Μές στούς Προσφυγικούς Συνοικισμούς
Στέκομαι καί κοιτάζω τά παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στό ὁρισμένο καφενεῖο· σέ λίγο θά σχολάσουν καί θ’ ἀρχίσουν νά καταφτάνουν οἱ μεγάλοι. Κουρασμένοι ἀπ’ τή δουλειά, εἶναι πολύ πιό ἀληθινοί. Οἱ περισσότεροι γεννήθηκαν ἐδῶ σ’ αὐτή τήν πόλη, ὅπως κι ἐγώ. Κι ὅμως διατηροῦν πιό καθαρά τά χαρακτηριστικά τῆς ράτσας τους καί τήν ψυχή τους, ἀπό μᾶς τούς διεσπαρμένους. Ἰδίως ὅταν τούς βλέπω ἐδῶ, μοῦ φαίνονται πιό γνήσιοι. Κάπως ἀλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σέ ἄλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.
Ἡ ἀλήθεια πάντως εἶναι πώς στό ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεως ἔχω φοβερά ἐξασκηθεῖ. Ὅπου κι ἄν εἶμαι, τόν Πόντιο, ἄς ποῦμε, τόν διακρίνω ἀπό μακριά· κι ἀπό μιά γραμμή τοῦ κορμιοῦ του μονάχα. Δέν εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀκούσω τήν ὁμιλία του, οὔτε νά διαπιστώσω τήν ἀλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως νά πέσω ἔξω. Ἀπό κοντά ὅμως εἶμαι ὁλότελα ἀλάνθαστος. Τό ἴδιο καί μέ τούς Καραμανλῆδες, τούς Καυκάσιους, τούς Μικρασιάτες ἀπ’ τίς ἀκτές, τούς ἄλλους ἀπ’ τά βάθη, τούς Κωνσταντινουπολίτες, ἀπό μέσα ἤ ἀπ’ τά περίχωρα, κι ἄς επιμένουν ὅλοι τους πώς εἶναι ἀπ’ τήν καρδιά τῆς Πόλης, κι ἀπ’ τό Γαλατά. Οἱ Θρακιῶτες ὅμως ἔρχονται πιό καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι εὐκολότερα μπερδεύονται μέ πρόσφυγες ἀπό μέρη ἄλλα. Ἐξάλλου σά νά ἔχουν χάσει τήν ἰδιαίτερη προφορά τους ἤ ἴσως ἐγώ νά τήν ἔχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ’ αὐτούς πού ἦρθαν ἀπ’ τή Ρωμυλία. Αὐτό συμβαίνει κι ἀνάμεσα στούς Ἠπειρῶτες καί στούς ἄλλους ἀπ’ τίς περιοχές τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ὅταν τούς μπερδεύω, τό καταλαβαίνω συνήθως ἀργά· γιατί ἔχω τόση πεποίθηση πάνω σ’ αὐτό τό ζήτημα, ὥστε σπανίως ρωτῶ. Κατά βάθος βέβαια αὐτό δέν εἶναι σφάλμα, εἶναι διαπίστωση.
Κι ὅμως πόση συγκίνηση ἔχει νά κοιτάζεις ἤ νά συζητᾶς στά καφενεῖα καί νά διαισθάνεσαι τή δική σου ἤ μιά ἄλλη πανάρχαια ράτσα. Ἀκοῦς ἐκεῖνες τίς φωνές μέ τή ζεστή προφορά καί σοῦ ‘ρχεται ν’ ἀγκαλιάσεις. Ὀνόματα ἀπό σβησμένους τάχα λαούς καί χῶρες δειλιάζουν μέσα στό νοῦ· μεθῶ μονάχα καί πού τά λέω ἀπό μέσα μου, καθώς ὁλοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι νά κοιτάζω τίς ἁδρές καί τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ἀνατριχιάζω βαθιά, ὅταν σκέφτομαι πώς αὐτός πού μοῦ μιλᾶ εἶναι δικός μου ἄνθρωπος, τῆς φυλῆς μου. Κάτι σά ζεστό κύμα μέ σκεπάζει ξαφνικά, θαρρεῖς καί γύρισα ἐπιτέλους στήν πατρίδα. Δέν ἔχει σημασία πού δέ γνώρισα ποτέ αὐτή τήν πατρίδα ἤ πού δέ γεννήθηκα κάν ἐκεῖ. Τό αἷμα μου ἀπό κεῖ μονάχα τραβάει· ἐκτός κι ἄν εἶναι ἀληθινό πώς ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπ’ αὐτά πού τρώει καί πίνει, ὁπότε πράγματι εἶμαι ἀπό δῶ. Καί πῶς ἐξηγεῖται τότε ὅλη αὐτή ἡ λαχτάρα;
Γυρνῶ μές στούς προσφυγικούς συνοικισμούς μέ δυνατή εὐχαρίστηση. Θράκες, Χετταῖοι, Φρύγες, ὄμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρεῖς, ἀνθοῦν ἀνάμεσά μας. Οἱ ἴδιοι δέν ξέρουν βέβαια αὐτά τά ὀνόματα· γιά μένα ὅμως εἶναι φορτωμένα μυστήριο καί ἀγάπη. Κι ἄν ἀκόμα δέν εἶναι, πολύ θά ἤθελα νά ἦταν ἔτσι ἡ ἀλήθεια.
Κι ὅμως τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν κάνει τό πᾶν γιά νά σκορπίσει ἡ ὀμορφιά αὐτή στούς τέσσερεις ἀνέμους. Οἱ ἐγκληματίες τῶν γραφείων ἐκμεταλλεύτηκαν τή ζωηράδα τους καί τήν ἁγνότητά τους. Τούς ἐξώθησαν νά σφάξουν καί νά σφαχτοῦν· νά φαγωθοῦν, ἰδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τούς τρέμουν καί προσπαθοῦν νά τούς ξεφορτωθοῦν μέ τή μετανάστευση. Πολύ ἀργά, νομίζω.
Κάθε φορά πού φεύγω ἀπό κεῖ, μέ ἀποχαιρετοῦν χωρίς νά δείξουν παραξένεμα, ἄν καί ἄγνωστοί μου ἄνθρωποι. Τούς πληροφορεῖ τό αἷμα τους γιά μένα, ὅπως καί τό δικό μου μέ κάνει νά τούς κατέχω ὁλόκληρους. Πάντως ποτέ τους δέν ἐπιμένουν νά μέ κρατήσουν στίς παρέες τους.
Ὁλομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στίς μεγάλες ἀρτηρίες. Ὅταν ἀνάβει τό κόκκινο καί σταματοῦν τ’ αὐτοκίνητα, μοῦ φαίνεται γιά μιά στιγμή πώς παύει ἐντελῶς κάθε θόρυβος. Ἐρυθρά καί λευκά αἱμοσφαίρια σά νά κυκλοφοροῦν. Κι ὅμως βλέπω πώς τό πλῆθος ἐξακολουθεῖ νά περπατᾶ, νά κουβεντιάζει ἤ νά γελάει. Σταματῶ πολλές φορές στή μέση τοῦ πεζοδρομίου, κι ὅπως στό κούτσουρο πού κόβει τό νερό, ἔτσι περιστρέφονται γύρω μου οἱ διαβάτες. Τώρα πού δέν ἐμποδίζουν οἱ μηχανές, ἀκούω χιλιάδες βήματα στό πλακόστρωτο. Μοῦ ‘ρχεται νά καμπυλώσω τή ράχη μου γιά νά περάσει χωρίς ἐμπόδια αὐτό τό ποτάμι. Τῆς Γονατιστῆς, ὅταν περνάει ἀπό πάνω μου τό βουβό ποτάμι τῶν προγόνων, γονατισμένος πάνω στά καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στό χῶμα, γιά νά μή βγάλουν οἱ ψυχές ἐξαιτίας μου τόν παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.
Ἐγώ ὅμως ἀπό τώρα εἶμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στούς ξένους καί στά ξένα πράγματα ζῶ διαρκῶς· στά ἕτοιμα καί στά ἐνοικιασμένα. Συγκατοικῶ μέ ἀνθρώπους πού ἀδιαφοροῦν τελείως γιά μένα, κι ἐγώ γι’ αὐτούς. Οὔτε μικροδιαφορές δέν ὑπάρχουν κάν μεταξύ μας. Ὁ ἕνας ἀποφεύγει τόν ἄλλο, ὅσο μπορεῖ. Μά κι ἄν τύχει νά σοῦ μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τά πραγματικά τους στοιχεῖα σά νά ‘ναι τίποτε κακοποιοί. Τό ἰδανικό, ἡ τελευταία λέξη τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι, λέει, νά μή ξέρεις οὔτε στή φάτσα τό γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμοῦ, γιά νά διευκολύνονται οἱ ἀταξίες.
Γι’ αὐτό ζηλεύω αὐτούς πού βρίσκονται στόν τόπο τους, στά χωράφια τους, στούς συγγενεῖς τους, στά πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ἄς ἤμουν σ’ ἕνα προσφυγικό συνοικισμό μέ ἀνθρώπους τῆς ράτσας μου τριγύρω.
(Γιά ἕνα φιλότιμο, 1964)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Στα χαρακτηριστικά της γραφής του Γιώργου Ιωάννου έχουν επισημανθεί: το εσώστροφο στοιχείο, η ένταξη έκτυπων επεισοδίων στην αφήγηση, η ειρωνεία, η καταγραφή υποκειμενικών αντιδράσεων, το ενδιαφέρον για τον λαϊκό μας πολιτισμό. Για καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο.
[Μονάδες 15]
Εσώστροφο στοιχείο γραφής: Ο Γιώργος Ιωάννου συνθέτει τα πεζογραφήματά του προσεγγίζοντας τη γύρω πραγματικότητα μέσα από τις εσωτερικές του ψυχικές αντιδράσεις και διαδρομές. Ο λόγος του δίνει την αίσθηση ενός μονολόγου, όπου καθετί γίνεται αντιληπτό σε σχέση με τον αντίκτυπο ή την αντίδραση που προκαλεί στην ατομική συνείδηση και σκέψη του γράφοντος. Το προβαλλόμενο εγώ της αφηγηματικής φωνής δημιουργεί την εντύπωση πως μας δίνονται οι πιο μύχιες και άρα οι πιο αληθινές σκέψεις ενός προσώπου. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης παρακολουθεί το ξετύλιγμα των κάποτε συνειρμικών σκέψεων και συναισθημάτων του πεζογράφου, με την προσοχή και το ενδιαφέρον που θα παρακολουθούσε μιαν αμιγώς εξομολογητική εκμυστήρευση.
«Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.»
Έκτυπα επεισόδια: Η αφηγηματική ροή των πεζογραφημάτων του Ιωάννου εμπεριέχει συχνά ετερόκλητα επεισόδια που δεν έχουν στενή ή έστω εμφανή σχέση με το βασικό διαπραγματευόμενο θέμα. Τα επεισόδια αυτά που μοιάζουν να προκύπτουν συνειρμικά στο λόγο του αφηγητή καλούνται έκτυπα, υπό την έννοια ότι ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο αφηγηματικό ιστό.
«Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τούς εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν· να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τούς τρέμουν και προσπαθούν να τούς ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.»
Ειρωνεία: Ο Γιώργος Ιωάννου αξιοποιεί συχνά στα κείμενά του τη λεκτική ειρωνεία είτε για να προχωρήσει σ’ έναν καυστικό αυτοσαρκασμό είτε για να επισημάνει με εναργή τρόπο ελαττώματα, ελλείψεις ή λάθη των ανθρώπων της εποχής του. Η χρήση της ειρωνείας ενισχύει τη χιουμοριστική διάθεση που χαρακτηρίζει συχνά το λόγο του συγγραφέα και εμπλουτίζει τα νοηματικά επίπεδα πρόσληψης του κειμένου.
«... τούς Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ’ την καρδιά της Πόλης, κι απ’ το Γαλατά.»
Καταγραφή υποκειμενικών αντιδράσεων: Ένα στοιχείο που ξεχωρίζει ιδιαίτερα τα πεζογραφήματα του Ιωάννου είναι η τάση του συγγραφέα να καταγράφει το πώς βιώνει ή εκλαμβάνεται ο ίδιος τα πράγματα γύρω του, έστω κι αν ο δικός του τρόπος δεν ταυτίζεται με τον τρόπο των άλλων ανθρώπων. Μας προσφέρεται έτσι η δυνατότητα να αντικρίσουμε καταστάσεις, γεγονότα και ανθρώπους της εποχής, μέσα από την προσωπική ματιά του Ιωάννου, που συχνά ανιχνεύει στοιχεία ή συναισθήματα απρόσιτα στην τρέχουσα ευαισθησία.
«Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη.»
Ενδιαφέρον για τον λαϊκό πολιτισμό: Ο Γιώργος Ιωάννου ως ιστορικός και φιλόλογος έδειχνε πάντοτε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ό,τι σχετιζόταν με την ιστορική και λαϊκή παράδοση των ελληνικών τόπων, στοιχείο που γίνεται εμφανές μέσα από την αναφορά ιστορικών στοιχείων και εθίμων στο έργο του. Οι αναφορές αυτές βέβαια γίνονται στα πεζογραφήματά του παρεμπιπτόντως, καθώς ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να απομακρύνει την προσοχή των αναγνωστών από το κύριο πραγματευόμενο κάθε φορά θέμα.
«Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.»
[της Γονατιστής· πρόκειται για την Κυριακή της Πεντηκοστής, κατά την οποία διαβάζεται ο εσπερινός μετά τη Θεία Λειτουργία. Ο εσπερινός λέγεται «Γονατιστή» γιατί περιέχει ευχές γονυκλισίας (ο ιερέας παροτρύνει τους πιστούς να γονατίσουν). Στον εσπερινό αυτό υπάρχουν ειδικές ευχές για ζωντανούς και νεκρούς. Η παραμονή της Πεντηκοστής, το Σάββατο, είναι των ψυχών. Σύμφωνα με λαϊκή δοξασία, από το Μεγάλο Σάββατο οι ψυχές ελευθερώνονται από τον Άδη και έρχονται στον κόσμο λόγω της Αναστάσεως. Μετά τη Γονατιστή τελειώνει η περίοδος χάριτος των νεκρών και αρχίζει ο θρήνος των ψυχών.
γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα· Στη Θράκη την ημέρα της Πεντηκοστής πήγαιναν στην εκκλησία κρατώντας κλώνους καρυδιάς και γονάτιζαν πάνω στα φύλλα. Πίστευαν ότι η καρυδιά εξασφαλίζει υγεία και αποδιώχνει τα κακά πνεύματα. Γι’ αυτό και την εβδομάδα που προηγείται της Πεντηκοστής έβαζαν στον κόρφο τους φύλλα καρυδιάς. (Βλ. Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τόμος ΙΗ ', ΙΘ ', 1965-1966, σελ. 313-314).
«…Το ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής χρησιμοποιούσαν καρυδόφυλλα για να κλείνουν τα μάτια τους, να μην τα δουν οι ψυχές των νεκρών, αναγνωρίσουν τους δικούς τους και δεν μπορούν μετά να τους αποχωριστούν». (Βλ. Δημ. Σ. Λουκάτος, Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1985).
σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο βόμβο· Η κάθοδος των ψυχών και η επιστροφή τους στον Άδη είναι αρχαιοελληνική δοξασία, καθώς δεν υπάρχει ο διαχωρισμός κόλασης και παραδείσου. Αρχαιοελληνικές γιορτές σαν την Πεντηκοστή: τα Λεμούρια — 9, 11, 13 Μαΐου — (οι ψυχές έρχονταν απ’ τον Άδη) και τα Ανθεστήρια. Και για τις δύο περιπτώσεις πιστεύεται ότι οι ψυχές είναι τόσο λεπτές στην υφή (σαν να έχουν μια υλικότητα), ώστε μπορούν να κρεμαστούν από έναν ιστό αράχνης... Γι’ αυτό εκείνες τις μέρες οι ζωντανοί δεν πρέπει να κινούνται έντονα γιατί μια κίνησή τους μπορεί να τραυματίσει μια ψυχή. (Βλ. Γ.Α. Μέγας, Ελληνικαί εορταί, Αθήνα 1956).]
Β1. α) «Ο χώρος» γράφει ο Gaston Bachelard στην Ποιητική του χώρου «έτσι όπως τον συλλαμβάνει η φαντασία, δεν έχει πια σχέση με τον αδιάφορο χώρο που παραδίνεται στο μέτρο και στο λογισμό του γεωμέτρη. Είναι ένας βιωμένος χώρος. Βιωμένος όχι μόνο στη θετικότητά του, αλλά και με όλες τις μεροληψίες της φαντασίας». Να αναφέρετε στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν αυτή την άποψη σε σχέση με το πώς γίνεται αντιληπτή η Θεσσαλονίκη στο κείμενο. (Μονάδες 8)
Η Θεσσαλονίκη για τον Γιώργο Ιωάννου δεν είναι απλώς η πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, αλλά πολύ περισσότερο ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και της προσωπικότητάς του. Ο συγγραφέας, μάλιστα, συνήθιζε να περπατά σε κάθε σημείο της αγαπημένης του πόλης γνωρίζοντας από κοντά κάθε περιοχή και κάθε γωνιά της. Είναι, επομένως, γι’ αυτόν ένας χώρος πλήρως βιωμένος, τόσο στη θετικότητά του, στις πραγματικές του δηλαδή διαστάσεις, όσο και μέσα από το αναμορφωτικό πρίσμα της φαντασίας. Ο Ιωάννου κινείται στην πόλη του και την αντικρίζει, όχι μόνο στη ρεαλιστική της εκδοχή, αλλά και με τη δύναμη της φαντασίας του προσδίδοντάς της τις σχεδόν μυστικιστικές αρετές ενός χώρου ζωντανού, όπου το παρελθόν συνδιαλέγεται αδιάκοπα με το παρόν, και όπου ένα πολυποίκιλο φυλετικό και εθνολογικό μίγμα προσφέρει στον ξεχωριστό χαρακτήρα της πόλης μια σπάνια ποιότητα. Τρέπεται, έτσι, η πόλη σ’ ένα πανεθνικό σύμβολο χρονικής και εθνολογικής συνύπαρξης.
Ειδικότερα, στο πεζογράφημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» μπορούμε να εντοπίσουμε ενδεικτικά μια θετική και μιαν αρνητική πρόσληψη της πόλης. Η θετική, που ενισχύεται «με τις μεροληψίες της φαντασίας», έχει να κάνει με το προνόμιο που της έχει δοθεί να φιλοξενεί στους κόλπους της ανθρώπους πολλών φυλών∙ ανθρώπων που φέρουν μέσα τους την πανάρχαια ιστορία του τόπου και της φυλής τους. Ενώ η αρνητική, η οποία βασίζεται στη ρεαλιστική θέαση, εστιάζει στον εκσυγχρονισμό της πόλης που της προσδίδει με γοργό ρυθμό το χαρακτήρα μιας απρόσωπης μεγαλούπολης.
Η θετική όψη της Θεσσαλονίκης εντοπίζεται από τον συγγραφέα στους προσφυγικούς συνοικισμούς της, εκεί όπου διάφοροι πολιτισμοί και διάφορα έθνη συναντώνται και συνυπάρχουν με υποδειγματική αρμονία. «Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Εμφανής, βέβαια, η διάθεση ωραιοποίησης απ’ τη μεριά του Ιωάννου, καθώς θα πρέπει να προσεχτεί πως οι συνδέσεις με το παρελθόν και η συγκινητική αίσθηση αποδοχής των ετεροχθόνων της πόλης λειτουργεί κυρίως μέσα από την ιδιαίτερη ευαισθησία του συγγραφέα, και δεν αντανακλά κατ’ ανάγκη τον τρόπο που γίνονταν αποδεκτοί από το σύνολο των πολιτών. Το υπονοεί, άλλωστε, και ο ίδιος στην αρχή του πεζογραφήματος, όπου τονίζεται πως οι πρόσφυγες μόνο στο ασφαλές πλαίσιο των συνοικισμών φανερώνουν το γνήσιο πρόσωπό τους. Οι ίδιοι άνθρωποι, αν τους συναντήσει κανείς μακριά από τους συνοικισμούς, φαίνονται διαφορετικοί, ίσως επειδή δεν αισθάνονται την οικειότητα που τους προσδίδει η συνύπαρξη με ανθρώπους όμοιας τύχης και πορείας. «Ιδίως όταν τούς βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.»
Η αρνητική όψη της Θεσσαλονίκης γίνεται αισθητή, όταν ο συγγραφέας περνά στα κεντρικά σημεία της πόλης, μακριά από την απλότητα των συνοικισμών. Εδώ χάνεται αίφνης η αίσθηση συνοχής και η σύμπνοια των ανθρώπων∙ εδώ κυριαρχεί η βιασύνη, η αδιαφορία και το κλείσιμο του καθενός στον προσωπικό του μικρόκοσμο.
«Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες.»
β) Ο Γιώργος Ιωάννου σε συνέντευξή του έχει σχολιάσει το εξής: «Αυτοί που ασχολούνται με το αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή φανταστικό, δεν ξέρουν τι λένε, και εν πάση περιπτώσει δεν καταλαβαίνουν από τη λειτουργία της λογοτεχνικής δοκιμασίας».
Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν στο εξεταζόμενο κείμενο; Γιατί, κατά τη γνώμη σας, στο πλαίσιο της λογοτεχνικής δοκιμασίας καθίσταται αδιάφορο αν το κείμενο συντίθεται με αυτοβιογραφικά ή φανταστικά στοιχεία; (Μονάδες 12)
[Μονάδες 20]
Το σημαντικότερο αυτοβιογραφικό στοιχείο που μας παρέχεται στο πεζογράφημα αυτό είναι πως ο συγγραφέας ανήκε σε οικογένεια προσφύγων, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να έχει γεννηθεί στην πατρική γη ή να την έχει έστω επισκεφτεί ποτέ. «Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. Δεν έχει σημασία πού δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή πού δε γεννήθηκα καν εκεί.»
Στα επιμέρους αυτοβιογραφικά στοιχεία μπορούμε να εντάξουμε τα ακόλουθα:
Η συνήθεια του Ιωάννου να πηγαίνει στους προσφυγικούς συνοικισμούς, παρόλο που δε μένει εκεί, θέλοντας να διατηρεί μιαν επαφή με τους πρόσφυγες: «Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο». Ο συγγραφέας, αν και προσφυγικής οικογένειας, έμενε σε άλλο σημείο της πόλης, όπως και πολλοί άλλοι πρόσφυγες που είχαν έρθει νωρίτερα από το μεγάλο κύμα προσφύγων, και δεν τοποθετήθηκαν έτσι σε συνοικισμούς: «Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τούς διεσπαρμένους».
Στο κείμενο εκφράζεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Ιωάννου για τους άλλους πρόσφυγες, με τους οποίους νιώθει πως συνδέεται λόγω της κοινής ή πλησίστιας καταγωγής: «Η αλήθεια πάντως είναι πως στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί.» / «Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα.».
Ο συγγραφέας καταγράφει, επίσης, την έντονη μοναξιά που χαρακτηρίζει τη ζωή του: «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες». Καθώς και το γεγονός πως ο ίδιος δεν έχει αποκτήσει ένα δικό του σπίτι∙ στοιχείο που σχολιάζεται από τον Ιωάννου και σε άλλα πεζογραφήματά του: «Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα».
Ενώ σημαντική είναι και η επιθυμία που εκφράζει πως θα ήθελε να ζει κι αυτός σ’ έναν από τους συνοικισμούς: «Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω».
Ο Γιώργος Ιωάννου, αν και χρησιμοποιούσε στα πεζογραφήματά του κυρίως το πρώτο πρόσωπο, δεν κατέγραφε σε αυτά πάντοτε προσωπικές του εμπειρίες. Η καταγραφή, άλλωστε, προσωπικών βιωμάτων δεν διασφαλίζει κατ’ ανάγκη την αλήθεια και την αξία του αποτελέσματος. Ένας συγγραφέας που διστάζει να αποκαλύψει όλες τις διαστάσεις μιας εμπειρίας του ή να δώσει με πλήρη ειλικρίνεια το βίωμά του, μπορεί να έχει λιγότερη γνησιότητα στο έργο του από κάποιον άλλον που πραγματεύεται ένα παραπλήσιο θέμα, χωρίς ωστόσο να το έχει ζήσει προσωπικά. Εκείνο, λοιπόν, που προέχει δεν είναι αν το υλικό του συγγραφέα είναι αυτοβιογραφικό ή προϊόν φαντασίας, αλλά το κατά πόσο ο δημιουργός είναι διατεθειμένος να προσεγγίσει με ειλικρίνεια και αμεροληψία το θέμα που πραγματεύεται. Το λογοτεχνικό αποτέλεσμα είναι σαφώς ανώτερο, όταν ο συγγραφέας προχωρά άφοβα και χωρίς παρωπίδες ή προκαταλήψεις, στην διαπραγμάτευση της ιδέας ή του συναισθήματος που έχει κατά νου.
Η πτυχή για παράδειγμα της μοναξιάς μέσα στη μεγαλούπολη δεν μπορεί να αποδοθεί επαρκώς, αν ο συγγραφέας δεν είναι διατεθειμένος να απογυμνώσει την ψυχή του και να καταγράψει με ειλικρίνεια τα συναισθήματά του -αν αποτελούν προσωπικό του βίωμα- ή αν δεν επιχειρήσει να αντικρίσει το θέμα από την οπτική ενός ανθρώπου που νιώθει τη μοναξιά αυτή να τον πονά -σε περίπτωση που δεν αποτελεί δικό του βίωμα. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως η ποιότητα της καταγραφής δεν έγκειται τόσο στον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του υλικού, όσο στην πρόθεση και τη δύναμη του γράφοντος να αφεθεί στην αλήθεια εκείνων που επιχειρεί να πραγματευτεί.
Β2. α) Να εντοπίσετε στο κείμενο τρεις μεταφορές και δύο παρομοιώσεις, και να ερμηνεύσετε το νόημά τους. (Μονάδες 10)
Μεταφορές:
«Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.» Με τη μεταφορική απόδοση ζεστασιάς στην προφορά των προσφύγων ο συγγραφέας θέλει να τονίσει την οικειότητα και τα θετικά συναισθήματα που του προκαλεί το άκουσμα της ομιλίας τους.
«Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας.» Με τη μεταφορά αυτή ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει με έμφαση την αίσθησή του πως στο πρόσωπο το προσφύγων βλέπει την αναγέννηση αρχαίων -και για πολλούς ξεχασμένων- φυλών.
«Τούς εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν· να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους.» Με τη μεταφορά αυτή δίνεται εντονότερα η σκληρή πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου.
Παρομοιώσεις:
«Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα.» Η πληθώρα των θετικών συναισθημάτων που κατακλύζει την ψυχή του συγγραφέα, αποδίδεται μέσα από την παρομοίωση αυτή σαν ένα ζεστό κύμα που τον καλύπτει, μεταδίδοντάς του την ασφάλεια και την οικειότητα της πατρίδας.
«Μα κι αν τύχει να σου μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να ‘ναι τίποτε κακοποιοί.» Η απροθυμία των κατοίκων της μεγαλούπολης να επικοινωνήσουν, να εμπιστευτούν και να δημιουργήσουν ουσιαστικές σχέσεις ακόμη και με τους ανθρώπους που μένουν στο ίδιο κτήριο ή στην ίδια γειτονιά, δίνεται με ιδιαίτερη ενάργεια μέσα από αυτή την παρομοίωση. Κρύβουν τα στοιχεία τους σαν να είναι κακοποιοί και φοβούνται μην προδοθεί η πραγματική τους ταυτότητα.
β) «Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις.», «Και πώς εξηγείται τότε όλη αυτή η λαχτάρα;», «Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις παρέες τους.» Να εντοπίσετε το συνεκτικό δεσμό αυτών των φράσεων και να διατυπώσετε σύντομα την άποψή σας. (Μονάδες 10)
[Μονάδες 20]
Ο Ιωάννου αισθάνεται μια στενή σύνδεση με τους άλλους πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης, καθώς αναγνωρίζει σε αυτούς ένα σημαντικό σημείο επαφής με την πατρική του γη και με την ιστορική του καταγωγή. Οι πρόσφυγες του δημιουργούν αισθήματα οικειότητας τόσο έντονα, ώστε αισθάνεται πως είναι σαν να τον φέρνει κοντά σε εκείνους τους ανθρώπους το ίδιο του το αίμα. Ωστόσο, παρά τη σύνδεση που αισθάνεται και αναγνωρίζει ο ίδιος, εκείνοι δέχονται απλώς την παρουσία του, χωρίς να τον αποδέχονται πλήρως ως κομμάτι του δικού τους κόσμου. Έτσι, παρόλο που ο συγγραφέας αισθάνεται παράταιρος ανάμεσα στους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης, δεν ανήκει εντούτοις πραγματικά ούτε με τους ανθρώπους των συνοικισμών, αφού ο ίδιος και η οικογένειά του δεν έζησαν ποτέ μαζί με τους πρόσφυγες αυτούς. Μένει, επομένως, η ανάγκη του να αισθανθεί πως ανήκει κι ο ίδιος σε μια συλλογική οντότητα, σε μια ομάδα ανθρώπων, χωρίς ουσιαστική πλήρωση.
Γ1. α) Στο κείμενο ακολουθούνται οι τεχνικές του διασπασμένου και του αδιάσπαστου θέματος. Να υποδείξετε πώς γίνεται εμφανής στο κείμενο η χρήση τους. (Μονάδες 12)
Η μη ύπαρξη μιας κεντρικής αφηγηματικής ιστορίας δημιουργεί συχνά στα πεζογραφήματα του Ιωάννου την αίσθηση πως καταγράφονται με τρόπο συνειρμικό, αν όχι τυχαίο, εμπειρίες και σκέψεις του. Ο συγγραφέας, άλλωστε, επιχειρεί κυρίως την πραγμάτευση κάποιου θέματος και όχι την καταγραφή κάποιας αληθινής ή πλασματικής ιστορίας με στοιχεία πλοκής και αυθύπαρκτους χαρακτήρες.
Ό,τι ονομάζεται τεχνική του διασπασμένου θέματος είναι υπό μία έννοια η τάση του συγγραφέα να φωτίζει την κεντρική του ιδέα από διάφορες οπτικές, οι οποίες κάποτε μοιάζουν ακόμη και ετερόκλητες. Έτσι, στο πεζογράφημα αυτό εντοπίζουμε κατά σειρά:
- την αναφορά στους προσφυγικούς συνοικισμούς, η οποία διανθίζεται με την έντεχνη παρουσίαση ανθρώπων από διάφορες μεριές του απόμακρου ελληνισμού, αλλά και άλλων εθνικοτήτων
- τη συσχέτιση των προσφύγων με την επώδυνη εμπειρία του εμφυλίου πολέμου
- την περιήγηση του Ιωάννου στους απρόσωπους δρόμους της Θεσσαλονίκης
- την ειδικότερη αναφορά στην αδιαφορία, επιφυλακτικότητα και ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των κατοίκων της πόλης
- την επαναφορά στους προσφυγικούς συνοικισμούς με την ευχή του αφηγητή να έμενε σ’ έναν από αυτούς (σχήμα κύκλου).
Η αντιθετική παρουσίαση της ζωής στους προσφυγικούς συνοικισμούς με αυτή στην κυρίως πόλη, εμπλουτίζεται με αναφορές σε ιστορικές εθνότητες, αλλά και σε γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος (εμφύλιος), κατά τρόπο που το διαπραγματευόμενο θέμα μοιάζει να διασπάται σε επιμέρους διακριτές ψηφίδες.
Ωστόσο, το κείμενο διαπερνά μια ευρύτερη θεματική, αυτή της μοναξιάς του συγγραφέα και της ανάγκης του να ζήσει κι αυτός ανάμεσα σε ανθρώπους που θα τον δέχονταν ως δικό τους, η οποία συνέχει το κείμενο. Η αντίθεση ανάμεσα στον απλό και ζεστό τρόπο ζωής των προσφυγικών συνοικισμών και σ’ αυτόν της ανωνυμίας και της ψυχρότητας που βιώνει ο αφηγητής στην πόλη, δεν είναι παρά η έκφραση της αγωνίας και του πόνου του. Ο αφηγητής δεν θέλει να ζει ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν ο ένας για τον άλλον, θέλει να βιώσει κι εκείνος το αίσθημα αποδοχής και ενότητας που βλέπει να διακρίνει τους πρόσφυγες των συνοικισμών. Άρα, το θέμα του πεζογραφήματος, αν και δίνει την εντύπωση της διάσπασης, παραμένει εντούτοις αδιάσπαστο, εφόσον πρόθεση του συγγραφέα είναι να αναδείξει πόσο πιο προτιμητέα είναι η ζωή των ανθρώπων που αισθάνονται δεμένοι μεταξύ τους, σε σχέση με τη διαφαινόμενη τάση της απομόνωσης, της αδιαφορίας και της ανωνυμίας.
β) «Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.» Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το περιεχόμενο του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13) [Μονάδες 25]
Ο συγγραφέας αισθάνεται πως αν βρεθεί κοντά με κάποιον πρόσφυγα μπορεί είτε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εμφάνισης ή την ομιλία του να αναγνωρίσει ακριβώς από ποια περιοχή κατάγεται. Ωστόσο, κάποιες φορές, παρά την πεποίθηση που έχει στη σχετική του ικανότητα αναγνώρισης, μπερδεύει τις καταγωγές των προσφύγων, γεγονός που το εκλαμβάνει όχι ως δικό του λάθος, αλλά ως διαπίστωση. Διαπίστωση που έγκειται στο ότι με το πέρασμα των χρόνων πολλοί πρόσφυγες μοιάζουν να χάνουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που τους συνδέουν με τον τόπο καταγωγή τους. Καθώς η μία γενιά διαδέχεται την άλλη, η αφομοίωση των προσφύγων γίνεται ολοένα και πιο έντονη, αλλοιώνοντας στοιχεία όπως είναι η προφορά, αλλά και στοιχεία εμφάνισης, όταν μέσα από τις επιμειξίες προκύπτουν νέες γενιές που συνδυάζουν διάφορα φυλετικά χαρακτηριστικά.
Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο, το πεζογράφημα του Γιώργου Ιωάννου «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» με το απόσπασμα που ακολουθεί από το πεζογράφημα «Ο ξενιτεμένος» του ίδιου συγγραφέα. [Μονάδες 20]
Γιώργος Ιωάννου «Ο ξενιτεμένος»
«Εδώ που ζω, μονάχα άντρες κυκλοφορούν στους δρόμους. Οι γυναίκες βγαίνουν αριά και που, μα και τότε δεν τις βλέπεις, καθώς είναι κουκουλωμένες με χοντρά σεντόνια υφαντά. Συνήθως πηγαίνουν πολλές μαζί, κι όταν περνούν, ο δρόμος φλομώνει απ’ τη γλυκερή βρώμα, που αναδίνουν από μέσα τους. Αν δεν ήταν έτσι σκεπασμένες, ίσως να μετριάζονταν κάπως για τους διαβάτες αυτή η βρωμιά ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, να χανόταν ολότελα.
Έχω υπόψη μου όμως κάποιον ξενιτεμένο, που, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται, καθόλου δεν παραξενεύτηκε με όλα αυτά. Και έχει μάλιστα την εντύπωση, πως ζει από πολλά χρόνια σε μια τέτοια χώρα. Κάπως σα να γεννήθηκε εδώ ή καλύτερα σα να ήταν ξενιτεμένος σε τέτοια μέρη από τότε που ένιωσε τον κόσμο. Αυτό βέβαια δεν το χάρηκε διόλου∙ είχε ελπίσει βαθιά σ’ αυτή τη φυγή, την τελευταία του, καθώς νομίζει.
Όπως εδώ, και στην πατρίδα, στους δρόμους, τις γυναίκες δεν τις έβλεπε, κι ας μην ήταν κουκουλωμένες. Ή, όταν τις γνώριζε κάπου, κατόπι δεν τις αναγνώριζε. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει ούτε τα ονόματά τους, ούτε προπάντων τις φυσιογνωμίες τους. Πολλές φορές ένιωθε να τον τραβούν απ’ το σακάκι μέσα στο δρόμο, και πάντα ήθελε μερικά δευτερόλεπτα για να θυμηθεί, πως αυτή που τον χαιρετούσε τόσο εγκάρδια ήταν μια συγγένισσά του ή κάποια γειτονοπούλα. Μ’ αυτά τα συμπτώματα, όσο περνούσε ο καιρός, τον έζωναν τα φίδια. Και για μοναδική ανακούφισή του είχε την υπόνοια, ότι κι αυτές ποτέ τους δεν τον είχανε πραγματικά κοιτάξει.»
Ως προς τη μορφή των δύο κειμένων θα πρέπει να προσεχθεί πως στο πεζογράφημα «Ο ξενιτεμένος» ο Ιωάννου ενώ χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπως στα περισσότερα κείμενά του, σταδιακά δίνει με την αφήγησή του -φαινομενικά- την εμπειρία και τις σκέψεις ενός άλλου προσώπου, το οποίο ο συγγραφέας φέρεται να έχει υπόψη του. Ωστόσο, το πέρασμα αυτό στις εμπειρίες του τρίτου προσώπου δεν είναι παρά ένας μηχανισμός αποστασιοποίησης, μιας και στην πραγματικότητα ο συγγραφέας αποδίδει και πάλι προσωπικές σκέψεις και προσωπικά βιώματα, τα οποία όμως διστάζει να αποδεχτεί ως δικά του. Η αδιαφορία αυτή για τις γυναίκες, που θα μπορούσε να φανερώσει ευαίσθητα στοιχεία για την προσωπικότητα του αφηγητή-συγγραφέα, αποδίδονται σε κάποιο άλλο πρόσωπο.
Το γεγονός πως το «πρόσωπο» αυτό της ιστορίας αδυνατεί να συγκρατήσει τις φυσιογνωμίες και τα ονόματα των γυναικών, έρχεται σε αντίθεση με την οξυμένη παρατηρητικότητα του ήρωα-αφηγητή του πεζογραφήματος «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», που μπορεί ν’ αναγνωρίσει πολύ εύκολα την καταγωγή άλλων προσφύγων «κι από μιά γραμμή του κορμιού του μονάχα». Το προσωπικό ενδιαφέρον του αφηγητή για τους πρόσφυγες -εφόσον κι ο ίδιος προέρχεται από οικογένεια προσφύγων-, φανερώνεται από τη συνήθειά του να συχνάζει στους συνοικισμούς και να τους παρατηρεί με προσοχή. Εντούτοις, αν και ο «ξενιτεμένος» δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τις γυναίκες γύρω του, ο αφηγητής στην αρχή του αποσπάσματος μας δίνει αρκετά στοιχεία για τον τρόπο ενδυμασίας, όπως και για την ιδιαίτερη μυρωδιά τους -παρατήρηση που ενέχει αρνητική χροιά-, γεγονός που υποδηλώνει κι εδώ την επίμονη τάση του συγγραφέα να παρατηρεί τα πρόσωπα και τους ανθρώπους.
Σημαντική αντιστοιχία ανάμεσα στα δύο κείμενα αποτελεί η αίσθηση οικειότητας του «ξενιτεμένου» για την ξένη χώρα, η οποία δεν του προκάλεσε καμία εντύπωση, σχεδόν σαν να είχε γεννηθεί εκεί ή σαν να ήταν ανέκαθεν ξενιτεμένος σε παραπλήσια μέρη. Η σύνδεση αυτή, που βιώνει ο «ξενιτεμένος», μας παραπέμπει σε μια παρόμοια αίσθηση του αφηγητή στο «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», όταν συνομιλεί με τους πρόσφυγες απ’ την ιδιαίτερη πατρίδα του: «Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. Δεν έχει σημασία πού δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή πού δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει.». Ο αφηγητής αισθάνεται κι εδώ μιαν έντονη οικειότητα μ’ έναν χώρο ωστόσο που δεν του είναι στην πραγματικότητα οικείος. Νιώθει πως μέσα από την επικοινωνία με τους άλλους πρόσφυγες επιστρέφει σε μια πατρίδα που δεν γνώρισε ποτέ, σε μια πατρίδα που δεν αποτελεί καν τον τόπο γέννησής του.
Παρατηρούμε, λοιπόν, τη διαφαινόμενη τάση των δύο προσώπων -αν θεωρήσουμε τον ξενιτεμένο ως άλλο πρόσωπο- να δημιουργούν ψυχικούς δεσμούς με τόπους μέχρι τώρα -ή και τελείως- άγνωστους. Τάση που εμμέσως τονίζει την πεποίθηση του συγγραφέα πως οι άνθρωποι ενέχουν μέσα τους τα ταξίδια και τις εμπειρίες που είναι καταγεγραμμένα στο αίμα τους, μέσα από την πορεία των προγόνων, έστω κι αν δεν συνιστούν πραγματικές εμπειρίες των ίδιων. Η παλαιότερη επαφή του ξενιτεμένου με μουσουλμανικές χώρες: «Κάπως σα να γεννήθηκε εδώ ή καλύτερα σα να ήταν ξενιτεμένος σε τέτοια μέρη από τότε που ένιωσε τον κόσμο», δεν είναι πραγματική, όπως αντίστοιχα δεν είναι πραγματική και η επιστροφή του ήρωα στην πατρίδα, συνιστούν όμως απηχήσεις βιωμάτων βαθιά περασμένων στο αίμα -ίσως και στην ψυχή-, που ξυπνούν μέσα από τα ερεθίσματα του παρόντος.
Ένα επιμέρους στοιχείο σύγκλισης των δύο κειμένων είναι η αναφορά σε ανθρώπους και τόπους που δεν σχετίζονται άμεσα με τον κυρίως ελληνικό χώρο. Στο «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» ο αφηγητής έχει την ευκαιρία να αναφερθεί σε ανθρώπους από τον Καύκασο μέχρι τη Μικρά Ασία, καθώς και σε αρχαίες εθνότητες του ασιατικού χώρου, όπως ανάλογα και στο «Ο ξενιτεμένος» που οι περιγραφές και οι αναφορές του αφορούν μια μουσουλμανική χώρα.
[Πρόκειται, προφανώς για τη Λιβύη, όπου ο Ιωάννου μετατέθηκε το 1962.]
Ας προσεχθεί τέλος πως και στα δύο κείμενα το κεντρικό πρόσωπο εκφράζει την επιθυμία απομάκρυνσης / φυγής από τον τόπο που διαμένει. Ένα αίσθημα ελλιπούς πληρότητας, πιθανώς εσωτερικής, που εκφράζεται με την αλλαγή ή την επιθυμία αλλαγής χώρου εγκατάστασης. Στο «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» ο αφηγητής εκφράζει την ευχή να μπορούσε κι εκείνος να μένει σ’ έναν από τους συνοικισμούς μαζί με ανθρώπους της ράτσας του. Ενώ στο πεζογράφημα «Ο ξενιτεμένος» το κεντρικό πρόσωπο έχει βρεθεί στην ξένη χώρα έχοντας θελήσει να φύγει από τον τόπο που ζούσε και του ήταν περισσότερο απ’ ό,τι επιθυμούσε οικείος και γνωστός. Το ανεκπλήρωτο της ευχής του πρώτου πεζογραφήματος, μοιάζει μάλιστα να βρίσκει μια έμμεση ταύτιση και με το γεγονός ότι ο ξενιτεμένος παρόλο που θέλησε να βρεθεί σ’ ένα τελείως ανοίκειο περιβάλλον εν τέλει δεν το κατόρθωσε, εφόσον αισθάνεται τη χώρα τόσο γνώριμη, σαν να έχει γεννηθεί εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου