Μελοποιημένα ποιήματα του Νίκου Καββαδία
από το Θάνο Μικρούτσικο
1. kuro siwo (Πούσι)
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το
- πρώτο.
Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
2.Θεσσαλονίκη (Πούσι)
Ητανε κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανοι οι Χιλιάνοι
-'Αγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί
Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανόλια
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί :
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη'
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες "σ' αγαπώ".
Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.
3. Σταυρός του Νότου (Πούσι)
Εβραζε το κύμα του γαρμπή.
Είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη
σ΄ άλλους παρλλήλους θα 'χεις μπει.
Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δεν λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς κάθε πικρό.
Το Αλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλιονώριο πήρα κάτου.
Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου :
"Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά".
Αλλοτε απ΄τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δυο σεlλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.
Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.
4. Ενας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί (Μαραμπού)
Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην καμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει,
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε.
Μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Αντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου 'λέγ' ακόμα ότ' είδ' αυτός, μια νύχτα που 'χε πιει,
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
- Σαν πάμε στο Αντεν, μου 'λεγε, και συ θα δοκιμάσεις.
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.
Μες το τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.
Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ' τον πυρετό,
πέρα στην Απω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ,
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.
και λιγα βιογραφικά...
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Όλα τα πράγματα έχουν τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα.»
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910, στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας στην Κίνα. Αμφότεροι οι γονείς του Νίκου Καββαδία ήταν Κεφαλλονίτες, ενώ ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε και τη ρωσική υπηκοότητα. Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταλείπει την Άπω Ανατολή και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον Χαρίλαο Καββαδία ο οποίος επιστρέφει στην Ρωσία, όπου διατηρεί επιχειρήσεις γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα την Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος Καββαδίας φυλακίζεται ενώ οι επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί.
Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα τσακισμένος. Η οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς αλλά στην συνέχεια μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο δημοτικό εκεί, συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται και με τον λογοτέχνη Παύλο Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει κυρίως Ιούλιο Βερν και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το συγγραφικό του ταλέντο, όπου εκδίδει ένα σχολικό περιοδικό.
Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση. Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Ήταν Νοέμβριος του 1928 όταν εκδίδεται το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως «ναυτοπαίς» και τον επόμενο χρόνο μπαρκάρει για πρώτη φορά, ως ναύτης, στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος». Το 1933 κάνει την επίσημη είσοδό του στα ελληνικά γράμματα με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής του «Μαραμπού», το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με σκληρά σχόλια – μόνοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι Φώτος Πολίτης και Κώστας Βάρναλης.
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά την Αθήνα, το 1934, και η οικεία της γίνεται εστία συγκέντρωσης λογοτεχνών, ποιητών και ζωγράφων της εποχής. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, παραμένει στην Αθήνα, ενώ μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ( με τη «ρετσινιά» του «κομμουνιστή άνευ δράσεως») μπαρκάρει ξανά, ως ασυρματιστής, και ταξιδεύει συνεχώς για τα επόμενα τριάντα χρόνια, απαθανατίζοντας στο χαρτί τους ξένους
τόπους και τις εμπειρίες του.Το 1947 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Πούσι» και επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιήματα και με αυτή τη συλλογή, ο Καββαδίας ξεφεύγει από τα πρότυπά του. Το 1954 εκδίδει τη «Βάρδια», την οποία οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού, δυσκολεύονται να κατατάξουν τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα, νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο.
Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ήπιο και γλυκομίλητο που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, όπως και την ζωγραφική - στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του Henri de Toulouse-Lautrec. Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων - άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό.
Ο «Κόλιας» όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των συντρόφων του ναυτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν ότι ήταν ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας, εγκαταλείπει τη θάλασσα μονάχα όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών μηνών διαμονής του στη στεριά, στις10 Φεβρουαρίου του 1975, πεθαίνει ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Λίγο καιρό μετά το θάνατό του εκδίδεται η τρίτη ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο», με 14 ποιήματα και 3 νανουρίσματα, και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το ωριμότερο έργο του, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε με εξαιρετική επιτυχία 11 ποιήματα του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με τίτλο «Ο Σταυρός του Νότου». Το 1992, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί και άλλα ποιήματα του Καββαδία, με ερμηνευτές όπως οι Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας.
FATA MORGANA
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
FEDERICO GARTHIA LORCA
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζωνη μου σφιγμένο
ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζωσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.
ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζωνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
FEDERICO GARTHIA LORCA
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζωνη μου σφιγμένο
ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζωσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.
ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ’το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζωνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
ΥΑRA YARA
Καθώς αποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ο κάβος.
Σε σπίτι μέσα, ξέχασες προχτές το φυλαχτό.
Γελάς, μα εγώ σε πούλησα στο Rio για δυο centavos
κι απέ σε ξαναγόρασα ακριβά στη Βηρυτό.
Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω.
Στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά.
Κούκο φορούσες κάτασπρο μικρός και κολαρίνα.
Ναυτάκι του γλυκού νερού.
Σε πιάνει μην το πεις αλλού σαν γάτα η λαμαρίνα
Και σε σαστίζει ξαφνικό προβέτζο του καιρού.
Το ντύμα πάρε του φιδιού και δος μου ένα μαντίλι.
Εγώ, και σ’ έγδυσα μπροστά στο γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, και μάινα το καντήλι.
Σε λόφο γιαπωνέζικο κοιμάται το στερνό.
Σου πήρα από τη Νάπολη μια ψεύτικη καμέα
κι ένα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω απ’ το φριγκορίφικο στην άδεια προκυμαία
Έβενος, γλώσσα της φωτιάς, στο βάθος κρεμεζί.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά.
Γερά την ανεμόσκαλα. Καφέ για τον πιλότο.
Λακίζετε, αλυσόδετοι του στεριανού καημού.
Και σένα, που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο,
σμίγεις και πας με τον καπνό του γκρίζου ποταμού.
Μια βάρκα θέλω, ποταμέ, να ρίξω από χαρτόνι,
όπως αυτές που παίζουνε στις όχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου