ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ:
Γ . Π Α Υ Λ Ο
Π Ο Υ Λ Ο Σ , Τ Α Α Ν Τ Ι Κ Λ Ε Ι Δ Ι Α :
Ο Γιώργης
Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας
το 1924, όπου τελείωσε το γυμνάσιο. Ήρθε
στην Αθήνα, στη Νομική σχολή, αλλά ποτέ
δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, αφού
αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη ποίηση.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από το 1941. Οι
πρώτες του δημοσιεύσεις έγιναν το 1943
στο περιοδικό Οδυσσέας, που εξέδιδε ο
ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Έκανε
μια ταπεινή δουλειά για τα προς το ζην
(εργαζόταν στο λογιστήριο του τοπικού
ΚΤΕΛ), αλλά διήγε βίο ποιητικό.
Παρακολουθούσε πολύ στενά το ποιητικό
γίγνεσθαι, βρισκόταν σε επαφή με
ομοτέχνους του, αλληλογραφούσε μαζί
τους, αντάλλασσε απόψεις και προβληματισμούς
για την ποιητική τέχνη, ταξίδευε και
μελετούσε. Επίσης ήταν πολύ καλός
ζωγράφος. Η ζωγραφική συμπλήρωνε την
καλλιτεχνική του φύση· σε ορισμένες
περιπτώσεις τις ιδέες που δεν μετέγραφε
σε ποίημα τις ζωγράφιζε. Για τους φίλους
του ο Γιώργης Παυλόπουλος υπήρξε ένας
εκπληκτικός παραμυθάς· μάγευε με τις
συναρπαστικές αφηγήσεις του και το
εκπληκτικό χιούμορ του. Πέθανε το 2008.
Ποιητικές του συλλογές του: Το Κατώγι
1971, Το Σακί 1980, Τα Αντικλείδια 1988,
Τριαντατρία Χαϊκού 1990, Λίγος Άμμος 1997,
Πού είναι τα Πουλιά 2004, Να μη τους ξεχάσω
2008. Οι τίτλοι των ποιημάτων του, όπως
και των παλαιότερων συλλογών του, είναι
χαρακτηριστικοί: πρόκειται συνήθως για
συγκεκριμένα ουσιαστικά συνοδευόμενα
από ένα οριστικό άρθρο. Ο ίδιος λέει
για την ποίηση: «Δεν μπορείς να εξηγήσεις
πώς γίνεται ένα ποίημα. Ένα ποίημα
προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά
σου ακόμα χρόνια, ένα άλλο προαισθάνεσαι
να σε περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου.
Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που
δεν θα το γράψεις ποτέ, ξέρεις ότι θα το
σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου.
Το ποίημα έρχεται και φεύγει, ξαναγυρίζει,
ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει. Μπορεί να
περάσουν χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή,
παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός
πουλιού».
Χαρακτηριστικά
της ποίησής του (γενικά):
Αφηγηματική
ποίηση, με ιστορίες παράξενες, χτισμένες
με εικαστική τεχνική και με κινηματογραφική
οπτική, με γλώσσα πυκνή και εκφραστική
μέσα στη λιτότητά της.
Απουσιάζουν
τα περιττά επίθετα και τα σχήματα λόγου.
Κυριαρχεί το ρήμα και η κυριολεξία.
Στα ποιήματά
του εγγράφεται και η ιστορική μνήμη,
καθώς η ιστορία σφράγισε με δεινά τη
γενιά του, την πρώτη μεταπολεμική
ποιητική γενιά. Και όσα ποιήματά του
αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα είναι
επίσης αφηγηματικά, γιατί ο Παυλόπουλος
επιλέγει να καταθέτει τη μαρτυρία του
μέσα από ένα μύθο χωρίς ευθεία αναφορά
σε τόπο και χρόνο.
Ο ποιητικός
κόσμος του Παυλόπουλου είναι ονειρικός,
αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά.
Η ποίησή του διακρίνεται από ήπια
δραματικότητα και επανάληψη θεματικών
μοτίβων.
Η ποίησή
του διαποτίζεται από διακριτικό
αισθησιασμό, διάχυτη μελαγχολία και
αίσθηση του ανικανοποίητου.
Επιρροές:
από τον Όμηρο, τη δημοτική ποίηση, τον
Μακρυγιάννη, τον Σολωμό, τον Σεφέρη, τον
΄Εζρα Πάουντ, (του οποίου είναι ένας από
τους πρώτους μεταφραστές στα Ελληνικά),
τον Έλιοτ, τον Μπόρχες και τα γιαπωνέζικα
ποιήματα χαϊκού.
Τ α Α ν τ ι
κ λ ε ί δ ι α 1 9 8 8 : Βασικές επισημάνσεις
Το ποίημα
ανήκει στην ομώνυμη ποιητική συλλογή.
Η συλλογή αυτή δημοσιεύτηκε το 1988 και
έχει ως θέμα τον ονειρικό αγώνα του
ποιητή με το ποίημα:
Ο ποιητής
εγκαθίσταται στον χώρο του ονείρου, που
γίνεται προέκταση της υπόστασής του.
Δημιουργώντας μέσα στα όνειρα όνειρα
και μεταμορφώσεις, απελευθερώνει τα
πράγματα και τα αναδεικνύει με εξαιρετική
πληρότητα.
Η συλλογή
διακρίνεται από αισθαντικότητα. Υπάρχουν
στίχοι, με κορύφωση το ποίημα που έδωσε
τον τίτλο στη συλλογή, που αναφέρονται
στην αγωνία της έκφρασης, στην πεμπτουσία
της ποιητικής εμπειρίας, στην ίδια την
Ποίηση.
ο ποιητής
«παγιδεύει τον αναγνώστη του στην
περιπέτεια της επίλυσης ενός γοητευτικού
αινίγματος που εν τέλει επιμένει να
κρατά ερμητικά κλειστό το μυστικό του»
(Τασούλα Καραγεωργίου).
Κινητήρια
δύναμη του ποιήματος είναι η ουσία της
ποίησης. Ο ποιητής επιχειρεί να απαντήσει
στο ερώτημα «τι είναι ποίηση;». Το ποίημα
γίνεται το ίδιο φορέας της εμπειρίας
που περιγράφει.
Τα
«αντικλείδια» πρέπει να ακουστούν ως
δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο
της ποίησης και το φάντασμα του ενός
ποιήματος (Δ.Ν..Μαρωνίτης)
Είναι ένας
ποιητικός μύθος, μια αλληγορική αφήγηση
με θέμα την αιώνια επαναλαμβανόμενη
άρνηση της ποίησης να υποχωρήσει στις
απόπειρες να παραβιαστεί η ανοιχτή της
πόρτα.
Η εισχώρηση
στα ενδότερα της ποίησης δεν είναι
εύκολη. Τούτο μαρτυρεί ο τίτλος και η
όλη εξέλιξη της αφήγησης.
Ο αφηγητής
αναφέρεται στους πολλούς που δε
σχετίζονται με την ποίηση και σε εκείνους
τους λίγους που προσπαθούν να αποκτήσουν
πρόσβαση σε αυτή, χωρίς ίσως το προσδοκώμενο
αποτέλεσμα.
Ο τίτλος,
πιο ειδικά, υποδηλώνει την αξιοποίηση
ποιητικών συνθέσεων που πιθανώς να
επέτρεπαν στον ποιητή να περάσει την
πόρτα της ποίησης, να προσεγγίσει δηλαδή
την ποιητική τέχνη.
Ο ποιητής
εκφράζει βαθιά νοήματα με απλό, καθημερινό
λεξιλόγιο, αλλά και με συμβολισμούς ή
μεταφορικές προεκτάσεις. Ο τόνος είναι
αφηγηματικός και το ύφος κοφτό διακρίνεται
από προφορικότητα.
αφήγηση
ενός προσώπου: ο αφηγητής διαθέτει
συνολική εποπτεία στον χώρο και τον
χρόνο. Η αφήγηση δεν αφορά ένα συγκεκριμένο
συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη
διαδικασία απόπειρας να παραβιαστεί η
πόρτα της Ποίησης, που είναι όμως ανοιχτή.
Ερμηνευτική
προσέγγιση του ποιήματος
Ο τίτλος:
δημιουργεί οικειότητα, απευθύνεται σε
εμπειρία που είναι κοινή για όλους. Η
Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μια
πρώτη απόπειρα του ποιητή να ορίσει την
ποίηση. Την ορίζει ως πόρτα ανοικτή.
Πρόκειται για ελλειπτική και
απροσδιόριστη εικόνα, πρόσκληση και
πρόκληση για όλους. Φαίνεται, δηλαδή,
η ποίηση να είναι προσιτή σε όλους.
Ερώτημα:
Η ποίηση είναι η πόρτα ή το μέσα σ’
αυτήν; Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς
να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Οι
πολλοί, που δεν αντιμετωπίζουν την
ποίηση στο πραγματικό της βάθος και
παραγνωρίζουν τα ενδότερα νοήματά της,
οι αμύητοι, οι αδιάφοροι, οι μη έχοντες
καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και πνευματικές
αναζητήσεις, την αντικρίζουν επιφανειακά
και αδιάφορα, δεν είναι σε θέση να την
προσεγγίζουν ως ανώτερη πράξη αίσθησης
και πνευματικής ευωχίας. Το αποτέλεσμα
είναι να την προσπερνούν, αλλά εξίσου
να τους προσπερνά και η ποίηση δια του
ποιητή. … Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το
μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι
πηγαίνουνε να μπουν.
Υπάρχουν
όμως και ορισμένοι—(αντίθεση με το
«πολλοί»),υποψιασμένοι, μυημένοι,
περίεργοι, που πλησιάζουν την ανοικτή
πόρτα της ποίησης με μεγαλύτερο
ενδιαφέρον, με προσεκτική ματιά, με
περισσότερη ευαισθησία και «κάτι
βλέπουν». Αυτό το «κάτι» τους μαγνητίζει,
τους προσελκύει, τους γοητεύει και τους
καλεί να το ανιχνεύσουν.
Δεν βλέπουν
όλοι το ίδιο. Ο καθένας μαγεύεται από
κάτι διαφορετικό και δοκιμάζει να διαβεί
την ανοικτή πόρτα. Ο ένας έλκεται ίσως
από τη μαγεία των λέξεων, ο άλλος από τα
νοήματα ή από αντίστοιχες ποιητικές
εικόνες, συγκεκριμένες αξίες και ιδέες.
Άλλοι επίσης βρίσκουν τη λύτρωσή τους
στην ποίηση, υπερβαίνουν υπαρξιακά
αδιέξοδα, επικοινωνούν εσωτερικά με
τον εαυτό τους και με τους άλλους,
χαράσσουν ή εκφράζουν κοινωνικούς
στόχους και προσδοκίες, γενικώς βρίσκουν
εκείνο το κάτι που συναρπάζει την ψυχή
τους ή τους ανυψώνει πνευματικά.
Ερωτήματα: Τί βλέπουν; «κάτι», δηλαδή
αυτό που βλέπουν είναι απροσδιόριστο.
Γιατί; Μήπως γιατί δεν βλέπουν όλοι το
ίδιο; Μήπως γιατί δεν μπορεί να περιγραφεί;
Συναφείς
στίχοι: «Αλαφροϊσκιωτε καλέ, για πες
απόψε τι είδες; Νύχτα γιομάτη θάματα,
νύχτα σπαρμένη μάγια» (Σολωμός). / «είναι
τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες. /Όταν
τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν
τύχει./ Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου
ό,τι ποθώ» (Εμπειρίκος). Η πόρτα τότε
κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς δεν τους
ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Όταν όμως
δοκιμάζουν να διαβούν την πόρτα, τους
περιμένει μια παράξενη έκπληξη: η ανοιχτή
πόρτα κλείνει και μένουν απ’ έξω.
Σηματοδοτείται έτσι η έναρξη ενός
ατέρμονα αγώνα με στόχο το άνοιγμα της
πόρτας. Αυτό σημαίνει πως η ουσία της
ποίησης δεν «ξεκλειδώνεται», δηλαδή
δεν αποκαλύπτεται με την πρώτη ματιά.
Το βάθος της ποίησης είναι ανεξερεύνητο.
χτυπάνε,
ψάχνουνε: έντονη δράση με ρήματα σε
ενεστώτα, που δείχνουν τη διάρκεια της
δράσης στο παρόν.
κανείς,
δεν: αρνήσεις
συναισθηματική
ένταση.
Από εδώ
ξεκινάει ο ποιητής για να διερευνήσει
την ουσία της ποίησης, να αναζητήσει
μαζί με τον ευαίσθητο ποιητικά αναγνώστη
το κλειδί, την οδό αποκάλυψης της
ποιητικής αλήθειας.
Δεν υπάρχουν
πολλά κλειδιά που τους εισάγουν στον
οίκο της ποίησης παρά μόνο ένα. Αυτό
ψάχνουν να βρουν. Η αναζήτηση εξελίσσεται
σε αγωνιώδη προσπάθεια να πατήσουν τα
άδυτα του ποιητικού χώρου, να ικανοποιήσουν
τις πνευματικές τους ανησυχίες. Η
κατάκτηση της ποίησης, η απόλαυσή της,
η αληθινή της αξία ταυτίζεται με τον
αγώνα της σκέψης και της γραφής χωρίς
αρχή και τέλος.
Ερωτήματα:
Γιατί κανείς δεν τους ανοίγει; Μήπως
γιατί κανείς δεν έχει διαβεί την πόρτα;
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Ερωτήματα:
Γιατί κανείς δεν ξέρει ποιος έχει το
κλειδί; Μήπως δεν υπάρχει το κλειδί; Η
επίμονη και μερικές φορές ισόβια
αναζήτηση τι καταδεικνύει; Μήπως τη
σπουδαιότητα του να διαβεί κανείς την
πόρτα;
Οι ποιητές
ξοδεύουν ολόκληρη τη ζωή τους, αλλά δεν
κατορθώνουν ν’ ανοίξουν την πόρτα, να
απολαύσουν εκείνους τους πνευματικούς
καρπούς που είναι αντάξιοι ενός ποιητικού
έργου.
Η ανύψωση
στο επίπεδο της αληθινής ποίησης δεν
είναι δεδομένη για τον καθένα ούτε
ζήτημα μιας απλής ευάρεστης διάθεσης,
αλλά απαιτεί κόπους, διαρκή προσπάθεια,
θυσία ίσως ολόκληρης ζωής, χωρίς μάλιστα
να είναι βέβαιη η ποθητή πραγμάτωση.
στ. 1 στ. 2-3 στ. 3-5 στ. 6-7 στ. 8-10
Η υψηλή
ποίηση παραμένει πάντοτε το ζητούμενο
και δεν έχει οριστικό τέλος. Η γοητεία
του ποιητικού ταξιδιού δεν βρίσκεται
στο αποτέλεσμα ή στο προσδοκώμενο, αλλά
στην αγωνία της αναζήτησης. Φτιάχνουν
αντικλείδια. Προσπαθούν. Η πόρτα δεν
ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ για όσους
μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Όσοι παρά
τις απεγνωσμένες προσπάθειες εννοούν
να επιμένουν ποιητικά, δεν μπορούν να
βρουν το κλειδί και γι’ αυτό φτιάχνουν
αντικλείδια, γράφουν δηλαδή ποιήματα,
μήπως και μπορέσουν να προσεγγίσουν
για λίγο την ουσία της ποίησης.
Τα
αντικλείδια, δηλαδή τα ποιήματα που
γράφονται, είναι πολλά και ερμηνεύουν
τον πόθο της ανθρώπινης ψυχής να
κατακτήσει την αυθεντική ποίηση.
Το κλειδί
όμως της ποίησης είναι ένα και μοναδικό·
δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τα
διάφορα αντικλείδια.
Η ανθρώπινη
προσπάθεια βέβαια συνεχίζεται, δεν
σταματά ούτε κατ’ ελάχιστο, ακόμη και
όταν συνειδητοποιεί, κατά την εξέλιξη
της ποιητικής πράξης, ότι η πόρτα της
ποίησης είναι ερμητικά, οριστικά κλειστή.
Όσο ο
ποιητής πιστεύει ότι πλησιάζει την
ποιητική αλήθεια, τόσο αυτή αποσύρεται.
Τον σαγηνεύει, τον εμπνέει, τον προδιαθέτει
να εκφραστεί ποιητικά, αλλά όταν ό ίδιος
αφοσιώνεται σ’ αυτήν και εισδύει στο
βάθος της, η ίδια δεν είναι εκεί,
απομακρύνεται από κοντά του, περισυλλέγεται
στην αλήθεια της, γίνεται παρούσα-απούσα.
Παρούσα με τη μορφή των ποιημάτων, αλλά
απούσα με το αιώνιο και γι’ αυτό απρόσιτο
για τον δημιουργό- ποιητή βάθος της.
«βάθος»:
ένα βάθος απροσπέλαστο που θυμίζει την
πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο.
Αναλογίες: εκεί το φως της Ιδέας κι εδώ
το βάθος της Ποίησης.
Η φύση της
αληθινής ποίησης δεν είναι δυνατό να
αποκαλυφθεί σε κανέναν ολοκληρωτικά.
Η μαγεία της συνίσταται στην παραχώρηση
ενός ψήγματος, μιας υποψίας από τη ουσία
της σ’ αυτούς τους λίγους εκλεκτούς,
που μπόρεσαν να δουν στο βάθος της και
προσπαθούν μάταια φτιάχνοντας αντικλείδια
να μπουν στο άβατο, το απροσπέλαστο και
απροσμέτρητο βάθος της. «Επομένως ο
ποιητής είναι ένας εξόριστος από τον
κόσμο της ποιητικής μαγείας, του ανήκει
μόνο η αγωνιώδης προσπάθεια να διαβεί
την κλειστή της πόρτα» (Τασούλα
Καραγεωργίου) Ίσως τα ποιήματα που
γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν΄ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Τα ποιήματα,
καρπός βασανιστικού μόχθου, είναι τα
αντικλείδια που κατασκευάζουν οι
ποιητές-κλειδαράδες ανά τους αιώνες
για να παραβιάσουν την πόρτα της Ποίησης.
Τα ποιήματα όμως δεν είναι η ποίηση,
είναι δοκιμές προσέγγισης της ουσίας
της, που αν και βρίσκονται στο σωστό
δρόμο, είναι ανεπαρκή για την επίτευξη
του στόχου τους, να καταφέρουν δηλαδή
να φανερώσουν το βαθύτερο περιεχόμενο
της ποιητικής τέχνης. Και η ποίηση είναι
αυτό που δεν ειπώθηκε και ούτε πρόκειται
ποτέ να ειπωθεί, «κάτι που παραμένει
πάντα απατηλό και φευγαλέο».(Γ. Παυλόπουλος)
«αντικλείδια»: τα ποιήματα είναι τα
αντικλείδια ή μάλλον «ίσως» είναι τα
αντικλείδια (υπάρχει και εδώ αβεβαιότητα).
Είναι πολλά, μια «ατέλειωτη αρμαθιά».
Ο ποιητής
δηλώνει και τη δική του συμμετοχή στη
διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας
με το α’ πληθυντικό πρόσωπο «ανοίξουμε»
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή: Ο
ποιητικός επίλογος, με τυπογραφικό
διάκενο από το υπόλοιπο ποίημα.
επανάληψη
του 1ου στίχου με ένα «μα», σχήμα κύκλου:
αφού η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή,
ανήκει σε όλους, η πρόκληση ανανεώνεται,
η περιπέτεια δεν έχει τέλος. Άρα και
αυτό το ποίημα ήταν ένα αντικλείδι.
Η ποίηση
και η τέχνη γενικότερα συνιστούν μια
πόρτα ανοικτή για τον ποιητή και τον
καλλιτέχνη, γιατί είναι μια αστείρευτη
πηγή επιτευγμάτων, η οποία επιτρέπει
στους δημιουργούς να απολαμβάνουν
κάποια από αυτά.
Συγχρόνως
όμως είναι και κλειστή, με το νόημα ότι
δεν εξαντλείται με το ένα ή το άλλο
ποιητικό και καλλιτεχνικό αγαθό, αλλά
είναι παρούσα ως πρόκληση για βαθύτερες
και καλύτερες εκάστοτε ποιητικές-καλλιτεχνικές
δημιουργίες.
Το ποίημα
δεν ταυτίζεται με την ποίηση. Το ποίημα
σηματοδοτεί την ατέρμονη προσπάθεια
των ποιητών, γενικότερα των δημιουργών,
να εισχωρήσουν για λίγο στην οντολογική
τους πηγή, που είναι η ποίηση.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ
ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Η ποιητική
αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Ο
αφηγητής λειτουργεί ως παντογνώστης
αφηγητής και η εστίαση είναι μηδενική
Ο αφηγητής φαίνεται να γνωρίζει τη
βαθύτερη ποιητική αλήθεια και τον διαρκή
αγώνα προσέγγισής της και, καθώς είναι
ένα πρόσωπο αόριστο· όσα λέει διεκδικούν
την εγκυρότητα του αντικειμενικού και
δίνουν στο ποίημα καθολική εποπτεία.
Μόνο στο στίχο 17, όπου ο ποιητής εμπλέκεται
προσωπικά και είναι ένας από τους πολλούς
ποιητές που προσπαθούν να κινηθούν στο
χώρο αληθινής ποίησης, ο αφηγητής γίνεται
ομοδιηγητικός και η εστίαση εσωτερική.
Ο λόγος του αφηγητή δε στοχεύει στη
μετάδοση συναισθηματικών φορτίσεων,
αλλά εκθέτει με τρόπο στοχαστικής
διάθεσης συγκεκριμένες απόψεις για την
ουσία της ποίησης. στ. 11-13 στ. 14-17 στ. 18
Ο χώρος
είναι ο κόσμος, το σύμπαν.
Ο χρόνος
είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος.
Η αφήγηση
δεν αφορά ένα συγκεκριμένο συμβάν αλλά
μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία.
Παρατηρείται μια συνεχής κίνηση της
ποιητικής αφήγησης από το γνωστό στο
άγνωστο, από το ανοικτό στο κλειστό, από
το κατανοητό στο ακατανόητο.
Η αφήγηση
έχει αλληγορικό χαρακτήρα. (η πόρτα που
ανοίγει και κλείνει ως σύμβολο, η πόρτα
ή ο χώρος πίσω από την πόρτα είναι η
ποίηση, τα αντικλείδια είναι τα ποιήματα).
Το ποίημα
μοιάζει με παραμύθι, κύρια γνωρίσματα
του οποίου είναι το μυστηριώδες
περιεχόμενο, το μυθολογικό, το μαγικό.
Στοιχεία που συντελούν στη μυστηριακή
ατμόσφαιρα του ποιήματος: η πόρτα της
ποίησης, τα αντικλείδια-ποιήματα, οι
μαγεμένοι άνθρωποι, το μυστήριο με το
άφαντο κλειδί, το μυστικό για ν’ ανοίξει
η πόρτα, η παράδοξη θέση του ποιητή ότι
η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή και
κλειστή ταυτόχρονα.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ
ΜΕΣΑ
Κυριαρχούν
τα ρήματα και τα ουσιαστικά.
Η αισθητική
λειτουργία του ποιητικού λόγου στηρίζεται
στις κύριες προτάσεις, οι οποίες
αποτυπώνουν αυτοτελή και ολοκληρωμένα
νοήματα.
Το ποίημα
στηρίζεται στην τεχνική των αντιθέσεων.
Τα αντίθετα συνυπάρχουν και ισορροπούν
στη γραμμή μετάδοσης νοήματος του ενός
προς το άλλο και αντίστροφα: η πόρτα
είναι ανοικτή και ταυτόχρονα κλειστή.
Το σχήμα
του κύκλου: στίχοι 1 και 18.
Μεταφορές:
αρπάζει (στ. 4), μαγεμένοι (στ. 5).
Εικόνες
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Κ.Ε.Ε
1. Ποιες
αντιλήψεις του ποιητή για την Ποίηση
εκφράζονται στο ποίημα;
2. Ποια
γνωρίσματα της ποιητικής γραφής του
Γιώργη Παυλόπουλου προκύπτουν από το
συγκεκριμένο ποίημα; Στα Αντικλείδια
ο Παυλόπουλος μας προσφέρει τα πλέον
χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής
του, λιτότητα στην έκφραση, φυσικότητα
του ποιητικού λόγου, κυριαρχία του
πεζολογικού τόνου και μια παραστατική
απόδοση της σκέψης του που επιτυγχάνεται
μέσω του συμβολισμού. Παράλληλα, ο
ποιητής επιδίδεται σε μια αγαπημένη
του τακτική η οποία συνίσταται στη
δημιουργία ενός αντιφατικού συνδυασμού
που παγιδεύει τη σκέψη του αναγνώστη
σε μια κυκλική πορεία όπου δεν υπάρχει
μια σαφής διέξοδος. Η πόρτα της ποίησης
είναι ανοιχτή, αλλά μάταια θα επιχειρήσει
κανείς να τη διαβεί καθώς τελικά είναι
-και πάντοτε ήταν- κλειστή. […]. Ο ποιητής
παγιδεύει τον αναγνώστη του σ’ έναν
αέναο κύκλο όπου η αρχή συμπίπτει με το
τέλος και το τέλος με την αρχή, θέλοντας
να δηλώσει την άρρηκτη σχέση μεταξύ των
πραγμάτων αλλά και τη συνύπαρξη αντιφάσεων
σε κάθε κατάσταση της ζωής. Στα Αντικλείδια
γίνεται σαφής η πρόθεση του ποιητή να
προβληματίσει τον αναγνώστη επισημαίνοντας
τη διττή φύση της ποίησης, η οποία, αν
και είναι πάντοτε διαθέσιμη ως μέσο
έκφρασης, δεν είναι ποτέ προσβάσιμη,
υπό την έννοια ότι είναι δύσκολο να
κατακτηθεί η τέχνη αυτή. Πέρα πάντως
από την ειδικότερη νοηματική διάσταση
του ποιήματος, μπορούμε να διακρίνουμε
την ιδιαίτερη χρήση του συμβόλου της
πόρτας, στο οποίο ο ποιητής παίζει με
την παράλληλη δυνατότητα μιας πόρτας
να ανοίγει και να κλείνει. Το σύμβολο
αυτό βοηθά τον ποιητή να εκφράσει την
άποψή του για την ποίηση με τρόπο
παραστατικό και σαφή. […].
3. Ποια στοιχεία
της αφήγησης διακρίνετε στο ποίημα και
ποιο είναι το πρόσωπο που «αφηγείται»;
4. Στο ποίημα αυτό κυριαρχούν οι κύριες
προτάσεις. Ποια είναι η αισθητική τους
λειτουργία;
5. Το ποίημα
χαρακτηρίζεται από γλωσσική απλότητα
και σαφήνεια, παρά το «φευγαλέο» νόημά
του. Ποιοι εκφραστικοί τρόποι δημιουργούν
αυτή την εντύπωση;
6. Στο ποίημα
χρησιμοποιείται το σχήμα του κύκλου: ο
πρώτος στίχος κλείνει και το ποίημα.
Πώς συμβάλλει το σχήμα αυτό στη μετάδοση
της βασικής ιδέας του ποιήματος; Ο
ποιητής ξεκινά με την παραδοχή ότι η
ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, θέλοντας
να δηλώσει τη διαρκή παρουσία της στη
ζωή μας. Η ποίηση είναι πάντοτε στη
διάθεσή μας είτε για να μας συγκινήσει
μέσω της δημιουργίας κάποιου άλλου
ανθρώπου είτε για να αποτελέσει το δικό
μας μέσο έκφρασης. Βέβαια, όπως μας
εξηγεί ο ποιητής, λίγοι είναι αυτοί που
θα κοιτάξουν μέσα από την πόρτα της
ποίησης και πραγματικά θα δουν τι έχει
να τους προσφέρει. Όσοι όμως αντικρίσουν
τα θέλγητρα της ποίησης θα συνειδητοποιήσουν
ότι η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή
και δεν μπορεί να ανοίξει καθώς κανείς
δε γνωρίζει που βρίσκεται το κλειδί.
Όσοι πραγματικά νιώσουν τη δύναμη και
την αξία της ποίησης, συνειδητοποιούν
παράλληλα το πόσο δύσκολο είναι να
κατακτήσει κανείς την τέχνη αυτή και
παρόλο που πολλοί από αυτούς αφιερώνουν
ολόκληρη τη ζωή τους στην προσπάθειά
τους να δημιουργήσουν το ιδανικό ποίημα
που θα αποτελέσει το αντικλείδι που θα
τους επιτρέψει να εισέλθουν στον κόσμο
της ποίησης, τελικά αντιλαμβάνονται
ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ο αρχικός
στίχος του ποιήματος με το κάλεσμα της
ανοιχτής πόρτας δίνει την ευκαιρία
στους ανθρώπους να δουν τη μαγεία της
ποίησης, ενώ το κλείσιμο της πόρτας στη
συνέχεια τους ωθεί σε μια διαρκή
προσπάθεια ποιητικής δημιουργίας ώστε
να ανοίξουν εκ νέου τη μαγική αυτή πόρτα.
Η διαπίστωση ότι κανείς δεν κατόρθωσε
να φτιάξει το αντικλείδι που θα μπορούσε
να ανοίξει την πόρτα, παρά τις προσπάθειες
των ποιητών από την αρχή του κόσμου,
οδηγεί σε μια ματαίωση του διαχρονικού
αυτού δημιουργικού ταξιδιού και θέτει
ένα τέλος που μοιάζει αμετάκλητο. Ο
ποιητής όμως επανέρχεται στο τέλος του
ποιήματος με το ίδιο κάλεσμα: «Μα η
Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.», για
να δώσει το κέλευσμα μιας νέας αρχής. Η
ποιητική δημιουργία είναι μια αέναη
διαδικασία που δεν μπορεί να παύσει ή
να ματαιωθεί, καθώς η ποίηση δεν είναι
παρά το συνονθύλευμα όλων εκείνων των
ποιητικών προσπαθειών που γίνονται ανά
τα χρόνια από τους επίδοξους δημιουργούς.
Το σχήμα κύκλου επομένως λειτουργεί ως
έναυσμα για την εκκίνηση ή τη συνέχιση
της προσπάθειας, μιας και η ποίηση μπορεί
να αποτελεί έναν δύσκολο ή σχεδόν απίθανο
στόχο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα
πρέπει οι ποιητές να εγκαταλείπουν τις
προσπάθειές τους. […]. Για τον πραγματικό
ποιητή η ενασχόληση με την ποίηση είναι
μια διαδικασία χωρίς τέλος, που μπορεί
να καταλήξει στη δημιουργία λίγων ή
πολλών ποιημάτων, αλλά πάντοτε θα
σημαδεύεται από την αδυναμία του ποιητή
να φτάσει στην αποτύπωση εκείνου του
ποιήματος που τον κατατρέχει για χρόνια
και το οποίο θα αποτελούσε την ιδανική
αποτύπωση των σκέψεών του. […]. 7. Η
ποιητική δημιουργία παρουσιάζεται στο
συγκεκριμένο ποίημα ως μια ατέρμονη
προσπάθεια να συλλάβει κανείς την
«αλήθεια» της Ποίησης. Πώς αισθητοποιείται
στο ποίημα αυτή η διαδικασία;
8. Ποιοι είναι,
κατά την άποψή σας, οι πολλοί που
προσπερνούνε και ποιοι οι μερικοί που
το μάτι τους κάτι αρπάζει (στ.2-3); '
9. Πότε η
προσπάθεια του ανθρώπου να ανοίξει την
πόρτα της Ποίησης αποκτά δραματική
διάσταση;
10. «Η πόρτα
δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ / για
όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος»: Πώς
ερμηνεύετε την «αντίφαση» που φαίνεται
να υπάρχει στους στίχους αυτούς;
11. Μπορεί
τελικά να βρεθεί, σύμφωνα με το ποίημα,
το κλειδί για την πόρτα της Ποίησης; Αν
όχι, τότε τι εκπροσωπούν τα αντικλείδια;
12. Αν «τα
ποιήματα που γράφτηκαν / από τότε που
υπάρχει ο κόσμος» είναι «μια αρμαθιά
αντικλείδια / για ν’ ανοίξουμε την πόρτα
της Ποίησης» τι είναι τότε η Ποίηση,
κατά τη γνώμη σας; Οι απαντήσεις από Κ.
Μάντη, Σημειώσεις
Περισσότερα
σχόλια για το ποίημα (από το βιβλίο του
καθηγητή)
Αν ό,τι
λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και τόσο το
άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων
που γράφτηκαν πάνω στη γη, αλλά προπάντων
ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον
έξω κόσμο (το μοναχικό τραγούδι των
Μουσών στο προοίμιο της Θεογονίας του
Ησιόδου), τότε η τύχη του ποιήματος
εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί
και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που
κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης.
Ας πούμε λοιπόν πως το κάθε ποίημα είναι
ένα βέλος μοναχικό που σκοπεύει το
ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται
πως είναι και μοναδικό, σημάδι και
σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης.
Αν καθ’ οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο
συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται
πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και
ξαναδοκιμάζει. Το παράκανα ίσως με τις
μεταφορές και τις παραβολές, προσπαθώντας
να πω πως Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου
πρέπει πρώτα να ακουστούν μόνα τους: ως
δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο
της ποίησης και το φάντασμα του ενός
ποιήματος. Κι αυτή, νομίζω, είναι η πρώτη
αρετή τους. (Δημ. Μαρωνίτης, «Τα αντικλείδια
της ποίησης», Διαλέξεις, Στιγμή, 1992, σ.
135-151). Τόσο τα Αντικλείδια όσο και στον
Λίγο άμμο, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με
ποιήματα ποιητικής, τα περισσότερα από
τα οποία αποπνέουν την αίσθηση του
ανικανοποίητου και του φευγαλέου, του
χειροπιαστού – σώματος ή πράγματος –
που όμως ξαφνικά εξαϋλώνεται και
εξαφανίζεται, από κοντινό και οικείο
γίνεται μακρινό και απρόσιτο, από φιλικό
γίνεται απροσδόκητα άφιλο ή και εχθρικό
ακόμη, κάποτε μάλιστα γίνεται επίβουλα
εχθρικό, όπως συμβαίνει συνήθως με το
εκάστοτε γραφόμενο – τη στιγμή που
γράφεται – ποίημα. (Κώστας Παπαγεωργίου,
«Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος», Γράμματα
και Τέχνες, σ. 29-30).
Ας πάρουμε
ως πρώτο παράδειγμα το ποίημά του «Τα
Αντικλείδια» από την ομώνυμη συλλογή
του. Ο Παυλόπουλος γράφει: Πολλά έχουν
γραφεί για αυτό το ποίημα. Αυτό όμως
είναι εντελώς φυσικό, γιατί ένα ποίημα
που έχει ως θέμα την υφή της ίδιας της
ποίησης αναπόφευκτα θα τραβήξει το
ενδιαφέρον των κριτικών και θεωρητικών
της ποίησης. Αλλά το ποίημα δεν προσφέρει
εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα για
τη φύση της ποίησης που απασχολούν και
τον ίδιο τον ποιητή. Οι δυσκολίες γίνονται
μεγαλύτερες καθ’ όσον προσπαθούμε να
διατυπώσουμε τις ιδέες του ποιητή για
τη φύση της ποίησης ανεξάρτητα από το
ποίημα. Έτσι πολλοί, στην προσπάθειά
τους να ερμηνεύσουν τις ιδέες του ποιητή
ανεξάρτητα από το ποίημα, έχουν
αντιμετωπίσει ερωτήσεις που φαίνονται
αναπάντητες. Αν η ποίηση είναι μια πόρτα
ανοιχτή, γιατί χρειαζόμαστε αντικλείδια;
Αν η ποίηση είναι πόρτα, σε τι είναι
πόρτα; Όταν κοιτάμε μέσα, σε τι μέσα
κοιτάμε; Ίσως όμως κάτι μπορεί να
καταλάβουμε από το νόημα του ποιήματος
χωρίς να απαντήσουμε όλες αυτές τις
ερωτήσεις. Η ποίηση, μας λέει ο ποιητής,
είναι μια πόρτα ανοιχτή. Μερικοί συναντούν
την πόρτα και την προσπερνούν. Δεν
κοιτάζουν για τίποτα, αλλά ούτε και
βλέπουν τίποτα. Αυτοί όμως που βλέπουν
κάτι και που συναρπάζονται από τη μαγεία
του, προσπαθούν να μπουν μέσα – προσπαθούν
να δουν περισσότερα. Η πόρτα (η ποίηση)
τότε κλείνει και δεν υπάρχει κλειδί γι’
αυτήν. Αναπόφευκτα μερικοί χάνουν όλη
τους τη ζωή ψάχνοντας για το ανύπαρκτο
κλειδί που θα τους ανοίξει την πόρτα
της ποίησης – θα τους επιτρέψει να
εννοήσουν τη φύση της. Δυστυχώς ή ευτυχώς,
το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς, είναι
αντικλείδια, δηλαδή, ποιήματα. Με άλλα
λόγια, η κατανόησή μας του ποιητικού
κόσμου, αυτό που προσπαθούμε να αρπάξουμε
με το μάτι μας όταν κοιτάμε μέσα, μπορεί
να επιτευχθεί μόνο με τα ποιήματα που
δημιουργούμε. (Γιώργος Αναγνωστόπουλος,
«Γιώργης Παυλόπουλος – Ποιητής ολίγων
λέξεων και πολλών ιδεών», Γράμματα και
Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ.-Μάιος 1998, σ. 31-36).
Η ποιητική
δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και
συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας
στο μεταίχμιο της ζωής και θανάτου να
φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η
στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή
και πρόσκαιρη, όπως η στιγμή κάθε
ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας
πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη
φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει
ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες
το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο
έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της
αγωνίας. Τα πράγματα που αγγίζουν σε
βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί
να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές
εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από
θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω
ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την
Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την
φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν
μια πόρτα ανοιχτή. («Ο Γιώργης Παυλόπουλος
μιλάει για την ποίηση και το έργο του»,
Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρ-Μάιος
1998, σ. 24-26).
Και τώρα
μπορώ να πω ότι θεωρώ τον Γιώργη Παυλόπουλο
ένα πολύ σημαντικό ποιητή, γιατί πέρα
από θαυμάσιους στίχους και εξαίσια
ποιήματα έχει ντύσει ένα ολόκληρο
ποιητικό έργο, έναν πολυδιάστατο ποιητικό
κόσμο. Ο Παυλόπουλος δεν μας αναγκάζει
να διαρρήξουμε τις πόρτες αυτού του
κόσμου. Ούτε όμως αφήνει πάντα τις πόρτες
του ανοιχτές. Μας δίνει τα αντικλείδια,
όπως λέει ο ίδιος, για να μπούμε μέσα
του, να τον αναγνωρίσουμε, να δούμε ότι
οι πόρτες του είναι άπειρες, και να
ξαναβγούμε στο δικό μας κόσμο πολύ πιο
πλούσιοι από πριν. (Τίτος Πατρίκιος, «Ο
Γιώργης Παυλόπουλος και τα αντικλείδια
της ποίησης», Γιώργης Παυλόπουλος Νέο
Επίπεδο, Μάρτιος 1995, σ. 3-8).
Η μετακίνηση
του Παυλόπουλου από τη συμβολική
διαστρωμάτωση του ποιητικού μύθου, στην
παραβολική διαχείρισή του, που ήδη
αναγνωρίζεται εύκολα στα ποιήματα των
«Αντικλειδιών» και στα επόμενα, νομίζω
ότι σχετίζεται άμεσα με την ταυτόχρονη
μετάβασή του από το ποίημα –γεγονός,
έστω και αν αυτό λειτουργεί μέσα σε μια
συστοιχία άλλων ομοειδών ποιημάτων,
στο ποίημα εκείνο όπου η δοκιμασία του
δημιουργού της ποιητικής σύνθεσης
αποτελεί την κυρίως υπόθεση του ποιήματος.
Κατ’ αναλογία, εξασθενίζουν οι ιστορικές
συνδηλώσεις απ’ όπου άλλα προγενέστερα
συνήθως ποιήματα αντλούσαν τη δραματική
τους απόγευση και, αντίθετα, δυναμώνουν
οι αποστασιοποιητικοί μηχανισμοί,
ενεργοποιώντας συνάμα τη φαντασία του
ποιητή η οποία και καταλαμβάνει ολοένα
και μεγαλύτερο χώρο ως προς τα όρια της
συμμετοχής της στη διαμόρφωση του
ποιήματος. Είναι αυτό που διαπιστώνει
αμέσως ο αναγνώστης, διαβάζοντας «Τα
αντικλείδια», με τη μυθική ατμόσφαιρα
να εξαρτάται όλο και πιο λίγο από τις
προποιητικές εμπειρίες, ενώ οι σκηνοθετικοί
χειρισμοί του ποιητή, είναι αυτοί που
υποβάλλουν στον αναγνώστη τα ερωτήματα
που τον έχουν ήδη δοκιμάσει. (Αλέξης
Ζήρας, «Ο καθρέφτης ως σύμβολο του
μεταίχμιου. Μια ανασκευή του μύθου στην
ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου», Νέο
Επίπεδο, ό.π., σ. 3-10).
Το ποίημα
είναι η αφήγηση ενός προσώπου – δεν
ενδιαφέρει νομίζω αν ταυτίζεται ή όχι
με τον ποιητή˙ η αφήγηση δεν αφορά ένα
συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια
επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες
διαδικασία απόπειρας να παραβιασθεί η
ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Το πρόσωπο
που αφηγείται δεν εμφανίζεται στο ποίημα
ως υποκείμενο ενός άμεσου πρώτου
ρηματικού προσώπου˙ τα όσα λέγει
διεκδικούν την εγκυρότητα του
αντικειμενικού, αυτού που αορίστως
επαναλαμβανόμενο συμβαίνει και που
περιγράφεται στο ποίημα από ένα πρόσωπο
που διαθέτει μια συνολική εποπτεία στο
χώρο – που είναι ο κόσμος – το σύμπαν
– και στον χρόνο που είναι από τότε που
υπάρχει ο κόσμος. Αλλά ας επιστρέψουμε
στην αναζήτηση του κλειδιού. Το κλειδί
είναι ένα – τα αντικλείδια πολλά, όμως,
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος.
Το βάθος είναι απροσπέλαστο; Αυτό
σημαίνει ότι η ποίηση δεν μπορεί να
κατακτηθεί ως ουσία; Ας θυμηθούμε την
πλατωνική αντίληψη για το σπήλαιο˙
μόλις βγουν οι ψυχές απ’ αυτό και
αντικρύσουν το φως της ιδέας, τυφλώνονται
από την λάμψη του˙ στιγμιαία μόνο μπορούν
να το κοιτάξουν. Τα ποιήματα είναι
αντικλείδια, δεν είναι κλειδιά˙ είναι
αντικλείδια - για να ανοίξουμε την πόρτα,
που είναι ανοιχτή όσο δεν θέλουμε να
την διαβούμε και που κλείνει, όταν
θελήσουμε να την περάσουμε -. Αναζητούμε
την μαγεία της ποίησης και μόλις θελήσουμε
να γίνουμε κοινωνοί της, η πόρτα κλείνει,
όπως όταν πας σε μια πηγή να ξεδιψάσεις
και εκείνη στερεύει, όπως δηλ. σε ένα
εφιάλτη – επομένως ο ποιητής είναι ένας
εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής
μαγείας. Ανήκει όμως σ’ αυτόν, γι’ αυτό
και η αγωνιώδης προσπάθεια να διαβεί
την κλειστή της πόρτα. Επομένως, η Ποίηση
δεν είναι το σύνολο των ποιημάτων που
γράφτηκαν από τότε που υπάρχει ο κόσμος,
είναι αυτό που ποτέ δεν ειπώθηκε και
ούτε πρόκειται ποτέ να ειπωθεί. Το ποίημα
τελειώνει όπως άρχισε (κύκλος). Η Ποίηση
είναι μια πόρτα ανοιχτή, η πρόσκληση
ανανεώνεται, η περιπέτεια δεν έχει
τέλος˙ η πόρτα θα ξανακλείσει, αλλά θα
παραμείνει ανοιχτή. Αντίφαση λογική,
όχι όμως ποιητική, ούτε φιλοσοφική.
Ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου
περιφερείας (Ηράκλειτος) Στην περιφέρεια
του κύκλου η αρχή και το τέλος συμπίπτουν.
(Τασούλα Καραγεωργίου, «Τα αντικλείδια
του Γιώργη Παυλόπουλου μία διδακτική
δοκιμή», Γράμματα και Τέχνες, ό.π. σ.
37-39).
Π Α Ρ Α Λ Λ Η
Λ Α Κ Ε Ι Μ Ε Ν Α
Κ. Καβάφης,
Το πρώτο σκαλί
Εις τον
Θεόκριτο παραπονιούνταν μιά μέρα ο νέος
ποιητής Ευμένης·
Τώρα δυό
χρόνια πέρασαν που γράφω κ' ένα ειδύλιο
έκαμα μονάχα.
Το μόνον
άρτιόν μου έργον είναι. Αλλοίμονον, είν'
υψηλή το βλέπω, πολύ υψηλή της Ποιήσεως
η σκάλα·
και απ' το
σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι ποτέ δεν
θ' αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ' ο
Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια ανάρμοστα
και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι
στο σκαλί το πρώτο, πρέπει νάσαι υπερήφανος
κ' ευτυχισμένος. Εδώ που έφθασες, λίγο
δεν είναι·
τόσο που
έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη
το σκαλί το πρώτο πολύ από τον κοινό τον
κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί
για να πατήσεις τούτο πρέπει με το
δικαίωμά σου νάσαι πολίτης εις των ιδεών
την πόλι.
Και δύσκολο
στην πόλι εκείνην είναι και σπάνιο να
σε πολιτογραφήσουν.
Γ. Πατίλης
«Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία»
Υπάρχω για
να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει
κουβαλάω με κόπο Υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα,
φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο
δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω,
τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις
που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που
ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω
μ’ αυτό που υπάρχει.
Σόνια
Κούμουρου, Οι λέξεις και οι Ποιητές,
Λένε πώς οι
ποιητές ξεμοναχιάζουνε τις λέξεις σ'
απόμερα σοκάκια της ψυχής
Τις κάνουν
να κλαίνε να γελάνε να πονούν
Λένε πώς οι
ποιητές ξομολογούν τις λέξεις κρατώντας
τα κλειδιά των μυστικών στις μέσα τσέπες
των λυγμών τους
Στην αγορά
της βρίσκεις Νομοθέτας που δεν γελά
κανένας τυχοδιώκτης. Εδώ που έφθασες,
λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη
δόξα».
Γ. Σαραντής:
Δεν είναι η ποίηση δεν είναι η ποίηση
κλειστός τόπος για ονειροπόληση φέρνει
τη νήπια αίσθηση της πρώτης χαραυγής
κι είναι η συμφιλίωση ενάντιων πραγμάτων
αυτό που δένει το Θεό με το εφήμερο το
στήθος με τη λησμονιά το βίο τον ανθρώπινο
με τη δικαιοσύνη δεν είναι η ποίηση
κλειστός τόπος για ονειροπόληση είναι
το άλλο νόημα των πραγμάτων.
(απόσπασμα)
Άρης Δικταίος «Η Ποίηση»
Μα εσύ,
Ποίηση, που δε μπορείς να κλειστείς μέσα
σε σχήματα, μα εσύ, Ποίηση, που δε μπορούμε
να σ’ αγγίξουμε με το λόγο, εσύ, το στερνό
ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσά
μας, σώσε την τελευταία ώρα τούτη του
ανθρώπου, την πιο στυγνή και την πιο
απεγνωσμένη, που ο Θάνατος, που η Μοναξιά,
που η Σιωπή, τον καρτερούν σε μια στιγμή
μελλούμενη.
(απόσπασμα)
Γ. Παυλόπουλος, ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Φεύγει νύχτα
μ’ ένα παλιό αμάξι γέρος πια φοράει
μαύρα. Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει. Μέσα στη σκέψη του
υπάρχει το ποίημα που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του. Μέσα στο
κούφιο μπαστούνι του υπάρχει ένα φίδι
χρυσό. Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο
λαιμό της σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη χλωμός ο
άλλος εαυτός του. Αυτός που χρόνια
φτιάχνει το ποίημα καλπάζοντας τώρα
στο πλάι του και ανάβοντας ολοένα τ’
άλογα που έχουν μεθύσει απ’ το σκοτάδι
και τη λάσπη.
Γιώργης
Παυλόπουλος, Η ΛΕΞΗ
Τυφλός από
χρόνια πάλευε μ' ένα μαύρο κάρβουνο να
γράψει μια λέξη πάνω στο απόλυτο σκοτάδι.
Καμιά γραφή και καμιά φωνή δε θα μπορούσε
/ ν' αποδώσει το φριχτό νόημα της. Δε
βρισκόταν σε κανένα λεξικό. Στ' όνειρο
του την έβλεπε αχνά χαραγμένη μέσα σε
σπήλαιο ανεξερεύνητο Λένε πώς οι ποιητές
μαγεύουνε τις λέξεις και γίνονται
αγάλματα καταμεσής του χρόνου Λένε πώς
οι ποιητές πεθαίνουν με τις λέξεις που
δεν προλάβανε να πουν να ζήσουν να
γευτούνε.
Τασούλα
Καραγεωργίου, ΤΟ ΠΙΟ ΩΡΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΔΕΝ
ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΠΟΤΕ Το πιο ωραίο ποίημα δεν
γράφεται ποτέ Αυτοί που ήταν να το πουν
σφραγίζουν τα χείλη τους και δεν τους
παίρνεις λέξη· κι όταν αυτό ασφυκτιά,
αυτοί το καταπίνουν το κάνουν αίμα και
λεπτές μικρές παραφυάδες -λευκές
κλωστένιες μηχανές παραγωγής χαδιών
και τρυφερών βλεμμάτων Το πιο ωραίο
ποίημα δεν γράφεται ποτέ Αυτοί που ήταν
να το πουν δεν το αποκηρύσσουν· σφιχτά
στα δόντια το κρατούν -όπως κρατάει στα
δόντια τους το κέρμα ο πεθαμένος. Το
παιδί και οι ληστές Ήταν ένα παιδί και
κάτω απ’ το κρεβάτι του πλαγιάζανε τις
νύχτες δύο ληστές. Άκουγε κάθε νύχτα τα
μαχαίρια τους άκουγε τα σκοτεινά τους
λόγια. Κι έλεγε ο ένας να τον πάμε να τον
κάνουμε ληστή. Κι έλεγε ο άλλος να του
βγάλουμε τα μάτια να τον κάνουμε ζητιάνο
βιολιτζή. Κάθε νύχτα το παιδί τρελό απ’
το φόβο του μες από κάμαρες και σκάλες
και διαδρόμους τους ξέφευγε για να χωθεί
στην αγκαλιά της. Κι εκείνη το ‘παιρνε
και το χάιδευε. το κοίμιζε πάντα με το
ίδιο παραμύθι: Ήταν ένα παιδί και κάτω
απ’ το κρεβάτι του πλαγιάζανε τις νύχτες
δύο ληστές. Άκουγε κάθε νύχτα τα μαχαίρια
τους άκουγε τα σκοτεινά τους λόγια. Κι
έλεγε ο ένας να τον πάμε να τον κάνουμε
ληστή. Κι έλεγε ο άλλος να του βγάλουμε
τα μάτια να τον κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα το παιδί τρελό απ’ το φόβο
του μες από κάμαρες και σκάλες και
διαδρόμους τους ξέφευγε για να χωθεί
στην αγκαλιά της. Κι εκείνη το ‘παιρνε
και το χάιδευε. το κοίμιζε πάντα με το
ίδιο παραμύθι: Ήταν ένα παιδί και κάτω
απ’ το κρεβάτι του πλαγιάζανε τις νύχτες
δύο ληστές...
Γιώργης
Παυλόπουλος «Η στάχτη»
Φύσαγε ὁ
ἀγέρας ἀνέβαζε τὴ στάχτη τους τὴν
πήγαινε στὸν οὐρανὸ φοβόταν ἐκείνη
φοβόταν οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε δὲν ε ἴμαστε πιὰ
στὴ γῆκαι φοβόταν πώς οι άνθρωποι
κάποτε θα την ανακαλύψουν. Ό ίδιος
ουδέποτε τόλμησε να την προφέρει. Μήτε
ήξερε γιατί βασανιζόταν να γράψει αυτή
τη λέξη.
Γιώργης
Παυλόπουλος, Ο Άλλος
Εκεί που
πάλευα να τελειώσω το ποίημα περασμένα
μεσάνυχτα ήρθε και πάλι ξαφνικά με
ανοιχτό αμάξι με δυο γυναίκες αγκαλιά
και κάτω από το παράθυρο μου "κατέβα
άθλιε" μου φώναζε "παράτα τα που
να σε πάρει σκίσ΄ τα επιτέλους τα χαρτιά"
Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα όμως ο
δρόμος ήταν έρημος και τσακισμένος
ξαναγύρισα στο ποίημα κι όλη τη νύχτα
πάλευα χωρίς να το τελειώσω. δὲν ἔχουμε
πιὰ δέρμα δὲν ἔχουμε μαλλιὰ δὲν ἔχουμε
μήτε μάτια. Γίναμε στάχτη τῆς ἔλεγε
ὅμως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω καὶ μένει
ἀκόμα ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν μπορε ῖ νὰ
γίνει στάχτη καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη.
Εἶμαι ἡ στάχτη σου τοῦ ἔλεγε καὶ ε
ἶσαι ἡ στάχτη μου μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε
ποῦ πᾶμε κι ὅλο φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε. Πάψε τρελέ
του ἔλεγε.
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΤΟΥ Γ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ως
παράλληλα. (Π. Μοίρα, Φωτόδεντρο)
Στα δύο
ποιήματα διακρίνεται καθαρά το συναίσθημα
ματαιότητας που νιώθει ο δημιουργός, ο
οποίος έχει επίγνωση πως το έργο του
ποτέ δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί με
τον τρόπο που ο ίδιος είχε φανταστεί,
όταν το ξεκινούσε. Στα «Αντικλείδια» η
επίγνωση της μοίρας του ανολοκλήρωτου
και το συναίσθημα της ματαιότητας είχαν
εκφραστεί με τρόπο πιο συγκρατημένο
και διακριτικό από ό,τι στον «Άλλο»:
Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε
μάταια γυρεύοντας το μυστικό να την
ανοίξουν. Δεν γίνεται, ωστόσο, αναφορά
στον τρόπο με τον οποίο «χαλάνε» τη ζωή
τους, δεν αναφέρονται εκείνα που χάνουν
από τη ζωή, καθώς αφοσιώνονται στην
πράξη της ποίησης. Αυτή η διακριτική
αποσιώπηση ανατρέπεται στο μεταγενέστερο
ποίημα, όπου οι δύο όροι της σύγκρισης
(η ποίηση και η ζωή), καθώς και η μεταξύ
τους διαφορά παρουσιάζονται ωμά: η πράξη
της ποιητικής δημιουργίας παρουσιάζεται
ως έργο επίμοχθο. Στο άνοιγμα και το
κλείσιμο του ποιήματος χρησιμοποιείται,
το ίδιο ρήμα, για να αποδοθεί η δραστηριότητα
της συγγραφής: «πάλευα». […]. Η επανάληψη
του ίδιου ρήματος επιδιώκει να δείξει
πως η αφοσίωση σε μια τέχνη σημαίνει
κόπο και θυσίες. Είναι μάλιστα
χαρακτηριστικό το γεγονός πως, ενώ στα
«Αντικλείδια» γίνεται υπαινιγμός και
στις απολαύσεις που προσφέρει η αφοσίωση
στην ποίηση (εκείνοι που μπορούν να δουν
για λίγο μέσα από την πόρτα βλέπουν κάτι
που τους μαγεύει), στο ποίημα «Ο Άλλος»
αυτή η ,έστω και προσωρινή, μαγεία δεν
μνημονεύεται. Αντίθετα, γίνεται υπαινιγμός
σε εκείνα που θυσιάζει ο ποιητής, σε
εκείνα που ως άνθρωπος στερείται. Αυτό
κατορθώνεται με το θέμα του διχασμού
του «ομιλητή» του ποιήματος (που και
πάλι ταυτίζεται με τον ίδιο τον ποιητή)
σε δύο «εαυτούς»: ο ένας εαυτός του,
κλεισμένος μέσα στο σπίτι, προσπαθεί
σκληρά να καλλιεργήσει την τέχνη του,
ενώ ο άλλος εαυτός του κυκλοφορεί έξω,
ανάμεσα σε ευχάριστους ανθρώπους και
διασκεδάζει. Η παρουσία του δεύτερου
εαυτού είναι καθοριστική και κυρίαρχη
σε αυτό το ποίημα. Ο άλλος πόλος του
διπολικού εαυτού αντιστέκεται στην
αφοσίωση του πρώτου στην τέχνη, ή
ακριβέστερα, αντιστέκεται στην αντίσταση
του πρώτου απέναντι στη ζωή. Με τον τρόπο
αυτό, έχουμε δύο εαυτούς που αντιστέκονται:
ο πρώτος στη ζωή και ο δεύτερος στην
τέχνη. Ο πρώτος αντιστέκεται έμμεσα στη
ζωή, με την προσήλωσή του στην τέχνη,
ενώ ο δεύτερος αντιστέκεται έμμεσα στην
τέχνη, μέσα από τη ροπή του προς τις
απολαύσεις της ζωής. Αυτό το αντιστικτικό
σχήμα αντίστασης λειτουργεί σε δύο
επίπεδα: στο ρεαλιστικό επίπεδο της
ιστορίας που αφηγείται ο ομιλητής, αλλά
και στο επίπεδο της ποιητικής. Σύμφωνα
με το πρώτο, έχουμε την περίπτωση ενός
προσώπου που κλυδωνίζεται ανάμεσα σε
δύο στάσεις ζωής: την ασκητική, του
αφοσιωμένου σε μια τέχνη, και την κοσμική,
του αφοσιωμένου στις υλικές απολαύσεις.
Η περίπτωση αυτή αποδίδεται αρκετά
ρεαλιστικά στο ποίημα, αποτελώντας και
την προφανή σημασία του. Εκείνος, όμως,
ο άλλος εαυτός λειτουργεί και στο επίπεδο
της ποιητικής του Παυλόπουλου, ή, πιο
συγκεκριμένα, της στρατηγικής που
ακολουθεί στην ποιητική έκφραση. Σύμφωνα
με αυτή τη στρατηγική, η ποίηση σε κάθε
ποίημα εισάγεται ως παρουσία ή ως υποβολή
με τρόπο δυναμικό, για να περισταλεί,
στη συνέχεια, μέσω της αλλεπάλληλης
αναγωγής της ποιητικής αφήγησης σε ένα
μη πραγματικό του ποιήματος και,
συνακόλουθα, και της ίδιας της ποίησης.
Δηλαδή η ποίηση «εισβάλλει» - κατά
κάποιον τρόπο - στην αφήγηση στην αρχή
ρεαλιστικά και κυριαρχικά, ενώ στο τέλος
παίρνει πάντα τη μορφή που της αρμόζει,
αυτήν την παραμυθική, την εξωπραγματική...
Διαπιστώνουμε επίσης πως ανάμεσα στα
δύο ποιήματα υφίσταται ένας διάλογος,
κατά τον οποίο ο «ομιλητής» του
μεταγενέστερου ποιήματος έρχεται όχι
απλώς να συμφωνήσει με τον «ομιλητή»
του πρώτου ποιήματος, αλλά και να
υπερθεματίσει: ο αφοσιωμένος στην ποίηση
δεν δείχνει πλέον τη σοφή συγκατάβαση
του προγενέστερου ποιήματος, αλλά αφήνει
να φανεί καθαρά η λαχτάρα του για κάποιες
υλικές απολαύσεις. Αφήνει, επίσης, να
φανεί η έστω και παροδική διάθεση του
να αφεθεί σε αυτές: το ανοιχτό αυτοκίνητο
του Άλλου και οι δύο γυναίκες στην
αγκαλιά του αποτελούν κραυγαλέα και
κοινότοπα σύμβολα διασκέδασης. Δεν
είναι, όμως, τυχαίο που τα διάλεξε ο
Παυλόπουλος, μια και με αυτή την επιλογή
του προφανώς θέλει έμμεσα να ενισχύσει
τη θέση του ασκητή-ποιητή, επειδή έτσι
υπαινίσσεται τη συμβατικότητα ή και
την ευτέλεια των υλικών απολαύσεων.
Αυτά τα οποία
ο Άλλος προκαλεί κάτω από το παράθυρο
του ποιητή είναι πράγματα που μπορούν
να μοιραστούν μεταξύ τους πολλοί και
για λίγο, ενώ την εμπειρία της δημιουργίας
μόνος του μπορεί μόνο να καρπωθεί κανείς-
και από τη στιγμή που το καταφέρνει, η
σχετική εμπειρία μπορεί να γεμίσει
ολόκληρη τη ζωή του και να της δώσει
νόημα. Αξιοπαρατήρητος είναι ο σκληρός
χαρακτηρισμός του Άλλου για τον ποιητή:
«κατέβα άθλιε μου φώναζε». Ο χαρακτηρισμός
μέσα στο ποίημα εμφανίζεται να απευθύνεται
από τον διασκεδαστή της ζωής στον ασκητή
της τέχνης, αν και κανονικά -δηλαδή,
συμβατικά- θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε
άθλιο εκείνον που το μόνο που επιδιώκει
είναι η καλοπέραση. Στην πραγματικότητα,
όμως, ο χαρακτηρισμός του άθλιου παραμένει
μετέωρος μέσα στο ποίημα, αφορώντας και
τους δύο εξίσου - αν και για διαφορετικούς
λόγους ...
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ:
ΗΜΕΡ ΕΠΑΝ 2011
Α 1. Κύρια
γνωρίσματα της ποίησης του Γιώργη
Παυλόπουλου είναι η χρήση καθημερινού
λεξιλογίου, ο παρατακτικός λόγος και η
συμβολιστική γραφή. Για καθένα από τα
παραπάνω χαρακτηριστικά να γράψετε ένα
αντίστοιχο παράδειγμα από το ποίημα
που σας δόθηκε. Μονάδες 15
Β 1. Σύμφωνα
με την Τασούλα Καραγεωργίου: «Το ποίημα
του Παυλόπουλου τελειώνει όπως άρχισε.
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή˙ η
πρόσκληση ανανεώνεται˙ η περιπέτεια
δεν έχει τέλος». Σε ποιο σχήμα λόγου
αναφέρεται η Τ. Καραγεωργίου; (μον. 5) Να
σχολιάσετε τη συγκεκριμένη επιλογή του
σχήματος αυτού από τον ποιητή. (μον. 15)
Μονάδες 20 Β
2. α) Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής
χρησιμοποιεί στα «Ἀντικλείδια» το α΄
και γ΄ πληθυντικό πρόσωπο για την
εξιστόρηση και ερμηνεία του ποιητικού
του μύθου; (μονάδες 10) β) Να περιγράψετε
δύο εικόνες με τις οποίες ο ποιητής
δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηριακή.
(μον. 10)
Μον. 20 Γ 1. Να
σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους: α)
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς νά βλέπουν
τίποτα καί προσπερνοῦνε. (σε μία παράγραφο
περίπου 60-80 λέξεων) (μον. 10)
β) Ἀκόμη /
καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια /
γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν.
/Φτιάχνουν ἀντικλείδια. (σε μία παράγραφο
περίπου 80-100 λέξεων) (μονάδες 15)
Μονάδες 25 Δ
1. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο
το ποίημα του Γ. Παυλόπουλου «Τά
Ἀντικλείδια» με το ποίημα του Γ.
Στογιαννίδη «Ἡ ποίηση». (μον.20).
Ἡ ποίηση
Ἡ ποίηση
εἶναι σκληρὴ δὲν τὴν κερδίζεις μὲ
ψέματα, δὲν τὴν ἀλλάζεις ξεκοι λιάζοντας
τράπουλες ἢ θυμιατί ζοντας τὸν ἔξω
ἀποδῶ. Φωτιὰ ποὺ βαστάει ἀπ’ τὴν
κόλαση καὶ ποὺ μελ τέμια Αὐγουστιάτικα
λουτρὰ ἰαματικὰ ποὺ οἱ δυστυχισμένοι
ὀνειρεύονται. Ἡ ποίηση σοῦ ἀφαιρεῖ
τὴν πραγματικότητα ἀφήνοντάς σε στὶς
προσβάσει ς τοῦ ὕπνου νὰ μηρυκάζεις
λ έξεις. Κάποτε ἄγγελος Κυρί ου ἔρχεται
νὰ σοῦ ἀλλάξει τὸ μ ουσκεμένο προσκέφαλο.
Ἡ ποίηση εἶναι ἡ πιὸ σκληρὴ μ οναξιά.
(Από τη συλλογή του Γιώργου Στογιαννίδη,
Στίς προσβάσεις τοῦ ὕπνου, 1976)
Ενδεικτικές
απαντήσεις
Α1. η χρήση
καθημερινού λεξιλογίου: «κλειδί, πόρτα,
αντικλείδια»: ο ποιητής, αν και καταπιάνεται
με τη δύσκολη δουλειά του προσδιορισμού
της φύσης του ποιητικού λόγου, χρησιμοποιεί
λέξεις απλές και συνηθισμένες στο
καθημερινό μας λεξιλόγιο. Καταφέρνει,
δηλαδή, να πραγματεύεται αφηρημένες
έννοιες και ιδέες με λέξεις γνωστών μας
πραγμάτων. ο παρατακτικός λόγος:
«Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν. Η
πόρτα δεν ανοίγει πια»: ο λόγος γίνεται
λιτός, κοφτός, φυσικός και ο τόνος
πεζολογικός. η συμβολιστική γραφή:
«Ίσως τα ποιήματα … είναι μια ατέλειωτη
αρμαθιά αντικλείδια»: Τα αντικλείδια
είναι τα ποιήματα που γράφουν οι ποιητές
και αντιπροσωπεύουν τις αέναες προσπάθειες
όλων να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης.
Β1. Το ποίημα αρχίζει και κλείνει με τον
ίδιο στίχο (στον τελευταίο στίχο
προστίθεται ο σύνδεσμος «μα»). Πρόκειται
για το σχήμα του κύκλου. Το ποίημα έτσι
γίνεται το ίδιο φορέας της εμπειρίας
που περιγράφει. Πιστοποιεί μ’ αυτόν
τον τρόπο την αέναη προσπάθεια των
ποιητών να ανοίξουν την πόρτα της
Ποίησης, γράφοντας συνεχώς ποιήματα
στο πέρασμα των αιώνων. Κι ο κύκλος
ξανανοίγει, η προσπάθεια δε σταματά.
Ωστόσο, η πόρτα είναι ανοιχτή, γιατί
όσοι προσπαθούν και «προσφέρουν»,
απολαμβάνουν κιόλας κάποια από τα αγαθά
της Ποίησης («Η ποίηση είναι μια πόρτα
ανοικτή, για όσους θέλουν να τη διαβούνε»,
είχε πει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο
ποιητής). Β2. α) Το α’ πληθυντικό πρόσωπο
χρησιμοποιείται μόνο μια φορά στον
προτελευταίο στίχο: «για ν’ ανοίξουμε»
και δίνει χροιά εξομολογητική, σα να
μιλάει για να ακούσει ο ίδιος τα λόγια
του. Εδώ φυσικά μιλάει εξ ονόματος των
ποιητών, ως ποιητής και ο ίδιος. Ωστόσο,
η ποιητική αφήγηση γίνεται σε τρίτο
πρόσωπο και με την αίσθηση ότι ο αφηγητής
γνωρίζει τη βαθύτερη ποιητική αλήθεια
της και το διαρκή αγώνα προσέγγισής
της. Με την πληθωρική χρήση του γ’
πληθυντικού προσώπου οι διαπιστώσεις
του ομιλητή εκλαμβάνονται ως αυθεντία,
χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν αφήνει
ελεύθερο τον αναγνώστη να δώσει τις
δικές του απαντήσεις και να εξαγάγει
τα δικά του συμπεράσματα. Έτσι, το ποίημα
αποκτά αντικειμενικότητα, γενικό-καθολικό
κύρος και σαφήνεια. β) 1 η εικόνα: «Η πόρτα
τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς / δεν
τους ανοίγει». Η πόρτα κλείνει, γιατί
είναι ένα άπιαστο είδωλο και έτσι δεν
αποκαλύπτεται πλήρως σε κανέναν. Η
κλειστή πόρτα συμβολίζει τις δυσκολίες
που αντιμετωπίζει ο δημιουργός, αλλά
και το κίνητρο για να δημιουργήσει ο
ποιητής τα έργα του. 2 η εικόνα: «Η πόρτα
δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ / για
όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος». Όσοι
αντίκρισαν τα αγαθά της ποίησης γνωρίζουν
ότι δεν μπορούν να τα απολαύσουν μεμιάς.
Κατάφεραν να πάρουν μια γεύση απ’ αυτά
τα αγαθά κι έτσι αυτό λειτουργεί ως
πρόκληση να ανοίξουν την πόρτα και να
γευθούν τις χαρές της ποίησης. Γ1. α)
«Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
/ τίποτα και προσπερνούνε». Η ποίηση
τελικά δεν είναι άμεσα προσιτή στον
καθένα, αλλά έχει και περιέχει κάτι
βαθύτερο. Όσοι δεν την αντιμετωπίζουν
στο πραγματικό της βάθος, ο «συρφετός»
(κατά τον Καρυωτάκη), και παραγνωρίζουν
τα ενδότερα νοήματά της, πώς μπορούν να
βρουν την πόρτα της ανοικτή; Αυτό
συμβαίνει με τους πολλούς: την αντικρίζουν
επιφανειακά και αδιάφορα: δεν είναι σε
θέση να την αποτιμούν δημιουργικά, να
την προσεγγίζουν ως ανώτερη πράξη
αίσθησης και πνευματικής ευωχίας. Το
αποτέλεσμα είναι να την προσπερνούν,
αλλά εξίσου να τους προσπερνά και η
ποίηση δια του ποιητή. β) «και τη ζωή
τους κάποτε χαλάνε μάταια / γυρεύοντας
το μυστικό να την ανοίξουν. / Φτιάχνουν
αντικλείδια». Η προσπάθεια των ποιητών
να προσπελάσουν την ποιητική ουσία
αποκτά δραματική διάσταση. Κάποιοι
μετατρέπουν την ποίηση σε αυτοσκοπό
της ζωής τους, αφιερώνονται σ’ αυτήν
και χαλάνε τη ζωή τους υπερβαίνοντας
το μέτρο. Οι ποιητές ξοδεύουν ολόκληρη
τη ζωή τους, αλλά δεν κατορθώνουν ν’
ανοίξουν την πόρτα, να απολαύσουν
εκείνους τους πνευματικούς χυμούς που
είναι αντάξιοι ενός ποιητικού έργου. Η
ανύψωση εντέλει στο επίπεδο της αληθινής
ποίησης δεν είναι δεδομένη για τον
καθένα ούτε ζήτημα μιας απλής ευάρεστης
διάθεσης. Απεναντίας απαιτεί κόπους,
διαρκή προσπάθεια, θυσία ίσως ολόκληρης
ζωής, χωρίς μάλιστα να είναι βέβαιη η
ποθητή πραγμάτωση. Το ευκταίο ή επιθυμητό
δεν γίνεται εύκολα πραγματικό στην
ποίηση. Δ1. Πρόκειται για δύο ομόθεμα
ποιήματα ποιητικής. Κι οι δύο ποιητές
αποπειρώνται να ορίσουν το ποιητικό
φαινόμενο και να εισχωρήσουν στα ενδότερα
της ποιητικής ουσίας. Ο μεν Παυλόπουλος
ορίζει την ποίηση ως μια πόρτα ανοικτή
και φαινομενικά προσιτή σε όλους. Ωστόσο,
η υψηλή ποιητική δημιουργία παραμένει
το ζητούμενο. Ο Στογιαννίδης θεωρεί την
κατάκτηση της ποίησης έργο δυσεπίτευκτο,
που απαιτεί ειλικρίνεια, μόχθο,
περισυλλογή, μοναχικότητα («Η ποίηση
είναι η πιο σκληρή μοναξιά»). Ο ίδιος θα
πει σε ένα άλλο ποίημά του: "Δεν ξέρω
πώς να μπαλώσω τούτο το ποίημα/έτσι
ξεσκισμένο που είναι:/Νύχτες τώρα
παιδεύομαι/μπερδεύομαι με τις λέξεις..."
Και οι δύο ποιητές πιστεύουν στο
θαυματουργό ρόλο της ο μεν Παυλόπουλος
διατείνεται πως το ποιητικό τοπίο
μαγεύει τους επαρκείς επισκέπτες του
(«μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν»), ο δε
Στογιαννίδης τη χαρακτηρίζει «μελτέμια
Αυγουστιάτικα, λουτρά ιαματικά που οι
δυστυχισμένοι ονειρεύονται». Ακόμα,
πολλές φορές η ενασχόληση μαζί της
ενέχει τον κίνδυνο απομάκρυνσης από
την πραγματικότητα. Γι’ αυτό καλό θα
ήταν να ανατιμάται αλλά όχι και να
υπερτιμάται, καθώς τα ποιήματα, μαζί
και η ποιητική διάθεση και έξαρση, δεν
μας οδηγούν υποχρεωτικά στο ύψος της
ποίησης. Η ποιητική ιδέα δεν εξαντλείται
με την τρέχουσα ποιητική πράξη. «Η ποίηση
σου αφαιρεί την πραγματικότητα» και
«Ακόμη και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε
μάταια … να την ανοίξουν». Και οι δύο
ποιητές επισημαίνουν την παγίδα που
ενεδρεύει όταν υπηρετείς δογματικά
την «ποίηση για την ποίηση» («να μηρυκάζεις
λέξεις»), καταλήγεις να μην απολαμβάνεις
ούτε καν ο ίδιος τα δώρα της («και τη ζωή
τους κάποτε χαλάνε μάταια»). Και τα
δύο ποιήματα ολοκληρώνονται κυκλικά
με στίχους που κεφαλοποιούν την αξία
της ποίησης. Ο τελευταίος στίχος στο
ποίημα του Παυλόπουλου ολοκληρώνει τον
κύκλο της ποιητικής εκμύθευσης του
κόσμου και επιβεβαιώνει ότι η σχέση μας
με την ποίηση παραμένει μια γοητευτική,
αλλά και επώδυνη περιπέτεια ζωής.
Παρόμοια και ο Στογιαννίδης με την
κατηγορική διατύπωση του ακροτελεύτιου
στίχου παραδέχεται ότι η ποίηση λειτουργεί
θεραπευτικά, σε συνθήκες επώδυνης
μοναχικότητας του δημιουργού. "Το
ποίημα είναι το ποτάμι/δε σταματά/συνεχίζεται
μέσα σου.", γράφει ο ποιητής σε ένα
άλλο ποίημα από την ίδια ποιητική
συλλογή. Η ποίηση είναι μια περιπέτεια
χωρίς τέλος, θα επαναλαμβάνεται όσο
υπάρχει ο κόσμος και όσο υπάρχουν
ποιητές. Δημήτρης Χριστόπουλος, e-ΤΡΑΠΕΖΑ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΠΗΓΕΣ: 1)
Βιβλίο του καθηγητή, 2) Δημήτριος
Τζωρτζόπουλος, Σχολικός Σύμβουλος ΠΕ02
Φθιώτιδος, Γ. Παυλόπουλος, ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ,
3) Χρύσα Αλεξοπούλου, Σχολ. Σύμβουλος
ΠΕ2 Ανατ. Αττικής, Ενημερωτική Συνάντηση
για τη Λογοτεχνία Κατεύθυνσης (Ποίηση)
Διόνυσος 20/01/10 Κορωπί 26 /01/10, 4) Π. Μοίρα,
Φωτόδεντρο, 5) Γ. Παυλόπουλος, από τις
Φιλολογικές διαδρομές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου