ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ-Ο ΕΛΕΓΧΤΗΣ
Ο ποιητής
Μίλτος Σαχτούρης ανήκει στην πρώτη
μεταπολεμική ποιητική γενιά. Με καταγωγή
από την Ύδρα, γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα
και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του
1821 Γ. Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφηκε στη Νομική
Σχολή, αλλά την εγκατέλειψε, για να
αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποιητική
παραγωγή: «όταν πέθανε ο πατέρας μου το
1939 και ξέσπασε ο πόλεμος το ΄40, πήρα κι
έκαψα όλα τα πανεπιστημιακά μου βιβλία.
Είπα: Τέρμα η Νομική! Τα ΄καψα τρόπος
του λέγειν· τα πιο πολλά τα πούλησα ή
τα αντάλλαξα με γαλλικά βιβλία, συλλογές
ποιημάτων. Και έκτοτε δόθηκα απερίσπαστος,
χωρίς αναστολές, στην ποίηση». Το 1943
γνωρίστηκε με τον Νίκο Εγγονόπουλο, μια
συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για
τον ποιητή Σαχτούρη. Τα εικαστικά
στοιχεία στην ποίησή του είναι κυρίαρχα.
Ομολογεί ο ίδιος: «Η ζωγραφική με βοήθησε
πολύ στην ποίησή μου. Ορισμένα ποιήματά
μου βγήκαν από οράματα ζωγράφων που
είχα δει και από εικόνες εν γένει. Αλλά
αγαπώ και τη ζωγραφική σαν ζωγραφική.
Αν δεν ήμουν ποιητής, θα ήθελα να είμαι
ζωγράφος. Αυτά που ζωγραφίζω εγώ είναι
ποιήματα, δεν είναι ζωγραφιές […]. Πολλές
πικρίες ξεπέρασα με την εκτόνωση που
κάνω γράφοντας αυτά τα ποιήματα»
Η εποχή που
έζησε είναι ολόκληρος ο 20ος αιώνας:
βίωσε την τραγική διάψευση της
μικρασιατικής καταστροφής, τους
σφαγιασμούς του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου,
της Κατοχής και του Εμφυλίου, τον ψυχρό
πόλεμο και τις διεκδικήσεις ή τις
διαψεύσεις για έναν δικαιότερο κόσμο.
«Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την
πέτρα», και αλλού «Η ποίησή μου είναι
μια συνεχής αυτοβιογραφία. Μοιάζει –
και πρέπει να διαβάζεται – σαν ένα είδος
υποσυνείδητου ημερολογίου της ζωής μου
ως σήμερα», λέει χαρακτηριστικά. Στην
αρχή τουλάχιστον της μακρόχρονης πορείας
του κατακρίθηκε από πολλούς, ειδικά από
τους ποιητές της γενιάς του ’30. Τιμήθηκε
με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο
του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές»
της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ»,
το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης
για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το
1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για
το έργο του «Εκτοπλάσματα». Πέθανε το
2005.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ
αντιηρωικός
ποιητής, εκφραστής και απολογητής της
κατακερματισμένης και καθημαγμένης
ανθρώπινης ύπαρξης. Ο διαρκής στοχασμός
του πάνω στην έννοια της οδύνης, ως
βαθύτερης ουσίας και μοίρας της ανθρώπινης
ύπαρξης, οδήγησε σε μια λιτή και ξεκάθαρη
χαρτογράφηση του εσωτερικού πόνου του
σύγχρονου ανθρώπου.
απορρίπτει
την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται
στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό.
οικοδομεί
το έργο του με εφιαλτικές εικόνες και
σύμβολα, που πλησιάζουν περισσότερο
τον εξπρεσιονισμό.
υπερτονίζει
το παράλογο, ενώ από τον Υπερρεαλισμό
από τον οποίον ξεκίνησε, κρατά την
τολμηρή φαντασία και την παραίσθηση.
«Το έχω
τονίσει επανειλημμένα, ο υπερρεαλισμός
έδρασε πάνω μου σαν καταλύτης. Με
λευτέρωσε στην ποίηση και στη ζωή, αλλά
δεν μπορώ να πω ότι η ποίησή μου είναι
υπερρεαλιστική. Η ποίησή μου είναι
ιδιότυπα δραματική και λυρική», δήλωνε
ο ίδιος. (περιοδικό Τέταρτο, Μάρτιος
1987).
Το παράλογο
δίνεται μέσω των παρακάτω τεχνικών:
-παραμορφωτικά
έγχρωμα σχήματα (ένας μπαξές γεμάτος
αίμα / είν’ ο ουρανός)
-αμφίδρομη
κίνηση με αναιρετικό χαρακτήρα (ένας
μπαξές γεμάτος αίμα / είν΄ ο ουρανός/
και λίγο χιόνι )
-ασύμβατη
συνύπαρξη λέξεων που αναιρούν κάθε
λογική λεκτική αναμονή (κληρονόμος
πουλιών) -αφύσικοι μετασχηματισμοί που
ανατρέπουν ακόμη και τη συμπαντική τάξη
(έσφιξα τα σχοινιά μου/ πρέπει και πάλι
να ελέγξω τ΄ αστέρια).
ποιητής του
ατομικού άγχους, αλλά μέσα στο έργο του
είναι διάσπαρτος ο απόηχος του άγχους
μιας ολόκληρης εποχής. Όμως, η ποίησή
του δεν είναι απαισιόδοξη. («Πάντα θα
'χουμε ανάγκη από ουρανό»).
ρεαλιστική
απεικόνιση της καθημερινής πραγματικότητας.
ποίηση
εικονιστική, με πολλά εικαστικά στοιχεία
(μορφικά θυμίζει την κυβιστική ζωγραφική:
σχήματα παραμορφωμένα, δυνατά χρώματα,
αιφνιδιαστικοί συνδυασμοί).
εικόνες με
αντιθετική συναρμογή και μεταφορική
λειτουργία.
απλή γλώσσα,
λιτό λεξιλόγιο.
τίτλος
ποιήματος: συνήθως έναρθρο προσηγορικό
ουσιαστικό.
κατασκευή
μικρών ποιημάτων, που ακολουθούν το
σχήμα: εμπειρική αφορμή, μετασχηματισμός
της εμπειρίας σε ποιητική φαντασίωση
και ολοκλήρωση, τελική παραγωγή της
ποιητικής εμπειρίας. Έτσι προκύπτουν
τα σταθερά δομικά στοιχεία της ποίησής
του:
μια
ιστορία-μήνυμα η σκηνική διάρθρωση και
η ιδεοπλαστική εικόνα(εικόνα/ζωγραφιά,
που εκφράζει μια ιδέα)
Για τον
ποιητή ο μεταπολεμικός τεχνολογικός
πολιτισμός προξένησε στον άνθρωπο
ψυχική και πνευματική αλλοτρίωση,
προκαλώντας κρίση και παρακμή των
ουσιαστικών αξιών και νοημάτων της
ανθρώπινης ζωής. Ο Σαχτούρης δεν μπόρεσε
ποτέ να ανεχθεί τις κατεστημένες λογικές
συμβάσεις, τα ευδαιμονικά μοντέλα
προόδου και τις υποκριτικές ηθικές
επιταγές, που συνόδευσαν τον μοντέρνο
πολιτισμό. Αντιμετώπισε τον πολιτισμό
της εποχής του ως ένα εφιαλτικό, σκοτεινό,
απειλητικό και καταπιεστικό για τις
πνευματικές αξίες της ανθρώπινης ζωής
περιβάλλον, που του προκαλούσε οδύνη,
δέος, ανησυχία, άγχος και αγωνία. Ο
Σαχτούρης, αν και βρίσκεται στον αντίποδα
του πραγματικού σύγχρονου κόσμου του,
δεν επιδιώκει την ανατροπή του, ούτε
χρησιμοποιεί μια ενεργή επιθετικότητα.
Ο αμυντικός του λόγος δεν ενδίδει στην
ευκολία των κραυγαλέων καταγγελιών.
Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να
βγάλει τον σπαραγμό μπροστά στην κρίση
του μοντέρνου πολιτισμού. Στην ποίηση
του Σαχτούρη οι δύο κόσμοι δε διαλέγονται,
αλλά ούτε συγκρούονται. Μένουν χωριστοί
και ακέραιοι ως δύο διαφορετικά συστήματα
ζωής, συγκροτώντας ένα ενιαίο ποιητικό
κοσμικό σύνολο για τον ποιητή.
Στην
αντιπαράθεση των δύο κόσμων της ποίησης
του Σαχτούρη ο εσωτερικός κόσμος
παρουσιάζεται ως ένας θετικά
σημασιοδοτημένος κόσμος ονειρικός,
φανταστικός, πνευματικός και επουράνιος:
«Πάντα θα’ χουμε ανάγκη από ουρανό»
(«Το Αεροπλάνο») «Ας μη το κρύβουμε
/Διψάμε για ουρανό/» («Το Ψωμί», «Τα
Φάσματα»). Στον αρνητικά σημασιοδοτημένο
επίγειο κόσμο της εξωτερικής πραγματικότητας
το ανθρώπινο πνεύμα συναντά την πίκρα
και την τραγωδία. Αντίθετα, στον
επουράνιο κόσμο βρίσκει τη λύτρωση και
τη δικαίωση, την πνευματική ανύψωση,
δηλαδή όλα αυτά τα οποία στερείται στον
γήινο κόσμο. Η αντιπαραβολή είναι σαφής:
«/Τ’ Αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω
στον/ κόσμο/ είναι τ’ αστέρια που τώρα
ανάβουν ένα-ένα /στον ουρανό/» («Τ’
Αδέρφια μου», «Τα Φάσματα»). Ό,τι κακό
συμβαίνει γίνεται στο γήινο επίπεδο:
«Οι μεγάλοι σιδερένιοι δρόμοι κάτω/
τόσο πολύ πίκρα μας πότισαν/» («Έμεινε»,
«Το Σκεύος»), «/.. ο δρόμος κάτω έφεγγε
από κρύσταλλο/ και μέσα φαίνονταν/ τα
σφυριά και τα μαχαίρια/» («Το Μαρτύριο»,
«Τα Φάσματα»).
Λογοτεχνικά
ρεύματα που επηρέασαν την ποίησή του
Υπερρεαλισμός:
κίνημα που εμφανίστηκε στη δεκαετία
του 1920. Τα χαρακτηριστικά του:
Οι
υπερρεαλιστές είναι έντονα επηρεασμένοι
από την ψυχανάλυση. Εκφράζουν στην
ποίηση και στην τέχνη γενικότερα τις
διαδικασίες του υποσυνείδητου. Σύμφωνα
μ’ αυτούς ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένει
εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της
καθημερινής ζωής, αλλά να χρησιμοποιεί
τη φαντασία, το όνειρο, το ασυνείδητο,
σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της
αληθοφάνειας.
Αυτόματη
γραφή με την οποία ο δημιουργός γράφει
χωρίς καμιά επέμβαση της λογικής. Απόλυτη
ελευθερία στο λεξιλόγιο και τη στιχουργική.
Απρόσμενοι
συνδυασμοί λέξεων.
Εντυπωσιακές
εικόνες.
Νεοϋπερρεαλισμός:
Ο Σαχτούρης έχει υπερβεί το υπερρεαλιστικό
κίνημα και εντάσσεται στο χώρο των
νεοϋπερρεαλιστών ή μεταϋπερρρεαλιστών
ποιητών (γεννήθηκαν 1920-30):
Γνωρίσματα:
ερμητισμός
/ κρυπτικότητα
το στοιχείο
του παραλόγου, που εκφράζεται και στη
μορφή του ποιήματος
αλλότροπη
/ απρόσμενη σύνδεση μη αναμενόμενων
εικόνων
τραγική
αίσθηση της ζωής, σε αντίθεση με την
αισιόδοξη στάση ζωής που είχαν οι
μεσοπολεμικοί υπερρεαλιστές, τουλάχιστον
στην αρχή της ποιητικής τους πορείας.
Ο νεοϋπερρεαλιστής,
επηρεασμένος και από τη γύρω του
πραγματικότητα, δε θεωρεί τη γλώσσα ως
μέσο με το οποίο θα προκαλέσει έκπληξη
(όπως συνέβαινε με τους υπερρεαλιστές
του μεσοπολέμου) , αλλά ως όργανο που θα
τον βοηθήσει να συλλάβει και να εκφράσει
την εφιαλτική πραγματικότητα που υπάρχει
γύρω του. Ο Σαχτούρης δεν καταφεύγει
στη λογική αποδιάρθρωση του ποιήματος
μέσω ελεύθερων συνειρμών, αλλά φτιάχνει
μια αφηγημένη ιστορία που οριοθετείται
συχνά με έναν επιγραμματικό τίτλο (ο
ελεγκτής, ο εφιάλτης, η πόρτα) και στην
οποία οι εικόνες προσπαθούν να αποδώσουν
το προσωπικό εφιαλτικό όραμα. Κάθε
ποίημα είναι μια μικρή ιστορία, που μέσα
από τρία ή τέσσερα αλλεπάλληλα επεισόδια
– εικόνες εκφράζει κάποιο μήνυμα.
Εξπρεσιονισμός: Όρος που χρησιμοποιήθηκε
πρώτα για τη ζωγραφική, στις αρχές του
20ου αιώνα. Στόχος των ζωγράφων η
απομάκρυνση από την αναπαράσταση της
εξωτερικής πραγματικότητας και η προβολή
του εαυτού τους και μιας καθαρά προσωπικής
άποψης του κόσμου. Στη λογοτεχνία ο όρος
πρέπει να χρησιμοποιείται με σύνεση.
Ως βασικές αρχές στη λογοτεχνία έχει:
την έκφραση
εσώτερων ψυχολογικών καταστάσεων.
τον
προσδιορισμό της μορφής (εικονοποιία,
στίξη, σύνταξη κλπ ) από την έκφραση,
ηχητικές και χρωματικές αποτυπώσεις.
χρήση
μεταφοράς και εικόνας.
φανταστική
απεικόνιση του κόσμου και του παράλογου.
Ο Σαχτούρης
θα αντλήσει από τον εξπρεσιονισμό την
ελεύθερη χρήση της εικόνας, τη διαμαρτυρία
που φαίνεται παντού, στις μορφές, στα
πρόσωπα, στα αντικείμενα. Ο τρόπος με
τον οποίο απεικονίζει τις μορφές του
φανερώνει φρίκη, προβάλλει το φανταστικό
και το παράλογο έναντι του λογικού και
τα θέματά του πηγάζουν από τον πόλεμο,
την απόγνωση του ανθρώπου μπροστά στις
μηχανές (όλα τα παραπάνω αποτελούν
θέματα του εξπρεσιονισμού). Ο Σαχτούρης
γεμίζει την ποίησή του με έντονα χρώματα,
που αποτελούν σύμβολα (κόκκινο- φόνος,
μαύρο-σκοτάδι, λευκό-ερημιά), και μέσα
από τις παραμορφωμένες, εφιαλτικές του
μορφές προσπαθεί να εκφράσει τον δικό
του πόνο που του προκαλεί η πραγματικότητα.
Τα ποιήματά του είναι κραυγές!
Υπαρξιακή
ποίηση κινείται ανάμεσα στον
κοινωνικό προβληματισμό και την υπαρξιακή
εμπειρία, με κύριο χαρακτηριστικό την
αγωνία για την τύχη του μεταπολεμικού
ανθρώπου.
ιδεολογική
φόρτιση του ποιητικού λόγου.
υπαρξιακές
ανησυχίες: άγχος, φόβος, (κυρίως ο φόβος
του θανάτου).
αβεβαιότητα,
αίσθηση αδιεξόδου.
τραυματικές
εμπειρίες της ιστορίας, διάψευση των
οραμάτων.
η φθορά
που συνεπάγεται το πέρασμα του χρόνου.
η κοινωνική
λειτουργία της ποίησης.
η πάλη
ανάμεσα στις δυνάμεις του καλού και του
κακού.
αρχετυπικοί
συμβολισμοί (όπως στο Σαχτούρη ο ουρανός,
το φεγγάρι, ο κήπος). Γενικότερα ο
Σαχτούρης από τον υπαρξισμό αντλεί την
αγωνία για τη ζωή και τη θέση του ποιητή
σε έναν κόσμο εφιαλτικό.
Παρά τις
παραπάνω επιδράσεις, η ποιητική
φυσιογνωμία του Σαχτούρη είναι ξεχωριστή
και έχει κατακτήσει τον δικό της προσωπικό
ποιητικό χώρο. Απορρίπτει την αντίληψη
ότι τα ποιήματά του είναι απαισιόδοξα
και είχε πει ότι αυτά «μοιάζουν με μάσκες
αφρικανικές, που ξορκίζουν το κακό και
το θάνατο».
Ρεαλισμός.
Ο Σαχτούρης προσπαθεί να αποδώσει την
εποχή του. Παρακολουθεί τη δοκιμασία
του μεταπολεμικού ανθρώπου. Νιώθει
υπεύθυνος για την πραγματικότητα που
βιώνει και το χρέος αυτό αποτελεί
έμπνευση, αφορμή αλλά και το περιεχόμενο
της ποίησής του. Στόχος του όμως δεν
είναι τα συγκεκριμένα βιώματα, αλλά
θέλει να αποδώσει καθολικότητα και
διαχρονικότητα στην έκφρασή του. Ο
εφιάλτης του γίνεται ένας διαρκής
εφιάλτης χωρίς θεραπεία. Μ. Σαχτούρη, Ο
Ελεγκτής, ερμηνευτική προσέγγιση Θέμα
του ποιήματος: το χρέος του ποιητή να
περιφρουρεί τις υψηλές αξίες και να
οδηγεί τους ανθρώπους στον πνευματικό
κόσμο. Η συλλογή « Τα φάσματα ή η χαρά
στον άλλο δρόμο» (1958) Η λέξη «φάσματα»,
σύμφωνα με το Μαρωνίτη, σημαίνει τα
είδωλα, τα φαντάσματα ή τους ιριδισμούς
των χρωμάτων. Πρόκειται για τα φαντάσματα
της τραγικής πραγματικότητας της
μετεμφυλιακής Ελλάδας και, αν δούμε τη
λέξη με την κυριολεκτική της σημασία
(φάσμα = αυτό που φαίνεται ή η ανάλυση
και η χρωματική διασπορά του φωτός),
σημαίνει την απεικόνιση με εικόνα
ποιητική του εφιαλτικού ειδώλου της
πραγματικότητας που ζει ο ποιητής και
ο τόπος του. Ο ποιητής φεύγει από αυτήν
την αντιποιητική πραγματικότητα που
βιώνει, από την οποία απουσιάζει κάθε
χαρά. Η χαρά βρίσκεται «στον άλλο δρόμο»,
όπως υποδηλώνει το δεύτερο μισό του
τίτλου της συλλογής. Η χαρά, η πραγματική
ζωή των υψηλών ιδανικών, βρίσκεται σε
άλλη πραγματικότητα, σε άλλον «ουρανό»,
που πιθανότατα είναι η ποίηση και τα
οράματά της για ένα καλύτερο αύριο. Ο
χώρος που τεκταίνονται τα δρώμενα είναι
ο «άλλος δρόμος» (χαρακτηριστικό της
ποίησης του Σαχτούρη η διάσταση του
διπλού, η ύπαρξη δυο πραγματικοτήτων).
Οι εικόνες του δεν είναι μόνο βιώματα
ή φαντασίες (φάσματα – είδωλα) αλλά
«κοιτούν» σ’ αυτήν την άλλη πλευρά,
στον «άλλο δρόμο», που καλείται να
διατηρήσει ζωντανές τις ηθικές αξίες
και να προστρέξει σε μια ανώτερη ζωή. Η
ποίηση δίνει την ευκαιρία να νιώσει και
εκφράσει ο δημιουργός και ο αναγνώστης
τους συλλογικούς και αιώνιους πόθους
του ανθρώπου, προσπερνώντας την
κατακρεουργημένη ανθρωπότητα.
Ο τίτλος
του ποιήματος
Ο τίτλος του
ποιήματος ορίζει το χώρο του, ώστε ο
αναγνώστης να προετοιμαστεί για την
είσοδό του στο μαγικό κόσμο της ποίησης.
Ορίζει συγχρόνως και το χρέος του ποιητή,
που είναι η αποκατάσταση της επικοινωνίας
των ανθρώπων με τον «ουρανό», τον χώρο
όπου διαφυλάσσονται οι αξίες, τα
πνευματικά αγαθά. Ο ποιητής ως ελεγκτής
των αστεριών διαμεσολαβεί μεταξύ ουρανού
και γης, προσπαθώντας να βοηθήσει στο
να φτάσει το φως των αστεριών στη γη, το
φως της ελπίδας για έναν ομορφότερο και
δικαιότερο κόσμο στη σκληρή και απάνθρωπη
γήινη πραγματικότητα. Ο τίτλος συνδέεται
άμεσα και συμβολικά με το περιεχόμενο
του ποιήματος, αναφερόμενος στη συνειδητή
αποστολή του ποιητή να διατηρήσει
ζωντανή την αντίσταση στο ηθικό
σκοτάδι. Ο τίτλος του ποιήματος
απαρτίζεται, κατά τη σαχτουρική συνήθεια,
από ένα έναρθρο προσηγορικό ουσιαστικό.
Η λεκτική εκφορά του, λοιπόν, (με το
οριστικό άρθρο που συνοδεύει το
ουσιαστικό, το οποίο δηλώνει το υποκείμενο
κάποιας ενέργειας- του ρόλου του ποιητή)
μας επιβάλλει να δεχτούμε:
α) μιαν
υποχρεωτικότητα και
β) την αυστηρά
καθορισμένη ιδιότητα του ποιητικού
υποκειμένου, που έχει μια πολύ ξεκάθαρη
αποστολή.
Η χρήση
προσηγορικών ονομάτων για τιτλοφόρηση
του ποιήματος είναι συνηθισμένη στην
ποίηση του Σαχτούρη. Έτσι δημιουργείται
μια ρεαλιστική ατμόσφαιρα η οποία όμως
θα δώσει τη θέση της σε εικόνες πλασμένες
από τη φαντασία με φανερή την επιρροή
του υπερρεαλισμού. Ο τίτλος, αποτελούμενος
από το οριστικό άρθρο και το ουσιαστικό
(όπως συμβαίνει και σε άλλα ποιήματα
του Σαχτούρη π.χ Η Αποκριά, Ο Συλλέκτης,
Ο Στρατιώτης ποιητής) ορίζει το χώρο,
ώστε να προετοιμαστεί ο αναγνώστης να
μπει στο μαγικό κόσμο του ποιήματος και
να παρακολουθήσει τη μικρή του ιστορία.
Η οριστικοποίηση στόχο έχει και να
μεταφέρει πιο άμεσα τον αναγνώστη στο
κλίμα του έργου και να συγκεκριμενοποιήσει
τον ελεγκτή, ότι δηλαδή πρόκειται για
τον ίδιο τον ποιητή κι όχι για οποιονδήποτε
άλλο που θα μπορούσε να φέρει το
χαρακτηριστικό αυτό μεταφορικά ή
κυριολεκτικά.
Η δομή του
ποιήματος
Μόνιμα
στοιχεία στην ποίηση του Σαχτούρη είναι:
μία
ιστορία-μήνυμα,
οι ιδεοπλαστικές
εικόνες και
η σκηνική
διάρθρωση.
Η ιστορία
– μήνυμα: είναι ο ρόλος του ποιητή και
η ευθύνη που αυτός έχει.
Οι
ιδεοπλαστικές εικόνες: Οι εικόνες του
παρουσιάζονται ως στοιχεία της
καθημερινότητας, του γήινου και
πραγματικού κόσμου, που επεκτείνονται
στον ουράνιο και φανταστικό κόσμο
δημιουργώντας το ποιητικό φαινόμενο.
Το ποίημα αποτελείται από τρεις
ιδεοπλαστικές εικόνες- σκηνές:
1. ο κακοποιημένος
ουρανός (στ. 1-3)
2. ο ουράνιος
μηχανοδηγός-ποιητής-ελεγκτής (στ. 4-6)
3. ο ποιητής
ως ιερό πτηνό, χτυπημένο όμως, που πρέπει
να εκτελέσει την αποστολή του (στ. 7-11)
Κάθε εικόνα βασίζεται σε συνειρμούς,
είναι σχετικά αυτόνομη και συμπυκνώνει
μια μικρή ιστορία. Η τελευταία εικόνα
διευρύνεται, για να συμπεριλάβει και
τις άλλες: Ο ποιητής με «σπασμένα φτερά»
πετάει μέχρι τον «ουρανό», που και αυτός
όμως είναι ματωμένος.
Η σκηνική
διάρθρωση: Οι σκηνές διαρθρώνονται
με βάση τις εικόνες και εναλλάσσονται
με κινηματογραφικό τρόπο. Τις
εικόνες-ενότητες τις συνδέουν οι
βουλητικές προτάσεις «να ελέγξω», «να
πετάω», εξαρτώμενες από το ρήμα « πρέπει»,
υποδηλώνοντας το ηθικό χρέος του «
ελεγκτή», ο οποίος ταυτίζεται με τον
ποιητή λόγω των σχετικών βιωμάτων και
των αντιλήψεών του, αλλά και λόγω της
αυτονόμησης του εγώ στον στίχο 7.
Η
σκηνοθετική τεχνική του συγκροτεί ένα
σκηνικό μεταμορφώσεων, όπου κυριαρχούν
το τοτεμικό στοιχείο, οι αρχετυπικές
μορφές, τα πλάσματα της παιδικής
παραμυθικής φαντασίας και το παράλογο,
τα οποία με τη σειρά τους αποκαλύπτουν
τον ζοφερό βιωματικό κόσμο του Σαχτούρη,
που αναζητά την ελπίδα σε έναν άλλο χώρο
καθαρό, τον ουράνιο. Έτσι, ο κομματιασμένος
του κόσμος είναι το βάθος και το πλάτος
ενός επώδυνου βιώματος, που μετέτρεψε
την παιδική και εφηβική ηλικία σε
εφιαλτικό βίωμα. Ο Μ. Σαχτούρης με την
ποίησή του αναζητά την αλήθεια, την
αυθεντική ζωή, την απελευθέρωση από
«πάθη και παθήματα» ανάμεσα στον ουρανό
και τη γη και δίνει την εντύπωση ότι ως
κλόουν μετεωρίζει και μετεωρίζεται,
αναζητώντας το νόημα της ύπαρξης.
Καταλύει την απόσταση ανάμεσα στη γη
στον ουρανό, καθώς οι μορφές του
ανεβοκατεβαίνουν από τη ζωή στο θάνατο
και το αντίστροφο ως εκφάνσεις του ίδιου
πράγματος.
Ο χώρος του
ποιήματος Ο χώρος του ποιήματος
καλύπτει δύο επίπεδα: το γήινο επίπεδο
και την ουράνια περιοχή.
α) το γήινο
επίπεδο: Ο ποιητής βρίσκεται στη γη, η
οποία στο ποίημα δεν περιγράφεται
καθόλου, αλλά υποδηλώνεται. Είναι η γη
των μετεμφυλιακών χρόνων, η γη που
παραπέμπει σε μια αντιπνευματική και
απάνθρωπη πραγματικότητα. Από τη γη θα
ξεκινήσει ο ποιητής, για να πραγματώσει
το έργο του, «να ελέγξει τ΄ αστέρια».
β) ο ουρανός:
Από την άλλη πλευρά υπάρχει ο χώρος του
ουρανού, ένας υπεργήινος χώρος, που
αποτελεί τον στόχο του ποιητή, αλλά έχει
υποστεί και αυτός καίρια πλήγματα. Ο
ουρανός: εκπροσωπεί τον χώρο των ιδεών
του ποιητή, τον χώρο της αγνότητας και
της αθωότητας, τον πνευματικό χώρο στον
οποίο κινείται ο ποιητής. Είναι ο χώρος
στον οποίο στρέφεται ο άνθρωπος, για να
ανασάνει, να προσευχηθεί, να αναζητήσει
βοήθεια, άρα συμβολίζει την ελπίδα, το
ιδανικό, τη λύτρωση. Ο ουρανός αντιθετικά
με τη γη και συμβολικά αντιπροσωπεύει
τη φυγή από αυτήν, την απόδραση στο χώρο
της Ομορφιάς. Δεν πρόκειται μόνο για το
ατομικό όραμα του Σαχτούρη, αλλά πρόκειται
για ένα συλλογικό όραμα, έναν συλλογικό
πόθο: αυτόν της ανάγκης για έναν
φωτεινότερο κόσμο. Η βασικότερη τεχνική
που χρησιμοποιεί ο Σαχτούρης είναι η
τεχνική της σμίκρυνσης. Σύμφωνα μ’
αυτή, το σαχτουρικό σύμπαν, ο ουρανός,
έχει σμικρυνθεί και γίνεται ορατός με
τις διαστάσεις ενός μπαξέ: «Ένας μπαξές
γεμάτος αίμα είν' ο ουρανός και λίγο
χιόνι». Ο χώρος της αθωότητας και της
αγνότητας προς τον οποίο τείνει ο ποιητής
σμικρύνεται, καταλαμβάνει τη διάσταση
ενός μπαξέ, ενός εφιαλτικού κήπου, που
είναι αιματοβαμμένος από τους σφαγιασμούς
της σκοτεινής και απάνθρωπης εποχής. Ο
Γ. Θέμελης έχει χαρακτηρίσει τον κήπο
του Σαχτούρη ως «το πιο τρομακτικό και
μαζί αποκαλυπτικό όραμα κόσμου του
ποιητή» Χρέος του ποιητή είναι να
ξεπεράσει τις δυσχέρειες, το κακό που
ταλανίζει τον κόσμο, για να πετάξει προς
τον ουρανό, - το χώρο του καλού και του
αγαθού- αλλά και να βοηθήσει τους άλλους
ανθρώπους να βρουν αυτό τον δρόμο. Ο
ρημαγμένος κόσμος, ρημαγμένος από την
έκπτωση των ηθών και την αλλοτριότητα
των πραγμάτων, επιβάλλει στον ποιητή
να επωμιστεί το χρέος του ως πνευματικός
ταγός και να αναλάβει καθοδηγητικό
ρόλο.
Οι τρεις
ιδεοπλαστικές – υπερρεαλιστικές εικόνες
του ποιήματος
Α) Ένας μπαξές
γεμάτος αίμα / είν' ο ουρανός / και λίγο
χιόνι Ο ουρανός είναι ο ποιητικός χώρος
στον οποίο καταφεύγουν, για να καλύψουν
τις συναισθηματικές και πνευματικές
τους ανάγκες, όσοι δεν αρκούνται στα
υλικά αγαθά του αισθητού κόσμου και
θέλουν να βιώσουν τη γοητεία του
φανταστικού κόσμου της ποίησης. Αυτός
που κρατάει ανοιχτούς τους δίαυλους
επικοινωνίας είναι ο ελεγκτής - ποιητής.
Ο ουρανός, σύμβολο των πνευματικών αξιών
και της ελπίδας, έχει υπονομευτεί από
τη γήινη αθλιότητα, έχει αμαυρωθεί από
την ηθική σήψη της πραγματικότητας
(Κατοχή, Εμφύλιος, μετεμφυλιακές
αντιπαλότητες, βία, θάνατος). Ο ουρανός
σ΄ αυτήν την εικόνα έχει και στοιχεία
γήινα, έχει αίμα, το αίμα των αδικοσκοτωμένων
Ελλήνων. Ο Σαχτούρης ανακαλεί μνήμες
από τις τραγικές στιγμές της ελληνικής
ιστορίας και βάφει με κόκκινο χρώμα τον
χώρο της αθωότητας. Επιλέγεται η λέξη
«μπαξές», μεταφορά που αισθητοποιεί
την ασαφή εικόνα του ουρανού, μια λέξη
οικεία στην καθημερινή ανθρώπινη
εμπειρία, που αποκτά αμέσως τρομακτική
και εφιαλτική διάσταση, ώστε να δηλωθούν
με καθαρότητα οι δύο υποστάσεις που
δίνει πάντα ο Σαχτούρης στο ποιητικό
του σύμπαν: το φρικιαστικό χαρτογραφείται
την ίδια στιγμή που αρθρώνεται το
φανταστικό. Ο μπαξές / ουρανός,
που θα ήταν αναμενόμενο να είναι γεμάτος
λουλούδια, είναι «γεμάτος αίμα»,
λειτουργεί εδώ και ως σύμβολο θανάτου,
έχει το χρώμα των τραυματικών εμπειριών
της εποχής του ποιητή, το κόκκινο του
αίματος, αλλά και «λίγο χιόνι». Το λευκό
χρώμα του χιονιού, που αποτελεί στοιχείο
αγνότητας και εσωτερικής καθαρότητας,
αφήνει κάποια περιθώρια δράσης και
ελπίδας στον ποιητή. Όμως το χιόνι έχει
άλλοτε χρησιμοποιηθεί ως χρώμα θανάτου
από τον Σαχτούρη: «σαν παγοπώλης του
θανάτου ο Θεός». Τα χρώματα, λοιπόν, που
κυριαρχούν στη σαχτουρική ποίηση έχουν
εδώ καίρια θέση: άμεσα αναφέρονται το
κόκκινο και το άσπρο, έμμεσα αναφέρονται
το γαλάζιο και το μαύρο:
κόκκινο:
χρώμα της ζωής αλλά και του θανάτου, της
φωτιάς (καθαρτήριας αλλά και καταστροφικής),
της αγάπης, του πάθους, του θυμού. Εδώ
το χρώμα του αίματος, του ολέθρου και
του θανάτου.
άσπρο: το
χρώμα της αγνότητας, της ελπίδας της
αισιοδοξίας, της ηρεμίας, της πνευματικότητας
και της ανώτερης ζωής.
γαλάζιο:
το χρώμα του ουρανού και της ελευθερίας.
μαύρο: το
χρώμα του πένθους και του θανάτου. Ο
ουρανός στο ποίημα έχει χάσει το γαλάζιο
χρώμα του, είναι ματωμένος και σκοτεινός.
Β) έσφιξα τα
σκοινιά μου / πρέπει και πάλι να ελέγξω
/ τ' αστέρια Η εναγώνια προσπάθεια για
επανάκτηση της χαμένης πληρότητας είναι
ατελεύτητη και αποτελεί μια άλλη έκφραση
του μύθου του Σίσυφου· ζητά μερίδιο από
τον «ουρανό». Είναι φανερή στην ποίηση
του Σαχτούρη η συνύπαρξη των ανθρώπων
με το άγος, τις φρικαλεότητες, την ηθική
αναλγησία. Αυτές οι συνθήκες τού
υπαγορεύουν την ανάγκη να αθωώσει αυτόν
τον κόσμο, προσεγγίζοντας τον ουρανό.
Με τη φράση «έσφιξα τα σκοινιά μου»
διαφαίνεται ο ποιητής- ελεγκτής σε
κατάσταση ετοιμότητας για την εκτέλεση
της ιερής αποστολής. Οφείλει να σφίξει
τα σκοινιά του, δηλαδή να ενεργοποιήσει
όλες τις ψυχικές του δυνάμεις. Το έργο
του είναι δύσκολο, γιατί απαιτεί
αποφασιστικότητα, τόλμη, αισιοδοξία,
ψυχικές αντοχές. Θυμίζει τη δύσκολη
ανάβαση ενός κακοτράχαλου βουνού από
τον ορειβάτη που προετοιμάζεται δένοντας
τα σκοινιά του. Ο αόριστος «έσφιξα»
δηλώνει την συντελεσμένη ετοιμότητα
του ποιητή, αλλά υπονοεί πως είναι κάτι
που το έχει ξανακάνει στο παρελθόν και
το γνωρίζει καλά ως διαδικασία. Το
σφίξιμο των σκοινιών, που υποδηλώνει
την αποφασιστικότητα του ποιητή και
την αφοσίωσή του στο χρέος που έχει,
αφήνει να εννοηθεί πως η άνοδος στον
χώρο των αστεριών θα γίνει με κάποια
πτητική μηχανή. Ο ποιητής βέβαια δεν
προχωρά σε κάποια εξήγηση αυτής της
πτήσης, καθώς εκείνο που έχει σημασία
δεν είναι η ρεαλιστική αιτιολόγηση του
πώς θα φτάσει ως τον ουρανό, αλλά η
συμβολική σημασία της ανάγκης του να
ελέγξει τα αστέρια. «πρέπει και πάλι να
ελέγξω τ' αστέρια»: αυτή η πρώτη βουλητική
πρόταση αποτελεί δομικό στοιχείο του
ποιήματος, αφού θα μας προετοιμάσει για
τη διατύπωση της τρίτης ιδεοπλαστικής
εικόνας. Συγχρόνως υπονοείται μια σχέση
αιτίου – αποτελέσματος: «πρέπει να
πετάω»- αίτιο· ο ποιητής μόνο μπορεί,
ως κληρονόμος πουλιών / «πρέπει να ελέγξω
τ΄αστέρια» - αποτέλεσμα· να μην σβήσει
το φως της ελπίδας και της ανθρωπιάς
στη γη. Το φως των αστεριών ενέχει την
έννοια της καθοδήγησης και του
προσανατολισμού (για χρόνια οι ναυτικοί
– και ο Σαχτούρης είναι απόγονος μεγάλης
ναυτικής οικογένειας της Ύδρας -
βασίζονταν στα αστέρια, για να καθορίζουν
την πορεία τους) και συμβολίζει τις
αξίες των ανθρώπων, τις παραδόσεις του
παρελθόντος, την ελπίδα και την προσδοκία
ενός καλύτερου κόσμου, ένα νέο ξεκίνημα,
μια νέα αρχή στην πορεία των ανθρώπων.
Με δεδομένη τη λανθασμένη πορεία που
ακολουθούν οι άνθρωποι της εποχής του,
την απώλεια του προσανατολισμού τους
και την εκτροπή τους σε πράξεις και
σκέψεις καταστρεπτικές, πορεία που τους
οδηγεί στο μίσος και την εκδίκηση, ο
ποιητής οφείλει ως ελεγκτής να καταστήσει
και πάλι το φως των αστεριών ορατό σ’
αυτούς, ώστε να καθοδηγηθούν στον σωστό
δρόμο. Τα αστέρια στην ποίηση του
Σαχτούρη είναι οι αξίες και τα πνευματικά
αγαθά που στολίζουν τον ουρανό. Σ’
ένα άλλο ποίημά του είναι οι ψυχές των
αγωνιστών που χάθηκαν, υπερασπιζόμενοι
τις ίδιες πάντοτε αξίες της ελευθερίας
και της δικαιοσύνης: Τ’ αδέρφια μου που
χάθηκαν εδώ κάτω στον / κόσμο / Είναι τ’
αστέρια που τώρα ανάβουν ένα- ένα / στον
ουρανό Η χρήση του «πρέπει» βάζει τον
ποιητή στο χώρο της δεοντολογικής
ηθικής, στο χώρο του ηθικού καθήκοντος,
αποδίδοντας ηθικότητα και ελεύθερη
βούληση στην αποστολή του, για την οποία
αγωνιά και συνεχώς επαγρυπνά, όπως
φαίνεται και από το επίρρημα «πάλι»:
να επαγρυπνά για να μην χαθούν τα
πνευματικά αγαθά και οι ηθικές αξίες
από τον κόσμο μας, αλλά και για να
εμπνεύσει και τους άλλους ανθρώπους
την πίστη σ’ αυτές τις αξίες. Η αποστολή
του «ουράνιου μηχανοδηγού» διαρκής,
δύσκολη, μεγαλειώδης: να κρατάει
αναμμένα τα φώτα προς το δρόμο των υψηλών
ιδανικών, μήπως τον βρουν και οι άλλοι
άνθρωποι κάποτε…
Γ ) εγώ /
κληρονόμος πουλιών / πρέπει / έστω και
με σπασμένα φτερά / να πετάω. Ο ποιητής
μεταμορφώνεται σε πουλί, σε σύμβολο
ελευθερίας (μοτίβο γνωστό από την
αρχαιότητα), για να επιτελέσει το έργο
της εποπτείας του ουρανού και της γης.
Ο αυτοπροσδιορισμός του ποιητή ως
κληρονόμου πουλιών μάς παραπέμπει στον
πλατωνικό διάλογο «Ίων», όπου ο Σωκράτης
μιλά για την ιδιαιτερότητα των ποιητών,
οι οποίοι δεν δημιουργούν το έργο τους
χάρη στη δική τους σκέψη, αλλά φτάνουν
σε αυτό δεχόμενοι τη θεϊκή έμπνευση:
«κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητής ἐστιν καὶ
πτηνὸν καὶ ἱερόν, καὶ οὐ πρότερον
οἷός τε ποιεῖν πρὶν ἂν ἔνθεός τε
γένηται» [534b]. Ο Σαχτούρης φαίνεται πως
αξιοποιεί αυτήν την πλατωνική θέση,
τονίζοντας επίσης τη μέγιστη ευθύνη
και το υψηλό χρέος που έχουν οι ποιητές
απέναντι στους ανθρώπους της εποχής
τους. Στη νεοελληνική λογοτεχνία το
συγκεκριμένο μοτίβο το συναντάμε και
στον Μ. Κατσαρό, στον Οδ. Ελύτη, στον Τ.
Λειβαδίτη κ.α. Το θέμα του ποιητή με
τα σπασμένα φτερά είναι χαρακτηριστικό
στην ποίηση. Ο ποιητής παραλληλίζεται
με τα πουλιά, γιατί και αυτός έχει τη
δυνατότητα να «ίπταται», να βρίσκεται
υψηλότερα από τους απλούς ανθρώπους,
να μεταβαίνει εύκολα από τη γη στον
ουρανό και να επιστρέφει, λόγω της βαθιάς
καλλιέργειας, του ανθρωπισμού και της
υιοθέτησης υψηλών αξιών. Το ποιητικό
«εγώ» δεσπόζει στους στίχους αυτονομημένο
και προικισμένο. Η προσωπική αντωνυμία
«εγώ», που αποτελεί μόνη της έναν στίχο,
τονίζει με έμφαση πως είναι ο ίδιος ο
ποιητής που θα λειτουργήσει ως ελεγκτής
των αστεριών (αυτοαναφορικότητα). Όπως
επίσης η κτητική αντωνυμία «μου», αλλά
και τα πρωτοπρόσωπα ρήματα δηλώνουν
πως το χρέος αυτό ανήκει στον ίδιο τον
ποιητή. Ενώ όλοι οι άλλοι άνθρωποι ζουν
προσκολλημένοι στη γήινη πραγματικότητα,
ο Ποιητής, «εγώ», όντας φύσει ελεύθερος,
ανατρεπτικός και δημιουργικός, διεκδικεί
τη δυνατότητα να φτάσει στον «ουρανό»
και να κατακτήσει τα μυστικά του, σαν
τα πουλιά, τους παλιότερους ποιητές
–ελεγκτές, στων οποίων την ελεύθερη
και ανυπότακτη φύση συμμετέχει. Ως
«κληρονόμος» τους, έχει την ξεχωριστή
ιδιότητα να αιωρείται ανάμεσα στους
δύο κόσμους, στη γη και στον ουρανό, να
ίπταται ψηλότερα από τους άλλους
ανθρώπους. Αισθάνεται αυτήν την ανάγκη,
γιατί αυτό του επιβάλλει το χρέος του
απέναντι στην ποίηση, στον εαυτό του
και στους ανθρώπους. Η λέξη «κληρονόμος»
επιτείνει την έννοια του χρέους, γιατί
ο ποιητής πρέπει να συνεχίσει την
παράδοση των προηγούμενων ελεγκτών-ποιητών.
Τα «σπασμένα φτερά» δείχνουν πως αυτός
ο αγώνας του δεν τον αφήνει χωρίς
τραύματα. Ο ποιητής μεταμορφώνεται σε
πουλί-μηχανοδηγό, γεγονός που αποτελεί
αφύσικο μετασχηματισμό, και, ενώ έχει
τα φτερά σπασμένα, έχει το χρέος να πετά,
να εκτελεί την ουράνια πτήση του
(συνύπαρξη λογικά ασύμβατων εννοιών
που αναιρούν τη λογική τάξη των πραγμάτων).
Τα τραύματα αφορούν τα πτητικά του
όργανα, τα φτερά του, και επομένως
πλήττουν τις οραματικές επενδύσεις
του. Όμως αυτός ο τραυματισμός δεν
υπονομεύει τις προσπάθειές του να
αγγίξει τον ορίζοντα των προσδοκιών
του. Οι δυσκολίες ή οι αποτυχίες στην
προσπάθεια της αποκατάστασης της
διασαλεμένης τάξης των πραγμάτων δεν
τον πτοούν, δεν τον αποπροσανατολίζουν
από τα οράματά του. Ακόμα και αν ο αγώνας
ενάντια στο κακό του προκαλέσει τραύματα,
ακόμη και αν η φρίκη και ο παραλογισμός
κυριαρχήσουν σε γη και ουρανό, ο ποιητής
– ελεγκτής οφείλει να υπηρετεί τον
ανώτερο σκοπό του και να εκτελεί το
καθήκον του. Ο «ουράνιος μηχανοδηγός»
πρέπει να προχωρά στους απαραίτητους
«ελέγχους», παρόλο που είναι τραυματισμένος.
Οι έλεγχοι επιβάλλεται να γίνονται
τακτικά, γιατί υπάρχει πάντα ο εχθρός,
η αντίπαλη πλευρά, που, αν και δεν
αναφέρεται ξεκάθαρα, είναι εύκολο να
διακρίνουμε τη δράση της και τα
αποτελέσματα αυτής: «αίμα και ουρανός»,
«σπασμένα φτερά». Ο ποιητής-ελεγκτής
στο ταξίδι του αυτό, είναι μόνος, δεν
έχει κάποιον συμπαραστάτη, άρα υποχρεούται
να δράσει, «να ελέγξει». Αυτή ακριβώς η
επιμονή για την ανακατάληψη του ουρανού
από τον ποιητή θέτει σε αμφισβήτηση την
γνώμη κάποιων κριτικών που αποδίδουν
στο Σαχτούρη απαισιοδοξία. Ο ίδιος είπε:
«Τα ποιήματά μου δεν είναι απαισιόδοξα.
Απεναντίας, είναι σαν τα ξόρκια. Ξορκίζουν
το κακό. Μοιάζουν με μάσκες αφρικάνικες.
Με μάσκες ζώων και προγόνων, για να
ξορκιστεί ο θάνατος. Όπως συμβαίνει
απαράλλαχτα και με τις μάσκες των
ιθαγενών». Σκοπός του εδώ να ξορκίσει
την εισβολή του Κακού από το χώρο των
Ιδεών. Η δεύτερη βουλητική πρόταση
«πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να
πετάω» επαναφέρει το θέμα του ηθικού
χρέους του ποιητή, ως «θεματοφύλακα των
ηθικοπνευματικών αξιών». Άλλα περιθώρια
επιλογής δεν υπάρχουν για τον ποιητή.
Το χρέος του αποκτά κοινωνική διάσταση
και οικουμενικό χαρακτήρα: η προάσπιση
του «ουρανού» είναι, πρέπει να είναι,
υπόθεση όλων μας και η προάσπισή του
είναι κοινωνική λειτουργία της ποίησης
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΟΡΦΗΣ
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ
ΜΕΣΑ: μεταφορά («μπαξές γεμάτος αίμα»),
σύμβολα (ο ουρανός, τα αστέρια, τα σπασμένα
φτερά, το πουλί), ιδεοπλαστικές εικόνες,
επανάληψη του ρήματος «πρέπει», για να
τονιστεί το χρέος του ποιητή-ελεγκτή,
συνειρμικές παρομοιώσεις (κληρονόμος
πουλιών).
ΣΤΙΧΟΣ:
ελεύθερος, σύντομος, ολιγοσύλλαβος,
σχεδόν μονολεκτικός. Μετρικοί διασκελισμοί,
απουσία σημείων στίξης.
ΓΛΩΣΣΑ:
απλή, λέξεις λιτές (και αντιποιητικές).
Λόγος πυκνός και βαθύς με κυριαρχία του
ουσιαστικού (μπαξές, ουρανός, χιόνι) και
του ρήματος (έσφιξα, πρέπει, να ελέγξω).
Λόγος ελλειπτικός («κληρονόμος πουλιών»)
ή πληθωρικός («ένας μπαξές γεμάτος
αίμα/είν’ο ουρανός»).
Μίλτος
Σαχτούρης, «Ο ελεγκτής» από το βιβλίο
του καθηγητή 1. Να, λ.χ., ένα ποίημα που
απαρτίζεται από τρεις ιδεοπλαστικές
-και-σκηνικές εικόνες, «Ο ελεγκτής»:
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν' ο ουρανός
και λίγο χιόνι, η ιδεοπλαστική εικόνα
και σκηνή του κακοποιημένου ουρανού.
Έσφιξα τα σκοινιά μου πρέπει και πάλι
να ελέγξω τ' αστέρια, η ιδεοπλαστική
εικόνα και σκηνή του ουράνιου μηχανοδηγού.
Εγώ/κληρονόμος πουλιών πρέπει/έστω
και με σπασμένα φτερά να πετάω, η
ιδεοπλαστική εικόνα και σκηνή του ποιητή
ως ιερού πτηνού που σακατεύτηκε στους
«δύσκολους και στυγερούς καιρούς». Και
αμέσως έπειτα η τελευταία εικόνα-στοχασμός
αναδιπλώνεται για να χωρέσει και τις
άλλες, έτσι διακλαδισμένη: Ο ποιητής
πρέπει να κάνει τη διαδρομή του - πέταγμα
έστω και με σπασμένα, ξέσφιγγα φτερά-
σκοινιά. Και ως μηχανοδηγός, ελέγχοντας
το σύστημα των άστρων, στάσεις-φανάρια
-και- λαμπτήρες της διαδρομής, να
τερματίσει εκεί, στη χώρα της επαγγελίας
του, που μολαταύτα γέμισε και αυτή, αίμα
και χιόνι- και ως κληρονόμος των πουλιών
- πτηνόν, κατά τον Ίωνα του Πλάτωνα - να
φτάσει στον «μπαξέ με τ' άστρα». Τι μας
θυμίζει αυτή η πολύκλωνη εικόνα-στοχασμός;
Παλιές ταινίες με βαγόνια μέσ' από τοπία
στέπας; Ή χιόνια και αίματα του αλβανικού
μετώπου ή του σκληρού κατοχικού χειμώνα
του '42; Τότε που ακόμη κι ο Θεός, στα μάτια
των μικρών παιδιών και του Σαχτούρη,
φάνταζε: σαν παγοπώλης του θανάτου με
κόκκινα απ' τον πυρετό τα μάτια. Και
αυτές οι εμπειρίες της ζωής διασταυρώνονται
με άλλες πνευματικές της φαντασίας,
καθώς η τελική σκηνή αναδιπλώνεται στην
αρχική εικόνα του μπαξέ με τ' άστρα. Μέσα
και πέρα από κρυπτομνησίες του ή πέρα
από τους δικούς μας συνειρμούς, του
τύπου: Ο ουρανός: σαν περιβόλι ευώδησε
και τ' άνθη του ήταν τ' άστρα (Σολωμός) -
«το ουράνιο περιβόλι» του Σεφέρη! - ή
προπαντός «ουράνιος παράδεισος» -ή-
κήπος» (Κάλβος). Οπότε, σαν αντίλαλος
μεθόδου από το παρελθόν, και ας μη
λειτούργησε στην ώρα της, μας έρχεται
η γεφυρωμένη εικόνα: αναχωρεί και η
νύκτα· ιδού που τ' άστρα αχνύζουσι, και
οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι.
Και πάλι πίσω του, αλειτούργητος ο
ετερόνομος και ετερομεγέθης Κάλβος.
Αυτός που είδε επίσης μέσα «εις το χάος
αμέτρητον των ουρανίων ερήμων» να
κρέμονται κρέπια θανάτου- και όπου
ανάμεσά τους «τα φώτα σιγαλέα κινώνται
των αστέρων λελυπημένα». Που υπήρξε
προπαντός και δεν το ξέραμε, από άλλη,
εποπτικότερη σκοπιά, ο πρωτοπόρος και
θεμελιωτής της «ιδεοπλαστικής» εικόνας,
που ανανέωσε την ποίηση μας. Γιάννης
Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης,
Κέδρος, 1997, σ. 61-62. 2. Ο ποιητής όμως είναι
σαν τον ευγενικό γόνο παλιάς γενιάς και
τον βαραίνει η ευθύνη μιας αποστολής
και μιας παράδοσης: Εγώ/κληρονόμος
πουλιών πρέπει/έστω και με σπασμένα
φτερά να πετάω, (Τα φάσματα) Αλλά πώς
πετάει; Κι' η καρδιά του αερόστατο γελούσε
στο κενό, (Συμπέρασμα, Τα φάσματα) Αυτό
το αερόστατο μην το περάσετε για πασίχαρο
πασχαλινό χαρταετό. Ένα αερόστατο που
γελάει στο κενό είναι σαν την καρδιά
του ανθρώπου μέσα στο χάος του κόσμου.
Μόνο τρόμο και δέος μπορεί να προκαλέσει
αυτό το αιωρούμενο γέλιο του πανικού.
Τη μιαν ημέρα έτρεμα την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο μέσα στο φόβο πέρασε η ζωή
μου, (Ο στρατιώτης ποιητής, Τα φάσματα)
Μέσα σ' όλ' αυτά τι να ζητήσουμε από τον
ποιητή; Οι στίχοι του τουλάχιστον ν'
ανατέλλουν σαν άστρα στη σφιγμένη καρδιά
μας και να καταυγάζουν το γλυκό φως ενός
άλλου κόσμου στις μικρές στιγμές του
καθημερινού βίου, ένα φως που να φωτίζει
όλη μας την ασημαντότητα και να μας
δίνει υπόσταση, επειδή μπορούμε και το
διακρίνουμε. Κι όλα τα πολύ «σημαντικά»
ανθρώπινα να σμικρύνονται απελπιστικά
και να σβήνουν, ενώ κάτω από ένα άλλο
φως ή ένα άλλο χρώμα να μεγεθύνονται τα
απλούστατα σ' ένα μέγεθος απροσδόκητης
σημασίας, λες και το μάτι που τα επισημαίνει
καθορίζει την πλατιά έκτασή τους και
τα καθαγιάζει, σύμβολα της φτωχής ζωής
μας, μέσα σ' όλα τα απίθανα μεγέθη που
μας περιστοιχίζουν και μας συντρίβουν.
Να πάψουμε πια να ονομάζουμε τα πράγματα
«μικρά» και «μεγάλα». Όλα μπορούν να
είναι μικρά και μεγάλα εξαρτώμενα
συνεχώς από κάποιον καημό. Ο άνθρωπος,
μόνος του, με το μικρό του σχήμα, γίνεται
ένα μακρύβολα ακτινοβόλο σώμα, ανοίγοντας
απροσδόκητους δρόμους φωτός. Θέλω να
διαβάσετε την «Πορτοκαλιά, για να
καταλάβετε τι θέλω να πω για τη φτωχή
ζωή του κάθε ανθρώπου: Τι θλιβερός
χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας!
Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα
ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει. Ένας γέρος
κυττάζει μέσ' απ' το τζάμι. Ένα ξερό
δέντρο, ένα φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού.
Ένα δέντρο με πορτοκάλια πιο πέρα. Και
το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το
φλυτζάνι σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να
κλαίνε να κλαίνε. Κι ύστερα χρήματα
χρήματα χρήματα πολλά Τι θλιβερός
χειμώνας. Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας,
Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας. (Όταν σας
μιλώ) Ο ποιητής ξέρει πού μας οδηγεί,
πόσο μπορεί ν' αναστατώσει την καρδιά
μας: ως εκεί που κι η ίδια δεν μπορεί να
υποψιαστεί: Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν Τι
κάνει, την καρδιά μας καρφώνει; Ναι, την
καρδιά μας καρφώνει ώστε λοιπόν είναι
ποιητής. (Παραλογαίς) Νόρα Αναγνωστάκη,
Διαδρομή, δοκίμια κριτικής (1960-1995), Νεφέλη
1995, σ. 33-35.
ΠΗΓΕΣ: 1) το
βιβλίο του καθηγητή, 2) δικτυακοί τόποι:
κυρίως ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ και ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ
ΙΔΕΕΣ, ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ,
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ
ΓΩΝΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ, ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, 3) ΘΕΜΑΤΑ
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Μίλτος
Σαχτούρης, Τα δώρα
Σήμερα φόρεσα
ένα ζεστό κόκκινο αίμα σήμερα οι άνθρωποι
μ” αγαπούν μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι ένα
παιδί μού χάρισε ένα σφυρί Σήμερα
γονατίζω στο πεζοδρόμιο καρφώνω πάνω
στις πλάκες τα γυμνά άσπρα ποδάρια των
περαστικών είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει όλοι μείναν
στις θέσεις που πρόφτασα είναι όλοι
τους δακρυσμένοι όμως κοιτάζουν τις
ουράνιες ρεκλάμες και μια ζητιάνα που
πουλάει τσουρέκια στον ουρανό Δυο
άνθρωποι ψιθυρίζουν τι κάνει την καρδιά
μας καρφώνει; ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής Μίλτος
Σαχτούρης, Οι απομείναντες
Όμως υπάρχουν
ακόμα λίγοι άνθρωποι που δεν είναι
κόλαση η ζωή τους υπάρχει το μικρό πουλί
ο κιτρινολαίμης η Fraulein Ramser και πάντοτε
του ήλιου οι απομείναντες οι ερωτευμένοι
με ήλιο ή με φεγγάρι ψάξε καλά βρες τους,
Ποιητή! κατάγραψέ τους προσεχτικά γιατί
όσο παν και λιγοστεύουν λιγοστεύουν
Μίλτος Σαχτούρης, Ο ποιητής
Σα θα με
βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου
γύρω θά 'χει κοκκινίσει πέρα για πέρα ο
ουρανός μιά υποψία θάλασσας θα υπάρχει
κι έν' άσπρο πουλί, από πάνω, θ' απαγγέλλει
μέσα σ' ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα
τραγούδια μου. Ανέστης Ευάγγελου, Ο
ποιητής Είχε ανεβεί στην πιο ψηλή κορφή
κι η φωνή του, λευκό πουλί στον ουρανό.
Στους πρόποδες μυρμήγκιαζε πλήθος
αμέτρητο άκουγαν τη φωνή κι ολοένα
ανέβαιναν μίκραινε ο κύκλος και κρατούσαν
ξύλα μαχαίρια κράταγαν και πέτρες και
πλησίαζαν ακούγονταν κραυγές σκοτώστε
τον να πέφτουν άρχισαν μετά οι πρώτες
πέτρες λάμψαν στον ήλιο τα μαχαίρια
κατάλαβε το τέλος του. Όμως η φωνή του,
λευκό πουλί πέταγε πάνω απ’ τα κεφάλια
τους και δεν τη φτάναν οι κραυγές και
τα μαχαίρια.
Μίλτος
Σαχτούρης, Αστεροσκοπείο
Διαρρήχτες
του ήλιου δεν είδαν ποτέ τους πράσινο
κλωνάρι δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός Σε
σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι δεν ξέρουν
αν θα πεθάνουν παραμονεύουν με μαύρες
μάσκες και βαριά τηλεσκόπια με τ’ άστρα
στην τσέπη τους βρομισμένα
με ψίχουλα
με τις πέτρες τών δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως
Να πεθάνουν Να κριθεί κάθε Άνοιξη από
τη χαρά της από το χρώμα του το κάθε
λουλούδι από το χάδι του το κάθε χέρι
Μίλτος
Σαχτούρης, Η φεγγαράδα
Από αίμα
πουλιών πλημμυρισμένο κρυμμένο μένει
το φεγγάρι πότε πίσω από δέντρα πότε
πίσω από θηρία πότε πίσω από σύννεφα με
θόρυβο που ξεκουφαίνει τα φτερά αγγέλων
κάτι θέλουν να πουν κάτι σημαίνει είναι
ακόμα καλοκαίρι όμως μιά μυρωδιά από
θειάφι φράζει το χειμώνα δεν έχει ούτε
καρέκλα να καθίσεις και οι καρέκλες
έφυγαν στον ουρανό
Μίλτος
Σαχτούρης, Ο Ουρανός
Πουλιά μαύρες
σαΐτες τής δύσκολης πίκρας δεν είν'
εύκολο πράμα ν' αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους
βράχους του; έτσι καθώς περνάτε φτερωτές
σφυρίχτρες ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω
στα τζάμια του κολλούν τα πούπουλά σας
στην καρδιά του Και σαν έρχεται η νύχτα
με φόβο απ' τα δέντρα κοιτάτε τ' άσπρο
μαντίλι το φεγγάρι του τη γυμνή παρθένα
που ουρλιάζει στην αγκαλιά του το στόμα
της γριάς με τα σάπια τα δόντια του τ'
άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς
σπάγγους την αστραπή τον κεραυνό τη
βροχή του τη μακριά ηδονή του γαλαξία
του
Λευτέρης
Πούλιος, Το διπλανό δωμάτιο, αρ. 18 Μπαλώνω
τα φτερά μου για μια πτήση στο καθαρό
φως. Σκέψεις σαν ακόρεστος τίγρης. Η
καρδιά μου μες στη μιζέρια, Παλμοί του
ουρανού πριν το χάραμα. Με σκάβει ο πόνος
κι η πίκρα της ζωής με διώχνει.
Νίκος
Καρούζος, ο ποιητής έχει ένα βέβαιο
δρόμο Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος
γίνετ’ αμέσως πάθος ο ποιητής έχει ένα
δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό έχει
ένα βέβαιο δρόμο τόπους – τόπους αγκάθια
τόπους – τόπους ωραία χαλιά π’ ο άτυχος
τα ματώνει. Κι όταν ο ήλιος πέσει στις
θνητές κορφές αρχίζουν τ’ άστρα. Εκεί
του δρόμου η τέλεψη πάλι μια γέννα μάς
προσμένει.
Τάσος
Λειβαδίτης, Κριτική της ποίησης
Ε! τι καθόσαστε
λοιπόν ποιητές βγήτε στους δρόμους,
καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβήτε στις
αμαξοστοιχίες να δήτε καθώς θ’ απαγγέλετε
τα τραγούδια σας ν’ ανθίζει μες στην
καρβουνόσκονη σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο
το γέλιο των μηχανοδηγών. Πηγαίντε στη
λαϊκή αγορά ανάμεσα στις φωνές και τη
μυρουδιά των λαχανικών. Είναι εκεί μια
αντρογυναίκα με ξυλοπάπουτσα που αν
χαμογελάσει με τους στίχους σας σημαίνει
πως κάτι φτιάξατε στη ζωή σας. Γιατί
αυτή η αντρογυναίκα με το πλατύ,
βλογιοκομένο πρόσωπο έχει τρία παιδιά
σκοτωμένα και δεν τόχει σκοπό να γελάσει
με μυξάρικους στίχους. Ανεβήτε με τα
πριονοπέδιλα πάνω στους στύλους του
τηλέγραφου και τραγουδήστε και
ξανατραγουδήστε και κουνώντας σαν ένα
τσαλακωμένο κασκέτο την καρδιά σας
χαιρετήστε το μέλλον.
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ
ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ: ΗΜΕΡ 2009
ΚΕΙΜΕΝΟ
Mίλτος Σαχτούρης, Ὁ Ἐλεγκτής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α. Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα
της ποίησης του Μίλτου Σαχτούρη είναι
η χρήση υπερρεαλιστικών εικόνων. Να
καταγράψετε τις τρεις υπερρεαλιστικές
εικόνες με τις οποίες διαρθρώνεται το
συγκεκριμένο ποίημα. Μονάδες 15
Β1. Έχει
επισημανθεί ότι τα χρώματα είναι κυρίαρχο
στοιχείο της ποιητικής του Μίλτου
Σαχτούρη. α) Να επαληθεύσετε με αναφορές
στο ποίημα την παραπάνω επισήμανση.
Μονάδες 10
β) Να σχολιάσετε
τον συμβολικό χαρακτήρα των χρωμάτων
που κυριαρχούν στο ποίημα. Μονάδες 10
Β2. Να σχολιάσετε
τον τίτλο «Ὁ Ἐλεγκτής» του ποιήματος
του Μίλτου Σαχτούρη ως προς τη γλωσσική
του μορφή. Μονάδες 20
Γ. «ἐγώ
κληρονόμος πουλιῶν πρέπει ἔστω καί
μέ σπασμένα φτερά νά πετάω.» Να σχολιάσετε
το περιεχόμενο των παραπάνω στίχων σε
δύο παραγράφους (140-160 λέξεις). Μονάδες
25
Δ. Το ακόλουθο
ποίημα του Γιάννη Ρίτσου με τον τίτλο
«Ανταπόδοση» είναι ένα ποίημα για τον
ρόλο του ποιητή. Να το συγκρίνετε ως
προς το περιεχόμενό του με το ποίημα «Ὁ
Ἐλεγκτής» του Μίλτου Σαχτούρη. Μονάδες
20
Ανταπόδοση
Πάλεψε μέ
τίς λέξεις, μέ τό χρόνο, μέ τά πράγματα.
Ἔδωσε θέση στήν πεταλούδα, στό χαλίκι,
στ’ ἀλογάκι τῆς Παναγίας, στούς
ὁλονύκτιους στεναγμούς τῶν ἄστρων,
στή δροσοστάλα πού πέφτει ἀπ’ τό
ροδόφυλλο, στ’ ἄρρωστο ἀηδόνι, στίς
μεγάλες σημαῖες, στό γαλάζιο, στό
κόκκινο, στό κίτρινο. Πλούτισε τόν
κόσμο μέ μόχθο κι ἐγκαρτέρηση. Σκαλί
σκαλί ἀνέβηκε τήν πέτρινη τεράστια
σκάλα. Τώρα, ἐκεῖ πάνω, ἄλλα παράσημα
δέν ἔχει πιά παρά τά βέλη στά γυμνά
πλευρά του. Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου,
Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Εκδόσεις
Κέδρος, Αθήνα 22001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου