα ως Δυσδαιμόνα στον "Οθέλλο" στο Δημοτικό Θέατρο.
Η Μυρτιώτισσα ως Αντιγόνη στο Στάδιο (1904).
Μετά από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι (Κρατική Δραματική Σχολή), όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με το Σπύρο Παππά, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο το Γιώργο, ο οποίος αργότερα σταδιοδρόμησε στο ελληνικό θέατρο. Ο άντρας της Σπύρος Παππάς ήταν μακρινός εξάδελφός της εγκατεστημένος στο Παρίσι. Η νεαρή Θεώνη φαίνεται ότι δεν τον ερωτεύτηκε αληθινά. Έζησε μαζί του κάποια χρόνια στο Παρίσι και μοιραζόταν μαζί του την αγάπη για το θέατρο, όμως δεν μπορούσε να γίνει ευτυχισμένη στο γάμο της που τελικά κατέληξε σε διαζύγιο.
Μετά το τέλος του βραχύβιου γάμου της, επέστρεψε με το γιο της στην Ελλάδα όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση αλλά και για την ίδια της τη ζωή στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον Επτανήσιο ποιητή Λορέντζο Μαβίλη.
Μετά τον δραματικό θάνατο του αγαπημένου της, η Μυρτιώτισσα έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια.
Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Τον επισκεπτόταν συχνά, έκαναν μαζί περιπάτους και συζητούσαν συχνά για ποίηση. Ο Παλαμάς προλόγισε τις ποιητικές συλλογές της, γεγονός που αποδεικνύει τη στενή σχέση που τον συνέδεε με τη Μυρτιώτισσα.
Η Μυρτιώτισσα είχε επίσης συναντηθεί με τον Καβάφη κατά τη διάρκεια ταξιδιού της στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και γνώριζε και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σώζονται κείμενα με τις εντυπώσεις της από τη γνωριμία και των δύο αυτών σημαντικών μορφών της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η Μυρτιώτισσα τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για την ποιητική της συλλογή Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές. Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, του ηθοποιού Γιώργου Παππά, εξέδωσε το βιβλίο Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962). Πέθανε στην Αθήνα το 1968, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του γιου της.
Η Μυρτιώτισσα ως Θεώνη Παππά, όταν ζούσε με το σύζυγό της Σπύρο Παππά στο Παρίσι.
Μετά το τέλος του βραχύβιου γάμου της, επέστρεψε με το γιο της στην Ελλάδα όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση αλλά και για την ίδια της τη ζωή στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον Επτανήσιο ποιητή Λορέντζο Μαβίλη.
Ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης με στολή Γαριβαλδινού. Σε ηλικία 52 ετών ο Μαβίλης κατατάχθηκε στο σώμα εθελοντών Γαριβαλδινών που πήγε να πολεμήσει στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο όπου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου της Ηπείρου το 1912.. Ο Μαβίλης ήταν γνωστός για τα πατριωτικά του αισθήματα. Στο παρελθόν είχε πολεμήσει στην Κρήτη και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Μετά τον δραματικό θάνατο του αγαπημένου της, η Μυρτιώτισσα έπεσε σε βαθιά μελαγχολία και στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Τραγούδια.
Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, οποίος στάθηκε καθοδηγητής της. Τον επισκεπτόταν συχνά, έκαναν μαζί περιπάτους και συζητούσαν συχνά για ποίηση. Ο Παλαμάς προλόγισε τις ποιητικές συλλογές της, γεγονός που αποδεικνύει τη στενή σχέση που τον συνέδεε με τη Μυρτιώτισσα.
Η Μυρτιώτισσα είχε επίσης συναντηθεί με τον Καβάφη κατά τη διάρκεια ταξιδιού της στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και γνώριζε και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Σώζονται κείμενα με τις εντυπώσεις της από τη γνωριμία και των δύο αυτών σημαντικών μορφών της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η Μυρτιώτισσα τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για την ποιητική της συλλογή Δώρα της αγάπης και το 1939 για τις Κραυγές. Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, του ηθοποιού Γιώργου Παππά, εξέδωσε το βιβλίο Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962). Πέθανε στην Αθήνα το 1968, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του γιου της.
Ο Γιώργος Παππάς (1909-1958), ένας από τους σπουδαιότερους θεατρικούς και κινηματογραφικούς ηθοποιούς της περιόδου 1930-1950, ήταν ο μονάκριβος γιος της Μυρτιώτισσας. Η ποιήτρια δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τον πρόωρο θάνατο του γιου της.
Μυρτιώτισσα, Έρωτας τάχα...
Έρωτας τάχα νά’ ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σα βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να ιδώ
παράθυρά σου;
Έρωτας νά’ ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλει
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας νά’ ναι ή συφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και νά’ ναι, το ποθώ,
και καλώς νά’ ρθει το κακό
που είν’ από σένα˙
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα...
(από την ποιητική συλλογή Τα δώρα της αγάπης)
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)
KΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΣ
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί --
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...
[ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ]
Θά ῾ρθουν ὅλες μία μέρα, καὶ γύρω μου
θὰ καθίσουν βαθιὰ λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τὰ μάτια τους,
θὰ πετοῦνε στὴν κάμαρα μέσα.
Ὠχρὰ χέρια θὰ σβήνουν στὸ σύθαμπο
καὶ θανάσιμα χείλη θὰ τρέμουν.
θὰ καθίσουν βαθιὰ λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τὰ μάτια τους,
θὰ πετοῦνε στὴν κάμαρα μέσα.
Ὠχρὰ χέρια θὰ σβήνουν στὸ σύθαμπο
καὶ θανάσιμα χείλη θὰ τρέμουν.
«Ἀδελφέ» θὰ μοῦ ποῦν «δέντρα φεύγουνε
μὲς στὴ θύελλα, καὶ πιὰ δὲ μποροῦμε,
δὲν ὁρίζουμε πιὰ τὸ ταξίδι μας.
Ἕνα θάνατο πᾶρε καὶ δῶσε.
Ἐμεῖς, κοίτα, στὰ πόδια σου ἀφήνουμε,
συναγμένο ἀπὸ χρόνια, τὸ δάκρυ.
μὲς στὴ θύελλα, καὶ πιὰ δὲ μποροῦμε,
δὲν ὁρίζουμε πιὰ τὸ ταξίδι μας.
Ἕνα θάνατο πᾶρε καὶ δῶσε.
Ἐμεῖς, κοίτα, στὰ πόδια σου ἀφήνουμε,
συναγμένο ἀπὸ χρόνια, τὸ δάκρυ.
«Τὰ χρυσὰ ποῦ ῾ναι τώρα φθινόπωρα,
ποῦ τὰ θεῖα καλοκαίρια στὰ δάση;
Ποῦ οἱ νυχτιὲς μὲ τὸν ἄπειρον, ἔναστρο
οὐρανό, τὰ τραγούδια στὸ κῦμα;
Ὅταν πίσω καὶ πέρα μακραίνανε,
ποῦ νὰ ἐπῆγαν χωριά, πολιτεῖες;
ποῦ τὰ θεῖα καλοκαίρια στὰ δάση;
Ποῦ οἱ νυχτιὲς μὲ τὸν ἄπειρον, ἔναστρο
οὐρανό, τὰ τραγούδια στὸ κῦμα;
Ὅταν πίσω καὶ πέρα μακραίνανε,
ποῦ νὰ ἐπῆγαν χωριά, πολιτεῖες;
»Οἱ θεοὶ μᾶς ἐγέλασαν, οἱ ἄνθρωποι,
κι ἤρθαμε ὅλες ἀπόψε κοντά σου,
γιατί πιὰ τὴν ἐλπίδα δὲν ἄξιζε
τὸ σκληρό μας, ἀβέβαιο ταξίδι.
Σὰ φιλί, σὰν ἐκεῖνα ποὺ ἀλλάζαμε,
κι ἤρθαμε ὅλες ἀπόψε κοντά σου,
γιατί πιὰ τὴν ἐλπίδα δὲν ἄξιζε
τὸ σκληρό μας, ἀβέβαιο ταξίδι.
Σὰ φιλί, σὰν ἐκεῖνα ποὺ ἀλλάζαμε,
ΚΙ ΑΝ ΕΣΒΗΣΕ ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά∙
Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί∙
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ,
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σαν βλέπω το μεγάλο ουρανό∙
Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά∙
Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί∙
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ,
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σαν βλέπω το μεγάλο ουρανό∙
Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που ’ζησα ζωή.
ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ
Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.
Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.
ΣΕΦΕΡΗΣ
ΑΡΝΗΣΗ
Ἄρνηση
Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός
«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
(Α. Ἡ Πέτρα)
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
(Α. Ἡ Πέτρα)
Ἐπὶ Ἀσπαλάθων...
Εἶναι τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Σεφέρη καὶ δημοσιεύτηκε στὸ Βῆμα (23. 9. 71) τρεῖς μέρες μετὰ τὸ θάνατό του στὴν περίοδο τῆς δικτατορίας. Τὸ ποίημα βασίζεται σὲ μία περικοπῆ τοῦ Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ἑ.) ποὺ ἀναφέρεται στὴ μεταθανάτια τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρδιαίου. Ὁ Ἀρδιαῖος, τύραννος σὲ μία πόλη, εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερό του ἀδερφό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων τυράννων, στὸν ἄλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Ὅταν ἐξέτισαν τὴν καθιερωμένη ποινὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν στοὺς ἀδίκους καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ βγοῦν στὸ φῶς, τὸ στόμιο δὲν τοὺς δεχόταν ἀλλὰ ἔβγαζε ἕνα μουγκρητό. «Τὴν ἴδια ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616).
Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.
Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες
τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι
δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια
καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.
Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν
ἀκόμη...
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.
Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες
τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι
δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια
καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.
Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν
ἀκόμη...
Γαλήνη
-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;
Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ
τ᾿ αὐλάκια.
Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.
Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:
«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν
τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν
ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους
καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».
Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του
Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος
τ᾿ αὐλάκια.
Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.
Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:
«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν
τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν
ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους
καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».
Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του
Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος
31 τοῦ Μάρτη 1971
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου