Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα»
Πανελλήνιες Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης 2006
1. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Παπαδιαμάντης είναι κατεξοχήν «βιωματικός» συγγραφέας. Τεκμηριώστε τη θέση αυτή με πέντε βιωματικού χαρακτήρα αναφορές στο κείμενο που σας δόθηκε.
Η ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του διηγήματος βασίζεται στο γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης γράφει για κάτι που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά, για τη ζωή στη Σκιάθο και μάλιστα, παρουσιάζει τα διαδραματιζόμενα μέσα από τα μάτια ενός νέου που έχει κοινά βιώματα με αυτά του συγγραφέα. Η γνώση, κατά πρώτον, της περιοχής στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία, με τις ακριβείς αναφορές για την ακτή, τη θάλασσα και τις μετακινήσεις των ψαράδων, αποτελούν σαφή ένδειξη ότι ο συγγραφέας έχει ζήσει σε αυτόν τον τόπο γι’ αυτό και μπορεί να τον περιγράφει με πραγματικές αναφορές και χαρακτηριστική παραστατικότητα.
Επίσης, η εκπαίδευση που αναφέρει ο αφηγητής ότι έχει λάβει σε ιερατικές σχολές συμπίπτει με το γεγονός ότι ο συγγραφέας ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Σκιάθου. Χάρη σε αυτή την επαφή με την εκκλησία ο Παπαδιαμάντης απέκτησε μια έντονη θρησκευτικότητα, η οποία αντανακλάται και στον ήρωα της αφήγησης ο οποίος αναφέρει ότι θα έπρεπε να έχει γίνει μοναχός. Η ματαίωση, άλλωστε, της επιθυμίας του νεαρού αφηγητή να αφοσιωθεί στην εκκλησία και να γίνει μοναχός, αποτελεί μια ακόμη παραλληλία με τη ζωή του συγγραφέα, ο οποίος είχε ζήσει για οκτώ μήνες στο Άγιο Όρος ως δόκιμος μοναχός, αλλά τελικά θεώρησε ότι δεν είναι άξιος για μια τέτοια τιμή.
Επιπλέον, παρατηρούμε ότι η έλλειψη ικανοποίησης του νεαρού αφηγητή από την ενήλικη ζωή του ως δικηγόρος και η επιθυμία που εκφράζει να μπορούσε να επιστρέψει στα βουνά της παιδικής του ηλικίας ως βοσκός, βρίσκουν πολλές αντιστοιχίες με τη ζωή του συγγραφέα. Ο Παπαδιαμάντης με τις ανολοκλήρωτες σπουδές στη Φιλοσοφική δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει μια σταθερή δουλειά κι αναγκαζόταν να γράφει για διάφορες εφημερίδες και περιοδικά και να κάνει μεταφράσεις, χωρίς ποτέ να αποκτήσει οικονομική άνεση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μάλιστα, επέστρεψε στο νησί του για να γλιτώσει από την εξαντλητική διαβίωση στην Αθήνα, αλλά ακόμη και στη Σκιάθο συνέχισε να κάνει μεταφράσεις για να διασφαλίζει κάποια χρήματα.
Παρά το γεγονός ότι δε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το βασικό γεγονός της αφήγησης, τη διάσωση της Μοσχούλας, ως πραγματικό περιστατικό της ζωής του Παπαδιαμάντη, βρίσκουμε ωστόσο ότι η ζωή, τα συναισθήματα και η συμπεριφορά του αφηγητή έχουν πολλές αντιστοιχίες με τη ζωή του συγγραφέα. Η εικόνα, δηλαδή, που μας δίνεται για τον αφηγητή, ότι είναι θρησκευόμενος, με αγάπη για τη ζωή του στο νησί και ότι αργότερα καταλήγει να είναι εξαιρετικά απογοητευμένος από τη ζωή του μακριά από τη φύση και μακριά από τη Σκιάθο, μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι ανταποκρίνεται στην πορεία του Παπαδιαμάντη.
2. Να επισημάνετε και να σχολιάσετε τέσσερις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
[Οι αφηγηματικές τεχνικές αναφέρονται:
- στο είδος της αφήγησης (οι αφηγηματικοί τρόποι)
- στο χρόνο και το ρυθμό της αφήγησης
- στον αφηγητή
- στην οπτική γωνία, στην εστίαση
Αφηγηματικοί τρόποι:
- Αφήγηση
- Διάλογος
- Περιγραφή
- Σχόλια
- Ελεύθερος πλάγιος λόγος
- Εσωτερικός μονόλογος
Αφηγηματικός χρόνος
- Ο χρόνος της ιστορίας (ιστορικός/ πραγματικός)
- Ο χρόνος της αφήγησης / αφηγημένος
- Αναχρονίες:
- Αναδρομικές αφηγήσεις / αναδρομές ή αναλήψεις και
- Πρόδρομες αφηγήσεις ή προλήψεις.
- Ρυθμός αφήγησης: επιτάχυνση, η παράλειψη, η περίληψη, η έλλειψη ή το αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση.
Είδη αφηγητών με βάση το αφηγηματικό επίπεδο
• Εξωδιηγητικός: αφηγείται την κύρια ιστορία είτε συμμετέχοντας είτε όχι.
• Ενδοδιηγητικός: βρίσκεται μέσα στην ιστορία και αφηγείται μια δεύτερη ιστορία.
• Μεταδιηγητικός: βρίσκεται μέσα στη δευτερεύουσα ιστορία (στη μετα-αφήγηση) και αφηγείται μια άλλη ιστορία
Ο αφηγητής είναι ένα φανταστικό πρόσωπο που επινοεί ο συγγραφέας για να αφηγηθεί μια ιστορία και δεν ταυτίζεται μαζί του.
Με βάση τη συμμετοχή του στην ιστορία ονομάζεται:
• Ομοδιηγητικός:
Συμμετέχει στην ιστορία την οποία αφηγείται είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός αφηγητής) είτε ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας.
• Ετεροδιηγητικός:
Δεν έχει καμιά συμμετοχή στην ιστορία που αφηγείται
Η εστίαση της αφήγησης
Μηδενική = Ο αφηγητής ξέρει περισσότερα από ό,τι τα πρόσωπα, είναι έξω από τη δράση (παντογνώστης)
Αφηγητής > Πρόσωπα
• Εσωτερική = Ο αφηγητής ξέρει όσα και τα πρόσωπα
Αφηγητής = Πρόσωπα
• Εξωτερική = Ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα
Αφηγητής < Πρόσωπα
1. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ο Παπαδιαμάντης είναι κατεξοχήν «βιωματικός» συγγραφέας. Τεκμηριώστε τη θέση αυτή με πέντε βιωματικού χαρακτήρα αναφορές στο κείμενο που σας δόθηκε.
Η ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του διηγήματος βασίζεται στο γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης γράφει για κάτι που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά, για τη ζωή στη Σκιάθο και μάλιστα, παρουσιάζει τα διαδραματιζόμενα μέσα από τα μάτια ενός νέου που έχει κοινά βιώματα με αυτά του συγγραφέα. Η γνώση, κατά πρώτον, της περιοχής στην οποία εκτυλίσσεται η ιστορία, με τις ακριβείς αναφορές για την ακτή, τη θάλασσα και τις μετακινήσεις των ψαράδων, αποτελούν σαφή ένδειξη ότι ο συγγραφέας έχει ζήσει σε αυτόν τον τόπο γι’ αυτό και μπορεί να τον περιγράφει με πραγματικές αναφορές και χαρακτηριστική παραστατικότητα.
Επίσης, η εκπαίδευση που αναφέρει ο αφηγητής ότι έχει λάβει σε ιερατικές σχολές συμπίπτει με το γεγονός ότι ο συγγραφέας ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Σκιάθου. Χάρη σε αυτή την επαφή με την εκκλησία ο Παπαδιαμάντης απέκτησε μια έντονη θρησκευτικότητα, η οποία αντανακλάται και στον ήρωα της αφήγησης ο οποίος αναφέρει ότι θα έπρεπε να έχει γίνει μοναχός. Η ματαίωση, άλλωστε, της επιθυμίας του νεαρού αφηγητή να αφοσιωθεί στην εκκλησία και να γίνει μοναχός, αποτελεί μια ακόμη παραλληλία με τη ζωή του συγγραφέα, ο οποίος είχε ζήσει για οκτώ μήνες στο Άγιο Όρος ως δόκιμος μοναχός, αλλά τελικά θεώρησε ότι δεν είναι άξιος για μια τέτοια τιμή.
Επιπλέον, παρατηρούμε ότι η έλλειψη ικανοποίησης του νεαρού αφηγητή από την ενήλικη ζωή του ως δικηγόρος και η επιθυμία που εκφράζει να μπορούσε να επιστρέψει στα βουνά της παιδικής του ηλικίας ως βοσκός, βρίσκουν πολλές αντιστοιχίες με τη ζωή του συγγραφέα. Ο Παπαδιαμάντης με τις ανολοκλήρωτες σπουδές στη Φιλοσοφική δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει μια σταθερή δουλειά κι αναγκαζόταν να γράφει για διάφορες εφημερίδες και περιοδικά και να κάνει μεταφράσεις, χωρίς ποτέ να αποκτήσει οικονομική άνεση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μάλιστα, επέστρεψε στο νησί του για να γλιτώσει από την εξαντλητική διαβίωση στην Αθήνα, αλλά ακόμη και στη Σκιάθο συνέχισε να κάνει μεταφράσεις για να διασφαλίζει κάποια χρήματα.
Παρά το γεγονός ότι δε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το βασικό γεγονός της αφήγησης, τη διάσωση της Μοσχούλας, ως πραγματικό περιστατικό της ζωής του Παπαδιαμάντη, βρίσκουμε ωστόσο ότι η ζωή, τα συναισθήματα και η συμπεριφορά του αφηγητή έχουν πολλές αντιστοιχίες με τη ζωή του συγγραφέα. Η εικόνα, δηλαδή, που μας δίνεται για τον αφηγητή, ότι είναι θρησκευόμενος, με αγάπη για τη ζωή του στο νησί και ότι αργότερα καταλήγει να είναι εξαιρετικά απογοητευμένος από τη ζωή του μακριά από τη φύση και μακριά από τη Σκιάθο, μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι ανταποκρίνεται στην πορεία του Παπαδιαμάντη.
2. Να επισημάνετε και να σχολιάσετε τέσσερις αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο απόσπασμα.
[Οι αφηγηματικές τεχνικές αναφέρονται:
- στο είδος της αφήγησης (οι αφηγηματικοί τρόποι)
- στο χρόνο και το ρυθμό της αφήγησης
- στον αφηγητή
- στην οπτική γωνία, στην εστίαση
Αφηγηματικοί τρόποι:
- Αφήγηση
- Διάλογος
- Περιγραφή
- Σχόλια
- Ελεύθερος πλάγιος λόγος
- Εσωτερικός μονόλογος
Αφηγηματικός χρόνος
- Ο χρόνος της ιστορίας (ιστορικός/ πραγματικός)
- Ο χρόνος της αφήγησης / αφηγημένος
- Αναχρονίες:
- Αναδρομικές αφηγήσεις / αναδρομές ή αναλήψεις και
- Πρόδρομες αφηγήσεις ή προλήψεις.
- Ρυθμός αφήγησης: επιτάχυνση, η παράλειψη, η περίληψη, η έλλειψη ή το αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση.
Είδη αφηγητών με βάση το αφηγηματικό επίπεδο
• Εξωδιηγητικός: αφηγείται την κύρια ιστορία είτε συμμετέχοντας είτε όχι.
• Ενδοδιηγητικός: βρίσκεται μέσα στην ιστορία και αφηγείται μια δεύτερη ιστορία.
• Μεταδιηγητικός: βρίσκεται μέσα στη δευτερεύουσα ιστορία (στη μετα-αφήγηση) και αφηγείται μια άλλη ιστορία
Ο αφηγητής είναι ένα φανταστικό πρόσωπο που επινοεί ο συγγραφέας για να αφηγηθεί μια ιστορία και δεν ταυτίζεται μαζί του.
Με βάση τη συμμετοχή του στην ιστορία ονομάζεται:
• Ομοδιηγητικός:
Συμμετέχει στην ιστορία την οποία αφηγείται είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός αφηγητής) είτε ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας.
• Ετεροδιηγητικός:
Δεν έχει καμιά συμμετοχή στην ιστορία που αφηγείται
Η εστίαση της αφήγησης
Μηδενική = Ο αφηγητής ξέρει περισσότερα από ό,τι τα πρόσωπα, είναι έξω από τη δράση (παντογνώστης)
Αφηγητής > Πρόσωπα
• Εσωτερική = Ο αφηγητής ξέρει όσα και τα πρόσωπα
Αφηγητής = Πρόσωπα
• Εξωτερική = Ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα
Αφηγητής < Πρόσωπα
Παντογνώστης είναι ο αφηγητής που γνωρίζει τα πάντα, εποπτεύει τα πάντα, αλλά δεν μετέχει στη δράση, δεν είναι δηλαδή ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας. Στον παντογνώστη αφηγητή αντιστοιχεί η αφήγηση χωρίς εστίαση (μηδενική), δεδομένου ότι αυτός δεν παρακολουθεί την αφήγηση από μια οπτική γωνία, αλλά είναι πανταχού παρών σαν ένας μικρός θεός.]
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τον αφηγητή που συμμετέχει στα γεγονότα, οπότε πρόκειται κυρίως για μίμηση, στην οποία όμως ενυπάρχουν και στοιχεία εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο αφηγητής μας δίνει τις σκέψεις του για τα διαδραματιζόμενα. Η αφήγηση επίσης εμπλουτίζεται με σύντομα σημεία περιγραφής αλλά και μ’ έναν ατελή διάλογο, τη στιγμή που ο αφηγητής απευθύνεται στην κοπέλα. Ο χρόνος της ιστορίας μας έχει δοθεί με κάποια ασάφεια στην αρχή του διηγήματος και είναι κάποια χρονιά του 187..., και παραμένει ασαφής καθώς ούτε στην πορεία της αφήγησης μας δίνονται περισσότερα στοιχεία για το πότε ακριβώς συνέβησαν όσα περιγράφονται. Ο χρόνος της αφήγησης πάντως όπως γίνεται σαφές από το ως άνω απόσπασμα δίνεται με αναχρονίες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του αποσπάσματος αποτελεί μια αναδρομή στο παρελθόν, όπου ο αφηγητής θυμάται ένα περιστατικό από τα εφηβικά του χρόνια. Ως προς το ρυθμό της αφήγησης μπορούμε να διαπιστώσουμε μια σχετικά επιβράδυνση στο σημείο της διάσωσης της νεαρής κοπέλας, όπου ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει τα συναισθήματα που ένιωσε από την επαφή με το γυμνό της σώμα. Στη συνέχεια όμως βλέπουμε ότι τα χρόνια που μεσολάβησαν από εκείνο το περιστατικό μέχρι το παρόν του ενήλικα δικηγόρου αφηγητή μας δίνονται πολύ συνοπτικά. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός καθώς μας αφηγείται μια ιστορία στην οποία ο ίδιος συμμετέχει ως πρωταγωνιστής και παράλληλα χαρακτηρίζεται εξωδιηγητικός καθώς αφηγείται την κύρια ιστορία του κειμένου στην οποία συμμετέχει κιόλας. Η αφήγηση μας δίνεται με εσωτερική εστίαση καθώς είναι προφανές ότι ο αφηγητής γνωρίζει όσα και τα πρόσωπα της ιστορίας.
3. «[...] Ἡ βάρκα ἐκείνη ἀπεῖχεν ... εἰς τάς ἀγκάλας μου, καί ἀνῆλθον». Να εξετάσετε τη λειτουργία της περιγραφής στο συγκεκριμένο χωρίο.
Σε αυτό το απόσπασμα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής η βιωματικότητα του Παπαδιαμάντη καθώς η περιγραφή που μας δίνεται καθιστά σαφή την άριστη γνώση της περιοχής από το συγγραφέα. Είναι φανερό ότι ο Παπαδιαμάντης σ’ αυτά τα νερά έχει κολυμπήσει πολλές φορές και ξέρει με κάθε λεπτομέρεια το χώρο μέσα κι έξω από τη θάλασσα. Χάρη στη γνώση της περιοχής η περιγραφή αυτή κερδίζει σε ρεαλιστικότητα και βοηθά τον αναγνώστη να αναδημιουργήσει στο μυαλό του ακόμη πιο αποτελεσματικά την εικόνα του πνιγμού, αλλά και της σωτήριας βουτιάς του αφηγητή. Η τέχνη του Παπαδιαμάντη βρίσκει την καλύτερη δυνατή της έκφραση στα περιγραφικά σημεία, μιας και ο συγγραφέας αυτός έχει την ικανότητα να δημιουργεί με εξαιρετική πιστότητα και ρεαλισμό υπέροχες εικόνες της ελληνικής φύσης.
Αφηγηματικά η περιγραφή αυτή λειτουργεί ως στοιχείο επιβράδυνσης, το οποίο σε συνδυασμό με τη δραματική διατύπωση του αφηγητή ότι η Μοσχούλα ήταν πιο κοντά στο θάνατο απ’ ότι στη ζωή επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη.
4. «Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιός Σισώης ὅτι “ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι…”. Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά ὁποῖα αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν καί πολλά!...». Να σχολιάσετε το πιο πάνω χωρίο με 120-140 λέξεις.
Η γνωριμία του νεαρού αφηγητή με τη Μοσχούλα αποτέλεσε για εκείνον ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθειά του να αφοσιωθεί στο Θεό, καθώς είχε πλησιάσει την ομορφιά της ζωής και δεν μπορούσε πια να αποκλείσει τον εαυτό του από την ευκαιρία να γνωρίσει την ευτυχία του έρωτα. Η διάψευση όμως των προσδοκιών του και η απογοήτευση του από την πραγματικότητα της ζωής, επαναφέρουν στη μνήμη του τη συμβουλή του πατέρα Σισώη, ο οποίος έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει καλόγερος είναι να μην τον αφήσουν να βγει έξω από το μοναστήρι. Ο Σισώης είχε γνωρίσει τη δύναμη του έρωτα στην προσωπική του ζωή γι’ αυτό και ήξερε ότι αν ο νεαρός βρεθεί εκτός μοναστηριού το πιθανότερο είναι να έρθει αντιμέτωπος με τους εγκόσμιους πειρασμούς και να παραστρατήσει. Τώρα, λοιπόν, που ο ενήλικας αφηγητής είχε γνωρίσει τους πικρούς συμβιβασμούς της ζωής σκέφτεται ότι μάταια μπήκε στη διαδικασία και συνέχισε της σπουδές του. Αν είχε παραμείνει στα λίγα γράμματα, στις βασικές γνώσεις δηλαδή, θα ακολουθούσε μια απλούστερη μορφή ζωής, κοντά στη φύση και στο Θεό και θα ήταν σαφώς πιο ευτυχισμένος.
5. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα που σας δόθηκε από το «Όνειρο στο κύμα» με το παρακάτω ποίημα του Κλείτου Κύρου, «Οπτική απάτη».
Η κοινή θεματική που διατρέχει τα δύο κείμενα είναι ο έρωτας για τη γυναίκα που φτάνει στη διάψευσή του όταν επέρχεται η συνειδητοποίηση ότι μια πραγματική σχέση δεν μπορεί να διατηρήσει τα στοιχεία του ονείρου και του έρωτα για πολύ καιρό. Στο κείμενο του Παπαδιαμάντη ο νεαρός ήρωας ερωτεύεται τη Μοσχούλα και παρόλο που δεν το παραδέχεται ξέρουμε ότι την παρατηρεί για καιρό και γνωρίζει τις συνήθειές της, καθώς και πολλές πληροφορίες για τη ζωή της. Ο έρωτας αυτός είναι βέβαια πλατωνικός και λειτουργεί κυρίως ως ενδιαφέρον από την πλευρά του ήρωα και ως ερωτική επιθυμία, η οποία κορυφώνεται όταν στην προσπάθειά του να σώσει την κοπέλα, παίρνει στην αγκαλιά του το γυμνό κορμί της και τη μεταφέρει στην ακτή. Το άγγιγμα αυτό παραμένει στη συνείδηση του νεαρού ως η επαφή με το όνειρο και διατηρείται έτσι μέχρι τα χρόνια της ενηλικίωσης του, χωρίς ποτέ να τεθεί σε κίνδυνο η ονειρικότητα και η τελειότητα αυτής της στιγμής.
Ο λόγος που στο μυαλό του αφηγητή η στιγμή αυτή παρέμεινε ως η ευτυχέστερη της ζωής του, είναι γιατί είχε εξιδανικεύσει τη νεαρή κοπέλα και την αντιμετώπιζε ως την προσωποποίηση του έρωτα. Άλλωστε, μεταξύ τους δεν υπήρξε ποτέ τίποτε πέρα από αυτό το σύντομο άγγιγμα, οπότε η αγνότητα του έρωτά τους και η απομάκρυνση του νέου από το νησί, οδήγησαν εύκολα αυτή τη στιγμή στο να θεωρηθεί μια τέλεια έκφανση του έρωτα. Όταν όμως ο νεαρός μεγάλωσε κι άρχισε να έρχεται σε επαφή με άλλες γυναίκες, στο κείμενο κάνει αναφορά για κυνέρωτες, άρχισε να απομυθοποιεί την αξία του έρωτα και σε συνδυασμό πάντοτε με την αίσθηση που είχε ότι εξαιτίας του έρωτά του για τη Μοσχούλα δεν αφοσιώθηκε πλήρως στο Θεό, απέκτησε μια αρνητική εικόνα για τις γυναίκες. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ακόμη και η Μοσχούλα με το πέρασμα του χρόνου θα έγινε σαν τις άλλες, μια κόρη της Εύας δηλαδή, κάνοντας έτσι αναφορά στο ρόλο της γυναίκας στο προπατορικό αμάρτημα και παράλληλα υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη τη θρησκευτικότητά του.
Με παρόμοιο τρόπο το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στο ποίημα του Κλείτου Κύρου, βρίσκεται αρχικά σε μια διαδικασία οραματισμού και εξιδανίκευσης της γυναίκας που αγαπά. Τη θεωρεί βασανιστικά ελκυστική και της αναγνωρίζει μια εξαιρετική ποιότητα ομορφιάς, που τον ωθούσε να πιστεύει ότι αντίστοιχα όμορφη και αγνή θα είναι και ψυχικά. Όπως όμως σχολιάζει ο ποιητής, δεν είχε ακόμη μάθει για τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης, για τα γοητευτικά δηλαδή στοιχεία μιας γυναίκας που μπορούν να παρασύρουν έναν άντρα στο να την ερωτευτεί, χωρίς όμως να έχει γνωρίσει τον πραγματικό της εαυτό. Ο ήρωας του ποιήματος, επομένως, ενώ δίνεται στον έρωτα αυτής της γυναίκας τελικά καταλήγει να είναι μόνος του και να ανατρέχει σε μνήμες ενός μακρινού παρελθόντος, για να μας δηλώσει έτσι ο ποιητής ότι οι μόνες στιγμές που άξιζαν από την επαφή τους βρίσκονταν στην αρχή – αρχή του έρωτά τους.
Η γνωριμία των δύο αντρών με τις γυναίκες τους οδηγεί σε μια κατάσταση απογοήτευσης, καθώς και οι δύο καταλήγουν στη διαπίστωση ότι οι γυναίκες δεν είναι πάντοτε ακριβώς αυτό που φαίνονται. Η βασική διαφορά όμως στις δύο περιπτώσεις είναι ότι στο διήγημα του Παπαδιαμάντη η απογοήτευση του νεαρού εντάσσεται στο πλαίσιο μιας έντονης θρησκευτικής πίστης και μιας επιθυμίας να αφοσιωθεί στο Θεό, από την οποία τον απέτρεψε ο έρωτας για τη γυναίκα. Ενώ, στο ποίημα του Κύρου η απογοήτευση του ήρωα από τον έρωτα της γυναίκας δίνεται σε ένα καθαρό κοσμικό πλαίσιο, όπου δεν παρεμβαίνουν οι ενοχές που θα μπορούσε να δημιουργήσει στην ψυχή ενός θρησκευόμενου η πεποίθηση ότι οι γυναίκες κάποτε αποτελούν μια γοητευτική μορφή του πειρασμού.
Σε αυτό το απόσπασμα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής η βιωματικότητα του Παπαδιαμάντη καθώς η περιγραφή που μας δίνεται καθιστά σαφή την άριστη γνώση της περιοχής από το συγγραφέα. Είναι φανερό ότι ο Παπαδιαμάντης σ’ αυτά τα νερά έχει κολυμπήσει πολλές φορές και ξέρει με κάθε λεπτομέρεια το χώρο μέσα κι έξω από τη θάλασσα. Χάρη στη γνώση της περιοχής η περιγραφή αυτή κερδίζει σε ρεαλιστικότητα και βοηθά τον αναγνώστη να αναδημιουργήσει στο μυαλό του ακόμη πιο αποτελεσματικά την εικόνα του πνιγμού, αλλά και της σωτήριας βουτιάς του αφηγητή. Η τέχνη του Παπαδιαμάντη βρίσκει την καλύτερη δυνατή της έκφραση στα περιγραφικά σημεία, μιας και ο συγγραφέας αυτός έχει την ικανότητα να δημιουργεί με εξαιρετική πιστότητα και ρεαλισμό υπέροχες εικόνες της ελληνικής φύσης.
Αφηγηματικά η περιγραφή αυτή λειτουργεί ως στοιχείο επιβράδυνσης, το οποίο σε συνδυασμό με τη δραματική διατύπωση του αφηγητή ότι η Μοσχούλα ήταν πιο κοντά στο θάνατο απ’ ότι στη ζωή επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη.
4. «Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιός Σισώης ὅτι “ἄν ἤθελαν νά μέ κάμουν καλόγερον, δέν ἔπρεπε νά μέ στείλουν ἔξω ἀπό τό μοναστήρι…”. Διά τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τά ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογράμματα, τά ὁποῖα αὐτός μέ εἶχε διδάξει, καί μάλιστα ἦσαν καί πολλά!...». Να σχολιάσετε το πιο πάνω χωρίο με 120-140 λέξεις.
Η γνωριμία του νεαρού αφηγητή με τη Μοσχούλα αποτέλεσε για εκείνον ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθειά του να αφοσιωθεί στο Θεό, καθώς είχε πλησιάσει την ομορφιά της ζωής και δεν μπορούσε πια να αποκλείσει τον εαυτό του από την ευκαιρία να γνωρίσει την ευτυχία του έρωτα. Η διάψευση όμως των προσδοκιών του και η απογοήτευση του από την πραγματικότητα της ζωής, επαναφέρουν στη μνήμη του τη συμβουλή του πατέρα Σισώη, ο οποίος έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει καλόγερος είναι να μην τον αφήσουν να βγει έξω από το μοναστήρι. Ο Σισώης είχε γνωρίσει τη δύναμη του έρωτα στην προσωπική του ζωή γι’ αυτό και ήξερε ότι αν ο νεαρός βρεθεί εκτός μοναστηριού το πιθανότερο είναι να έρθει αντιμέτωπος με τους εγκόσμιους πειρασμούς και να παραστρατήσει. Τώρα, λοιπόν, που ο ενήλικας αφηγητής είχε γνωρίσει τους πικρούς συμβιβασμούς της ζωής σκέφτεται ότι μάταια μπήκε στη διαδικασία και συνέχισε της σπουδές του. Αν είχε παραμείνει στα λίγα γράμματα, στις βασικές γνώσεις δηλαδή, θα ακολουθούσε μια απλούστερη μορφή ζωής, κοντά στη φύση και στο Θεό και θα ήταν σαφώς πιο ευτυχισμένος.
5. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα που σας δόθηκε από το «Όνειρο στο κύμα» με το παρακάτω ποίημα του Κλείτου Κύρου, «Οπτική απάτη».
Κλείτος Κύρου «Οπτική απάτη»
Κατατρύχονταν
από μια μορφή γυναίκας
Την έβλεπε στον ύπνο του μ’ υψωμένα
Χέρια να παραληρεί με θέρμη
Την έβλεπε κάθε πρωί να γνέφει
Στο απέναντι παράθυρο να χαμογελά
Μ’ αστραπές στα μάτια και στα δόντια
Μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο
Σύμβολο της άυλης παντοτινά γυναίκας
Έτσι νόμιζε τουλάχιστο δεν είχε διδαχθεί
Τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης.
Όταν πια κατάλαβε είχε ξημερώσει
Σα να κύλησε μια ατελείωτη νύχτα
Κι ήταν μόνος πάλι και ξεφύλλιζε
Παλιές πολύ παλιές φωτογραφίες.
Η κοινή θεματική που διατρέχει τα δύο κείμενα είναι ο έρωτας για τη γυναίκα που φτάνει στη διάψευσή του όταν επέρχεται η συνειδητοποίηση ότι μια πραγματική σχέση δεν μπορεί να διατηρήσει τα στοιχεία του ονείρου και του έρωτα για πολύ καιρό. Στο κείμενο του Παπαδιαμάντη ο νεαρός ήρωας ερωτεύεται τη Μοσχούλα και παρόλο που δεν το παραδέχεται ξέρουμε ότι την παρατηρεί για καιρό και γνωρίζει τις συνήθειές της, καθώς και πολλές πληροφορίες για τη ζωή της. Ο έρωτας αυτός είναι βέβαια πλατωνικός και λειτουργεί κυρίως ως ενδιαφέρον από την πλευρά του ήρωα και ως ερωτική επιθυμία, η οποία κορυφώνεται όταν στην προσπάθειά του να σώσει την κοπέλα, παίρνει στην αγκαλιά του το γυμνό κορμί της και τη μεταφέρει στην ακτή. Το άγγιγμα αυτό παραμένει στη συνείδηση του νεαρού ως η επαφή με το όνειρο και διατηρείται έτσι μέχρι τα χρόνια της ενηλικίωσης του, χωρίς ποτέ να τεθεί σε κίνδυνο η ονειρικότητα και η τελειότητα αυτής της στιγμής.
Ο λόγος που στο μυαλό του αφηγητή η στιγμή αυτή παρέμεινε ως η ευτυχέστερη της ζωής του, είναι γιατί είχε εξιδανικεύσει τη νεαρή κοπέλα και την αντιμετώπιζε ως την προσωποποίηση του έρωτα. Άλλωστε, μεταξύ τους δεν υπήρξε ποτέ τίποτε πέρα από αυτό το σύντομο άγγιγμα, οπότε η αγνότητα του έρωτά τους και η απομάκρυνση του νέου από το νησί, οδήγησαν εύκολα αυτή τη στιγμή στο να θεωρηθεί μια τέλεια έκφανση του έρωτα. Όταν όμως ο νεαρός μεγάλωσε κι άρχισε να έρχεται σε επαφή με άλλες γυναίκες, στο κείμενο κάνει αναφορά για κυνέρωτες, άρχισε να απομυθοποιεί την αξία του έρωτα και σε συνδυασμό πάντοτε με την αίσθηση που είχε ότι εξαιτίας του έρωτά του για τη Μοσχούλα δεν αφοσιώθηκε πλήρως στο Θεό, απέκτησε μια αρνητική εικόνα για τις γυναίκες. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ακόμη και η Μοσχούλα με το πέρασμα του χρόνου θα έγινε σαν τις άλλες, μια κόρη της Εύας δηλαδή, κάνοντας έτσι αναφορά στο ρόλο της γυναίκας στο προπατορικό αμάρτημα και παράλληλα υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη τη θρησκευτικότητά του.
Με παρόμοιο τρόπο το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στο ποίημα του Κλείτου Κύρου, βρίσκεται αρχικά σε μια διαδικασία οραματισμού και εξιδανίκευσης της γυναίκας που αγαπά. Τη θεωρεί βασανιστικά ελκυστική και της αναγνωρίζει μια εξαιρετική ποιότητα ομορφιάς, που τον ωθούσε να πιστεύει ότι αντίστοιχα όμορφη και αγνή θα είναι και ψυχικά. Όπως όμως σχολιάζει ο ποιητής, δεν είχε ακόμη μάθει για τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης, για τα γοητευτικά δηλαδή στοιχεία μιας γυναίκας που μπορούν να παρασύρουν έναν άντρα στο να την ερωτευτεί, χωρίς όμως να έχει γνωρίσει τον πραγματικό της εαυτό. Ο ήρωας του ποιήματος, επομένως, ενώ δίνεται στον έρωτα αυτής της γυναίκας τελικά καταλήγει να είναι μόνος του και να ανατρέχει σε μνήμες ενός μακρινού παρελθόντος, για να μας δηλώσει έτσι ο ποιητής ότι οι μόνες στιγμές που άξιζαν από την επαφή τους βρίσκονταν στην αρχή – αρχή του έρωτά τους.
Η γνωριμία των δύο αντρών με τις γυναίκες τους οδηγεί σε μια κατάσταση απογοήτευσης, καθώς και οι δύο καταλήγουν στη διαπίστωση ότι οι γυναίκες δεν είναι πάντοτε ακριβώς αυτό που φαίνονται. Η βασική διαφορά όμως στις δύο περιπτώσεις είναι ότι στο διήγημα του Παπαδιαμάντη η απογοήτευση του νεαρού εντάσσεται στο πλαίσιο μιας έντονης θρησκευτικής πίστης και μιας επιθυμίας να αφοσιωθεί στο Θεό, από την οποία τον απέτρεψε ο έρωτας για τη γυναίκα. Ενώ, στο ποίημα του Κύρου η απογοήτευση του ήρωα από τον έρωτα της γυναίκας δίνεται σε ένα καθαρό κοσμικό πλαίσιο, όπου δεν παρεμβαίνουν οι ενοχές που θα μπορούσε να δημιουργήσει στην ψυχή ενός θρησκευόμενου η πεποίθηση ότι οι γυναίκες κάποτε αποτελούν μια γοητευτική μορφή του πειρασμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου