Ο Βιζυηνός και η εποχή του-Το αμάρτημα της μητρός μου-Γενικές παρατηρήσεις
Το κλίμα της πνευματικής μας ζωής ως τη στιγμή που εμφανίζεται το έργο του Βιζυηνού
Ας δούμε όμως, πολύ σύντομα, ποιο ήταν το κλίμα της πνευματικής μας ζωής μέσα στον ΙΘ’ αιώνα, ως τη στιγμή που εμφανίζεται το έργο του Βιζυηνού, κι εννοώ εδώ το πεζογραφικό έργο του μεγάλου Θρακιώτη συγγραφέα.
Όλος ο ΙΘ’ αιώνας είναι ένας αιώνας που τον χαρακτηρίζει πέρα για πέρα ο ρομαντικός τρόπος σκέψης και δράσης. Αυτό δε μας εκπλήσσει, τη στιγμή που επισημαίνεται η επιβίωση ορισμένων ρομαντικών στοιχείων και σήμερα ακόμη στο γενικότερο νεοελληνικό βίο. Ο ρομαντισμός ως λογοτεχνικό κίνημα ήρθε βέβαια από έξω, υπήρχαν όμως και οι προϋποθέσεις για μια γνήσια ελληνική συντήρηση και ανάπτυξη του ρομαντικού κινήματος στον τόπο μας. Στο χώρο της πεζογραφίας έδωσε το καθαρευουσιάνικο ιστορικό μυθιστόρημα και ουσιαστικά στέρεψε. Όταν έκανε την εμφάνιση της η λεγόμενη γενιά του ’80, δηλαδή η γενιά του Παλαμά, ο ρομαντισμός ως ιδεολογία, κι αν ακόμη δεν είχε ξοφλήσει εντελώς, στο χώρο τουλάχιστο της λογοτεχνίας είχε αποτύχει παταγωδώς. Έτσι η γενιά του ’80, στην οποία ανήκε και ο Βιζυηνός, βρέθηκε στην ανάγκη να αρχίσει από το άλφα, όχι φτιάχνοντας -εδώ ήταν το λάθος της- μια νέα γλώσσα, αλλά δουλεύοντας τη γλώσσα του λαού για να την υψώσει σε άρτιο εκφραστικό όργανο. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τους πεζογράφους της γενιάς αυτής οι πιο σημαντικοί, αυτοί που συνήθως αποκαλούνται πατέρες τον νεοελληνικού διηγήματος, ο Γ. Βιζυηνός (1849-1896), ο Α. Παπαδιαμάντης (1851-1911) και ο Α. Καρκαβίτσας (1865-1922), είναι και οι τρεις τους καθαρευουσιάνοι. Ο Παπαδιαμάντης έμεινε πιστός στην καθαρεύουσα σε όλη του τη ζωή. Αλλο ζήτημα, αν η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη έχει μια τέτοια στίλβη, που το ψυχρό γλωσσικό υλικό μετουσιώνεται τελικά σε υψηλή ποίηση. Η περίπτωση Παπαδιαμάντη μάς βάζει όμως σε σκέψεις. Ό,τι γράφτηκε στην καθαρεύουσα δεν είναι πάντοτε για πέταμα, όπως ό,τι γράφτηκε στη δημοτική, ιδίως στην περίοδο του «Νουμά», δεν είναι γι’ αυτό μόνο αναμφισβήτητης λογοτεχνικής ποιότητας. Καιρός είναι να γίνει κάποτε και ο απολογισμός της καθαρεύουσας από την άποψη αυτή. Συμπέρασμα: Ο προικισμένος λογοτέχνης, ο σφραγισμένος αν θέλετε, από τη μοίρα, κι από το πιο ακατάλληλο γλωσσικό υλικό, όπως η καθαρεύουσα, θα φτιάξει το προσωπικό του όργανο για να εκφραστεί.
1. …ο Βιζυηνός πολύ τελειότερον του ποιητού των επικολυρικών και των ερωτοσατυρικών στίχων είναι ο διηγηματογράφος ποιητής. Η γη της Θράκης, εις την φύσιν και την ιστορίαν της οποίας συνεκεντρώθη ό,τι λαμπρότερον και ωραιότερον, ό,τι ζοφερώτερον και σπαρακτικώτερον έχει να επιδείξει η Ανατολή, η μαγική αύτη πυξίς, μέσα εις την οποίαν περιφυλάσσονται ανεκτίμητα κειμήλια του εθνικού βίου και της ποιητικής εμπνεύσεως από της μυριοποθήτου βασιλίσσης, της Σταμπούλ, μέχρι της πτωχικής και μαρτυρικής Βιζύης, όπου εγεννήθη ο ποιητής, γοργώς, παροδικώς, αλλά με καινοπρεπή ζωηρότητα, εμφανίζεται μέσα εις τα διηγήματα εκείνα, όσον το επιτρέπουν τα στενά όρια του είδους…
Εις τα διηγήματα του Βιζυηνού εναρμόνιον αποτελούσι κράμα τα αναπτυσσόμενα πράγματα και το υποκείμενον του αναπτύσσοντος αυτά συγγραφέως, αχώριστου εξ αυτών και εξηγούντος και νόημα παρέχοντος εις εκείνα. Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος• διά τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήτως ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν…
Ενώ τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη προβαίνουν σχεδόν χωρίς δέσιν τινα και λύσιν, και τα διηγήματα του Καρκαβίτσα, μάλλον περίτεχνα, μετέχουσιν ουχ ήττον λυρικής τίνος εξάρσεως και απλότητος, αι ιστορίαι του Βιζυηνού, πλεκόμεναι διά συγκρούσεων και περιπετειών, λύονται και δραματικώς. Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι δράμα, και με κάθαρσιν μάλιστα.
2. Η πριν από το Βιζυηνό νεοελληνική
μυθιστοριογραφία έπαιρνε τα πρότυπα
της από το ιστορικό μυθιστόρημα του
Walter Scott κι από τα χειρότερα συχνά
επιφυλλιδογραφικά κατορθώματα της
γαλλικής παραγωγής. Ο περίπλοκος μύθος
ή η λυρική αισθηματολογία ήταν το κέντρο
του βάρους της. Φεουδαρχική αρχοντιά,
πολέμαρχοι και μαρκήσιοι και βαρόνοι
και κομήτες, τραγικές περιπέτειες με
τραγικότερα νόθα παιδιά, εραστές
φορτωμένοι όλες τις δυστυχίες του
κόσμου, χωρίς λόγο, έτσι για το κέφι του
πεζογράφου και του κοινού, πολιτικές
μηχανορραφίες, κοινωνικές δολοπλοκίες,
ήθη και έθιμα βαρβάρων λαών και
γενναιότατες δόσεις μυστήριου κι αγωνίας
έθρεφαν τη φιλαναγνωστική μανία όχι
μονάχα των απαίδευτων, μα και των
πλουσιότερα μορφωμένων κύκλων. Βέβαια,
είχε ήδη κυκλοφορήσει σ’ επανειλημμένα
τυπώματα ο χαριτωμένος εκείνος
«Παπα-Τρέχας» του Κοραή, είχε δημοσιευτεί
στην «Πανδώρα», το σοφό περιοδικό, και
σε τόμο ξεχωριστό ο και σήμερ’
αξιολογότατος «Θάνος Βλέκας» του Παύλου
Καλλιγά, είχαν διαβαστεί με πολλή αγάπη
οι «Κρητικοί γάμοι» του Ζαμπέλιου, είχε
ξεσηκώσει θύελλες «Η πάπισσα Ιωάννα»
του Ροΐδη, είχε υμνηθεί περισσότερο
ίσως από όσο του άξιζε ο «Λουκής Λάρας»
του Βικέλα, μα όλα τούτα δεν ήταν παρά
σταλαματιές, θολές κιόλας κάποτε, μέσα
στην απέραντη θάλασσα της ανεύθυνης
και ασύδοτης προχειρογραφίας. Ο Βιζυηνός,
θεμελιώνοντας τη διηγηματογραφική του
παραγωγή, δεν έχει κανένα νεοελληνικό
πρότυπο μπροστά του, δε βρίσκει καμιά
παράδοση άξια να την πλουτίσει με τη
δική του προσωπικότητα. Πρέπει ν’
αρχίσει από την αρχή. Μα έχει ήδη γνωρίσει
ένα σωρό ξένα πρότυπα. Έχει ζήσει το
ευρωπαϊκό κλίμα του τελευταίου τέταρτου
του περασμένου αιώνα κι έχει παρακολουθήσει
τη γενναία στροφή από το μυθιστόρημα
το ρομαντικό προς το κοινωνικό και
ψυχογραφικό μυθιστόρημα. Έχει συνεπαρθεί
από τη δραματική μεγαλοφυία του Ίψεν.
Έχει νιώσει, τέλος, πως μια τέχνη καινούρια
πλάθεται ολόγυρα του, όπου η εξωτερική
περιπέτεια δε λογαριάζεται, όπου ο
άνθρωπος παίζει τον πρώτο ρόλο. Η
φιλοσοφική του σπουδή, από την άλλη
μεριά, τον έχει συνηθίσει να προσέχει
τα ψυχικά φαινόμενα, την κίνηση και την
περιπέτεια την εσωτερική, της ψυχής, κι
έτσι του είναι ευκολότερο να οικειωθεί
το νόημα της νέας σχολής του μυθιστορήματος.
3. Στο διήγημα ο Βιζυηνός έδειξε πως
ένιωσε ελεύθερος κατά πολλούς τρόπους:
κατ’ αρχήν εξ αιτίας των δυνατοτήτων που πρόσφερε το είδος για μια κλιμάκωση δραματική που τόσο τον είλκυε,
καθώς και για μιαν άντληση του αφηγηματικού υλικού του από τις παραδόσεις αλλά και από τις δικές του αναμνήσεις,
οι οποίες παραδόσεις και αναμνήσεις αποτέλεσαν τους δύο πόλους έλξης και δημιουργικούς πυρήνες της τέχνης του.
Το διήγημα, επίσης, τον έκανε να νιώθει ελεύθερος γιατί δεν υπήρχε πριν απ’ αυτόν μια ελληνική λογοτεχνική διηγηματογραφική παράδοση που θα τον δέσμευε -όπως, αντίθετα, συνέβη με το ποιητικό έργο του, όπου είχε πίσω του την ποιητική παράδοση των Φαναριωτών και της Αθηναϊκής Σχολής.
Ίσως, όμως, από το γεγονός αυτό να ξεκινά και ο λόγος για τον οποίο ο Βιζυηνός εγκατέλειψε το διήγημα
• από το γεγονός, δηλαδή, πως έχοντας τη δυνατότητα να κινηθεί τόσο ελευθέρα μέσα σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος, μπόρεσε -ή αφέθηκε- να βάλει μέσα σ’ αυτό μεγάλο μέρος από τον εαυτό του και τη ζωή του, μεγάλο δηλαδή μέρος από αυτό που ονομάσαμε «μύθους» της ζωής του.
Με το διήγημα, λοιπόν, έκανε αυτό το μεγάλο τόλμημα: τους μύθους της ζωής του, που έως τότε λάνθαναν ή περιστασιακά προέκυπταν μες στο ποιητικό έργο του, να τους κάνει σαφώς προσδιορισμένους μύθους του πεζογραφικού έργου του, να τους κάνει δηλαδή μοτίβα πάνω στα οποία βασίστηκε και αναπτύχθηκε η μυθοπλασία του. Το γεγονός αυτό είχε για τον Βιζυηνό τη σημασία ενός διακριτικού αλλά και βαθύτατου παράπονου που έμεινε, όμως, χωρίς ανταπόκριση. Αυτή η έλλειψη ανταπόκρισης πρέπει να τον έπεισε πως δεν είχε πια σε ποιους ν’ απευθυνθεί• κι επειδή η λογοτεχνική γραφή για τον Βιζυηνό -είτε ποιητική είτε πεζογραφική είναι αυτή- προϋποθέτει την παρουσία του δευτέρου προσώπου, η απόσυρση – αφάνεια – απουσία αυτού του προσώπου στο οποίο απευθύνεται ο λόγος του αναιρεί και την αιτία ή το κίνητρο της γραφής.
Στην κατηγορία των λογοτεχνών που φέρνουν τη σφραγίδα της θείας δωρεάς ανήκει και ο Βιζυηνός. Μόνο που ο Βιζυηνός υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας επαμφοτερίζων. Με το νου και με την καρδιά είναι ένας δημοτικιστής, όπως δείχνει και το πεζογράφημα του «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», αλλά στην πράξη προτιμά να φοράει το ψηλό κολάρο και τον «πομπέ» της καθαρεύουσας. Σε αυτή την αμφίρροπη στάση ίσως βασικά να επηρεαζόταν και από τη διπλή του ιδιότητα, του λογοτέχνη αλλά και του επιστήμονα…
Η θέση λοιπόν και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θεωρητικά θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος…
…Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι γραμμένα σε μιαν απλούστερη, σχετικά κομψή και -πράγμα παράξενο- σχετικά θερμή καθαρεύουσα…
Όχι σπάνια όμως η αφήγηση αποβάλλει και αυτόν το μετριοπαθή γλωσσικό καθωσπρεπισμό και πλησιάζει το λόγο της καθημερινής ζωής και πράξης…
Αυτό γίνεται κυρίως στα σημεία εκείνα που υπάρχει διάλογος. Και στα πεζογραφήματα του Βιζυηνού, στα οποία η αφήγηση δεν είναι στατική, υπάρχει πυκνή δράση και συχνός διάλογος. Σε τέτοιες ακριβώς στιγμές είναι που η καθαρεύουσα παθαίνει καθίζηση και τα διάφορα πρόσωπα, κατά κανόνα απλοί άνθρωποι του λαού, εκφράζονται το καθένα με τη γλώσσα της δικής του καρδιάς και του δικού του περιβάλλοντος.
Παρατηρείται όμως και το αντίθετο φαινόμενο, τα λόγια δηλαδή των απλών ανθρώπων να ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον». Ωστόσο και η γλώσσα αυτή έχει τη δική της γοητεία. Ίσως να οφείλεται τούτο στο ότι τα πεζογραφήματα του Βιζυηνού δεν εξαντλούνται μέσα στις περιγραφικές τους δυνατότητες, αλλ’ απλώνουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η αλήθεια των προσώπων, λοιπόν, δίνει στο τέλος αλήθεια και στη γλώσσα τους.
Πολλές φορές επίσης η γλώσσα του Βιζυηνού διανθίζεται με ευφυολογήματα που θυμίζουν πολύ έντονα το Ροΐδη, χωρίς όμως να έχουν ούτε την τολμηρότητα των αντιθέσεων, ούτε το δηκτικό σαρκασμό εκείνου.
1. Πραγματικά, πέρα απ’ αυτήν την πρώτη ύλη του βιώματος, αρχίζει η τέχνη της αφήγησης και της πλοκής. Γιατί ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, επειδή, όπως πιστεύει κι ο Απόστολος Σαχίνης, του χρειάζεται «ένας τρόπος εκφραστικής αμεσότητας, ένας τρόπος προσωπικής συναισθηματικής συμμετοχής». Μα σκοπός του δεν είναι ν’ αυτοβιογραφηθεί και ν’ αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειας του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους.
Η καταφυγή του σε αυτοβιογραφικό υλικό θα μπορούσε, επίσης, να αποτελεί εκδήλωση της προσπάθειας του για διατήρηση κάποιων στοιχείων από το παρελθόν του και για την αναζήτηση ανάμεσα σ’ αυτά κάποιων βασικών στοιχείων της ύπαρξης του. Θα μπορούσε ακόμη να αποτελεί ένδειξη κάποιας πιθανής ευχαρίστησης του συγγραφέα να μιλά -έστω και χωρίς να το δηλώνει άμεσα- για τον εαυτό του, δηλαδή για τη ζωή του.
Πέρα, όμως, από όλους αυτούς τους λόγους της καταφυγής του Βιζυηνού σε αυτοβιογραφικό αφηγηματικό υλικό, την κυριότερη σχετική αιτία αποτελεί η ανάγκη του να διαθέτει η διήγηση του μια πραγματολογική διάσταση.
Στην περίπτωση του Βιζυηνού η αναζήτηση των προσωπικών μύθων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αυτοί αντανακλούν τις ψυχολογικές συγκρούσεις του συγγραφέα. Οι συγκρούσεις αυτές υφίστανται ανάμεσα σ’ αυτόν και στην κοινωνική ή όποια άλλη περιβάλλουσα πραγματικότητα κυρίως, αλλά κι ανάμεσα σ’ αυτόν και στον εαυτό του κατά δεύτερο λόγο.
Ακόμη, μέσα από τους προσωπικούς μύθους διαφαίνονται οι ιδανικές ή δυνατές λύσεις που ο συγγραφέας θα ήθελε, ή που αυτός κατορθώνει να δώσει σ’ αυτές τις ψυχολογικές συγκρούσεις. Οι προσωπικοί μύθοι, λοιπόν, με τη λειτουργία τους αυτή γίνονται πολύ διαφωτιστικοί σε ό,τι αφορά τις αιτίες ή τις συνθήκες δημιουργίας του πεζογραφικού έργου του Βιζυηνού, καθώς και τις αιτίες ή τις συνθήκες της διακοπής αυτής της δημιουργίας.
Έχει γίνει, βέβαια, σαφές πως οι μύθοι που εμψυχώνουν το έργο του Βιζυηνού δεν είναι αποκλειστικός καρπός της δημιουργικής φαντασίας του. Ο Βιζυηνός δεν κατεσκεύασε με το έργο του μύθους
• αντίθετα, διαπιστώνουμε πως κατά τη συγκρότηση του πεζογραφικού έργου του κατά βάση καταφεύγει σ’ έναν προσωπικά υπαρκτό κόσμο -έστω κι αν αυτό γίνεται μέσα από την ανάμνηση. Αυτό είναι απόρροια της προσπάθειας του να υλοποιήσει μέσα στη ζωή του κάποιους μύθους, καθώς και του συνακόλουθου γεγονότος πως η λογοτεχνία ουσιαστικά υπήρξε ένα μέσο υπηρέτησης αυτών των μύθων της ζωής του. Αυτός είναι και ο λόγος που το πεζογραφικό έργο του διαθέτει μια τόσο έντονη πραγματολογική διάσταση που ξεκινώντας από την περισσότερο ή λιγότερο μακρινή ανάμνηση, συχνά επεκτείνεται προς την περιοχή της επιστήμης (της ψυχολογίας κυρίως) και των λαϊκών παραδόσεων.
1. …Η διαφορά στο χειρισμό της οπτικής γωνίας ανάμεσα στο Βικέλα και το Βιζυηνό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκφράζει μικροσκοπικά και τη διαφορά ανάμεσα στο ευθύγραμμο απομνημόνευμα και το έντεχνο λογοτέχνημα ή σημαίνει κατά κάποιο τρόπο τη μετάβαση του ελληνικού αφηγηματικού λόγου από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστοριογραφία στην πεζογραφία, ένα πέρασμα που σημαδεύεται έντονα από την περιπλοκότερη και την εσωτερικότερη αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού.
Σε αυτόν τελικά η οπτική γωνία είναι ιδιάζουσα, γιατί και η πλοκή των περισσότερων διηγημάτων του είναι σχεδόν μοναδική. Ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος νεοέλληνας πεζογράφος που βασίζει την πλοκή του στο αίνιγμα και το στοιχείο αυτό μαζί με το χρονικό ανάπτυγμα της έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς, με πρώτο τον Παλαμά, να υποστηρίξουν ότι τα διηγήματα του έχουν τις προϋποθέσεις μυθιστορήματος. Πολύ δύσκολα θα ξαναβρούμε στην ελληνική πρόζα πλοκή σαν του Βιζυηνού που να εκμεταλλεύεται τόσο καλά την εσωτερική εστίαση και αυτό γιατί το κυρίαρχο μοντέλο οργάνωσης της δράσης σε αρκετές νουβέλες και διηγήματα είναι τελείως διαφορετικό. Βασίζεται, κυρίως, στην τριμερή διάταξη των συμβάντων ακολουθώντας το σχήμα: αρχική κατάσταση – ανατροπή της – νέα κατάσταση, παρά στο αίνιγμα ή στην απορία.
Ο αφηγηματικός χρόνος δεν ταυτίζεται (και δεν πρέπει να συγχέεται) με το χρόνο της υπόθεσης. Ο πρώτος κατανέμεται εδώ σε πολυσέλιδα αφηγηματικά σύνολα, μολονότι όχι ισομεγέθη. Ο δεύτερος παρουσιάζει αξιοσημείωτη ποικιλία, έτσι που να μπορεί να καλύπτει ένα διήμερο («Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»), λίγες μέρες ναυσιπλοΐας («Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως»)… Το συντομότερο διήγημα του Βιζυηνού, «Το αμάρτημα της μητρός μου», εκτείνεται σ’ ένα διάστημα 28 περίπου χρόνων.
Τι λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού; Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις ή, τουλάχιστο, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυστερήσουν για λίγο την αφήγηση… Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα «ξένα σώματα», αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός:
- να συμπληρώνουν τα κενά,
- να δημιουργούν αντιθέσεις,
-να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις,
- να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα.
1. Δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφικού κειμένου, λόγω της κτητικής αντωνυμίας στον τίτλο, της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και των ονομάτων του αφηγητή -το Γιωργί, ο Γιωργής (7, 16)- και της μητέρας του -Δεσποινιώ η Μηχαλιέσσα (15)- που ταυτίζονται με τα ονόματα του συγγραφέα και της μητέρας του.
Η αφήγηση ανελίσσεται με το διάλογο του αφηγητή και της μητέρας του. Ο λόγος της μητέρας είναι το αντικείμενο του λόγου του αφηγητή και συγκεκριμένα η σχέση μεταξύ του λόγου του παρόντος (των πράξεων της μητέρας, των οποίων είναι αυτόπτης μάρτυς ο αφηγητής) και του παρελθόντος (της αφήγησης της μητέρας για τα συμβάντα). Η διάκριση αυτή όμως παρουσιάζει μια ρωγμή, διότι ο λόγος της μητέρας ορίζει το λόγο του αφηγητή, ο λόγος του αφηγητή δηλαδή δεν μπορεί να παρατηρήσει εκ των έξω το λόγο της μητέρας, δεν μπορεί να τον εξηγήσει αντικειμενικά, αλλά βρίσκεται ταυτόχρονα σε κριτική απόσταση και συναισθηματική εξάρτηση από αυτόν.
-Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο
- τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν απλώς σημεία αναφοράς, σημάδια ότι υπάρχει κοινωνία και οικογένεια. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας…
…η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο το τι έχει συμβεί όσο και από ποια αίτια διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άνδρας.
το πρώτο ζεύγος: ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός
• το δεύτερο: το κορίτσι και τα αγόρια
• το τρίτο: ο νεκρός (πατέρας, που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)
• το τέταρτο: το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες
• το πέμπτο: η γνώση και οι απορίες.
Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος.
Η εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να «πάρει» ο Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα…
Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου του αμαρτήματος.
• Αναγκαία είναι η ανάδειξη του αυτοβιογραφικού και βιωματικού στοιχείου του κειμένου.
• Κατά τη διδασκαλία πρέπει να εντοπιστούν τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του διηγήματος.
• Θα πρέπει να καταδειχθεί επίσης η κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος και η απουσία ακροτητών και υπερβολών.
• Θα πρέπει να συζητηθούν επίσης όσα σημεία του κειμένου αποκαλύπτουν τη διείσδυση στο ψυχικό βάθος των κειμενικών προσώπων.
• Ο λαογραφικός θησαυρός στο Αμάρτημα της μητρός μου (λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας, ιεροτελεστικό ανακάλημα της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά.), μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για γόνιμες συζητήσεις.
• Μπορεί επίσης να διερευνηθεί το ηθογραφικό στοιχείο του κειμένου, όπως προκύπτει, εκτός των άλλων, από τον κύκλο της ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες…
• Αξιοπρόσεκτος είναι ακόμα ο μικρόκοσμος που αναδύεται μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων.
• Αναγκαία είναι η εστίαση της προσοχής στα εξής ζητήματα:
- την ωριμότητα στην τεχνική της δομής
- τη λειτουργία των περιγραφών στο σώμα της αφήγησης
- τη μυθοπλασία του Βιζυηνού
- τη δυαδική αφηγηματική δομή (οπτική γωνία του αφηγητή και οπτική γωνία της μητέρας).
• Καθώς το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων, ας προσεχθούν ιδιαίτερα η σχέση αφηγητή-μητέρας και η σχέση μητέρας με τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδιά. Η μελέτη αυτών των σχέσεων θα βοηθήσει την κατανόηση των χαρακτήρων.
• Η ενασχόληση με την αποκάλυψη και κάθαρση του τέλους θα ήταν χρήσιμη από κάθε άποψη.
Α. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
• Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή-πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα.
Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού
• οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.
• Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά της έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.
•Άλλα στοιχεία:
- η ποικιλία της γλώσσας και ο τρόπος που υπηρετεί το κείμενο
-η χρήση του χρόνου (προλήψεις – αναλήψεις) που σπάει την ευθύγραμμη αφήγηση και έτσι παύει να είναι γραμμικός
-ο ρυθμός στην εξέλιξη του μύθου σε αναλογία με το «μπρος-πίσω» του χρόνου
-η ωριμότητα στην τεχνική της δομής
- η χρήση του διαλόγου, καθώς αποβάλλεται ο καθωσπρεπισμός και πλησιάζει τον λόγο της καθημερινότητας (αν και μερικές φορές συμβαίνει το αντίθετο: λόγια απλών ανθρώπων ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον»).
• Εστίαση του αναγνωστικού και ερμηνευτικού ενδιαφέροντος στις σημαντικότερες σκηνές του διηγήματος:
-…πάρε μου όποιο θέλεις κι άφησε μου το κορίτσι…
-διάσωση του Γιωργή στο ποτάμι
- επίκληση του πνεύματος του πεθαμένου πατέρα πριν από τον θάνατο της Αννιώς
-αναδρομική αφήγηση – «εξομολόγηση» του αμαρτήματος στον Γιωργή
- εξομολόγηση στον Πατριάρχη.
Β. ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
• Το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων: σχέση αφηγητή-μητέρας, σχέση μητέρας με τα αρσενικά παιδιά της, σχέση μητέρας με τα θηλυκά παιδιά της.
• Έντονο το αυτοβιογραφικό και το βιωματικό στοιχείο.
• Η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο των κειμενικών προσώπων, η διείσδυση στο ψυχικό βάθος, οι αληθινές σχέσεις των προσώπων.
•Η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας.
• Κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος, χωρίς ακρότητες και υπερβολές.
• Η αποκάλυψη και η κάθαρση του τέλους.
Γ. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Από το διήγημα περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες…
Ο λαογραφικός θησαυρός στην πεζογραφία του Γ.Βιζυηνού και ειδικότερα στο «Αμάρτημα της μητρός μου»: λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας, ιεροτελεστία επίκλησης της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά.π. Στο διήγημα συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διερεύνηση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου. Έντονο και προς εξέταση το ανάγλυφο ηθογραφικό στοιχείο.
Το κλίμα της πνευματικής μας ζωής ως τη στιγμή που εμφανίζεται το έργο του Βιζυηνού
Ας δούμε όμως, πολύ σύντομα, ποιο ήταν το κλίμα της πνευματικής μας ζωής μέσα στον ΙΘ’ αιώνα, ως τη στιγμή που εμφανίζεται το έργο του Βιζυηνού, κι εννοώ εδώ το πεζογραφικό έργο του μεγάλου Θρακιώτη συγγραφέα.
Όλος ο ΙΘ’ αιώνας είναι ένας αιώνας που τον χαρακτηρίζει πέρα για πέρα ο ρομαντικός τρόπος σκέψης και δράσης. Αυτό δε μας εκπλήσσει, τη στιγμή που επισημαίνεται η επιβίωση ορισμένων ρομαντικών στοιχείων και σήμερα ακόμη στο γενικότερο νεοελληνικό βίο. Ο ρομαντισμός ως λογοτεχνικό κίνημα ήρθε βέβαια από έξω, υπήρχαν όμως και οι προϋποθέσεις για μια γνήσια ελληνική συντήρηση και ανάπτυξη του ρομαντικού κινήματος στον τόπο μας. Στο χώρο της πεζογραφίας έδωσε το καθαρευουσιάνικο ιστορικό μυθιστόρημα και ουσιαστικά στέρεψε. Όταν έκανε την εμφάνιση της η λεγόμενη γενιά του ’80, δηλαδή η γενιά του Παλαμά, ο ρομαντισμός ως ιδεολογία, κι αν ακόμη δεν είχε ξοφλήσει εντελώς, στο χώρο τουλάχιστο της λογοτεχνίας είχε αποτύχει παταγωδώς. Έτσι η γενιά του ’80, στην οποία ανήκε και ο Βιζυηνός, βρέθηκε στην ανάγκη να αρχίσει από το άλφα, όχι φτιάχνοντας -εδώ ήταν το λάθος της- μια νέα γλώσσα, αλλά δουλεύοντας τη γλώσσα του λαού για να την υψώσει σε άρτιο εκφραστικό όργανο. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τους πεζογράφους της γενιάς αυτής οι πιο σημαντικοί, αυτοί που συνήθως αποκαλούνται πατέρες τον νεοελληνικού διηγήματος, ο Γ. Βιζυηνός (1849-1896), ο Α. Παπαδιαμάντης (1851-1911) και ο Α. Καρκαβίτσας (1865-1922), είναι και οι τρεις τους καθαρευουσιάνοι. Ο Παπαδιαμάντης έμεινε πιστός στην καθαρεύουσα σε όλη του τη ζωή. Αλλο ζήτημα, αν η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη έχει μια τέτοια στίλβη, που το ψυχρό γλωσσικό υλικό μετουσιώνεται τελικά σε υψηλή ποίηση. Η περίπτωση Παπαδιαμάντη μάς βάζει όμως σε σκέψεις. Ό,τι γράφτηκε στην καθαρεύουσα δεν είναι πάντοτε για πέταμα, όπως ό,τι γράφτηκε στη δημοτική, ιδίως στην περίοδο του «Νουμά», δεν είναι γι’ αυτό μόνο αναμφισβήτητης λογοτεχνικής ποιότητας. Καιρός είναι να γίνει κάποτε και ο απολογισμός της καθαρεύουσας από την άποψη αυτή. Συμπέρασμα: Ο προικισμένος λογοτέχνης, ο σφραγισμένος αν θέλετε, από τη μοίρα, κι από το πιο ακατάλληλο γλωσσικό υλικό, όπως η καθαρεύουσα, θα φτιάξει το προσωπικό του όργανο για να εκφραστεί.
Κ. Μητσάκης, Πορεία μέσα στο
χρόνο, Εκδ. Φιλιππότη, 1982, σσ. 104, 105
Ο διηγηματογράφος
Βιζυηνός1. …ο Βιζυηνός πολύ τελειότερον του ποιητού των επικολυρικών και των ερωτοσατυρικών στίχων είναι ο διηγηματογράφος ποιητής. Η γη της Θράκης, εις την φύσιν και την ιστορίαν της οποίας συνεκεντρώθη ό,τι λαμπρότερον και ωραιότερον, ό,τι ζοφερώτερον και σπαρακτικώτερον έχει να επιδείξει η Ανατολή, η μαγική αύτη πυξίς, μέσα εις την οποίαν περιφυλάσσονται ανεκτίμητα κειμήλια του εθνικού βίου και της ποιητικής εμπνεύσεως από της μυριοποθήτου βασιλίσσης, της Σταμπούλ, μέχρι της πτωχικής και μαρτυρικής Βιζύης, όπου εγεννήθη ο ποιητής, γοργώς, παροδικώς, αλλά με καινοπρεπή ζωηρότητα, εμφανίζεται μέσα εις τα διηγήματα εκείνα, όσον το επιτρέπουν τα στενά όρια του είδους…
Εις τα διηγήματα του Βιζυηνού εναρμόνιον αποτελούσι κράμα τα αναπτυσσόμενα πράγματα και το υποκείμενον του αναπτύσσοντος αυτά συγγραφέως, αχώριστου εξ αυτών και εξηγούντος και νόημα παρέχοντος εις εκείνα. Εις τα διηγήματα αυτά, εντυπώσεις και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της νεανικής ηλικίας, ως είδος τι οικογενειακών απομνημονευμάτων, το πρόσωπον του συγγραφέως, εξερχόμενον επί της σκηνής, διαδραματίζει ουσιώδες μέρος• διά τούτο και η αλήθεια αυτών έχει τι το οικείον και το ψηλαφητόν, το αρρήτως ειλικρινές, το προκαλούν ευθύς εξ αρχής την εμπιστοσύνην, το επιτείνον την συγκίνησιν…
Ενώ τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη προβαίνουν σχεδόν χωρίς δέσιν τινα και λύσιν, και τα διηγήματα του Καρκαβίτσα, μάλλον περίτεχνα, μετέχουσιν ουχ ήττον λυρικής τίνος εξάρσεως και απλότητος, αι ιστορίαι του Βιζυηνού, πλεκόμεναι διά συγκρούσεων και περιπετειών, λύονται και δραματικώς. Το «Αμάρτημα της μητρός μου» είναι δράμα, και με κάθαρσιν μάλιστα.
Κωστής Παλαμάς, Το ελληνικόν
διήγημα, Απαντα, Τα πρώτα κριτικά, σσ.
157-159
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «Γεώργιος
Βιζυηνός», Βασική Βιβλιοθήκη, αριθ. 18,
Εκδόσεις I. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι, 1959, σσ.
26,27.
κατ’ αρχήν εξ αιτίας των δυνατοτήτων που πρόσφερε το είδος για μια κλιμάκωση δραματική που τόσο τον είλκυε,
καθώς και για μιαν άντληση του αφηγηματικού υλικού του από τις παραδόσεις αλλά και από τις δικές του αναμνήσεις,
οι οποίες παραδόσεις και αναμνήσεις αποτέλεσαν τους δύο πόλους έλξης και δημιουργικούς πυρήνες της τέχνης του.
Το διήγημα, επίσης, τον έκανε να νιώθει ελεύθερος γιατί δεν υπήρχε πριν απ’ αυτόν μια ελληνική λογοτεχνική διηγηματογραφική παράδοση που θα τον δέσμευε -όπως, αντίθετα, συνέβη με το ποιητικό έργο του, όπου είχε πίσω του την ποιητική παράδοση των Φαναριωτών και της Αθηναϊκής Σχολής.
Ίσως, όμως, από το γεγονός αυτό να ξεκινά και ο λόγος για τον οποίο ο Βιζυηνός εγκατέλειψε το διήγημα
• από το γεγονός, δηλαδή, πως έχοντας τη δυνατότητα να κινηθεί τόσο ελευθέρα μέσα σ’ αυτό το λογοτεχνικό είδος, μπόρεσε -ή αφέθηκε- να βάλει μέσα σ’ αυτό μεγάλο μέρος από τον εαυτό του και τη ζωή του, μεγάλο δηλαδή μέρος από αυτό που ονομάσαμε «μύθους» της ζωής του.
Με το διήγημα, λοιπόν, έκανε αυτό το μεγάλο τόλμημα: τους μύθους της ζωής του, που έως τότε λάνθαναν ή περιστασιακά προέκυπταν μες στο ποιητικό έργο του, να τους κάνει σαφώς προσδιορισμένους μύθους του πεζογραφικού έργου του, να τους κάνει δηλαδή μοτίβα πάνω στα οποία βασίστηκε και αναπτύχθηκε η μυθοπλασία του. Το γεγονός αυτό είχε για τον Βιζυηνό τη σημασία ενός διακριτικού αλλά και βαθύτατου παράπονου που έμεινε, όμως, χωρίς ανταπόκριση. Αυτή η έλλειψη ανταπόκρισης πρέπει να τον έπεισε πως δεν είχε πια σε ποιους ν’ απευθυνθεί• κι επειδή η λογοτεχνική γραφή για τον Βιζυηνό -είτε ποιητική είτε πεζογραφική είναι αυτή- προϋποθέτει την παρουσία του δευτέρου προσώπου, η απόσυρση – αφάνεια – απουσία αυτού του προσώπου στο οποίο απευθύνεται ο λόγος του αναιρεί και την αιτία ή το κίνητρο της γραφής.
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι
μύθοι της ζωής και τον έργου του Γ.
Βιζυηνού, Εκδ. Καρδαμίτσα, 1996, σσ. 154,155
Ο Βιζυηνός και η γλώσσαΣτην κατηγορία των λογοτεχνών που φέρνουν τη σφραγίδα της θείας δωρεάς ανήκει και ο Βιζυηνός. Μόνο που ο Βιζυηνός υπήρξε σε όλη του τη ζωή ένας επαμφοτερίζων. Με το νου και με την καρδιά είναι ένας δημοτικιστής, όπως δείχνει και το πεζογράφημα του «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», αλλά στην πράξη προτιμά να φοράει το ψηλό κολάρο και τον «πομπέ» της καθαρεύουσας. Σε αυτή την αμφίρροπη στάση ίσως βασικά να επηρεαζόταν και από τη διπλή του ιδιότητα, του λογοτέχνη αλλά και του επιστήμονα…
Η θέση λοιπόν και η ιδεολογία του Βιζυηνού απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα και γενικότερα το πρόβλημα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής είναι ξεκαθαρισμένη. Θεωρητικά θερμός υπέρμαχος της δημοτικής, στην πράξη όμως ένας μετριοπαθής καθαρευουσιάνος…
…Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι γραμμένα σε μιαν απλούστερη, σχετικά κομψή και -πράγμα παράξενο- σχετικά θερμή καθαρεύουσα…
Όχι σπάνια όμως η αφήγηση αποβάλλει και αυτόν το μετριοπαθή γλωσσικό καθωσπρεπισμό και πλησιάζει το λόγο της καθημερινής ζωής και πράξης…
Αυτό γίνεται κυρίως στα σημεία εκείνα που υπάρχει διάλογος. Και στα πεζογραφήματα του Βιζυηνού, στα οποία η αφήγηση δεν είναι στατική, υπάρχει πυκνή δράση και συχνός διάλογος. Σε τέτοιες ακριβώς στιγμές είναι που η καθαρεύουσα παθαίνει καθίζηση και τα διάφορα πρόσωπα, κατά κανόνα απλοί άνθρωποι του λαού, εκφράζονται το καθένα με τη γλώσσα της δικής του καρδιάς και του δικού του περιβάλλοντος.
Παρατηρείται όμως και το αντίθετο φαινόμενο, τα λόγια δηλαδή των απλών ανθρώπων να ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον». Ωστόσο και η γλώσσα αυτή έχει τη δική της γοητεία. Ίσως να οφείλεται τούτο στο ότι τα πεζογραφήματα του Βιζυηνού δεν εξαντλούνται μέσα στις περιγραφικές τους δυνατότητες, αλλ’ απλώνουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή. Η αλήθεια των προσώπων, λοιπόν, δίνει στο τέλος αλήθεια και στη γλώσσα τους.
Πολλές φορές επίσης η γλώσσα του Βιζυηνού διανθίζεται με ευφυολογήματα που θυμίζουν πολύ έντονα το Ροΐδη, χωρίς όμως να έχουν ούτε την τολμηρότητα των αντιθέσεων, ούτε το δηκτικό σαρκασμό εκείνου.
Κ. Μητσάκης, Πορεία μέσα στο
χρόνο, ό.π., σσ. 105-107
Η χρήση του αυτοβιογραφικού
στοιχείου1. Πραγματικά, πέρα απ’ αυτήν την πρώτη ύλη του βιώματος, αρχίζει η τέχνη της αφήγησης και της πλοκής. Γιατί ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, επειδή, όπως πιστεύει κι ο Απόστολος Σαχίνης, του χρειάζεται «ένας τρόπος εκφραστικής αμεσότητας, ένας τρόπος προσωπικής συναισθηματικής συμμετοχής». Μα σκοπός του δεν είναι ν’ αυτοβιογραφηθεί και ν’ αφηγηθεί τα ατομικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειας του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους.
Κώστας Στεργιόπουλος,
Περιδιαβάζοντας, Τόμος Β’, Στο χώρο της
παλιάς πεζογραφίας μας, Εκδόσεις Κέδρος,
σ. 47
2. Η καταφυγή, επίσης, αυτή δεν εξαρτάται
αποκλειστικά από εκείνη την υπερβολική
-και παιδικότροπη- ευαισθησία του που
τον ωθούσε στην αναζήτηση παρηγοριάς
ή και βοήθειας από τους άλλους, ευαισθησία
που εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς με τα
ποιήματα του.Η καταφυγή του σε αυτοβιογραφικό υλικό θα μπορούσε, επίσης, να αποτελεί εκδήλωση της προσπάθειας του για διατήρηση κάποιων στοιχείων από το παρελθόν του και για την αναζήτηση ανάμεσα σ’ αυτά κάποιων βασικών στοιχείων της ύπαρξης του. Θα μπορούσε ακόμη να αποτελεί ένδειξη κάποιας πιθανής ευχαρίστησης του συγγραφέα να μιλά -έστω και χωρίς να το δηλώνει άμεσα- για τον εαυτό του, δηλαδή για τη ζωή του.
Πέρα, όμως, από όλους αυτούς τους λόγους της καταφυγής του Βιζυηνού σε αυτοβιογραφικό αφηγηματικό υλικό, την κυριότερη σχετική αιτία αποτελεί η ανάγκη του να διαθέτει η διήγηση του μια πραγματολογική διάσταση.
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι
μύθοι της ζωής…, ό.π., σ. 159
Οι προσωπικοί μύθοι του
ΒιζυηνούΣτην περίπτωση του Βιζυηνού η αναζήτηση των προσωπικών μύθων έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί αυτοί αντανακλούν τις ψυχολογικές συγκρούσεις του συγγραφέα. Οι συγκρούσεις αυτές υφίστανται ανάμεσα σ’ αυτόν και στην κοινωνική ή όποια άλλη περιβάλλουσα πραγματικότητα κυρίως, αλλά κι ανάμεσα σ’ αυτόν και στον εαυτό του κατά δεύτερο λόγο.
Ακόμη, μέσα από τους προσωπικούς μύθους διαφαίνονται οι ιδανικές ή δυνατές λύσεις που ο συγγραφέας θα ήθελε, ή που αυτός κατορθώνει να δώσει σ’ αυτές τις ψυχολογικές συγκρούσεις. Οι προσωπικοί μύθοι, λοιπόν, με τη λειτουργία τους αυτή γίνονται πολύ διαφωτιστικοί σε ό,τι αφορά τις αιτίες ή τις συνθήκες δημιουργίας του πεζογραφικού έργου του Βιζυηνού, καθώς και τις αιτίες ή τις συνθήκες της διακοπής αυτής της δημιουργίας.
Έχει γίνει, βέβαια, σαφές πως οι μύθοι που εμψυχώνουν το έργο του Βιζυηνού δεν είναι αποκλειστικός καρπός της δημιουργικής φαντασίας του. Ο Βιζυηνός δεν κατεσκεύασε με το έργο του μύθους
• αντίθετα, διαπιστώνουμε πως κατά τη συγκρότηση του πεζογραφικού έργου του κατά βάση καταφεύγει σ’ έναν προσωπικά υπαρκτό κόσμο -έστω κι αν αυτό γίνεται μέσα από την ανάμνηση. Αυτό είναι απόρροια της προσπάθειας του να υλοποιήσει μέσα στη ζωή του κάποιους μύθους, καθώς και του συνακόλουθου γεγονότος πως η λογοτεχνία ουσιαστικά υπήρξε ένα μέσο υπηρέτησης αυτών των μύθων της ζωής του. Αυτός είναι και ο λόγος που το πεζογραφικό έργο του διαθέτει μια τόσο έντονη πραγματολογική διάσταση που ξεκινώντας από την περισσότερο ή λιγότερο μακρινή ανάμνηση, συχνά επεκτείνεται προς την περιοχή της επιστήμης (της ψυχολογίας κυρίως) και των λαϊκών παραδόσεων.
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι
μύθοι της ζωής και του έργου του Γ.
Βιζυηνού, ό.π., σσ. 156, 157
Στοιχεία της αφήγησης
στον Βιζυηνό1. …Η διαφορά στο χειρισμό της οπτικής γωνίας ανάμεσα στο Βικέλα και το Βιζυηνό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκφράζει μικροσκοπικά και τη διαφορά ανάμεσα στο ευθύγραμμο απομνημόνευμα και το έντεχνο λογοτέχνημα ή σημαίνει κατά κάποιο τρόπο τη μετάβαση του ελληνικού αφηγηματικού λόγου από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστοριογραφία στην πεζογραφία, ένα πέρασμα που σημαδεύεται έντονα από την περιπλοκότερη και την εσωτερικότερη αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού.
Σε αυτόν τελικά η οπτική γωνία είναι ιδιάζουσα, γιατί και η πλοκή των περισσότερων διηγημάτων του είναι σχεδόν μοναδική. Ο Βιζυηνός είναι ο πρώτος νεοέλληνας πεζογράφος που βασίζει την πλοκή του στο αίνιγμα και το στοιχείο αυτό μαζί με το χρονικό ανάπτυγμα της έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς, με πρώτο τον Παλαμά, να υποστηρίξουν ότι τα διηγήματα του έχουν τις προϋποθέσεις μυθιστορήματος. Πολύ δύσκολα θα ξαναβρούμε στην ελληνική πρόζα πλοκή σαν του Βιζυηνού που να εκμεταλλεύεται τόσο καλά την εσωτερική εστίαση και αυτό γιατί το κυρίαρχο μοντέλο οργάνωσης της δράσης σε αρκετές νουβέλες και διηγήματα είναι τελείως διαφορετικό. Βασίζεται, κυρίως, στην τριμερή διάταξη των συμβάντων ακολουθώντας το σχήμα: αρχική κατάσταση – ανατροπή της – νέα κατάσταση, παρά στο αίνιγμα ή στην απορία.
Δημήτρης Τζιόβας, Το παλίμψηστο
της ελληνικής αφήγησης, Εκδ. Οδυσσέας,
1993, σσ. 49-50.
Μελετώντας την αφηγηματική προοπτική
στα διηγήματα του Βιζυηνού, ο Ροπ
υποστηρίζει ότι ο αφηγητής σε πρώτο
πρόσωπο βάζει συχνά κάποιους περιορισμούς
στον εαυτό του αποσιωπώντας τις
πληροφορίες που απέκτησε εκ των υστέρων
και δίνοντας μας μόνο τις πληροφορίες
που είχε κατά τη στιγμή της δράσης, κάτι
που ο αφηγητής ενός αφηγήματος σε τρίτο
πρόσωπο συνήθως δεν κάνει. Και αυτός
ακριβώς ο περιορισμός διαφοροποιεί,
σύμφωνα με τον ίδιο, τα διηγήματα του
Βιζυηνού από το Λουκή Λάρα του Βικέλα.
Αν και η παρατήρηση αυτή είναι ορθή, ο
Ροπ παραγνωρίζει εδώ τις επιταγές που
επιβάλλει η πλοκή στο Βιζυηνό, μολονότι
αργότερα τις επισημαίνει παρεμπιπτόντως.
Μια πλοκή-αίνιγμα δύσκολα θα μπορούσε
να λειτουργήσει πετυχημένα χωρίς
περιορισμένη εσωτερική εστίαση, κάτι
που δεν είναι απαραίτητο στο Βικέλα,
εφόσον η δομή του Λουκή Λάρα είναι
ελάχιστα αινιγματική και ο αφηγητής
τείνει να βλέπει τα γεγονότα ελεύθερα,
μέσα από την προοπτική του παρόντος του
και όχι του παρελθόντος του…
Δημήτρης Τζιόβας, ό.π., σ. 49
Η χωροχρονική απόσταση, ιδιαίτερα
στην ελληνική ηθογραφία, ανάμεσα στο
συγγραφέα και το θέμα του ενέχει δυνάμει
διαλογικό χαρακτήρα, αν λάβουμε υπόψη
ότι ορισμένοι συγγραφείς είτε ζούσαν
στο εξωτερικό και έγραφαν για τους
Έλληνες της διασποράς (Δροσίνης,
Εφταλιώτης) είτε μακριά από το γενέθλιο
τόπο τους (Παπαδιαμάντης). Ο συγγραφέας
λειτουργούσε εν είδει ανταποκριτή/διαμεσολαβητή
στο διάλογο ή στη διαμάχη εσωτερικού
και εξωτερικού, μητρόπολης και επαρχίας,
χωρικών και λογίων, αγροτικού και αστικού
τρόπου ζωής. Διάλογος που μεταφέρεται
ενίοτε και στον ίδιο τους τον εαυτό,
όπως συμβαίνει στην περίπτωση του
Βιζυηνού, ανάμεσα στο συγγραφέα/αφηγητή
ως ενήλικα και πεπαιδευμένο που εκφράζεται
στην καθαρεύουσα και στην παιδική του
ηλικία ή εφηβεία που αναφέρεται στην
αγροτική ζωή του γενέθλιου χώρου του
και αναπαρίσταται μέσω της δημοτικής
των διαλόγων. Αυτή η ιδιότυπη διγλωσσία
αποκαλύπτει ένα συγγραφικό/αφηγηματικό
υποκείμενο διαλογικά διαμορφωμένο μέσα
από τη συνύπαρξη ή την αντιπαλότητα
διαφορετικών φωνών, λόγων, χώρων, τρόπων
ζωής και αναμνήσεων.
Δημήτρης Τζιόβας, ό.π., σ. 167
Ο χρόνοςΟ αφηγηματικός χρόνος δεν ταυτίζεται (και δεν πρέπει να συγχέεται) με το χρόνο της υπόθεσης. Ο πρώτος κατανέμεται εδώ σε πολυσέλιδα αφηγηματικά σύνολα, μολονότι όχι ισομεγέθη. Ο δεύτερος παρουσιάζει αξιοσημείωτη ποικιλία, έτσι που να μπορεί να καλύπτει ένα διήμερο («Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»), λίγες μέρες ναυσιπλοΐας («Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως»)… Το συντομότερο διήγημα του Βιζυηνού, «Το αμάρτημα της μητρός μου», εκτείνεται σ’ ένα διάστημα 28 περίπου χρόνων.
Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό
διήγημα και ο Γ. Μ. Βιζυηνός» (Εισαγωγή
στο Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα,
επιμέλεια Παν. Μουλλάς, ΝΕΒ, Ερμής, Αθήνα,
1980, σ. ιη’
Οι περιγραφέςΤι λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού; Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις ή, τουλάχιστο, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυστερήσουν για λίγο την αφήγηση… Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα «ξένα σώματα», αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός:
- να συμπληρώνουν τα κενά,
- να δημιουργούν αντιθέσεις,
-να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις,
- να στήνουν μυστικές γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα.
Παν. Μουλλάς, ό.π., σ. ρ ‘
«Το αμάρτημα της μητρός
μου»1. Δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφικού κειμένου, λόγω της κτητικής αντωνυμίας στον τίτλο, της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και των ονομάτων του αφηγητή -το Γιωργί, ο Γιωργής (7, 16)- και της μητέρας του -Δεσποινιώ η Μηχαλιέσσα (15)- που ταυτίζονται με τα ονόματα του συγγραφέα και της μητέρας του.
Η αφήγηση ανελίσσεται με το διάλογο του αφηγητή και της μητέρας του. Ο λόγος της μητέρας είναι το αντικείμενο του λόγου του αφηγητή και συγκεκριμένα η σχέση μεταξύ του λόγου του παρόντος (των πράξεων της μητέρας, των οποίων είναι αυτόπτης μάρτυς ο αφηγητής) και του παρελθόντος (της αφήγησης της μητέρας για τα συμβάντα). Η διάκριση αυτή όμως παρουσιάζει μια ρωγμή, διότι ο λόγος της μητέρας ορίζει το λόγο του αφηγητή, ο λόγος του αφηγητή δηλαδή δεν μπορεί να παρατηρήσει εκ των έξω το λόγο της μητέρας, δεν μπορεί να τον εξηγήσει αντικειμενικά, αλλά βρίσκεται ταυτόχρονα σε κριτική απόσταση και συναισθηματική εξάρτηση από αυτόν.
-Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο
- τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν απλώς σημεία αναφοράς, σημάδια ότι υπάρχει κοινωνία και οικογένεια. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας…
…η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο το τι έχει συμβεί όσο και από ποια αίτια διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άνδρας.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ
φαντασίας και μνήμης. Αναγνώσεις 3 –
Εστία, 1994, σσ. 31,32.
2. Το διήγημα, ήδη στην
πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα
αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το
νόημα:το πρώτο ζεύγος: ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός
• το δεύτερο: το κορίτσι και τα αγόρια
• το τρίτο: ο νεκρός (πατέρας, που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)
• το τέταρτο: το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες
• το πέμπτο: η γνώση και οι απορίες.
Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ
φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 36
3. Στο πρώτο μέρος του
διηγήματος, ο λόγος του αφηγητή
περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία
του από την αδελφή του, την Αννιώ. Στο
δεύτερο μέρος, ο λόγος του αφηγητή, ο
οποίος επιστρέφει «μετά μακράν απουσίαν»
(19), ασχολείται με το λόγο της μητέρας
που περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία
της από την πρώτη κόρη της, την Αννιώ.
Η χρονικά πρότερη εμπειρία στο επίπεδο
της ιστορίας παρουσιάζεται μετά τη
χρονικά ύστερη (ανάληψη ). Όμως ο
αναχρονισμός αυτός λειτουργεί ερμηνευτικά
ως προς τον αναγνώστη, διότι του
δείχνει ότι ο λόγος του αφηγητή
της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο
λόγος της αυθεντίας δηλαδή, έχει
διαμορφωθεί με βάση την πλάνη.
Ο αναγνώστης καλείται να βρει ο ίδιος
ποιος είναι αξιόπιστος και να μην
αρκείται στις συμβάσεις.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ
φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 40
4. Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση
του ηθικού ή του θείου νόμου. Στο
διήγημα η μητέρα αναφέρεται στην
αμαρτία της, όταν εξηγεί στον αφηγητή
πως, έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού
και διασκέδασης, πήγε να θηλάσει το
παιδί της, την πήρε ο ύπνος από την
κούραση, «το πλάκωσε» κι όταν ξύπνησε
«ήταν απεθαμένο» (21-23). Η αμέλεια της
οδήγησε στο θάνατο του παιδιού της,
διότι παρέβη τον ηθικό νόμο που καθορίζει
τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι
το αμάρτημα της μητέρας, ή μάλλον το
πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας.
Είναι όμως το δεύτερο της αμάρτημα
στο χρόνο -και στο χώρο- της αφήγησης…Η εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να «πάρει» ο Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα…
Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου του αμαρτήματος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ
φαντασίας και μνήμης, σσ. 45-47
Επισημάνσεις• Αναγκαία είναι η ανάδειξη του αυτοβιογραφικού και βιωματικού στοιχείου του κειμένου.
• Κατά τη διδασκαλία πρέπει να εντοπιστούν τα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του διηγήματος.
• Θα πρέπει να καταδειχθεί επίσης η κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος και η απουσία ακροτητών και υπερβολών.
• Θα πρέπει να συζητηθούν επίσης όσα σημεία του κειμένου αποκαλύπτουν τη διείσδυση στο ψυχικό βάθος των κειμενικών προσώπων.
• Ο λαογραφικός θησαυρός στο Αμάρτημα της μητρός μου (λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας, ιεροτελεστικό ανακάλημα της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά.), μπορεί να αποτελέσει υπόβαθρο για γόνιμες συζητήσεις.
• Μπορεί επίσης να διερευνηθεί το ηθογραφικό στοιχείο του κειμένου, όπως προκύπτει, εκτός των άλλων, από τον κύκλο της ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες…
• Αξιοπρόσεκτος είναι ακόμα ο μικρόκοσμος που αναδύεται μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων.
• Αναγκαία είναι η εστίαση της προσοχής στα εξής ζητήματα:
- την ωριμότητα στην τεχνική της δομής
- τη λειτουργία των περιγραφών στο σώμα της αφήγησης
- τη μυθοπλασία του Βιζυηνού
- τη δυαδική αφηγηματική δομή (οπτική γωνία του αφηγητή και οπτική γωνία της μητέρας).
• Καθώς το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων, ας προσεχθούν ιδιαίτερα η σχέση αφηγητή-μητέρας και η σχέση μητέρας με τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδιά. Η μελέτη αυτών των σχέσεων θα βοηθήσει την κατανόηση των χαρακτήρων.
• Η ενασχόληση με την αποκάλυψη και κάθαρση του τέλους θα ήταν χρήσιμη από κάθε άποψη.
Α. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
• Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή-πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα.
Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού
• οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.
• Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά της έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.
•Άλλα στοιχεία:
- η ποικιλία της γλώσσας και ο τρόπος που υπηρετεί το κείμενο
-η χρήση του χρόνου (προλήψεις – αναλήψεις) που σπάει την ευθύγραμμη αφήγηση και έτσι παύει να είναι γραμμικός
-ο ρυθμός στην εξέλιξη του μύθου σε αναλογία με το «μπρος-πίσω» του χρόνου
-η ωριμότητα στην τεχνική της δομής
- η χρήση του διαλόγου, καθώς αποβάλλεται ο καθωσπρεπισμός και πλησιάζει τον λόγο της καθημερινότητας (αν και μερικές φορές συμβαίνει το αντίθετο: λόγια απλών ανθρώπων ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον»).
• Εστίαση του αναγνωστικού και ερμηνευτικού ενδιαφέροντος στις σημαντικότερες σκηνές του διηγήματος:
-…πάρε μου όποιο θέλεις κι άφησε μου το κορίτσι…
-διάσωση του Γιωργή στο ποτάμι
- επίκληση του πνεύματος του πεθαμένου πατέρα πριν από τον θάνατο της Αννιώς
-αναδρομική αφήγηση – «εξομολόγηση» του αμαρτήματος στον Γιωργή
- εξομολόγηση στον Πατριάρχη.
Β. ΨΥΧΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
• Το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων: σχέση αφηγητή-μητέρας, σχέση μητέρας με τα αρσενικά παιδιά της, σχέση μητέρας με τα θηλυκά παιδιά της.
• Έντονο το αυτοβιογραφικό και το βιωματικό στοιχείο.
• Η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο των κειμενικών προσώπων, η διείσδυση στο ψυχικό βάθος, οι αληθινές σχέσεις των προσώπων.
•Η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας.
• Κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος, χωρίς ακρότητες και υπερβολές.
• Η αποκάλυψη και η κάθαρση του τέλους.
Γ. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Από το διήγημα περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες…
Ο λαογραφικός θησαυρός στην πεζογραφία του Γ.Βιζυηνού και ειδικότερα στο «Αμάρτημα της μητρός μου»: λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της αρρώστιας, ιεροτελεστία επίκλησης της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά.π. Στο διήγημα συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διερεύνηση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου. Έντονο και προς εξέταση το ανάγλυφο ηθογραφικό στοιχείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου